ΜΝΗΜΗ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ καὶ πρὸς τιμὴν τῆς μνήμης καὶ ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) καθὼς καὶ τῶν Τριῶν Μεγίστων Φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος (30 Ἰανουαρίου), παραθέτουμε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων» ἕνα ἀπόσπασμα (ἑρμηνεία ἀλλὰ καὶ τὸ πρωτότυπο).
Σ’ αὐτὸ τό ἀπόσπασμα (ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρόμοια τοῦ ἁγίου), φαίνεται πῶς ἐξεφράζοντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς κακοὺς Ἐπισκόπους. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι ἐλέγχοντο καὶ καυτηριάζοντο καὶ πάντοτε οἱ Ἅγιοι ἐφιστοῦσαν τὴν προσοχή μας, προκειμένου νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ αὐτούς. Δὲν ἀπέφευγαν δὲ νὰ μιλοῦν μὲ αὐστηρὴ καὶ ἀγενῆ (πολλὲς φορὲς) γλώσσα ἐναντίον τέτοιων ἐπισκόπων, προκειμένου νὰ ἀφυπνίσουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τὸ καλέσουν σὲ ἐγρήγορση καὶ ἀγῶνα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ὁ ἀσκητής, ὁ ἀκτήμων καὶ ὁ φιλόσοφος περιφρονεῖται
Πῶς ἐσύ, ἐνῶ βλέπεις νὰ μένει κάτω αὐτὸς ἐδῶ ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πῶς σὺ ὑπερηφανεύεσαι καὶ ζητεῖς ἐξουσίαν θρόνων; Ἐκλαμβάνεις τὸ ποίμνιο ὡς ἀγέλη ἀπὸ βόδια. Ἀλλὰ δὲν φρίττεις καὶ δὲν τρέμεις τοὺς θρόνους, μήπως τὰ βόδια ποῦ ὁδηγεῖς εἶναι ἀνώτερα ἀπ’ αὐτὸν ποῦ τὰ ὁδηγεῖ; Σκέψου λοιπὸν αὐτὰ ἐδῶ, ἂν ἐννοεῖται σοῦ μένει χρόνος καὶ νὰ σκέπτεσαι.
Αὐτὸς κοιμᾶται στὸ χῶμα καὶ τὸν ἔχει φάει ἡ σκόνη, καὶ τὴ σάρκα του ἔλυωσε ὡς λαμπάδα μὲ ἀγρυπνίες, μὲ ψαλμωδίες, μὲ ὀρθοστασία νύκτα καὶ ἡμέρα καὶ μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν κατανάλωση τοῦ πάχους τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἐκλέπτυνση. Διότι, πρὸς τί νὰ προσφέρει κανεὶς ὅλη τὴν σάρκα στὸν τάφο; Γιὰ νὰ εἶναι ἀφθονώτερη τροφὴ στὰ σκουλήκια, τὰ ὁποῖα γεννᾶ καὶ τρέφει ἀφοῦ γεννηθοῦν; Ἐπιπλέον ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ξέπλυνε μὲ πηγὲς δακρύων τὶς κηλίδες, ἐὰν ὡς ἄνθρωπος εἶχε καὶ αὐτὸς καμμία μικρὴ κηλίδα ἀπὸ τὰ πιτσιλίσματα ποὺ δέχεται ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ζωῆς καὶ ὁ πλέον φρόνιμος ἀκόμη ἄνθρωπος. Φέρει δὲ ὡς σφραγίδες πάνω του τὰ τίμια στίγματα ἀπὸ τὴν σκληραγωγία καὶ τὸν μαρασμὸ τῆς σάρκας του λόγῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῶν πολλῶν κόπων, μὲ τοὺς ὁποίους ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ράκος ἡ παλαιὰ ἐκείνη γεύση τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ γύρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν ταπεινὴ μητέρα γῆ, καὶ ἀκόμη λόγω τοῦ ψύχους, τῆς πείνας καὶ τῶν σφικτῶν κουρελιασμένων ρούχων του. Αὐτὰ ὑποφέρει ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ποθεῖ νὰ λάβει ὡς ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσία. Καὶ τὴν αὐθάδη ἀπαίτηση τῆς κοιλιᾶς κατέστειλε μὲ λιγοστὴ τροφή, φέροντας καθημερινὰ στὴ μνήμη του τὸν θάνατο. Διότι γνωρίζει ὅτι τροφὴ τῶν ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ μόνον ὁ Θεός.
