ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΣΤΗΡΙΞΙΝ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ»

τοῦ π. Ἄγγελου Ἀγγελακόπουλου
 
Ὁ εἴρων καθηγητὴς Θεολογίας καὶ τιτουλάριος (ἄνευ ποιμνίου) Ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος Κατερέλος, δεκανίκι κι αὐτὸς τῶν Οἰκουμενιστῶν

Οἱ μεταπατερικο τιτουλάριοι Ἐπίσκοποι, ἄνευ ποιμνίου (καὶ ἐκ τούτου ἀντικανονικοὶ ὡς μὴ ποιμένες) ποὺ ἔχει μαζέψει στὸ Φανάρι ὁ ἀρχηγός τους Βαρθολομαῖος, ἀκολουθοῦντες τὸν πρῶτο διδάξαντα Ζηζιούλα,  ἐργάζονται πυρετωδῶς γιὰ τὴν προώθηση τῶν Οἰκουμενιστικῶν σχεδίων, ποὺ ἐμμέσως διοχετεύονται ἀπὸ τὸ Βατικανό· «πυρετωδῶς», γιατὶ κατὰ τὶς ἐκμυστηρεύσεις κορυφαίων στελεχῶν, ἡ ἐπιθυμητὴ στοὺς Παπικοὺς «Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀπέτυχε πολλάκις, ἔχουν δὲ ὑπερβαθεῖ καὶ τὰ τελευταῖα ὅρια ποὺ προέβλεπε τὸ χρονοδιάγραμμα γιὰ τὴν «Ἕνωση»!
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἕνας ἀκόμα τιτουλάριος ἀπέδειξε τὰ Οἰκουμενιστικὰ μεταπατερικά του φρονήματα, ἀνταποδίδοντας εὐγνωμόνως τὶς ὑπηρεσίες του πρὸς τὸν Πατριάρχη ποὺ τὸν ἀνέδειξε Ἐπίσκοπο· ὁ Ἀβύδου Κύριλλος Κατερέλος.
Μὲ ἄρθρο ποὺ πρόσφατα ἔγραψε, προσπάθησε –ἐπιστραστεύοντας τὴν μεταπατερικὴ αἵρεση– νὰ στηρίξει ἀναισχύντως «Πρωτεῖα», ὅπως ἀναισχύντως –ὡς ἀρχιμανδρίτης στὴ Γερμανία– ἔφτυσε τὸν γνωστὸ θεολόγο κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο, ἀσφαλῶς «ἵνα τῷ Πατριάρχῃ Βαρθολομαίῳ ἀρέσῃ» ποὺ ἀντικανονικῶς ἀφόρισε τὸν κ. Σωτηρόπουλο! (Τὸ περιστατικὸ τοῦ σιχαμεροῦ ἐμπτυσμοῦ συνέβη, ὅταν ὁ Ἄβύδου ἦταν, ὡς Ἀρχιμανδρίτης, «Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος Βάδης Βυρτεμβέργης, στη Στουτγάρδη της Γερμανίας», μέσα στὴν αἴθουσα στὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ὁμιλήσει ὡς καλεσμένος ὁ κ. Σωτηρόπουλος).
Τὶς ἄστοχες θέσεις τοῦ Ἀβύδου κ. Κυρίλλου καταδεικνύει στὸ παρακάτω ἄρθρο ὁ π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος.
Πηγή: "Κατάνυξις"
 
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ
εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής
 Ν. Καλλιπόλεως Πειραιώς

Εν Πειραιεί 14-5-2014

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΙΣ

ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

ΠΡΟΣ ΣΤΗΡΙΞΙΝ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ»

ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ

Εισαγωγή

Εσχάτως οι οικουμενιστές έχουν αποδοθεί σε μία κοπιώδη και εναγώνια προσπάθεια προβολής του επαισχύντου και αντορθοδόξου εξ επόψεως Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας ‘Κειμένου της Ραβέννας’, που συνέταξε η Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών το 2007, με σκοπό να περάσουν την εντύπωση στους θεολογικώς αδαείς ότι είναι το καταλληλότερο κείμενο, βάσει του οποίου θα πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια της ψευδοενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τόν αιρεσιάρχη Πάπα της Ρώμης.
      Έχουμε ήδη τονίσει σε παλαιότερο κείμενό μας[1] ότι το ‘Κείμενο της Ραβέννας’ είναι καρπός της αιρετικής θεωρίας περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’, η οποία είναι εφεύρημα των μακαριστού Νικολάου Αφανάσιεφ και Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ιωάννου Ζηζιούλα. Είχαμε αναφέρει εκεί ότι η συμβολή του Σεβ. κ. Ιωάννου έγκειται στο γεγονός ότι έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή, αμέσως μετά την αποδοχή της αιρετικής θεωρίας περί ‘ευχαριστιακής εκκλησιολογίας’ από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, να ολοκληρώσει αυτό, που ξεκίνησε ο Afanassieff, προς την κατεύθυνση, που επιθυμεί το Βατικανό. Δηλαδή

στο κενό, που άφησε η θεωρία του Afanassieff και αφορούσε το (παγκόσμιο) πρωτείο του Πάπα, την εργολαβική διεκπεραίωση του οποίου ανέλαβε προθύμως (οποία έκπληξη!) ένας ‘Ορθόδοξος’ Επίσκοπος! Κι αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στο περίφημο Κείμενο της Ραβέννας (2007), το οποίο μπορεί να έχει ως βάση του τη θεωρία του Afanassieff, η τελική διαμόρφωσή του, όμως, οφείλεται στον άγιο Περγάμου, που, με τη σειρά του, με μια ‘έξοχη’ μεταπατερική, ή μάλλον μετα-αποστολική μαεστρία και με ένα εντελώς αυθαίρετο τρόπο, μεταβάλλει τη διάταξη του 34ου Αποστολικού Κανόνα, που κάνει λόγο για «πρώτο τη τάξει σε επαρχιακό (τοπικό) επίπεδο», και την επεκτείνει σε διοίκηση «παγκοσμίου επιπέδου»[2]!

