(Ἐφημ. «ΒΗΜΑ τῆς Αἰγιάλειας, 18/7/2011)
Σε ποιό Ευαγγέλιο άραγε πιστεύει;

Αναφορά στο ΗΘΟΣ και το ΥΦΟΣ
 του ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ κ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Σε πρόσφατη επιστολή του ο Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιος, αποτυπώνει το ήθος και το ύφος των επισκόπων, που αντί να υπηρετούν τον Θεό και τους πιστούς, διαβάλλουν την Εκκλησία.
Θυμίζω, πως απέστειλα στον κ. Αμβρ. βιβλίο, στο οποίο αναλύονταν οι λόγοι που η ίδια η Εκκλησία θεσπίζει την Αποτείχιση, δηλ. την απομάκρυνση των πιστών από τον επίσκοπο που σκανδαλίζει, αιρετίζει και αδιαφορεί για την αλλοίωση της Πίστεως.

1. Όποιος δεν έχει επιχειρήματα, επιστρατεύει παραπληροφόρηση και ύβρεις.
Μη δυνάμενος να απαντήσει στις αιτιάσεις, αποδέχτηκε την Αποτείχισή μου και την κοινοποίησε ο ίδιος στους Αιγιώτες, μόνο και μόνο για να πληροφορήσει ότι ο αποτειχισμένος δεν έχει πλέον ...λόγο στα της μητροπόλεως! Δεν έδειξε καμιά διάθεση προσεγγίσεως και απέφυγε επιμελώς να εξηγήσει στους πιστούς που προβληματίστηκαν, αν ευσταθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην Αποτείχιση, καταθέτοντας τις θεολογικές του θέσεις. Γιατί φαίνεται, πως κριτήριό του δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας υπό το φως των Πατέρων, αλλά το πώς θα διασώσει το προφίλ του.
Αυτό φάνηκε, όταν απάντησα στο άρθρο του. Δεν άντεξε στην κριτική και χωρίς να δώσει ουσιαστική απάντηση, εκτράπηκε με οργή σε ύβρεις, όπως: Ο Π. Σημάτης (Π.Σ.) «έχει καρδιά που έχει στεγνώσει από αγάπη, είναι αδέσποτο πρόβατο, έχει μισαλλοδοξία, το μικρόβιο της μισανθρωπίας, αρτηριοσκλήρυνσιν, μίσος ...φωλιάζει στην ψυχή του, αυτομαστιγώνεται, είναι “αναρχικός” του εκκλησιαστικού χώρου, ζει εκτός τόπου και χρόνου, ...με πετροβολάει, “ας κάθεται στα αυγά του”, ας περιπλανάται μέσα εις τους λαβυρίνθους της ιδεοληψίας του, “ας τρώγεται με τα ρούχα του”, [αφού αποτειχίστηκε] έρριξε "μαύρη πέτρα" πίσω του»· ο Π.Σ. «δια την ι. μητρόπολιν τυγχάνει ανύπαρκτον πρόσωπον!». Αυτό είναι το «ευγενικό» ύφος πνευματικού πατρός, ήθος δεσποτικής «αγάπης»!

2. Είναι ιδιοκτησία του Δεσπότη η Εκκλησία;
Ένας πιστός είναι υπαρκτό πρόσωπο για τον Χριστό και την Εκκλησία και ανύπαρκτο για τον κ. Αμβρόσιο;
Ο κ. Αμβρ. νομίζει ότι είναι ιδιοκτησία του η Εκκλησία. Δεν θέλει να καταλάβει ότι ο αποτειχισμός, δεν είναι απομάκρυνση από την Εκκλησία, αλλά από τον παρανομούντα επίσκοπο που αδιαφορεί για την ακεραιότητα της Πίστεως, που καλύπτει πρόσωπα διαβεβλημένα, που φέρεται εξουσιαστικά (π.χ. παράνομοι αφορισμοί) κ.ά. Φαίνεται ότι δεν σκέφτηκε ποτέ του, πως μπορεί ο ίδιος να έχει απομακρυνθεί από την Αλήθεια της Εκκλησίας, έστω κι αν τυπικά εμφανίζεται ως ο εκφραστής της· ότι οι πρακτικές του θυμίζουν «μισθωτό» ποιμένα που αδιαφορεί για τους πιστούς. Η φράση πως ο Π.Σ. «δια την Ι. Μητρόπολιν τυγχάνει ανύπαρκτος», είναι ένας εύσχημος τρόπος για να «καθησυχάσει» την συνείδησή του! Αναλυόμενη ψυχολογικά, ποιες άραγε συνειδησιακές διεργασίες και μύχιους ...πόθους του θα αποκάλυπτε;
Ένα μικρό παράδειγμα, που δείχνει με ποιόν τρόπο συμπεριφέρονται οι πραγματικοί ποιμένες: Ο άγ. Ιωάννης, όταν έμαθε ότι ένας μαθητής του είχε γίνει λήσταρχος, ανέβηκε στο βουνό για να τον αναζητήσει με κίνδυνο της ζωής του, κάτι που συγκίνησε βαθύτατα τον λήσταρχο, γι’ αυτό μετανόησε και ακολούθησε τον Άγιο στην πόλη! Ο κ. Αμβρ. αντίθετα, αρνήθηκε τον δια του Τύπου ουσιαστικό θεολογικό διάλογο–συμφιλίωση, κατά πάγια τακτική του· αρκέστηκε στις ύβρεις και την παρερμηνεία των Αγίων Γραφών και, επειδή δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί την ύπαρξη εκκλησιαστικού Κανόνα που νομοθετεί την Αποτείχιση, χαρακτήρισε ως «ανύπαρκτον» εκείνον που τον εφαρμόζει! Βέβαια έτσι, εμφανίζεται συνεπής με την παποκεντρικής προελεύσεως θεωρία του, ότι ο επίσκοπος είναι υπεράνω κριτικής.

