Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Ὁμιλία 10
Κατὰ τὴν δευτέρα Κυριακὴ τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς

Ὑπόθεσιν ἔχουσα τὸν ἐν Καπερναοὺμ ἰαθέντα παρὰ τοῦ Κυρίου Παράλυτον...

Σήμερα θὰ εἴπω πρὸς τὴν ἀγάπη σας ὡς προοίμιο τὰ ἴδια τὰ δεσποτικὰ λόγια, μᾶλλον δὲ τὴν πεμπτουσία τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρυγματος· «μετανοεῖτε, διότι ἤγγισε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Καὶ δὲν ἤγγισε μόνο, ἀλλὰ καὶ εἶναι μέσα μας· διότι, εἶπε πάλι ὁ Κύριος, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα μας». Καὶ δὲν εἶναι μόνο μέσα μας, ἀλλὰ σὲ λίγον καιρὸ φθάνει περιφανέστερα, γιὰ νὰ καταργήση κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμι καὶ νὰ προσφέρη τὴν ἀκαταμάχητη ἰσχύ, τὸν ἀδαπάνητο πλοῦτο, τὴν ἀναλλοίωτη καὶ ἄφθαρτη καὶ ἀτελεύτητη τρυφὴ δόξα, ἐξουσία καὶ δύναμι, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ζήσει ἐδῶ κάτω κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀρέσκεια τοῦ Θεοῦ...
Ὁ ἔρως τῆς ἀνθρωπίνης δόξης ἀπεμάκρυνε τοὺς Φαρισαίους ἀπὸ τὴν πίστι πρὸς τὸν Κύριο· γι' αὐτὸ ἔλεγε πρὸς αὐτούς, «πῶς μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σ' ἐμένα, δεχόμενοι δόξα ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ μὴ ζητώντας τὴ δόξα ἀπὸ τὸν μόνο Θεό;».
Ἄλλους πάλι τοὺς ἐμπόδισαν ἀπὸ τὴν προσέλευσι (πρὸς τὸν Κύριο) ἀγροὶ καὶ γάμοι καὶ φροντίδες βιωτικῶν ἔργων, πράγματα ποὺ ἡ πάρεσις τοῦ σώματος τὰ παρέλυσε ὅλα καὶ τὰ ἐξέβαλε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ παραλύτου. Καὶ γι' αὐτὸ στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡ νόσος εἶναι μερικὲς φορὲς ἀνώτερη τῆς ὑγείας, διότι συνεργεῖ στὴ σωτηρία τους, καὶ τὶς μὲν ἔμφυτες ὁρμὲς πρὸς τὴν κακία ἀμβλύνοντας, τὸ δὲ χρέος τῶν σφαλμάτων ἐξοφλώντας κατὰ κάποιον τρόπο διὰ τῆς κακώσεως, τοὺς καθιστᾶ δεκτικοὺς πρῶτα τῆς ψυχικῆς θεραπείας, ἔπειτα καὶ τῆς θεραπείας τοῦ σώματος, καὶ μάλιστα ὅταν ὁ ἀσθενής, κατανοώντας ὅτι τὸ κτύπημα εἶναι θεραπεία ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ βαστάζει γενναίως, προσπίπτει μὲ πίστι στὸν Θεὸ καὶ ἐπικαλεῖται τὸν ἱλασμὸ διὰ τῶν ἔργων μὲ ὅση δύναμι ἔχει.
Τοῦτο ὑπέδειξε κατὰ τὴν δύναμί του καὶ ὁ παράλυτος καὶ παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του, ἂν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μὴ μπορώντας νὰ τὸ συλλάβουν, ἐβλασφημοῦσαν κι' ἐγόγγυζαν· «ἀφοῦ εἶδε», λέγει, «ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους, δηλαδὴ τοῦ κλινήρους ποὺ κατεβαζόταν καὶ αὐτῶν ποὺ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ στέγη, λέγει στὸν παραλυτικό, τέκνο, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτιές σου»...