  Για το ‘Κείμενο της Ραβέννας’ από ετών έχει γραφεί σοβαροτάτη, επιστημονική και ορθόδοξη θεολογική κριτική, η οποία στην κυριολεξία κονιορτοποιεί και συντρίβει τα επιχειρήματα του κειμένου, τόσο από τον Προηγούμενο της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους παν. αρχιμ. Γεώργιο Καψάνη[3], όσο και από τον ελλογιμώτατο καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη[4]. Πρόσφατη ορθοδοξότατη αντίδραση εναντίον του ‘Κειμένου του Ραβέννας’ υπήρξε και από το Πατριαρχείο της Μόσχας, του οποίου η Ιερά Σύνοδος, κατά τη συνεδρία της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157), υιοθέτησε κείμενο, με το οποίο δεν απεδέχεται το μέρος εκείνο του κειμένου, όπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας και πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας[5].

  Από την πλευρά των υποστηρικτών του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ έχει ήδη εκφραστεί δημόσια με κείμενό του εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ελπιδοφόρος[6]. Στους υποστηρικτές του ‘Κειμένου της Ραβέννας’ ήλθε να προστεθεί μόλις πρόσφατα και ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αβύδου κ. Κύριλλος με εκτενέστατο κείμενό του, που δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο ‘Amen’ στις 4-5-2014, υπό τον τίτλο ‘Τo κείμενο της Ραβέννας και η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για το Πρωτείο’[7], επί του οποίου θα επιθυμούσαμε να καταθέσουμε κατωτέρω τις κριτικές παρατηρήσεις μας.  

  Κατ’ αρχήν θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το κείμενο του Θεοφιλεστάτου είναι έμφορτο από το παναιρετικό οικουμενιστικό μεταπατερικό και μετασυνοδικό πνεύμα, διότι, όπως προκύπτει από το κείμενο,

α) αναγνωρίζει την αιρετική θρησκευτική παρασυναγωγή του παπισμού ως «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», ερχόμενος βεβαίως σε πλήρη αντίθεση και καταφρονώντας επιδεικτικά την διαχρονικού κύρους Αγιοπατερική, Συνοδική και Ιεροκανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ομοφώνως ο παπισμός δεν είναι εκκλησία, αλλά αίρεση,

β) πικροτε τις οικουμενιστικές εγκυκλίους το 1902 καί το 1920 του Οκουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες έδωσαν σημαντική θηση στή δημιουργία τς παναιρετικής ψευδο-οικουμενικς κινήσεως και τα οποία αποτελούν τις απαρχές της παναιρέσεως του οικουμενισμού, αποκαλώντας τες «σοβαρές διορθόδοξες καί διαχριστιανικές πρωτοβουλίες» και εκφράζοντας, με τον τρόπο αυτό, την στήριξη και την αφοσίωσή του στον καταστατικό χάρτη της παναιρέσεως του οικουμενισμού,

γ) υπερμαχεί της παρανόμου και αντικανονικής άρσεως των αναθεμάτων του 1965, την οποία χαρακτηρίζει ως «τό σημαντικότερο εκκλησιαστικό γεγονός το κ αώνα» και

δ) υποστηρίζει τον σύγχρονο, ατέρμονα, άκαρπο, και αποτυχόντα οκουμενιστικό διάλογο.


 Μεταπατερική επίθεση εναντίον του μεγάλου και απλανούς φωστήρος και διδασκάλου της Εκκλησίας, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Στην προσπάθειά του ο Θεοφιλέστατος να υποστηρίξει την υπεροχή και το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι των υπολοίπων πατριαρχείων, ισχυρίζεται ότι:

«ταν τό κείμενο το Πατριαρχείου Μόσχας ρνεται τήν παρξη Πρώτου σέ παγκόσμιο πίπεδο δέχεται –κατ λλη κφραση– να Πρωτεο κενο περιεχομένου, οσιαστικά τότε ρνεται τό περιεχόμενο τν ερν κανόνων πού ποδίδουν σέ συγκεκριμένους θρόνους τό «Πρεσβεον», ποδίδουν σα Πρεσβεα στούς θρόνους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, τούς αποδίδουν εξαιρετικά προνόμια. ρνεται  τήν κανονική παράδοση δύο χιλιετιν. Κατ ρχήν θά πρέπει νά πισημανθε κ νέου τι τά Πρεσβεα φοροσαν συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένους κκλησιαστικούς θρόνους καί χι πρόσωπα, δηλ. τό θρόνο τς Ρώμης, τς Κωνσταντινουπόλεως, τς λεξάνδρειας, τς ντιόχειας καί τν εροσο-λύμων. Εναι δέ λίαν σαφές κ τν ερν κανόνων τι ατοί χι μόνο ρίζουν τήν τάξη προκαθεδρίας τους, λλά καί τι μεταξύ τους δέν χουν σα Πρεσβεα τιμς, δεδομένου τι σα Πρεσβεα τιμς μέ τή Ρώμη εχε μόνο Κωνσταντινούπολις καί χι ο λλοι πατριαρχικοί θρόνοι τς νατολς.

Ατό προκύπτει κατ ρχήν βίαστα καί πό τήν ρμηνεία τν βυζαντινν κανονολόγων. μέν Ζωναρς στό μνημονευθέν ρμηνευτικό του σχόλιο στό γ κανόνα τς Β Οκουμενικς Συνόδου[153] πισημαίνει: «...τόν δέ μακαριώτατον πίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμης, δευτέραν τάξιν πέχειν μετά τόν ποστολικόν θρόνον τς πρεσβυτέρας Ρώμης· τν δέ λλων πάντων προτιμσθαι. ντεθεν ον ναργς δείκνυται μετά, πρόθεσις, ποβιβασμόν δηλοσα καί λάττωσιν... γον το μετά ξήγησις, λέγουσα το χρόνου δηλωτικήν εναι τήν πρόθεσιν, καί οχ ποβιβασμο, βεβιασμένη στί, καί διανοίας οκ εθείας, οδ γαθς».

κ τν νωτέρω συνάγεται τι κατά τό Ζωναρά εναι σφαλμένη ρμηνεία τς προθέσεως μετά ς δηλούσης πλ καί μόνο χρονική προτεραιότητα τς Ρώμης ς πρός τήν πονομή τν πρεσβείων καί χι «λάττωσιν» καί «ποβιβασμόν» τν λλων πατριαρχείων τς νατολς σέ σχέση μέ τό θρόνο τς Ρώμης καί τς Κωνσταντινουπόλεως καί το θρόνου τς Κωνσταντινουπόλεως πέναντι στή Ρώμη.