3. Δεν είναι υπεράνω κριτικής ο επίσκοπος. Εκτός αν ταυτίζεται με τον Πάπα.
Ο κ. Αμβρ., λοιπόν, βλέπει τον εαυτόν του ως διοικητή και όχι ως πατέρα και ισχυρίζεται αθεολόγητα ότι είναι υπεράνω ανθρωπίνης κριτικής. Γράφει: Ο κ. Π.Σ. «ούτε συνδιοικητής εις τα της Μητροπόλεως είναι, ούτε κριτής του Επισκόπου του. Το δικαίωμα αυτό δεν το έχει». Και σε άλλη ευκαιρία έλεγε: «ο κάθε  επίσκοπος  λογοδοτεί  εις  τον  Θεόν. Είναι  υπεύθυνος  στη συνείδησή του  και στον Θεό». Ιδού η εφαρμογή του παπικού Πρωτείου, από ένα κατά φαντασίαν πολέμιό του.
Η Παράδοση της Εκκλησίας, όμως, τα εντελώς αντίθετα διδάσκει. α) Ο ι. Χρυσόστομος γράφει: Οι ποιμένες ας μη «παρορώμεν τους τα δοντα συμβουλεοντας» ακόμα κι αν εκείνος που συμβουλεύει είναι ελάχιστος· ούτε όσα ως ποιμένες προτείνουμε, να επιμένουμε «ταύτα πντως κρατείν». β) Είναι ασφαλώς Εντολή του Χριστού το να μη κατακρίνουμε. Εδώ όμως δεν πρόκειται περί κατακρίσεως. Πρόκειται για αιρετικές ενέργειες «ορθοδόξων» επισκόπων! Και επειδή γνώριζαν οι Άγιοι ότι θα συνέβαινε αυτό, μας προτρέπουν να εξετάζουμε πρώτα, αν οι επίσκοποι εφαρμόζουν τις Εντολές του Θεού σε θέματα Πίστεως, Δικαιοσύνης και Ήθους και μόνο τότε να τους υπακούμε (1Κορ. 5, 11· Εβρ. 13, 7), διαφορετικά καθιστάμεθα συνυπεύθυνοι.
Παραδείγματα: οι πρώτοι χριστιανοί ήλεγξαν ακόμα και τον απ. Πέτρο. Κι αυτός δεν τους περιφρόνησε, δεν ισχυρίστηκε ότι λογοδοτεί μόνο στον Θεό, ούτε τους ύβρισε (όπως ο κ. Αμβρ.), αλλά έδωσε πειστικές εξηγήσεις (Πράξ. 11, 3). Ο Μ. Αθανάσιος επικροτούσε συγκεκριμένη πρακτική χριστιανών, οι οποίοι  έφευγαν από το Ναό, όταν εμφανιζόταν ο επίσκοπος που είχαν κρίνει ως ανάξιο! Και αλλού λέγει πως, αν οι επίσκοποι «κακώς αναστρέφωνται και σκανδαλίζωσι τον λαόν», πρέπει να τους απομακρύνουμε. Ο Μ. Βασίλειος δίδασκε πως επιβάλλεται να κρίνουν οι πιστοί, αν τα λεγόμενα των ποιμένων είναι σύμφωνα με τις Γραφές. Ο π. Γ. Φλορόφσκυ έγραφε: «όταν ο επίσκοπος ξεφεύγη» από το ορθόδοξο «πρότυπο, ο λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση». Ο καθ. Φαράντος γράφει πως ο επίσκοπος «αγιοποιείται, αλλά και δαιμονοποιείται, αναλόγως των πράξεών του, δια τούτο και υπόκειται εις έλεγχον και εις καθαίρεσιν».
Άρα ο κ. Αμβρ. είναι ορθόδοξος επίσκοπος, θεωρών εαυτόν υπεράνω κριτικής και μη υπακούων στην Ορθόδοξη Παράδοση;

4.  Η  «υπέρβαση»  του κ. Αμβρ., δεν είναι αρετή, αλλά αιρετική οικουμενιστική πρακτική.
Επισημάνθηκε στον κ. Αμβρ. ότι παραβαίνει τους Ι. Κανόνες και αποδεικνύεται ανακόλουθος, όταν φέρνει στο Αίγιο τους Μητροπολίτες Ζακύνθου και Βρεσθένης (πρ. Θεσσαλιώτιδος) και συλλειτουργεί μαζί τους, αν και εναντίον τους είχε εκτοξεύσει βαριές κατηγορίες. Ο κ. Αμβρ. επιμένει ότι καλά έκανε και συμφιλιώθηκε μαζί τους και με δικολαβίστικες αναφορές στις Γραφές αποφαίνεται ότι όποιοι τον κατηγορούν για τη συμφιλίωση αυτή με τους ανωτέρω, είναι μισαλλόδοξοι: «Εάν δεν έχεις την αρετήν να χαίρεσαι», όταν συμφιλιώνονται δύο πρόσωπα, «τα οποία πρότερον είχον ...διενέξεις, τότε δεν είσαι χριστιανός!».