Ὁ σαρκολάτρης, ὁ φίλος τῶν τραπεζῶν καὶ γυναικῶν, ὁ σπουδαρχίδης, αὐτὸς ἐκλέγεται καὶ ἀναβιβάζεται στοὺς θρόνους
…Τέτοια ὡραῖα πράγματα ἔχεις βέβαια κι ἐσύ. Ἔλα λοιπὸν νὰ μοῦ πεῖς καὶ σὺ τὰ δικά σου. Σπίτι, γυναῖκα γεμάτη ζωντάνια, φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ παιδάκια σου, περιουσία, ἐπιστάτες δούλων, φοροεισπράκτορες, φωνὲς καὶ κραυγές, διαφορὲς καὶ δικαστήρια, ὅλα γεμᾶτα φροντίδες καὶ ὑποθέσεις! Τραπέζι διογκωμένο ἀπὸ τὰ παρατιθέμενα φαγητά, μὲ ὅλη τὴν τέχνη τῶν φημισμένων μαγείρων καὶ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ποτῶν. Γῆ καὶ θάλασσα καρποφοροῦν γιὰ τὰ ἔντερα! Ἀπὸ αὐτὰ καταποντίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἀρώματα, γέλια καὶ συναυλίες ἀσμάτων ποὺ θέλουν κύμβαλα (ὄργανα) καὶ ποδοκτυπήματα.
Ἄλλοι πάλι γεμᾶτοι ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ λύσσα τοῦ ἔρωτα, ἀρρωστημένοι ἀπὸ τὸ πάθος, φλογισμένοι, ἀστράπτοντας ἀπὸ ἐξωτερικὴ περιποίηση γιὰ ν’ ἀρέσουν στὶς γυναῖκες, μόλις παντρεμένοι καί, τὸ εὐπρεπέστερο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη τὰ γαμήλια δώματα. Ἤ καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν παντρεύτηκαν ἀκόμη καὶ συζοῦν μὲ τὶς φλογερὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, προτοῦ τὸ μάγουλό τους καλυφθεῖ μὲ τρίχες, ποὺ εἶναι κόσμημα ἀνδρικό, καὶ ποὺ μόλις ἀρχίζουν νὰ βγάζουν χνοῦδι, νέοι στὸ σῶμα καὶ ἀκόμη νεώτεροι στὸν τρόπο. Ἢ καὶ ἄλλοι, μεγάλοι μὲν στὴν ἡλικία, ἀλλὰ γεμάτοι ἀπὸ ἄσχημα πράγματα.
Καὶ ἔπειτα ἔρχονται, οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, καὶ γίνονται ἀρχηγοὶ καὶ ὁδηγοὶ παιδιῶν, τὰ ὁποία δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν σάρκα, ἀλλὰ τὰ ὁποία γεννᾶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀποξενωμένο ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὶς πράξεις τῆς σάρκας. Ἔμαθαν ν’ ἀμνηστεύουν τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἔχουν πάθει, καὶ μὲ τὴ θέση ποὺ καταλαμβάνουν ἀπέναντι τῶν ξένων ἁμαρτημάτων γίνονται συνήγοροι τῶν ἑαυτῶν τους. Δίνουν τόσο εὔκολα ἄδεια γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο εὔκολα παίρνουν καὶ οἱ ἴδιοι.
Κανὼν πονηρίας ἡ ζωὴ τῶν κακῶν ἐπισκόπων
Αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Καὶ ὑπῆρχε ἴσως ἡ πιθανότητα νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ γίνουν καλύτεροι, ἀλλ’ ἐμποδίζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους. Διότι ἡ ἐξουσία κάνει τὸν ἄφρονα ἄνθρωπο χειρότερο.
Σὲ ἀντίθεση πρὸς αὐτοὺς ὁ ἐγκρατὴς ἄνθρωπος μένει διαρκῶς παρηγκωνισμένος, σκυμμένος κάτω, ἀποβλέποντας μόνον στὸν Θεὸ καὶ ἀρκούμενος νὰ ἔχει τὴν θέση τοῦ μαθητοῦ. Ποιός; Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν θὰ ἦτο ἴσως ἄξιος νὰ εἶναι οὔτε μαθητὴς αὐτὸς ἐδῶ ποὺ παριστάνει τώρα τὸν δάσκαλο. Καὶ τοῦτο ἂν βεβαίως ἡ ὑπεροχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου κρίνεται ὄχι ἀπὸ τὴ θέση, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀξία του.