Ἀλλ' οἱ Γραμματεῖς, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, «διαλογίζονταν», λέγει, μέσα τους, γιατί λάλει αὐτὸς βλάσφημα; ποιός μπορεῖ νὰ ἀφήση ἁμαρτίες, ἐκτὸς ἑνός, τοῦ Θεοῦ;». Ὁ δὲ Κύριος, γνωρίζοντας ὡς ποιητὴς καρδιῶν καὶ τοὺς ἀφανεῖς λογισμοὺς τῶν καρδιῶν τῶν Γραμματέων, λέγει πρὸς αὐτούς· «τί διαλογίζεσθε αὐτὰ τὰ πράγματα στὶς καρδιές σας; τί εἶναι εὐκολωτερο, νὰ εἴπω στὸν παραλυτικό, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτιές σου ἢ νὰ τοῦ εἴπω, σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει;».
Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Γραμματεῖς ὁ Κύριος ἀδυνατοῦσε νὰ θεραπεύση τὸν παράλυτο, κατέφυγε πρὸς τὸ ἀφανὲς μέρος, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων, ποὺ καὶ μόνο νὰ τὴν εἴπης μὲ τὸν λόγο, καὶ μάλιστα τόσο αὐθεντικῶς καὶ προστακτικῶς, εἶναι μὲν βλάσφημο, ἀλλὰ εὔκολο καὶ στοὺ καθενὸς τὸ χέρι. Γι' αὐτὸ λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Κύριος, ἐὰν ἤθελα νὰ ἐκφέρω κενοὺς λόγους, ποὺ δὲν ἔχουν ἀποτέλεσμα σὲ πράξεις, θὰ ἦταν ἐξ ἴσου εὔκολο νὰ εἴπω χωρὶς πρακτικὸ ἀντίκρυσμα καὶ τὴν ἔγερσι τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν. Γιὰ νὰ μάθετε ὅμως ὅτι ὁ λόγος μου δὲν εἶναι ἀνενεργός, καὶ ὅτι δὲν κατέφυγα στὴν ἄφεσι τῆς ἁμαρτίας ἐπειδὴ τάχα ἀδυνατῶ νὰ προσφέρω τὴν θεραπεία τῆς νόσου, ἀλλ' ἔχω ἐξουσία θεϊκὴ ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς Υἱὸς ὁμοούσιος μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἂν καὶ ἔγινα ὁμοούσιος μὲ σᾶς τοὺς ἀχαρίστους κατὰ σάρκα -τότε λέγει στὸν παραλυτικό-, «σοῦ λέγω, σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου· καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε καὶ παίρνοντας τὸ κρεββάτι του ἐξῆλθε ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων».
Εἶναι ἀντίθετα πρὸς τοὺς διαλογισμοὺς τῶν Γραμματέων καὶ ὁ λόγος καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο, σὲ μερικὰ ὅμως σημεῖα καὶ συμφωνοῦν. Πραγματικὰ τὸ ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ νὰ συγχωρήση ἁμαρτίες, τὸ ἀποδεικνύουν ἀληθινό, ἐκεῖνο ὅμως τῶν Φαρισαίων, τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ψιλὸς ἄνθρωπος ἀλλ' ὄχι Θεὸς παντοδύναμος, τὸ ἀποδεικνύουν ψευδὲς καὶ ἀσύνετο· διότι αὐτό, ποὺ δὲν εἶδε ποτὲ κανεὶς οὔτε ἄκουσε, ἐφανερώθηκε τώρα, ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει διπλῆ φύσι καὶ ἐνεργεια· ἐλάλησε κατὰ τὸν τρόπο μας ὡς ἄνθρωπος, ἔκαμε ὅσα θέλει μὲ μόνο τὸν λόγο του καὶ τὸ πρόσταγμά του ὡς Θεὸς καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὰ ἔργα ὅτι καὶ στὴν ἀρχή, κατὰ τὸ ψαλμικό, αὐτὸς τὰ πάντα «εἶπε καὶ ἔγιναν, διέταξε καὶ ἐκτίσθηκαν». Γι' αὐτὸ καὶ τώρα στὸ λόγο του ἀμέσως ἐπακολουθησε τὸ ἔργο. Πραγματικὰ ἀμέσως ἐσηκώθηκε ὁ παραλυτικὸς «καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ κρεββάτι του ἐξῆλθε ἐμπρὸς στὰ μάτια ὅλων, ὥστε νὰ θαυμάζουν ὅλοι». Ἡ μὲν ἄφεσις τῶν πταισμάτων μὲ τὸν λόγο ἐνεργεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἂν κάμη κάποιος πταῖσμα σὲ βάρος τους· ἀσθένεια δέ, καὶ μάλιστα τόσο σοβαρή, νὰ φυγαδευθῆ μὲ πρόσταγμα καὶ λόγο μόνο εἶναι στὴν ἐξουσία μόνο τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπισημαίνει ὅτι ἐθαύμασαν ὅλοι ὅσοι εἴδαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, δηλαδὴ ἀσφαλῶς τὸν ἴδιο τὸν ἐκτελεστὴ τοῦ παραδόξου τούτου ἔργου, μᾶλλον δὲ αὐτὸν ποὺ πράττει ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια ἔργα, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμος· «ἔλεγαν, ὅτι ποτὲ ἕως τώρα δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα».