Ας δούμε νηφάλια τα γεγονότα και τα αγιογραφικά κείμενα, για να καταλάβει και ο τελευταίος πιστός, ότι ο κ. Αμβρ. διαστρέφει το Ευαγγέλιο, κάνει το μαύρο άσπρο και την κακία ονομάζει αρετή!
α) Για τον κ. Θεόκλητο Κουμαριανό (Θ.Κ.) είχε πει μετά λόγου γνώσεως ο κ. Αμβρ., ότι είναι ακατάλληλος για να γίνει επίσκοπος. Η «πρόβλεψή» αυτή περί ακαταλληλότητος επιβεβαιώθηκε, αφού το όνομά του Θ.Κ. ενεπλάκη στο παραδικαστικό κύκλωμα και σε άλλες «αταξίες» που επιφέρουν καθαίρεση. Μάλιστα αποτρέποντας ο κ. Θεόκλητος την διεξαγωγή εκκλησιαστικής δίκης που θα τον καθαιρούσε (με την στήριξη του τότε αρχιεπ. Χριστόδουλου), υπέβαλε «αυτοβούλως» την παραίτησή του! Αφού πέρασαν, όμως, έξι χρόνια, αιφνιδίως ο κ. Αμβρ. άλλαξε γνώμη για την καταλληλότητα του Θ.Κ. Και μετερχόμενος τακτικές πολιτικών συμβιβασμών, τώρα, όχι μόνο θεωρεί τον Θ.Κ. κατάλληλο ως επίσκοπο, αλλά τον προορίζει για ...διάδοχό του! Και για να επηρεάσει το αγνοούντα λαό, πλέκει εγκώμιο στο Θ.Κ., για πράξεις που μας κατασκανδάλισαν, παρουσιάζοντάς τον με φωτοστέφανο μάρτυρος και δηλώνει: «τον τιμώ υπερβαλλόντως», γιατί «θυσιάστηκε» για τον Αρχιεπ. Χριστόδουλο! Ω, της υποκρισίας!
Δηλαδή, όταν ένα «ακατάλληλο» πρόσωπο κατηγορηθεί επιπλέον και για διάπραξη παραπτωμάτων, καθίσταται κατάλληλο για βοηθός του κ. Αμβρόσιου!!! Αυτό το ήθος μας διδάσκει, που αποδέχονται αδιαμαρτύρητα οι συνεπίσκοποί του!
Να θυμήσω πάλι ότι, επειδή οι κατηγορίες για τον Θ.Κ. είναι απαγορευτικές της αρχιερωσύνης, όταν προτάθηκε για επίσκοπος Καλαμάτας και Κορίνθου, οι κάτοικοι απαίτησαν να μη γίνει επίσκοπός τους, αφού δεν έγινε εκκλησιαστική δίκη για την διερεύνηση των κατηγοριών εναντίον του. Τι κρύβεται πίσω από την επίμονη προσπάθεια του κ. Αμβρόσιου να τον επιβάλλει ως επίσκοπο στην πόλη μας;
β) Επίσης, ενώ ο κ. Αμβρ. κατηγόρησε τον Ζακύνθου Χρυσόστομο για ετεροδιδασκαλία σε θέματα ηθικής, κατόπιν έβαλε, για κάποιον λόγο, νερό στο κρασί του και συμφιλιώθηκε μαζί του, χωρίς ο Ζακύνθου να διορθώσει τις κακοδοξίες του δημόσια!
Ας δούμε τί είχε πει το 1995 ο κ. Αμβρ., παρουσιαζόμενος ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας: Ο Ζακύνθου «υπέπεσε στο αδίκημα της “ετεροδιδασκαλίας” [=αίρεσης]. Όσα εγγράφως διετύπωσε ...είναι αντίθετα προς τον ευαγγελικό Νόμο». Και γι’ αυτή την αίρεση ο Ζακύνθου δικάστηκε, αλλά η υπόθεσή του «κουκουλώθηκε». Αυτό εξόργισε σφόδρα τον κ. Αμβρ. γι’ αυτό κατηγόρησε τους δικαστές επισκόπους ως άδικους δικαστάς! Για τον Ζακύνθου δε, που όταν «εξήλθε της αιθούσης εδήλωσε, ότι αισθάνεται δικαιωμένος…», σχολίαζε πικρόχολα ο κ. Αμβρ.: «Βλέπετε  ό,τι έχει κανείς, αυτό και πωλεί!  Οι άγιοι μεταδίδουν την αγιότητά τους…, οι φιλήδονοι [όπως ο Ζακύνθου] την φιληδονία τους διαφημίζουν!». Αλλά και οι Αιγιώτες ιερείς ονόμασαν τον Ζακύνθου «αναθεματισμένον»!
Λοιπόν, με αυτόν που οι ιερείς χαρακτήρισαν  ως “αναθεματισμένον”, που «μεταδίδει και διαφημίζει την φιληδονία του» και που ποτέ δεν ανακάλεσε την κακοδοξία του, συμφιλιώθηκε ο κ. Αμβρ. και μας τον έφερε στο Αίγιο, για να παραδειγματιστούμε από το «φιλήδονο» ήθος του και να δεχθούμε τις ευλογίες του!!!