Τό διο συνάγεται καί πό τήν πίσης μνημονευθεσα ρμηνεία το Βαλσαμώνα[154] στόν διο κανόνα: «...Τούτων δέ οτω διορισθέντων, τινές τήν, μετά, πρόθεσιν οχ ποβιβασμόν τς τιμς νενοήκασιν, λλ ξελάβοντο ατήν ες τό μετάχρονον μόνον...». Κατά συνέπεια δευτέρα θέσις τς Κωνσταντινουπόλεως δέν φείλετο μόνο στή χρονική προτεραιότητα τς Ρώμης, πως πισημαίνει ριστηνός[155], λλά στήν οσιαστικά δεύτερη θέση καί ξία της ς πρός τήν τιμή πέναντι στή Ρώμη.

χρονική προτεραιότητα ξ λλου δέν ξηγε τή δευτέρα θέση το θρόνου τς Κωνσταντινουπόλεως, προηγουμένου τν λλων θρόνων τς νατολς, στούς ποίους εχαν προγενέστερα δη δοθε Πρεσβεα Τιμς πό τήν Α Οκουμενική Σύνοδο».

Και αλλού: «ν λοιπόν ο εροί κανόνες πέδωσαν Πρεσβεα σέ συγκεκριμένους κκλησιαστικούς θρόνους πού γιναν στή συνέχεια Πατριαρχεα μέ πόδοση σων πρεσβείων στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν νατολή καί στή Ρώμη γιά τή Δύση, μέ «λάττωσιν» καί «ποβιβασμόν» μως τς τιμς γιά τά λλα πατριαρχεα τς νατολς, δεδομένων καί τν προνομίων πού δόθηκαν διά τν κανόνων θ καί ιζ τς Χαλκηδόνας στό θρόνο τς Κωνσταντινουπόλεως[178], δέν συνέδεσαν τά συγκεκριμένα ατά Πρεσβεα μέ τόν τρόπο κλογς τν φορέων τους, δηλ. τν πέντε Πατριαρχν». Και παραθέτει την υποσημείωση 178 σύμφωνα με την οποία, «Κατά συνέπεια δέν μπορε νά γίνει δεκτή ρμηνεία το γ. Νικοδήμου το γιορείτου γιά σότητα τιμς καί τάξεως λων τν πατριαρχικν θρόνων».

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Θεοφιλέστατος αρνείται και δεν αποδέχεται την ερμηνεία του Μεγάλου και απλανούς φωστήρος και διδασκάλου αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου περί ισότητος τιμής και τάξεως όλων των πατριαρχικών θρόνων.

Μεταπατερικώς συμπεριφερόμενος ο Θεοφιλέστατος, αρνείται την θεόπνευστη και θεοφώτιστη ερμηνεία του καλυτέρου ερμηνευτού των Θείων και Ιερών Κανόνων, του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, και προτιμά την λανθασμένη ερμηνεία των Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, την οποία θεωρεί ανώτερη και καλύτερη από αυτήν του αγίου Νικοδήμου.

Θα πρέπει, όμως, να γνωρίζει ο Θεοφιλέστατος ότι όσο καλοί ερμηνευτές κι αν είναι οι προαναφερθέντες, δεν είναι ανακηρυγμένοι άγιοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως ο άγιος Νικόδημος. Στην Ορθοδοξία, αν θέλουμε να έχουμε το ακίνδυνον και το ακατηγόρητον, θα πρέπει να είμαστε «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι», να ακολουθούμε ταπεινώς τους όντως θεοφωτίστους και θεοπνεύστους αγίους πατέρες, οι οποίοι εν ζωή υπήρξαν κεκαθαρμένοι και θεούμενοι, σκεύη και δοχεία του Αγίου Πνεύματος. Επειδή, λοιπόν, σύμφωνα με τον Θεοφιλέστατο, δεν βοηθάει η ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου στην υποστήριξη των περί πρωτείων της Κων/λεως καινοφανών θέσεων, θα πρέπει να αποβληθεί. Μάλλον θεωρεί ο Θεοφιλέστατος τόν Μέγα καί απλανή διδάσκαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας Όσιο Νικόδημο ως πλανηθέντα στην εν λόγω ερμηνεία. Επειδή, λοιπόν, δεν εξυπηρετούν οι άγιοι πατέρες τους οικουμενιστές στην παγίωση των οικουμενιστικών θέσεων, θα πρέπει να περιθωριοποιηθούν και να πεταχθούν στον κάλαθο των αχρήστων, για να έλθουν αυτοί ως «νεοπατέρες» και να μας παρουσιάσουν καινές και κενές ερμηνείες. Αυτό, όμως, όπως αντιλαμβανόμαστε, αποτελεί αυτό μεγίστη προσβολή και βλασφημία προς τον άγιο Πατέρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όσιο Νικόδημο, προς το Πηδάλιον της Εκκλησίας, προς τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, προς τους 150 οσίους και θεοφόρους πατέρες της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου και προς αυτό το Πανάγιο και Τελεταρχικό Άγιον Πνεύμα, που τους ενέπνευσε.

Τό λυπηρότερο είναι ότι μαζί με τόν Όσιο Νικόδημο αρνείται ο Θεοφιλέστατος κατ’ επέκτασιν καί την Ορθόδοξη  Εκκλησία, πού τόν δέχθηκε καί τόν ανακήρυξε ως Άγιό της. Ο άγιος Νικόδημος συνέβαλε στήν ορθή χειραγώγηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στήν γνήσια καί πατερική ευσέβεια, γι’ αυτό καί επαξίως ανακηρύχθηκε ως Αγιος καί διδάσκαλός της. Πώς, όμως, νομιμοποιείται, ο Θεοφιλέστατος, ο οποίος είναι επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και ο οποίος, κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία του, ομολόγησε ενώπιον του Αγίου Τριαδικού Θεού, του Ορθοδόξου κλήρου και του πιστού λαού ότι πιστεύει «και τας περί Θεού και των Θείων παραδόσεις τε και εξηγήσεις της Μιάς Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»[8], να αμφισβητεί και να αρνείται την ερμηνεία και την εξήγηση του αγίου Νικοδήμου στον εν λόγω θέμα; Ο έλεγχος, όμως, του αγίου Νικοδήμου, διά της θεοπνεύστου ερμηνείας του, είναι ένα δριμύ κατηγορώ για τους οικουμενιστές, γι’ αυτό προσπαθούν να τον αποβάλλουν, επειδή δεν είναι ανεκτός ο έλεγχός του.