Τέτοια δεινὰ κατορθώνει σὲ μᾶς ὁ βάσκανος διάβολος: Τόσο πετυχημένες πονηριὲς σκαρφίζεται, ὅταν θέλει νὰ πλήξει κάποιον λαὸ ἢ πόλη. Ἐκτὸς τῶν κακῶν ποὺ προσπαθεῖ νὰ προξενήσει σὲ κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, δίνει καὶ ὡς σύντομο νόμο πονηρίας στὸ λαὸ τὸν ΕΠΙΣΚΟΠΟ…
ΚΕΙΜΕΝΟ
…..Πῶς δὲ σὺ βλέπων κάτω
Τοῦτον μένοντα τοῦ Θεοῦ παραστάτην,
Ὑψαυχενεῖς τε καὶ θρόνων στέργεις κράτος,
Ἀλλ' οὐχὶ φρίσσεις, οὐδ' ἐπιτρέμεις θρόνοις,
Μὴ βοῦς ἐλαύνῃς κρείσσονας βοηλάτου;
Σκόπει γὰρ οὕτως, εἰ σχολή σοι καὶ βλέπειν.
Οὗτος χαμεύνης, καὶ κόνει βεβρωμένος,
Καὶ σάρκας ἐξέτηξεν ἀγρυπνίαις,
Ψαλμῳδίαις τε καὶ στάσει νυχθημέρῳ,
Καὶ νοῦ πρὸς ὕψος ἐκ πάχους ἐκδημίαις.
Τί γὰρ τάφοις δεῖν εἰσφέρειν τε χοῦν ὅλον,
Σκώληξί τ' εἶναι δαψιλεστέραν τροφήν,
Γεννῶντα, καὶ τρέφοντα τοὺς γεννωμένους;
Καὶ δακρύων ἔσμηξε πηγαῖς τοὺς σπίλους,
Εἴ πού τιν' εἶχε καὶ βραχὺν ῥαντίσμασιν,
Οἷς βάλλεθ' ὅστις καὶ σοφὸς πηλῷ βίου·
Τύποις τε σαρκῶν ἐσφράγισται τιμίοις
Ἐσκληκότων εὐχῇ τε καὶ πολλοῖς πόνοις,
Οἷς ἡ παλαιὰ γεῦσις ἐτρύχωσέ με
Εἰς γῆν στραφέντα τὴν ταπεινὴν μητέρα,
Ῥίγει τε, πείνῃ, καὶ στενοῖς ῥακώμασι
Ποθῶν λαβεῖν ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσίαν,
Καὶ γαστρὸς ὕβριν ἐνδεεῖ καθύβρισε
Τροφῇ, τὸ θνήσκειν μνώμενος καθ' ἡμέραν.
Τροφὴν γὰρ οἶδεν ἀγγέλων ἁπλῆν Θεόν...
....Τοιαῦτα κάλλη καὶ σύ μοι φράζειν τὰ σά·
Οἶκος, γυνὴ σφριγῶσα, τεκνίων ὁδός,
Κτῆσις, κελευσταί, πράκτορες, βοαί, δίκαι,
Ἅπαντα μεστὰ φροντίδων καὶ πραγμάτων.
Τράπεζα φλεγμαίνουσα τῶν ἀοιδίμων
Ταῖς ὀψοποιῶν καὶ κερασμάτων πλοκαῖς,
Γῆς καὶ θαλάσσης καρποφορούντων ἐντέροις
(Ἐξ ὧν ὁ νοῦς βαπτίζετ', οὐδ' ἔχει πλάτος),
Μύροις, γέλωσι, ψαλμάτων συναυλίαις,
Οἷς κυμβάλων δεῖ καὶ ποδὸς ψοφημάτων.