Αλλά και η υποκρισία έχει όρια. Πώς θεωρεί, ο κ. Αμβρ., ευαγγελική αρετή την καρικατούρα συμφιλίωσής του με τον Ζακύνθου και μας ζητάει να χαρούμε γι’ αυτό; Μάλλον να κλάψουμε πρέπει, γιατί συμφιλιώθηκε με τον αμετανόητο στις ιδέες του Ζακύνθου, ο οποίος κατηγόρησε με επιστολή τον κ. Αμβρ. με αήθη γλώσσα. Και ο κ. Αμβρ. ανταπάντησε: «…Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να μας αγγίξει είναι (η κατηγορία) ότι “παράγουμε” ...κληρικούς με ”ειδική συμπεριφορά”». Και αφήνοντας έκπληκτο το χριστεπώνυμο πλήρωμα δήλωνε: «Μέχρι τώρα είχαμε την υποψία ότι η αλητεία έχει εισέλθει και στον ι. χώρο της Εκκλησίας... Τώρα όμως υπάρχει η απόδειξις. Η επιστολή του κ. Χρυσοστόμου είναι υπόδειγμα και οδηγός αλητείας»! («Ελ. Τύπος» 27.8.95 και «Ορθ. Τύπος» 1-9-95).
Εξοικειωμένος, λοιπόν, ο κ. Αμβρ., με τις νεοεποχίτικες άθεες ιδέες της «ανοχής», της συνύπαρξης αλήθειας και ψεύδους (που προπαγανδίζει ο οικουμενισμός), μας καλεί να χαρούμε για τη «συμφιλίωση» αυτή, διαφορετικά «δεν είμαστε χριστιανοί», αλλά άνθρωποι «κυριαρχούμενοι υπό μισαλλοδοξίας, (γιατί) δεν κατανοούμε την υπέρβασιν των ανθρωπίνων αδυναμιών»!
Άρα κι εδώ, με φτηνό ταχυδακτυλουργικό τρόπο διαστρεβλώνει την αλήθεια, αφού εξισώνει δύο διαφορετικά πράγματα: Ι) την «υπέρβαση των ανθρωπίνων διαφορών» δια της συμφιλιώσεως (γεγονός που ασφαλώς φέρνει χαρά), ΙΙ) με την υπέρβαση-συμφιλίωση εκείνων που διαφώνησαν για θέματα αληθείας και αιρέσεως και οι οποίοι –παραδόξως– στη συνέχεια συμφιλιώθηκαν, χωρίς να αρνηθεί ο ένοχος το λάθος του! Αυτού του είδους η «συμφιλίωση» και η «υπέρβαση» του κ. Αμβρ. είναι κάλπικη, είναι η «αγάπη» του Οικουμενισμού· στην πράξη δε, πρόκειται για «λυκοφιλία» των συμφιλιωθέντων!
Τι μας συμβουλεύουν, όμως, οι Άγιοι; Τα αντίθετα από όσα διδάσκει ο κ. Αμβρ.: όχι μόνο να μη συμφιλιωνόμαστε με τους «ατάκτως περιπατούντας» και τους αιρετίζοντας, αλλά «μηδέ χαίρειν αυτοίς λέγειν», δηλ. να μη έχουμε επικοινωνία, χαιρετισμό εκκλησιαστικό μαζί τους, όσο επιμένουν στις κακοδοξίες τους. Αυτή ήταν ανέκαθεν η στάση της Εκκλησίας, που ενδιαφέρεται για την σωτηρία του ανθρώπου κι όχι για την επίδειξη μιας επικοινωνιακού και επιδερμικού τύπου αγάπης.
Προκαλεί, πράγματι, πολλές απορίες η άνεση με την οποία ο κ. Αμβρ. προχωρεί από την μία διαστρέβλωση στην άλλη. Σε άλλο σημείο του άρθρου του, φέρνει ως παράδειγμα –για να στηρίξει τις αντι-ευαγγελικές θέσεις του περί «συμφιλιώσεως» – τον απ. Παύλο, που είχε «εντονωτάτην διαφωνίαν... με τον Απ. Πέτρον, τον οποίον μάλιστα δημοσίως αποκαλεί “αξιοκατάκριτον”!». Επειδή, όμως, –συνεχίζει «οι άνθρωποι του Θεού συνηθίζουν να υπερβαίνουν τα λάθη της ζωής των» οι δύο απόστολοι  συμφιλιώθηκαν. Πράγματι, οι δύο Απόστολοι διαφώνησαν και μετά συμφιλιώθηκαν. Όμως, πότε επήλθε η συμφιλίωση; Όταν ο απ. Πέτρος αντελήφθη το λάθος του, μετανόησε και το διόρθωσε δημόσια.
Ποιά σύγκριση μπορεί να υπάρξει, άραγε, μεταξύ αυτής της συμφιλίωσης των Αποστόλων και εκείνης του κ. Αμβρ. με τους δύο μητροπολίτες; Ουδεμία. Γιατί στην δεύτερη δεν υπάρχει μετάνοια. Και όμως, τολμά να συγκρίνει ο κ. Αμβρ. την κατά Θεό συμφιλίωση των Αγίων Αποστόλων, με τη δική τους καταχρηστική συμφιλίωση!
Άλλη μία διαστροφή του Ευαγγελίου από τον κ. Αμβρ., στην προσπάθειά του να ντύσει με ένδυμα αγιογραφικό την συμφιλίωση. Γράφει: «Στην Εκκλησία μαθαίνουμε... την "υπέρβαση"!  ...[Ο Χριστός είπε:] "Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου"...».
Η παραπάνω διαδικασία συνδιαλλαγής ισχύει για τα προσωπικά αμαρτήματα («εις σε») και όχι για αιρετικές θέσεις που εκφέρονται από επισκόπους δημοσίως και επιμόνως. Γι’ αυτές ισχύει το: όσα δημοσίως λέγονται, πρέπει δημοσίως και να διορθώνονται.