Ασκεί, λοιπόν, δριμύα κριτική ο άγιος, λέγοντας, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι το να υποστηρίζει κανείς υποβιβασμό και ελλάτωση μεταξύ των πατριαρχικών θρόνων είναι ενάντιο σε όλη την Καθολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία και αποδεκτό μόνο στους Λατίνους και Λατινόφρονες. Ας κρατήσουν, επομένως, οι λατινόφρονες οικουμενιστές την εσφαλμένη ερμηνεία των Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού, και εμείς, που προτιμάμε να είμαστε με τους αγίους Πατέρες, ας κρατήσουμε την όντως ορθή, ορθόδοξη ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου.

Παραθέτουμε, λοιπόν, την θεόπνευστη και μόνη αποδεκτή ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου στον Γ΄ Ιερό Κανόνα της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ορίζει ότι: «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια τον είναι αυτήν Νέαν Ρώμην».

Ερμηνεύοντας ο άγιος, λέγει ότι ο μεν Β΄ Κανών κοινώς περί των Πατριαρχών (και μάλιστα του Αλεξανδρείας και Αντιοχείας) και Μητροπολιτών διόρισε, ο δε παρών ιδιαιτέρως περί του Κωνσταντινουπόλεως διορίζει και λέγει ότι ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης να έχει τα προνόμια της τιμής μετά τον Πάπα και Πατριάρχη της Ρώμης, επειδή και αυτή η Κωνσταντινούπολη δηλ. είναι και ονομάζεται νέα Ρώμη.
Η πρόθεση «μετά» εδώ δεν δηλώνει το ύστερον του χρόνου, καθώς κάποιοι λένε μαζί με τον Αριστηνό, αλλά ούτε υποβιβασμό και ελλάτωση, καθώς ουκ ορθώς ερμηνεύει ο Ζωναράς (επειδή με το να ήταν μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο Αλεξανδρείας, μετά δε τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας και μετά τον Αντιοχείας ο Ιεροσολύμων, κατά τον 36ο της ΣΤ΄, θα υπήρχαν τέσσερα είδη υποβιβασμού τιμής και ακολούθως πέντε διαφορετικές τιμές, ανώτερη η μία από την άλλη, το οποίο είναι ενάντιο σε όλη την Καθολική (Ορθόδοξη) Εκκλησία και αποδεκτό μόνο στους Λατίνους και Λατινόφρονες), αλλά δηλώνει ισότητα τιμής και τάξης, κατά την οποία ο μεν είναι πρώτος, ο δε δεύτερος. 
Ισότητα μεν τιμής, επειδή και οι εν Χαλκηδόνι Πατέρες στον 28ο Κανόνα λένε ότι οι 150 αυτοί Επίσκοποι έδωσαν τα ίσα πρεσβεία με την Παλαιά Ρώμη στη Νέα Ρώμη, και οι εν Τρούλλω (Πατέρες) στον 36ο Κανόνα λένε ότι ο Κωνσταντινουπόλεως να απολαμβάνει τά ίσα πρεσβεία με τον Ρώμης. Τάξη δε, επειδή και εκείνοι και αυτοί στους ίδιους Κανόνες λένε δεύτερο τον Κωνσταντινουπόλεως μετά τον Ρώμης, όχι δεύτερο ως προς τη τιμή, αλλά δεύτερο ως προς την τάξη της τιμής.
Γιατί, κατά την φύση των πραγμάτων, είναι αδύνατο να βρεθούν δύο πράγματα που να είναι ίσα, και να λέγονται πρώτα και δεύτερα μεταξύ τους, χωρίς τάξη. Γι’ αυτό και ο Ιουστιανιανός, στην 130η Νεαρά, που βρίσκεται στο 5ο βιβλίο των Βασιλικών, 3ος τίτλος, αποκαλεί αυτολεξεί τον μεν Ρώμης πρώτο, τον δε Κωνσταντινουπόλεως, λέει, να επέχει τη δεύτερη τάξη μετά τον Ρώμης.
Ας σημειωθεί δε ότι, επειδή ο Ζωναράς, ερμηνεύοντας τον Κανόνα, χρησιμοποιεί αυτό το θέσπισμα του Ιουστινιανού, είναι φανερό ότι την ελάττωση και τον υποβιβασμό, που είπε παραπάνω του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ρώμης, μόνο κατά την τάξη της τιμής την είπε και όχι απλώς κατά της τιμής, κατά την οποία και στις υπογραφές και στις καθέδρες και στα μνημόσυνα των ονομάτων τους, ο μεν προηγείται, ο δε έπεται. Κάποιοι μεν λένε ότι ο παρών Κανών δίνει μόνο τιμή στον Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα δε η κατεπείγουσα ανάγκη του έδωσε και την εξουσία να χειροτονεί τους Μητροπολίτες στην Ασία, στον Πόντο και στη Θράκη. Η δε εν Χαλκηδόνι Σύνοδος, στην επιστολή προς τον Λέοντα, λέει ότι από αρχαίο έθος είχε ο Κωνσταντινουπόλεως αυτή την εξουσία να χειροτονεί, την επιβεβαίωσε μόνο ο 28ος της Δ΄ Συνόδου.

Στην υποσημείωση, που παραθέτει ο άγιος Νικόδημος, στο σημείο αυτό, αναφέρει ότι, επειδή ο δυσσεβής Διόσκορος αθέτησε τον παρόντα Κανόνα και στην εν Εφέσω ληστρική σύνοδο έβαλε τον Κωνσταντινουπόλεως άγιο Φλαβιανό να καθίσει στον πέμπτο τόπο, γι’ αυτό ο Ευσέβιος Δορυλαίου, αφού πήγε στη Ρώμη, παρόντων κληρικών Κωνσταντινουπόλεως, ανέγνωσε τον παρόντα Κανόνα στον αγιώτατο Πάπα Ρώμης Λέοντα, ο οποίος και τον αποδέχθηκε.