Ἄλλοι δὲ λύσσης ἔμπλεοι τῆς συμφύτου,
Νοσοῦντες, οἰδαίνοντες, ἐστιλβωμένοι
Γυναιξίν, ἄρτι νυμφίοι, τὸ μέτριον,
Οὔπω λύσαντες παστάδας γαμηλίους,
Ἢ καὶ πόθοις συζῶντες ἀζύγοις ἔτι,
Πρὶν καὶ παρειάν, ἀνδρικῷ κοσμήματι,
Θριξὶν καλύψαι, παντελῶς ἀρτίχνοοι,
Νέοι τὸ σῶμα, τὸν τρόπον νεώτεροι,
Ἢ καὶ παλαιῶν ἡμερῶν, πλήρεις κακῶν·
Ἔπειτ' ἀσάρκων εἰσὶ τέκνων προστάται,
Ἃ πνεῦμα τίκτει σαρκὸς ἐξενωμένον.
Τιμᾷν πάθη μαθόντες, οἷς πεπόνθασι,
Συνήγοροι σφῶν ἐν κακοῖς ἀλλοτρίοις.
Διδόντες, ὥσπερ λαμβάνουσ', ἐξουσίαν.
Οὗτοι μὲν οὕτως· καὶ τάχ' ἂν καὶ βελτίους
Αὑτῶν γενόμενοι, κωλύονται τοῖς θρόνοις.
Τὸ γὰρ κρατεῖν τὸν ἄφρονα ποιεῖ χείρονα.
Ὁ δ' ἐγκρατὴς ἕστηκεν ἠτιμωμένος,
Κάτω νενευκώς, πρὸς Θεὸν μόνον βλέπων,
Στέργων μαθητοῦ χώραν, οὗ μηδ' ἄξιος
Ἴσως μαθητής, οὗτος ὁ νῦν διδάσκαλος.
Εἴπερ τὸ κρατεῖν οὐ τόπῳ γνωρίζεται.
Τοιαῦτ' ἐν ἡμῖν ἰσχύειν τὸν βάσκανον!
Οὕτω σοφίζετ' εὐστόχοις πονηρίαις,
Ὅταν δῆμόν τιν', ἢ πόλιν πλῆξαι θέλῃ.
Πρὸς οἷς ἑκάστου πειρᾶται, καὶ σύντομον
Νόμον δίδωσι πονηρίας τὸν προστάτην».
(Γρηγορίου Θεολόγου Migne 37, 1208- 1214, στίχ. 570- 646).
Ἐπαναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» μὲ μικρὲς ἀλλαγές.
Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ καὶ πρὸς τιμὴν τῆς μνήμης καὶ ἑορτῆς τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) καθὼς καὶ τῶν Τριῶν Μεγίστων Φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος (30 Ἰανουαρίου), παραθέτουμε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων» ἕνα ἀπόσπασμα (ἑρμηνεία ἀλλὰ καὶ τὸ πρωτότυπο).
Σ’ αὐτὸ τό ἀπόσπασμα (ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρόμοια τοῦ ἁγίου), φαίνεται πῶς ἐξεφράζοντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς κακοὺς Ἐπισκόπους. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι ἐλέγχοντο καὶ καυτηριάζοντο καὶ πάντοτε οἱ Ἅγιοι ἐφιστοῦσαν τὴν προσοχή μας, προκειμένου νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ αὐτούς. Δὲν ἀπέφευγαν δὲ νὰ μιλοῦν μὲ αὐστηρὴ καὶ ἀγενῆ (πολλὲς φορὲς) γλώσσα ἐναντίον τέτοιων ἐπισκόπων, προκειμένου νὰ ἀφυπνίσουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τὸ καλέσουν σὲ ἐγρήγορση καὶ ἀγῶνα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ὁ ἀσκητής, ὁ ἀκτήμων καὶ ὁ φιλόσοφος περιφρονεῖται
Πῶς ἐσύ, ἐνῶ βλέπεις νὰ μένει κάτω αὐτὸς ἐδῶ ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, πῶς σὺ ὑπερηφανεύεσαι καὶ ζητεῖς ἐξουσίαν θρόνων; Ἐκλαμβάνεις τὸ ποίμνιο ὡς ἀγέλη ἀπὸ βόδια. Ἀλλὰ δὲν φρίττεις καὶ δὲν τρέμεις τοὺς θρόνους, μήπως τὰ βόδια ποῦ ὁδηγεῖς εἶναι ἀνώτερα ἀπ’ αὐτὸν ποῦ τὰ ὁδηγεῖ; Σκέψου λοιπὸν αὐτὰ ἐδῶ, ἂν ἐννοεῖται σοῦ μένει χρόνος καὶ νὰ σκέπτεσαι.