Αλήθεια, ποιό ήθος ακολουθεί ο κ. Αμβρ.; Σε ποιό άραγε Ευαγγέλιο πιστεύει; Πώς είπαν με τον «ετεροδοξούντα» Ζακύνθου το «εν ομονοία ομολογήσωμεν» χωρίς να έχουν την ίδια «ομολογία»; Έχει ξεπεράσει, άραγε, ο κ. Αμβρ. σε αγάπη και συγχωρητικότητα τον Χριστό και τους Αγίους, που άλλα διδάσκουν; Είναι παραπάνω από την Εκκλησία;
Ας αναρωτηθούμε οι Αιγιώτες: έχουμε δώσει την εντύπωση στον κ. Αμβρόσιο ότι απευθύνεται σε εκκλησιαστικά αναλφάβητους;
Σημάτης Παναγιώτης, θεολόγος

Το ημερολόγιο ή ο Οικουμενισμός δημιούργησε το Παλαιοημερολογίτικο σχίσμα;


ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ
ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ "ΑΦΕΤΗΡΙΑ" ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ
ή ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ;

Πρόσφατα διάβασα ἕνα μέρος ἀπὸ  στὸ ὀγκῶδες ἐξ 924 σελίδων ἀποτελούμενο, βιβλίο τοῦ ἀνήκοντος στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο-Ἑορτολόγιο Ἀριστοτέλη Δελήμπαση, μὲ τίτλο «Πάσχα Κυρίου», προσπαθώντας νὰ διελευκάνω, ποιά ἐπιχειρήματα ἐπεκαλοῦντο οἱ πρῶτοι ὀπαδοὶ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Μὲ ἔκπληξη παρατήρησα, ὅτι τὰ στοιχεῖα ποὺ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας παραθέτει, ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ διαμαρτυρία καὶ ἀποχώρησή τους ἀπὸ τὴν ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία δὲν ἑδράζεται στὸ ὑπάρχον καίριο σημεῖο τῆς αἱρέσεως ποὺ κηρύττεται μὲ τὴν Ἐγκύκλιου τοῦ 1920, ἀλλὰ στὸ δευτερεῦον σημεῖο (τὴν «ἀφετηρία», ὅπως θεωροῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου· τὴν ἐπιστροφὴ δὲ σ’ αὐτὸ θέτουν ὡς «κύριον σκοπόν»).
Ἂν λοιπόν, καὶ οἱ ἴδιοι γράφουν αὐτὰ καὶ εἶναι πράγματι ἔτσι, τίθεται πάλι ἐπὶ τάπητος τὸ ἐρώτημα: δικαιολογεῖται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἡ δημιουργία ἄλλης Συνόδου, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν 13ων ἡμερῶν; Καὶ γιατὶ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ σχίσματος τὸ ἐλάσσον (τὸ Ἡμερολογιακὸ) καὶ ὄχι τὸ μεῖζον, ἡ αἵρεση; Γιατί προσπαθοῦν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἀποτελεῖ πρώτιστο θέμα καὶ αἵρεση ἡ Ἡμερολογικὴ ἀλλαγή, τὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν δογματοποίησε καὶ ἐλαχιστοποιοῦν ἢ δείχνουν νὰ ἀγνοοῦν, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν ἐπικαλοῦνται, τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκλησιολογίας; Γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο, θὰ ἐδικαιολογεῖτο κατ’ ἀρχάς, διαμαρτυρία καὶ ἀντίδραση, ὅπως καὶ γιὰ ἄλλες σποραδικὲς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες (π.χ. συμπροσευχές ποὺ δὲν ἔχουν γίνει καθεστώς), ἀλλ’ ὄχι σχίσμα. Αὐτοί, ὅμως, ἑστίασαν τὴν προσοχή τους στὶς 13 ἡμέρες. Καὶ τὴν αἱρετικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 τὴν ἐπικαλέστηκαν ὡς δευτερεῦον στοιχεῖο καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων ἔδωσαν πράγματι τὴν διάσταση ποὺ ἔχει.
Παραθέτω ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτὸ μικρὸ ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται πὼς ὁ ἴδιος ὁ Δελήμπασης ποὺ ἑρμηνεύει τὰ τοῦ Ἡμερολογίου–Ἑορτολογίου (καὶ ὄχι κάποιος νεοημερολογίτης) ἀποδεικνύει μὲ ντοκουμέντα ὅτι οἱ ἀποχωρίσαντες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡγέτες τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ ἐπίσκοποι, ὡς μόνο λόγο ἀποτειχίσεως φέρουν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τὴν νηστεία καὶ ὄχι τὴν ἀλλοίωση τῆς Ἐκκλησιολογίας.