Απουσία πανορθοδόξου συνοδικής εγκρίσεως του Κειμένου της Ραβέννας

Αναφερόμενος ο Θεοφιλέστατος στο ‘Κείμενο της Ραβέννας’, ισχυρίζεται ότι αυτό υπεγράφη από όλες τις υπόλοιπες  Ορθόδοξες Εκκλησίες, πλήν βεβαίως του Πατριαρχείου Μόσχας, υπονοώντας ότι το κείμενο έχει γίνει πανορθόδοξα αποδεκτό. Πλέον συγκεκριμένα γράφει:
«Τό Πατριαρχεο Μόσχας κφράζει τή διαφωνία του μέ μία θεμελιώδη θέση το κειμένου τς Ραβέννας, γιά τό Πρωτεο σέ παγκόσμιο πίπεδο. διαφωνία ατή, φ νός μέν διαφοροποιε τήν κκλησία τς Ρωσσίας πό λες τίς λλες ρθόδοξες κκλησίες πού πέγραψαν τό κείμενο, φ τέρου δέ δημιουργε τήν ποχρέωση στίς τελευταες, ετε νά περασπιστον τό κείμενο τς Ραβέννας, ετε νά ναθεωρήσουν τήν ποψή τους. Καθίσταται μως πρόδηλο τι μέ τό κείμενο ατό ο ρθόδοξες κκλησίες ξ ατίας το διαλόγου καί στήν παινετέα τους προσπάθεια γιά σύγκλιση μέ τή Ρωμαιοκαθολική κκλησία στό θέμα τς κκλησιολογικς θέσης το πισκόπου Ρώμης –νεξάρτητα πό τό ποιός φέρει τήν εθύνη γι ατό– διακινδυνεύουν τήν σωτερική τους συνοχή».

Στην παραπάνω παράγραφο ο Θεοφιλέστατος σφαλμένως φήνει νά ννοηθε τι τό Κείμενο τς Ραβέννας εναι πλήρως ποδεκτό πό τήν ρθόδοξη κκλησία. Τοτο βεβαίως δέν ληθεύει, πειδή, ς γνωστόν, πρξε και υπάρχει ξεία κριτική πό ρισμένες τοπικές ρθόδοξες κκλησίες. Τό ‘Κείμενο τς Ραβέννας’ δεν έχει γίνει συνοδικώς αποδεκτό από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.  λλωστε, π' σο γνωρίζουμε, δέν τοποθετήθηκαν πισήμως ούτε στό κοινό ατό Κείμενο, ούτε και στα προηγούμενα κείμενα από το 1980 κ.εξ., ο τοπικές ρθόδοξες κκλησίες. πειδή τό σύστημα διοικήσεως τς ρθόδοξης κκλησίας εναι συνοδικό, καί πειδή γιά τά παραπάνω Κείμενα δέν λήφθησαν συνοδικές ποφάσεις τν κατά τόπους ρθοδόξων κκλησιν, δέν πρέπει νά προβάλλονται τά ν λόγω Κείμενα ς κφράζοντα πωσδήποτε καί τήν πίστη τς ρθόδοξης κκλησίας. Στό Κείμενο τς Ραβέννας φαίνεται νά γίνεται λήψη το ζητουμένου, την οποία υιοθετεί και ο Θεοφιλέστατος.

Η αλλοίωση του Συμβόλου της Πίστεως

Στην υποσημείωση 145 του κειμένου του ο Θεοφιλέστατος πρεσβεύει: «Εναι θετικό τι τό κείμενο τς Ραβέννας πορρίπτει οαδήποτε λλοίωση το πό τν Οκουμενικν Συνόδων διατυπωθέντος Συμβόλου τς Πίστεως (§ 33)».

Σύμφωνα, όμως, με τον λλογιμώτατο καθηγητή το τομέα Δογματικς τς Θεολογικς Σχολς το Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη[9], «εκενο, τό ποο εναι σοβαρότατο πό δογματικς πόψεως στίς παραγράφους 2, 3 καί τό ποο διαπερν ξονικά λο τό Κείμενο τς Ραβέννας εναι τι παρέχεται σαφς ντύπωση στόν ναγνώστη, πώς πάρχει Μία όριστη, λλά περκείμενη λων τν πί μέρους κκλησιν, κκλησία το Θεο. Ατό, μως, κατανοεται μλλον προτεσταντικς. Στήν περίπτωση ατή φαίνεται νά πορρίπτεται παρξη τς Μίας διαίρετης κκλησίας σέ θεσμικό πίπεδο. μως, παράλληλα γίνεται σαφές τι μέ τήν περκείμενη Μία κκλησία το Θεο, πού κτείνεται σ' λόκληρο τόν κόσμο (Κείμενο το Μονάχου 1982), κοινωνον λες ο κατά τόπους ρθόδοξες κκλησίες, καθώς καί ο τερόδοξοι Ρωμαιοκαθολικοί, ς νά μήν φίσταται καμία δογματικο χαρακτήρα διαφοροποίηση μεταξύ μας ς πρός τήν πίστη, τή δομή καί τή ζωή τς κκλησίας. δ εναι μφανής μία διότυπη ποδοχή ξ μφοτέρων τν διαλεγόμενων μερν τς προτεσταντικς θεωρίας τν κλάδων (Branch Theory).

παρατιθέμενος στήν παράγραφο 3 προβληματισμός γιά τίς κκλησιολογικές καί κανονικές συνέπειες, ο ποες πορρέουν πό τή μυστηριακή φύση τς κκλησίας, θά πρεπε νά φορ ποκλειστικά καί μόνο τίς τοπικές ρθόδοξες κκλησίες. Δέν εναι θεολογικς ρθό, καί εδικότερα δέν εναι κκλησιολογικς πιτρεπτό, νά διερεύνουν ο ρθόδοξοι πό κοινο καί «πί σοις ροις» μέ τούς τεροδόξους ζητήματα, πού πορρέουν πό τή μυστηριακή φύση τς κκλησίας, πως εναι λ.χ. θεσμική δομή της. Κάτι τέτοιο δέν μαρτυρεται πό τήν Παράδοση τς κκλησίας, οτε πάρχει στορικό προηγούμενο τς κκλησιαστικς ζως. Καί τοτο, πειδή τά θεολογικά καί θεσμικά πίπεδα τς ρθοδοξίας καί τς τεροδοξίας εναι σύμπτωτα. Εναι φυσιολογικό δογματική διαφοροποίηση νάμεσα στήν ρθοδοξία καί τόν Ρωμαιοκαθολικισμό νά ντανακλται ναπόφευκτα χι μόνο στό θεσμικό πίπεδο, λλά καί στή σύνολη κκλησιαστική ζωή τν πιστν τους.