Αὐτὸς κοιμᾶται στὸ χῶμα καὶ τὸν ἔχει φάει ἡ σκόνη, καὶ τὴ σάρκα του ἔλυωσε ὡς λαμπάδα μὲ ἀγρυπνίες, μὲ ψαλμωδίες, μὲ ὀρθοστασία νύκτα καὶ ἡμέρα καὶ μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐπιτυγχάνονται μὲ τὴν κατανάλωση τοῦ πάχους τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἐκλέπτυνση. Διότι, πρὸς τί νὰ προσφέρει κανεὶς ὅλη τὴν σάρκα στὸν τάφο; Γιὰ νὰ εἶναι ἀφθονώτερη τροφὴ στὰ σκουλήκια, τὰ ὁποῖα γεννᾶ καὶ τρέφει ἀφοῦ γεννηθοῦν; Ἐπιπλέον ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ξέπλυνε μὲ πηγὲς δακρύων τὶς κηλίδες, ἐὰν ὡς ἄνθρωπος εἶχε καὶ αὐτὸς καμμία μικρὴ κηλίδα ἀπὸ τὰ πιτσιλίσματα ποὺ δέχεται ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ζωῆς καὶ ὁ πλέον φρόνιμος ἀκόμη ἄνθρωπος. Φέρει δὲ ὡς σφραγίδες πάνω του τὰ τίμια στίγματα ἀπὸ τὴν σκληραγωγία καὶ τὸν μαρασμὸ τῆς σάρκας του λόγῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῶν πολλῶν κόπων, μὲ τοὺς ὁποίους ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ράκος ἡ παλαιὰ ἐκείνη γεύση τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ γύρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν ταπεινὴ μητέρα γῆ, καὶ ἀκόμη λόγω τοῦ ψύχους, τῆς πείνας καὶ τῶν σφικτῶν κουρελιασμένων ρούχων του. Αὐτὰ ὑποφέρει ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ποθεῖ νὰ λάβει ὡς ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσία. Καὶ τὴν αὐθάδη ἀπαίτηση τῆς κοιλιᾶς κατέστειλε μὲ λιγοστὴ τροφή, φέροντας καθημερινὰ στὴ μνήμη του τὸν θάνατο. Διότι γνωρίζει ὅτι τροφὴ τῶν ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ μόνον ὁ Θεός.
Ὁ σαρκολάτρης, ὁ φίλος τῶν τραπεζῶν καὶ γυναικῶν, ὁ σπουδαρχίδης, αὐτὸς ἐκλέγεται καὶ ἀναβιβάζεται στοὺς θρόνους
…Τέτοια ὡραῖα πράγματα ἔχεις βέβαια κι ἐσύ. Ἔλα λοιπὸν νὰ μοῦ πεῖς καὶ σὺ τὰ δικά σου. Σπίτι, γυναῖκα γεμάτη ζωντάνια, φροντίδα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ παιδάκια σου, περιουσία, ἐπιστάτες δούλων, φοροεισπράκτορες, φωνὲς καὶ κραυγές, διαφορὲς καὶ δικαστήρια, ὅλα γεμᾶτα φροντίδες καὶ ὑποθέσεις! Τραπέζι διογκωμένο ἀπὸ τὰ παρατιθέμενα φαγητά, μὲ ὅλη τὴν τέχνη τῶν φημισμένων μαγείρων καὶ τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ποτῶν. Γῆ καὶ θάλασσα καρποφοροῦν γιὰ τὰ ἔντερα! Ἀπὸ αὐτὰ καταποντίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἀρώματα, γέλια καὶ συναυλίες ἀσμάτων ποὺ θέλουν κύμβαλα (ὄργανα) καὶ ποδοκτυπήματα.
Ἄλλοι πάλι γεμᾶτοι ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ λύσσα τοῦ ἔρωτα, ἀρρωστημένοι ἀπὸ τὸ πάθος, φλογισμένοι, ἀστράπτοντας ἀπὸ ἐξωτερικὴ περιποίηση γιὰ ν’ ἀρέσουν στὶς γυναῖκες, μόλις παντρεμένοι καί, τὸ εὐπρεπέστερο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη τὰ γαμήλια δώματα. Ἤ καὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν παντρεύτηκαν ἀκόμη καὶ συζοῦν μὲ τὶς φλογερὲς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, προτοῦ τὸ μάγουλό τους καλυφθεῖ μὲ τρίχες, ποὺ εἶναι κόσμημα ἀνδρικό, καὶ ποὺ μόλις ἀρχίζουν νὰ βγάζουν χνοῦδι, νέοι στὸ σῶμα καὶ ἀκόμη νεώτεροι στὸν τρόπο. Ἢ καὶ ἄλλοι, μεγάλοι μὲν στὴν ἡλικία, ἀλλὰ γεμάτοι ἀπὸ ἄσχημα πράγματα.