Ἐπαναλαμβάνω, ὅτι προκαλεῖ ἐντύπωση, ὅτι οὐδαμοῦ ἀνεφέρεται ὡς κύριος λόγος ἀπὸ τοὺς ἀποσχισθέντες ἐπισκόπους ἡ αἱρετικὴ (ὅπως σήμερα τὴν ἀποκαλοῦν) «Ἐγκύκλιος τοῦ 1920», ἡ ὁποία ξεκάθαρα καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀποκαλεῖ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῆς Δύσεως, ὡς Ἐκκλησίες. Ἂν ἡ ἀπόσχισή τους ἦταν συγκεκριμένες αἱρετικὲς πράξεις, θὰ συζητούσαμε ἐπὶ ἄλλης βάσεως τὸ θέμα. Ὅμως, τὸ ὅλο πρόβλημα γι’ αὐτοὺς ἦσαν τὰ δευτερεύοντα σημεῖα: τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τῶν νηστειῶν. Φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ συγκρίνουν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας μὲ τὴν ἑορτολογικ καινοτομία, παρόλο, μάλιστα, ποὺ τὴν ἑορτολογικὴ καινοτομία δὲν χαρακτηρίζουν ὡς αἵρεση, ἀλλὰ ὡς κάτι περιφερειακό, «περὶ ἀφετηρίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»! Δηλαδή, ἦταν τόσος ὁ φανατισμὸς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὥστε νὰ τοὺς κάνει νὰ παραβλέψουν τὴν αἵρεση τῆς Ἐγκυκλίου, ποὺ ἦταν ἡ ἀποδοχὴ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι ἄλλη Ἐκκλησία, καὶ ἔμειναν μόνο σ’ αὐτὸ ποὺ οἱ ἴδιοι ἀποκαλοῦν δευτερεῦον, «ἀφετηρία», δηλ. στὸ ἡμερολόγιο!!!
Ἡ ἀποκοπή τους, λοιπόν, ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία (ἂν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα) ἀποτελεῖ ὁλοφάνερα σχίσμα, διότι, οἱ ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ Πατριαρχία, ποὺ ἀκολουθοῦσαν (ὅπως κι αὐτοὶ) τὸ Παλαιὸ Ἑορτολόγιο, δὲν ἀποδοκίμασαν τὴν ἑλλαδική Ἐκκλησία γιὰ τὴν ὁμολογουμένως ἀντικανονικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου,  ἀλλὰ ἐπικοινωνοῦσαν μαζί της, γιατὶ ἔκριναν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο δὲν ἀποτελοῦσε αἰτία διασπάσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πολλάκις ὑπενθύμιζαν στοὺς Παλαιοημερολογίτες, τὴν περίπτωση τοῦ Πάπα Ἀνίκητου καὶ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου: ὅταν ἅγιος Πολύκαρπος, μετέβει στὴν Ρώμην (157 μ.Χ.) δὲν συμφώνησαν περὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Παρὰ ταῦτα, ὅμως, «καίτοι διχογνωμοῦντες περὶ ἡμερῶν καὶ καιρῶν καὶ χρόνων καὶ τηρήσεως τοπικῶν ἐθίμων… ἀπεχωρίσθησαν ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ», ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Πάπας Ἀνίκητος «παρεχώρησε τῷ Πολυκάρπῳ τὴν ἰδίαν Ἐκκλησίαν, ἵνα τελέσῃ οὗτος τὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας Μυστήριον. Αἱ περὶ τὸν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα διαφοραὶ τῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ἔθιξαν τὴν μεταξύ αὐτῶν ἑνότητα».
Ἕνας ἀκόμα λόγος, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ αἰτία διακοπῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μόνο τὸ Ἡμερολόγιο (ἡ ἀφετηρία τῆς αἱρέσεως καὶ ὄχι ἡ ἴδια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ) εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ «Παλαιοημερολογίτες» δὲν ἀπεκόπησαν (τὰ πρῶτα χρόνια) ἀπὸ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Πατριαρχεῖα, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ἂν καὶ οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς καὶ τὰ Πατριαρχεῖα ἐπικοινωνοῦσαν μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ εἶχαν ἀποδεχθεῖ καὶ αὐτὰ τὴν αἱρετικὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 (σιωπηρῶς ἢ φανερῶς). Αὐτὸ δὲν ἀποτελοῦσε αἰτία νὰ διακόψουν καὶ μὲ αὐτὰ τὴν «κοινωνίαν» οἱ τοῦ Παλαιοῦ!!!
Μάλιστα, ὅπως παρακάτω παρουσιάζει τὰ πράγματα ὁ Δελήμπασης, «ὁ Φλωρίνης Χρυσόστομος μὲ ἐπιστολή του (9.11.1937) γράφει ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν διὰ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας ἀπέσχισεν ἑαυτὸν καὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν αὐτῷ Ἱεραρχίαν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν ἑορτασμὸν τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν τήρησιν τῶν νηστειῶν»! Τοῦτο, βέβαια, ὅπως ἀνεφέρθη εἶναι ἀναληθές, γιατὶ καμία Ἐκκλησία (παρὰ τὶς δίκαιες διαμαρτυρίες) δὲν ἐξέλαβε ὡς σχίσμα τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Ἡμερολογίου καὶ εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Πῶς, λοιπόν, προσπαθοῦσε ὁ Φλωρίνης Χρυσόστομος μὲ ψευδῆ στοιχεῖα νὰ πείσει ὅτι ἔχουν δίκιο οἱ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου ποὺ ἀπεσχίσθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, παρουσιάζοντας, τάχα, ὅτι αὐτὸς καὶ οἱ ὀπαδοί του ἀκολουθοῦν τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες; Δὲν ἦσαν κι αὐτὲς αἱρετικές, ἀφοῦ εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὴν αἱρετικὴ Ἐγκύκλιο; Κατὰ τὴν λογικὴ τοῦ Φλωρίνης, φαίνεται πὼς δὲν ἦσαν αἱρετικές· τοῦ ἔφτανε ὅτι δὲν εἶχαν ἀποδεχθεῖ τὸ Ἡμερολόγιο. Καὶ ἂν τὶς ὀνόμαζε αἱρετικές, δὲν μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει τὶς θέσεις του.