Στό τέλος τς εσαγωγς το Κειμένου τς Ραβέννας γίνεται μία διευκρινιστική ποσημείωση. Τό περιεχόμενο τς ποσημειώσεως δημιουργε ντονο προβληματισμό ς πρός τήν ρθότητά του. ποψη τς ρθόδοξης ντιπροσωπείας τι χρήση τν ρων « κκλησία», « νά τόν κόσμον κκλησία», « διαίρετος κκλησία» καί «τό σμα το Χριστο» στό παρόν Κείμενο «δέν πονομεύει τήν ατοαντίληψη τς ρθόδοξης κκλησίας ς τς Μίας, γίας, Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας, περί τς ποίας μιλε τό Σύμβολο τς Πίστεως», εναι κρως μετέωρη ς πρός τό περιεχόμενο το κοινο Κειμένου. Καί τοτο, γιατί ο συνυπογράφοντες Ρωμαιοκαθολικοί δηλώνουν στήν δια ποσημείωση τι χουν «τήν ατοεπίγνωση» τι « Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία φίσταται ν τ Καθολικ κκλησία (Lumen Gentium, 8)» καί τι «τοτο δέν ποκλείει τήν ναγνώριση τι στοιχεα τς ληθος κκλησίας εναι παρόντα κτός τς Καθολικς κκλησίας».
ατοπροσδιορισμός τν ρθοδόξων καί τν Ρωμαιοκαθολικν ντίστοιχα εναι διαμετρικά ντίθετος. Εναι κραυγαλέα διαφωνία τν δύο διαλεγομένων μερν γιά τήν ταυτότητα τς μπειρικς, τς στορικς κκλησίας. πό τά παραπάνω εναι προφανές τι τό χάσμα νάμεσα στούς ρθοδόξους καί στούς Ρωμαιοκαθολικούς εναι στήν πραγματικότητα τεράστιο καί πρός τό παρόν θεολογικς γεφύρωτο.

Κατά συνέπεια, κάθε λλη πιμέρους συμφωνία χει πολύ μικρή σημασία, εναι συμφωνία ξωτερικν τύπων, λλά οσιαστικά θεμελίωτη καί μφισβητούμενη, γιατί ποιαδήποτε συμφωνία θά πρέπει νά νοηματοδοτεται πό τήν ταυτότητα καί τό χαρακτήρα τς κκλησίας, ς το μυστηριακο σώματος το Χριστο. Εναι λογικς καί θεολογικς παράδοξο, πς μέ τίς παραπάνω διαμετρικά ντίθετες κκλησιολογικές τοποθετήσεις προέκυψε Κείμενο κοινς ποδοχς γιά τή Μικτή Διεθν πιτροπή».

Στο ίδιο πλαίσιο κινούμενος ο Προηγούμενος της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους παν. ρχιμ. Γεώργιος Καψάνης[10], πισημανει: «πάρχουν σοβαροί λόγοι νά πιστεύουμε τι τό «Κείμενο τς Ραβέννας» πιβεβαιώνει τούς φόβους, τι ο ρθόδοξοι ποχωρομε στίς παπικές ξιώσεις. Ο λόγοι εναι ο ξς:

α) Τό κείμενο μιλε γιά «ρωμαιοκαθολική κκλησία». Δέν πρόκειται γιά τεχνικό ρο, το ποίου χρησιμοποίησις θά διευκόλυνε τόν διάλογο. ντιθέτως, το χει δοθ πλρες θεολογικό περιεχόμενο, τσι στε διάλογος νά γίνεται μέ τήν προϋπόθεσι τι ρωμαιοκαθολική κκλησία εναι ληθινή, ρθοδοξοσα, κκλησία.

ρθόδοξη ντιπροσωπεία στό σημεο ατό χει ποχωρήσει νεπίτρεπτα. Μέ τό κείμενο το Balamand (1993) εχε ναγνωρίσει τήν ρωμαιοκαθολική κκλησία ς κκλησία μέ τήν πλήρη σημασία το ρου: «Καί πό τίς δύο πλευρές ναγνωρίζεται τι ατό πού Χριστός νεπιστεύθη στήν κκλησία Του -μολογία τς ποστολικς πίστεως, συμμετοχή στά δια μυστήρια, πρό πάντων στή μοναδική ερωσύνη πού τελε τή μοναδική θυσία το Χριστο, ποστολική διαδοχή τν πισκόπων- δέν δύναται νά θεωρται ς διοκτησία τς μις μόνον πό τίς κκλησίες μας»[11]. Πρόκειται γιά οσιαστική ποχώρησι πό τήν πιό θεμελιώδη καί φετηριακή βάσι τν θεολογικν διαπραγματεύσεων. ν δηλαδή ο Ρωμαιοκαθολικοί, ταν ναγνωρίζουν ρισμένα συστατικά στοιχεα τς κκλησίας στήν ρθόδοξο κκλησία (γκυρα Μυστήρια καί ποστολική διαδοχή), μένουν πιστοί στήν κκλησιολογία τς Β΄ Βατικανείου, ο ρθόδοξοι θεολόγοι παραιτονται πό τήν διαχρονικς μαρτυρουμένη πό γκρίτων Πατέρων καί συνόδων πίστι μας, τι, λόγ τν αρετικν της δογμάτων, κκλησία τς Ρώμης πεκόπη πό τό σμα τς Μις, γίας, Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας, δέν χει τά στοιχεα, πού τήν καθιστον ληθ κκλησία Χριστο, καί πλέον εναι αρετική κκλησία. Διστάζουν νά κφράσουν κόμη καί τήν στορική διαπίστωσι, πως τήν διατύπωσε γιος Μάρκος Εγενικός: «πρό χρόνων πολλν πεσχίσθη τς Δυτικς κκλησίας, τς Ρώμης φαμέν, τό περιώνυμον θροισμα κ τς τν τέρων τεσσάρων γιωτάτων Πατριαρχν κοινωνίας, ποσχοινισθέν ες θη καί δόγματα τς Καθολικς κκλησίας καί τν ρθοδόξων λλότρια... (τά δέ τν ρθοδόξων λλότρια πάντως αρετικά)»[12].