Ἀλλ' ἐκεῖνοι μὲν ἀποδίδοντας τὴν δοξολογία μὲ λόγια καὶ παρουσιάζοντας τὸ θαῦμα μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἔλεγαν αὐτά: ποτὲ δὲν εἴδαμε ἕως τώρα τέτοια πράγματα· ἐμεῖς ὅμως ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ λέγωμε τώρα τοῦτο (διότι εἴδαμε πολλὰ καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὸ θαύματα ποὺ ἐτελέσθηκαν ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς διαδόχους των στὴ συνέχεια μὲ μόνη τὴν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ)· ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς τὸν δοξάσωμὲ μὲ ἔργα τώρα, λαμβάνοντας καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο ἀναγωγικῶς ὡς ὑπόδειγμα πρὸς τὴν ἀρετή.
Διότι ὁ καθενὰς ἀπὸ τοὺς προσκολλημένους στὶς ἡδονὲς εἶναι παράλυτος στὴν ψυχή, κατακείμενος ἐπάνω στὴν κλίνη τῆς ἡδυπαθείας καὶ τῆς φαινομενικῆς σαρκικῆς ἀνέσεως ἐπάνω σ' αὐτὴν· ἀλλ' ὅταν πειθόμενος στὶς εὐαγγελικὲς παραινέσεις μὲ τὴν ἐξομολόγησι κατανικᾶ τὶς ἁμαρτιές του καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὲς προκληθεῖσα παράλυσι τῆς ψυχῆς του, φέρεται πρὸς τὸν Κύριο ἀπὸ τὶς ἑξῆς τέσσερις δυνάμεις· τὴν αὐτοκριτική, τὴν ἐξομολόγησι τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν, τὴν ὑπόσχεσι ἀποχῆς ἀπὸ τὰ κακὰ στὸ μέλλον καὶ τὴν δέησι πρὸς τὸν Θεό.
Ἀλλ' αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ φέρουν κοντὰ στὸ Θεό, ἂν δὲν ξεσκεπάσουν τὴν ὀροφή, ρίπτοντας κάτω τὰ κεραμίδια καὶ τὸ χῶμα καὶ τὰ ἄλλα ὑλικά. Ὄροφος δὲ εἶναι σ' ἐμᾶς τὸ λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, ἐφ' ὅσον εὑρίσκεται ἐπάνω ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι σ' ἐμᾶς· ἔχει δὲ τοῦτο πολὺ ὑλικὸ εὑρισκόμενο ἐπάνω του, τὴν σχέσι πρὸς τὰ πάθη καὶ τὰ γήινα. Ὅταν λοιπὸν αὐτὴ ἡ σχέσις λυθῆ καὶ ἀποτιναχθῆ ἀπὸ τὰ τέσσερα προλεχθέντα, τότε πραγματικὰ μποροῦμε νὰ κατεβασθοῦμε, δηλαδὴ νὰ ταπεινωθοῦμε ἀληθινὰ καὶ νὰ προσπέσωμε καὶ νὰ προσεγγίσωμε τὸν Κύριο, νὰ ζητήσωμε καὶ νὰ λάβωμε ἀπὸ αὐτὸν τὴν θεραπεία»...
(Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 9, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 253-271).