Θὰ ἦταν ἐνδιαφέρον νὰ προσκομιστοῦν συγκεκριμένα στοιχεῖα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (καὶ ὄχι συλλογισμοὶ καὶ προσωπικὰ συμπεράσματα), ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ ἀρχεῖα, γιὰ νὰ διαφωτισθεῖ καλύτερα τὸ βασικὸ αὐτὸ θέμα, γιατὶ ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα ποὺ μᾶς διασώζει ὁ Δελήμπασης βγαίνουν ἀντίθετα συμπεράσματα περὶ τῆς ἀφετηρίας τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ.
Τὸ κείμενο τοῦ Δελήμπαση ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τὴν 27ην Μαΐου 1935 τρεῖς Ἱεράρχαι, ὁ Δημητριάδος Γερμανός, ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος, ἀπετειχίσθησαν κανονικῶς ἐκ τῆς ἐν καινοτομίᾳ Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος». Ἀπέστειλαν δὲ ἔγγραφο στὴν Σύνοδο μὲ τίτλο: «Διαμαρτυρία καὶ Δήλωσις». Μὲ αὐτὸ κατήγγελαν τὴν Ἱεραρχία ὅτι «εἰσήγαγε μονομερῶς καὶ ἀντικανονικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸ γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον… παρὰ τὰ θέσμια τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οὕτως ἠθέτησε τοὺς θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας”, τοὺς “διέποντας τὰ τῆς θείας Λατρείας καὶ ἰδί τὴν νηστείαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων”, “ἐμμέσως” δὲ παρέβη καὶ “τὸν πασχάλιον Κανόνα” ”τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου”, ”διὰ τῆς ἀλλοιώσεως το ορτολογίου καὶ το ἐνιαυσίου κύκλου τοῦ κυριακοδρομίου, μεθ' ὧν ἀναποσπάστως συνδέεται” οὗτος. Διὸ ”διέσπασε τὴν ἑνότητα τῆς καθ' ὅλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ”διήρεσε τοὺς Χριστιανούς”, καὶ ”θιξεν ἐμμέσως καὶ τὸ δόγμα το συμβόλου τῆς Πίστεως <εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν>”. καινοτόμος, λοιπόν, <Ἱεραρχία> ”ἐγένετο αἰτία σκανδάλου τῶν Χριστιανῶν καὶ θρησκευτικῆς διαιρέσεως καὶ ἀντεγκλήσεως μεταξὺ αὐτῶν, ἀποβαλόντων ἐξ αἰτίας το νέου ἡμερολογίου τὴν ὁμοφωνίαν ν τῇ πίστει καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην”. Τοιουτοτρόπως καινοτόμος ”Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος πέσχισε καὶ ἀπετείχισεν ἑαυτήν, κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ καθ' ὅλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκήρυξε κατ' οὐσίαν ἑαυτὴν σχισματικὴν,  καθ'    ἀπεφάνθη” παλαιότερον καὶ ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος (. . σ. 659). ”Διὰ ταῦτα”, συμπεραίνουσιν ο ἐνιστάμενοι Ἱεράρχαι, ”δηλοῦμεν, ὅτι κόπτομεν τοῦ λοιποῦ πᾶσαν σχέσιν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν” μετὰ τῆς Ἱεραρχίας τῆς καινοτομίας ”καὶ ἀναλαμβάνομεν τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ποιμαντορίαν τοῦ ἀποκηρύξαντος” ταύτην ”καὶ ἐκ πολυαριθμῶν κοινοτήτων συγκειμένου ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, τοῦ ἐμμένοντος πιστοῦ ες τὸ πάτριον καὶ ὀρδόδοξον” ”ἡμερολόγιον”, ἤτοι ορτολογιον. Τατα δὲ πράττομεν, λέγουσιν ο Ἱεράρχαι, ”καθῆκον συνειδήσεως ἐκπληροῦντες καὶ ὑπὸ τοῦ πόθου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Χριστιανῶν ν τῷ ἐδάφει τῆς ἡμερολογιακῆς”, ἤτοι ορτολογικς, ”καὶ ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀγόμενοι».
Στ συνέχεια δηλώνουν: «”Οὐ γρ” ὄντως Ὀρθοδόξων <ἐπισκόπων>, ἀλλά», λόγῳ τῆς ορτολογικς καινοτομίας τῆς οἰκουμενιστικς αἱρέσεως, ”σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι”» (Δελήμπαση ρ., Πάσχα Κυρίου, σελ. 744-745).