β) λλά καί ατήν τήν κακς γενομένη «λληλοαναγνώρισι» περκέρασε δηγία το Βατικανο τόν ούλιο το 2007 μέ τίς γνωστές «παντήσεις»[13], μέ τίς ποες Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ χαρακτηρίζει «λλειματικές» τίς ρθόδοξες τοπικές κκλησίες, πειδή δέν χουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο το Πέτρου! Σύμφωνα μέ τήν δηγία, ληθινή κκλησία το Χριστο φίσταται μόνο στήν Ρωμαιοκαθολική κκλησία.
 ξιοσημείωτο εναι τι δηγία δόθηκε λίγους μνες πρίν πό τήν Συνέλευσι τς Ραβέννας, τό ποο, κατά τήν κτίμησί μας, σημαίνει τι τό Βατικανό χαράσσει τήν γραμμή, πού πρέπει νά κολουθήσ διάλογος. Καί γραμμή εναι ρωμαιοκεντρικός οκουμενισμός, πως τόν προσδιώρισε Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος.
Τό πιβεβαιώνει τό διο τό κείμενο τς δηγίας το Βατικανο[14], λλά τό πισημαίνει καί Σεβ. πίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί ρζεγοβίνης θανάσιος Γιέβτιτς: «Τό κείμενο ατό [ο «παντήσεις»] φανερώνει τήν πιμονή το Πάπα Ράτσιγκερ νά δείξ τό πραγματικό πρόσωπο το ρωμαιοκαθολικο οκουμενισμο του, ποος στήν πραγματικότητα δέν εναι ατό, πού λέγει Πάπας, λλά ατό πού πιστεύει καί κάνει»[15].
Τόν ντονο προβληματισμό της γιά τήν ς νω παπική δηγία κφράζει καί ερά Σύνοδος τς κκλησίας τς λλάδος πρός τόν ρθόδοξο Συμπρόεδρο τς Μικτς πιτροπς το Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. ωάννη, μέ τήν πιστολή της πό μερομηνία 8/10/2007.

ποσημείωσις τς παραγρ. 1 το «Κειμένου τς Ραβέννας», καρπός πιθανώτατα τς διαμαρτυρίας τς κκλησίας τς λλάδος, κολουθε δυστυχς τό πνεμα τς παπικς δηγίας. Σέ ατήν τήν ποσημείωσι ο ρθόδοξοι ντιπρόσωποι, παρ’ τι διαβεβαιώνουν τι χρησιμοποίησις το ρου «κκλησία» δέν πονομεύει τήν ατοσυνειδησία τς ρθοδόξου κκλησίας ς τς Μις, γίας, Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας, δέν καταθέτουν ν τούτοις τό πίσης βασικό στοιχεο τς ατοσυνειδησίας της, τι ρθόδοξος κκλησία δέν παραδέχεται τι στήν ρωμαιοκαθολική κκλησία ‘‘φίσταται’’ Μία γία Καθολική καί ποστολική κκλησία. Εναι χαρακτηριστικό, καί ποτελε λεγχο τς τολμίας τν ρθοδόξων ντιπροσώπων, τό γεγονός τι ο Ρωμαιοκαθολικοί δήλωσαν στήν δια συνάφεια τι δέν ναγνωρίζουν παρά μόνο στοιχεα τς ληθινς κκλησίας ξω πό τήν ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Εναι σαφές τι τό «Κείμενο τς Ραβέννας» φείλει νά ναγνωσθ καί ρμηνευθ πό τήν προϋπόθεσι τι ρωμαιοκαθολική πλευρά μένει πιστή καί μετακίνητη στά παπικά δόγματα».

Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας

Γράφει ο Θεοφιλέστατος, αναφερόμενος στην Εκκλησία της Αλβανίας: «Μετά τήν πτώση το κομμουνιστικο καθεσττος στήν λβανία τό Οκουμενικό Πατριαρχεο πέστειλε κε ς ξαρχο τόν ναστάσιο (Γιαννoυλτο), ν τό 1992 τόν ξέλεξε ς ρχιεπίσκοπο Τιράνων καί πάσης λβανίας. Μητροπολίτες προερχόμενοι πό τό Οκουμενικό Πατριαρχεο μετά το ρχιεπισκόπου ναστασίου ξέλεξαν νέους Μητροπολίτες γιά τήν κκλησία τς λβανίας. ρχιεπίσκοπος ναστάσιος μέ πιστολή του στόν Οκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαο πισημαίνει:
«....ασθανόμεθα τήν νάγκην νά κφράσωμεν... εχαριστίας διά τήν στορικήν πρωτοβουλίαν τς μετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος πρός νασύστασιν τς ρθοδόξου Ατοκεφάλου κκλησίας τς λβανίας ς καί διά τάς προσφάτους κανονικάς νεργείας το Οκουμενικο Θρόνου πρός ριστικήν πίλυσιν το χρονίζοντος θέματος τς συγκροτήσεως τς εραρχίας της κατ λβανίαν κκλησίας».
σχετική πάντηση το Πατριάρχου Βαρθολομαίου μεταξύ λλων διαλαμβάνει: «... Μήτηρ γία το Χριστο Μεγάλη κκλησία, συμφώνως πρός τήν νατιθεμένην ατήν πό τν ερν κανόνων διακονίαν, ερέθη νώπιον τς ερς πιταγς να ναλάβ πρωτοβουλίαν καί μερίμνησε να...». Οκουμενικός Πατριάρχης κοινοποίησε τά γενόμενα γιά τήν κκλησία τς λβανίας στίς λλες ρθόδοξες κκλησίες καί κατόπιν τούτου ρχιεπίσκοπος ναστάσιος νεγνωρίσθη πό λες ατές ς κανονικός ρχιεπίσκοπος Τιράνων».

Στα ανωτέρω έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η Αλβανία ανήκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου πρό της αυτοκεφαλίας της, γι’ αυτό και ενήργησε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν θα μπορούσε, όμως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο να κάνει το ίδιο και για μια περιοχή, που ανήκει σε άλλο Πατριαρχείο, π.χ. Αφρική ή Παλαιστίνη.