Καὶ ἔπειτα ἔρχονται, οἱ σαρκικοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, καὶ γίνονται ἀρχηγοὶ καὶ ὁδηγοὶ παιδιῶν, τὰ ὁποία δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν σάρκα, ἀλλὰ τὰ ὁποία γεννᾶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀποξενωμένο ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὶς πράξεις τῆς σάρκας. Ἔμαθαν ν’ ἀμνηστεύουν τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἔχουν πάθει, καὶ μὲ τὴ θέση ποὺ καταλαμβάνουν ἀπέναντι τῶν ξένων ἁμαρτημάτων γίνονται συνήγοροι τῶν ἑαυτῶν τους. Δίνουν τόσο εὔκολα ἄδεια γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο εὔκολα παίρνουν καὶ οἱ ἴδιοι.
Κανὼν πονηρίας ἡ ζωὴ τῶν κακῶν ἐπισκόπων
Αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ νοοτροπία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Καὶ ὑπῆρχε ἴσως ἡ πιθανότητα νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ γίνουν καλύτεροι, ἀλλ’ ἐμποδίζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους. Διότι ἡ ἐξουσία κάνει τὸν ἄφρονα ἄνθρωπο χειρότερο.
Σὲ ἀντίθεση πρὸς αὐτοὺς ὁ ἐγκρατὴς ἄνθρωπος μένει διαρκῶς παρηγκωνισμένος, σκυμμένος κάτω, ἀποβλέποντας μόνον στὸν Θεὸ καὶ ἀρκούμενος νὰ ἔχει τὴν θέση τοῦ μαθητοῦ. Ποιός; Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν θὰ ἦτο ἴσως ἄξιος νὰ εἶναι οὔτε μαθητὴς αὐτὸς ἐδῶ ποὺ παριστάνει τώρα τὸν δάσκαλο. Καὶ τοῦτο ἂν βεβαίως ἡ ὑπεροχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου κρίνεται ὄχι ἀπὸ τὴ θέση, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀξία του.
Τέτοια δεινὰ κατορθώνει σὲ μᾶς ὁ βάσκανος διάβολος: Τόσο πετυχημένες πονηριὲς σκαρφίζεται, ὅταν θέλει νὰ πλήξει κάποιον λαὸ ἢ πόλη. Ἐκτὸς τῶν κακῶν ποὺ προσπαθεῖ νὰ προξενήσει σὲ κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, δίνει καὶ ὡς σύντομο νόμο πονηρίας στὸ λαὸ τὸν ΕΠΙΣΚΟΠΟ…
ΚΕΙΜΕΝΟ
…..Πῶς δὲ σὺ βλέπων κάτω
Τοῦτον μένοντα τοῦ Θεοῦ παραστάτην,
Ὑψαυχενεῖς τε καὶ θρόνων στέργεις κράτος,
Ἀλλ' οὐχὶ φρίσσεις, οὐδ' ἐπιτρέμεις θρόνοις,
Μὴ βοῦς ἐλαύνῃς κρείσσονας βοηλάτου;
Σκόπει γὰρ οὕτως, εἰ σχολή σοι καὶ βλέπειν.
Οὗτος χαμεύνης, καὶ κόνει βεβρωμένος,
Καὶ σάρκας ἐξέτηξεν ἀγρυπνίαις,
Ψαλμῳδίαις τε καὶ στάσει νυχθημέρῳ,
Καὶ νοῦ πρὸς ὕψος ἐκ πάχους ἐκδημίαις.