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: Ὁ Φλωρίνης Χρυσόστομος μὲ ἐπιστολή του (9.11.1937) γράφει πρὸς τὸν Κυκλάδων Γερμανὸν καὶ τὰ ἑξῆς: Ὡνομάσαμε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σχισματική, ἀλλὰ «τὴν λέξιν “σχίσμα” μετεχειρίσθημεν, οὐχὶ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὑφ’ ἣν μεταχειρίζεται ταύτην ἡ Ἐκκλησία, ἵνα σημάνῃ τὴν ἀπόσχισιν ἐκ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν συνεπείᾳ ταύτης ἀποξένωσιν τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Μυστηρίων, ἀλλ’ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν διὰ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας ἀπέσχισεν ἑαυτὸν καὶ τὴν ἀκολουθοῦσαν αὐτῷ Ἱεραρχίαν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὸν ἑορτασμὸν τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν τήρησιν τῶν νηστειῶν. Ἡ ἀπόσχισις αὕτη τοῦ Μακαριωτάτου καὶ τῆς ἀκολουθούσης αὐτῷ Ἱεραρχίας παρέχει εἰς ἡμᾶς τὸ δικαίωμα, νὰ διατυπώσωμεν τὴν προσωπικὴν καὶ ὅλως προσωπικὴν ἡμῶν γνώμην, ὅτι ὁ μακαριώτατος καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτῷ Ἀρχιερεῖς, ὡς διασπάσαντες ἐν ἐπιγνώσει τὴν ἑνότητα τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν ἑορτῶν καὶ τὴν ταυτόχρονον τήρησιν τῶν νηστειῶν, κατέστησαν δυνάμει μόνον, οὐχὶ δὲ καὶ ἐνεργείᾳ, ἔκπτωτοι τῆς θείας Χάριτος», ὡς μετακινοῦντες «τὰ αἰώνια ὅρια, ἅτινα ἔθηκαν οἱ Πατέρες… Ἡμεῖς ἐξήλθομεν εἰς τὸν ἀγῶνα ὑπὸ τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ πατρίου ἑορτολογίου εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, θέτοντες ὡς κύριον σκοπόν… τὴν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν εἰς τὸν ἑορτασμὸν τῶν ἑορτῶν» (Δελήμπαση Ἀρ., Πάσχα Κυρίου, σελ. 797-798).
«Ἡ οἰκουμενιστικὴ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία εἶναι σήμερον, δυστυχῶς, διῃρημένη καὶ ἀσθενοῦσα. Τὸ ἔτος 1924 σκοτειναὶ δυνάμεις τὴν διῄρεσαν διὰ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας τῶν δέκα τριῶν ἡμερῶν. Ἡ καινοτομία αὕτη ὁμοιάζει πρὸς τὴν καινοτομίαν τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας. … Καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτολογικὴ καινοτομία …εἶναι ἐκδήλωσις καὶ ἀφετηρία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ… Εἶναι “ἀνατροπὴ τοῦ παντὸς μέχρι τοῦ Ἀντιχρίστου”… Διὰ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας, οἱ Ὀρθόδοξοι διῃρέθησαν εἰς δύο. Εἰς νοσοῦντας ἐν πίστει καὶ εἰς ὑγιαίνοντας» (Δελήμπαση Ἀρ., Πάσχα Κυρίου, σελ. 810-811).
Καθαρά, λοιπόν, ὀνομάζεται αἵρεση (καινοτομία) καὶ ἀνατροπὴ τοῦ παντός ἡ Ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ ἡ ἀφετηρία τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ οὐδεὶς λόγος γίνεται γιὰ τὴν καθαυτὸ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ἐκτὸς ὅμως, ἀπὸ τὸν Δελήμπαση καὶ ἄλλος ἱερωμένος-θεολόγος τοῦ Παλαιοῦ ἡμερολογίου, ὁ π. Νικόλαος Δημαρᾶς, τὴν ἴδια πληροφορία μᾶς δίνει, ὅταν γράφει:
«Βαθμιαα καὶ σταθερά, λοιπόν, πομακρύνθηκε κατ' ρχὰς κκλησία μας (σ.σ. ἡ «Γνήσια Ἐκκλησία» τῶν τοῦ Παλαιοῦ):
α) πὸ τὸ σχίσμα το Νέου μερολογίου καὶ τοὺς Νεοημερολογίτες (σ.σ. πῶς ἦταν σχίσμα, ἀφοῦ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δὲν τὸ κατεδίκασαν ὡς σχίσμα;) καὶ στὴ συνέχεια πὸ τὴν αρεση το Οκουμενισμο, πως ατὸ γινόταν πάντοτε μέσα στὴν κκλησία, ταν κηρυσσόταν αρεση». (Βέβαια, τοῦτο εἶναι ἀνακριβές: στὴν Ἐκκλησία διαπιστωνόταν πρῶτα ἡ αἵρεση (καὶ ὄχι ἡ ἀφετηρία τῆς αἱρέσεως, ποὺ μποροῦσε καὶ νὰ μὴ καταλήξη σὲ αἵρεση) καὶ μετὰ ἀποκόπτοντο  ἀπὸ αὐτὴ οἱ Ὀρθόδοξοι).
β) μέσα σὲ διωγμὸ καὶ ντας μπερίστατη κκλησία μας (σ.σ. ἡ «Γνήσια Ἐκκλησία» τῶν τοῦ Παλαιοῦ), μετὰ τὸν θάνατο το μολογητο γίου Προέδρου μας, πρώην Φλωρίνης κυρο Χρυσοστόμου, νεζήτησε καὶ πρε τὴν διαδοχὴ πὸ τοὺς γωνιστὲς καὶ μολογητὲς εράρχες τν Ρώσσων τς Διασπορς, ποὺ διακρατοσαν τὸ ρθόδοξο ορτολόγιο καί ντιμάχονταν τὸν Οκουμενισμό, μὲ τοὺς ποίους κοινώνησε πλήρως. (Περιοδικὸ «γιοι Κολλυβάδες», Φθινόπωρο 2010, σελ. 19).
Περιμένουμε συγκεκριμένα καὶ καθαρὰ στοιχεῖα καὶ ὄχι περίπλοκους συλλογισμούς, ποὺ προκαλοῦν σύγχυση. Καὶ μετὰ τὰ στοιχεῖα, μποροῦμε νὰ συζητήσουμε, νὰ θεολογήσουμε καὶ νὰ βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας.
Σημάτης Παναγιώτης