Επίλογος

Ταπεινώς φρονούμε ότι το ‘Κείμενο της Ραβέννας’, πρέπει να αποσυρθεί, διότι αποτελεί την πιο ακατάλληλη, την χειρότερη βάση επί της οποίας διεξάγεται Θεολογικός διάλογος Ορθοδόξων και παπικών. Επίσης, στόν διάλογο αυτό οι συμμετέχοντες εκ της Ορθοδόξου πλευράς θά πρέπει νά εκφράζουν τήν ευσέβεια της λατρευούσης Εκκλησίας, τήν ευαγγελική καί πατερική αλήθεια. Επιπροσθέτως, θα πρέπει νά εκλείψει μεταξύ των Ορθοδόξων η τείνουσα νά επικρατήσει αρχή της περιεκτικότητος, δηλ. η συνύπαρξις στήν ίδια Εκκλησία μελών της, πού πιστεύουν διαφορετικά ή καί αντίθετα δόγματα.
Απαραιτήτως πρέπει νά εξοβελισθεί τό ουμανιστικό πνεύμα, πού επικρατεί καί θυμίζει τόν δυτικό Βαρλαάμ. Οφείλει ο διάλογος νά οδηγεί τούς παπικούς στήν μετάνοια καί τήν αποκήρυξη της πλάνης τους κι έπειτα στήν ενότητα της πίστεως καί τήν κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλ. τήν εν Χριστώ ανακαίνισή τους. Οφείλουν οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι νά διαλέγονται μέ ειλικρίνεια ως αυθεντικά Ορθόδοξοι, επειδή αυτό απαιτεί η ευθύνη μας απέναντι στόν Θεό, τήν Εκκλησία καί τόν κόσμο. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία είναι νά ακολουθούμε όλοι μας ταπεινώς τούς αγίους θεόπτες Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Μιάς καί μόνης αληθινής Εκκλησίας, οι οποίοι Πατέρες είναι οι μόνοι απλανείς καί διαχρονικοί διδάσκαλοι της οικουμένης καί παγκόσμιοι πνευματικοί άνθρωποι. Γιά νά πετύχει ο μέχρι τώρα αποτυχών θεολογικός διάλογος μεταξύ  Ορθοδόξου Εκκλησίας καί παπισμού πρέπει νά αλλάξουν εκ θεμελίων οι θεολογικές προϋποθέσεις καί τά κριτήρια του διαλόγου αυτού καί νά τεθούν νέα κριτήρια, τά οποία νά βασίζονται στή αγιοπατερική, ιεροκανονική, συνοδική, δογματική, λειτουργική, ασκητική, ησυχαστική καί νηπτική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


[1] Σχ. βλ. ημέτερο κείμενο, Μια Ορθόδοξη κριτική ματιά στην παρουσίαση της μελέτης του Μ. Αρχιδιακόνου Μαξίμου για το πρωτείο από τον παν. αρχιμ. Παντελεήμωνα Μανουσάκη, 6-5-2014, http://www.impantokratoros.gr/22CBD690.el.aspx

[2] ΑΓΑΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ -  ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, Ιερόν Πηδάλιον, ΛΔ΄ Αποστολικός Κανών, σ. 42

[3] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τς Ραβέννας καί τό πρωτεο το Πάπα, γιον ρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  ν Συνειδήσει. Οκουμενισμός. στορική καί κριτική προσέγγιση, κδ. . Μ. Μ. Μετεώρου, για Μετέωρα, ούνιος 2009, σσ. 91-92, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.

[4] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «ρθόδοξοι προβληματισμοί μέ φορμή τό κείμενο τς Ραβέννας», ν Συνειδήσει. Οκουμενισμός. στορική καί κριτική προσέγγιση, κδ. . Μ. Μ. Μετεώρου, για Μετέωρα, ούνιος 2009, σσ. 104-105, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.


[6] Primus sine paribus, Απάντησις εις το περ πρωτείου κείμενον του Πατριαρχείου Μόσχας, 8-1-2014, http://www.amen.gr/article16557


[8] Τρίτη Ομολογία, Τάξις γινομένη επί χειροτονία επισκόπου, Ευχολόγιον το Μέγα, εκδ. Αστήρ, Αλ. Και Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1992, σ. 174.  

[9] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «ρθόδοξοι προβληματισμοί μέ φορμή τό κείμενο τς Ραβέννας», ν Συνειδήσει. Οκουμενισμός. στορική καί κριτική προσέγγιση, κδ. . Μ. Μ. Μετεώρου, για Μετέωρα, ούνιος 2009, σσ. 104-105, http://paterikiorthodoxia.pblogs.gr/2009/06/orthodoxoi-problhmatismoi-me-aformh-to-keimeno-ths-rabennas.html.

[10] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τς Ραβέννας καί τό πρωτεο το Πάπα, γιον ρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  ν Συνειδήσει. Οκουμενισμός. στορική καί κριτική προσέγγιση, κδ. . Μ. Μ. Μετεώρου, για Μετέωρα, ούνιος 2009, σσ. 91-92, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.

[11] πίσκεψις, τ. 496/1993.

[12] ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, «Τος πανταχο τς γς...», ν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεα τς ρθοδόξου κκλησίας, τ. Ι, θναι 1960, σ. 426.

[13]  πλήρης τίτλος τς δηγίας εναι «παντήσεις σέ ρωτήσεις, πού φορον ρισμένες ψεις γύρω πό τή διδασκαλία περί κκλησίας» (βλ. πιστολή . Συνόδου τς κκλησίας τς λλάδος πρός τόν Σεβ. Μητροπ. Περγάμου ωάννην, 8/12/2007).

[14] Σχ. βλ. σχολιασμό τς δηγίας στήν φημ. Καθολική, φύλ. 3078 /24-7-2007.

[15] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΩΗΝ ΖΑΧΟΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, «Περί το ρωμαιοκαθολικο οκουμενισμο» (σερβιστί), περιοδ. ΠΡΑΒΟΣΛΑΒΛΙΕ, κδ. το Πατριαρχείου τς Σερβίας, τεχ. 969-970 (1-15/8/2007), σ. 12.