Τί γὰρ τάφοις δεῖν εἰσφέρειν τε χοῦν ὅλον,
Σκώληξί τ' εἶναι δαψιλεστέραν τροφήν,
Γεννῶντα, καὶ τρέφοντα τοὺς γεννωμένους;
Καὶ δακρύων ἔσμηξε πηγαῖς τοὺς σπίλους,
Εἴ πού τιν' εἶχε καὶ βραχὺν ῥαντίσμασιν,
Οἷς βάλλεθ' ὅστις καὶ σοφὸς πηλῷ βίου·
Τύποις τε σαρκῶν ἐσφράγισται τιμίοις
Ἐσκληκότων εὐχῇ τε καὶ πολλοῖς πόνοις,
Οἷς ἡ παλαιὰ γεῦσις ἐτρύχωσέ με
Εἰς γῆν στραφέντα τὴν ταπεινὴν μητέρα,
Ῥίγει τε, πείνῃ, καὶ στενοῖς ῥακώμασι
Ποθῶν λαβεῖν ἔνδυμα τὴν ἀφθαρσίαν,
Καὶ γαστρὸς ὕβριν ἐνδεεῖ καθύβρισε
Τροφῇ, τὸ θνήσκειν μνώμενος καθ' ἡμέραν.
Τροφὴν γὰρ οἶδεν ἀγγέλων ἁπλῆν Θεόν...
....Τοιαῦτα κάλλη καὶ σύ μοι φράζειν τὰ σά·
Οἶκος, γυνὴ σφριγῶσα, τεκνίων ὁδός,
Κτῆσις, κελευσταί, πράκτορες, βοαί, δίκαι,
Ἅπαντα μεστὰ φροντίδων καὶ πραγμάτων.
Τράπεζα φλεγμαίνουσα τῶν ἀοιδίμων
Ταῖς ὀψοποιῶν καὶ κερασμάτων πλοκαῖς,
Γῆς καὶ θαλάσσης καρποφορούντων ἐντέροις
(Ἐξ ὧν ὁ νοῦς βαπτίζετ', οὐδ' ἔχει πλάτος),
Μύροις, γέλωσι, ψαλμάτων συναυλίαις,
Οἷς κυμβάλων δεῖ καὶ ποδὸς ψοφημάτων.
Ἄλλοι δὲ λύσσης ἔμπλεοι τῆς συμφύτου,
Νοσοῦντες, οἰδαίνοντες, ἐστιλβωμένοι
Γυναιξίν, ἄρτι νυμφίοι, τὸ μέτριον,
Οὔπω λύσαντες παστάδας γαμηλίους,
Ἢ καὶ πόθοις συζῶντες ἀζύγοις ἔτι,
Πρὶν καὶ παρειάν, ἀνδρικῷ κοσμήματι,
Θριξὶν καλύψαι, παντελῶς ἀρτίχνοοι,
Νέοι τὸ σῶμα, τὸν τρόπον νεώτεροι,
Ἢ καὶ παλαιῶν ἡμερῶν, πλήρεις κακῶν·
Ἔπειτ' ἀσάρκων εἰσὶ τέκνων προστάται,
Ἃ πνεῦμα τίκτει σαρκὸς ἐξενωμένον.
Τιμᾷν πάθη μαθόντες, οἷς πεπόνθασι,
Συνήγοροι σφῶν ἐν κακοῖς ἀλλοτρίοις.
Διδόντες, ὥσπερ λαμβάνουσ', ἐξουσίαν.
Οὗτοι μὲν οὕτως· καὶ τάχ' ἂν καὶ βελτίους
Αὑτῶν γενόμενοι, κωλύονται τοῖς θρόνοις.
Τὸ γὰρ κρατεῖν τὸν ἄφρονα ποιεῖ χείρονα.
Ὁ δ' ἐγκρατὴς ἕστηκεν ἠτιμωμένος,
Κάτω νενευκώς, πρὸς Θεὸν μόνον βλέπων,
Στέργων μαθητοῦ χώραν, οὗ μηδ' ἄξιος
Ἴσως μαθητής, οὗτος ὁ νῦν διδάσκαλος.
Εἴπερ τὸ κρατεῖν οὐ τόπῳ γνωρίζεται.
Τοιαῦτ' ἐν ἡμῖν ἰσχύειν τὸν βάσκανον!
Οὕτω σοφίζετ' εὐστόχοις πονηρίαις,
Ὅταν δῆμόν τιν', ἢ πόλιν πλῆξαι θέλῃ.
Πρὸς οἷς ἑκάστου πειρᾶται, καὶ σύντομον
Νόμον δίδωσι πονηρίας τὸν προστάτην».
(Γρηγορίου Θεολόγου Migne 37, 1208- 1214, στίχ. 570- 646).
Ἐπαναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» μὲ μικρὲς ἀλλαγές.