«Οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν».


Δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ σημερινὰ Εὐαγγέλια (τὸ Ἑωθινὸ τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Θ. Λειτουργίας) ἀποτελοῦν ὁδοδεῖκτες γιὰ τὴν πορεία τοῦ Χριστιανοῦ ὅλων τῶν αἰώνων, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὸν πιστὸ τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν.
«Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».

«Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾽ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
1. Καὶ γιὰ τὸ μὲν πρῶτο εὐαγγελικὸ χωρίο, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχουν ἀποδεχθεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν διακηρυγμένη ἐπίσημα τακτικὴ τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Φαναρίου, «νὰ μὴν προσκαλοῦμε πιστοὺς ἄλλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἔρχονται στὴ δική μας Ἐκκλησία»· ὅτι ἔχουν δηλ. σταματήσει τὴν Ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῶν αἱρετικῶν, τὴν Ἐντολὴ τῆς Ἱεραποστολῆς. Καὶ εἶναι καθημερινὸ θέαμα καὶ Οἰκουμενιστικὴ θέση ὅτι ἀποδεχόμαστε τοὺς αἱρετικοὺς «ὅπως εἶναι», μὲ τὶς αἱρέσεις τους!
Τελευταῖο παράδειγμα τὰ γενόμενα στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν Βηθλεέμ, ὅπου ὁ Πάπας ἔγινε δεκτὸς ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροσολύμων Θεόφιλο, ἀπὸ δύο δηλαδὴ τώρα Πατριάρχες, ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης!
Τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ εἶναι σαφεῖς οἱ πολιτικὲς-νεοταξικὲς κινήσεις τοῦ Πάπα. Ἕνα σημειολογικὸ παράδειγμα: ὁ Πάπας, ἐνῶ στὴν φωτογραφία μὲ τὸν Πρωθυπουργὸ τοῦ Ἰσραὴλ παρουσιάζεται μὲ σταυρό, στὴν φωτογραφία μὲ τοὺς δύο Ραββίνους ὁ σταυρὸς ἔχει ἐξαφανιστεῖ, εἶναι κρυμμένος στὴ ζώνη του! Γιὰ νὰ μὴ θίξει τοὺς Ἀρχιραββίνους ποὺ ἔχουν ἐκφραστεῖ ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ!

2. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο εὐαγγελικὸ χωρίο. Δυστυχῶς καὶ ἐμεῖς, στὴν προσωπική μας ζωή, ἀντὶ νὰ ὁμολογοῦμε, συντελοῦμε μὲ τὸ ἦθος μας, ἵνα “τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται ἐν τοῖς ἔθνεσιν”.
Συγκεκριμένα, ὅμως, ὅσον ἀφορᾶ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, διαπιστώνουμε τὴν ἔλλειψη Ὁμολογίας στὰ θέματα τῆς Πίστεως, πάνω στὰ ὁποῖα ἀσφαλῶς στηρίζεται ὅλη ἡ χριστιανική μας βιοτὴ καὶ ἡ σωτηρία μας. Ἔχουμε ἀφήσει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς φορεῖς του νὰ ἑδραιώνουν ἀνεξέλεκτοι τὴν Παναίρεση, ἐξαπολύοντας ἐναντίον τους ἕνα ἀναποτελεσματικὸ χαρτοπόλεμο, πρὸς καθησυχασμὸ τῶν συνειδήσεων, ἀλλὰ κοινωνώντας μαζί τους, γεγονὸς ποὺ τοὺς εὐφραίνει καὶ ἡσυχάζει, γιατὶ ἡ μεγίστη ἀγωνία τους εἶναι ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου καὶ κοινωνίας.
Στὸ τομέα λοιπὸν αὐτόν, τὴν ὁμολογία ποὺ ζητᾶ ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος, τὴν περνᾶμε ἀπὸ δέκα κύματα, τὴν φιλτράρουμε πάλι καὶ πάλι, τὴν κοσκινίζουμε μὲ τὴν κρησάρα τῆς “μὴ κατακρίσεως”, τῆς “διακρίσεως”, τῆς “ὑπακοῆς”, τῆς “ταπεινώσεως”, τοῦ ”ἀχρικαιρισμοῦ”, τῆς ”μὴ ὑπερβάσεως ρόλων καὶ καθηκόντων” κ.λπ., ἢ ἰσχυριζόμαστε ὅτι μέσα μας πιστεύουμε, ἔστω κι ἐὰν –λόγῳ τῶν συνθηκῶν– σιωποῦμε ἐξωτερικά. Ἔτσι στὸ τέλος, ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει ὡς ὁμολογία, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ προδοσία.
Οἱ Ἅγιοί μας ὅμως φωνάζουν, μιμούμενοι τὸν Κύριο, ὅτι ἡ Ὁμολογία κοστίζει, πρέπει νὰ εἶναι φανερή, ζωντανή, ἄμεση, «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων».
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρεῖται ὁμολογητὴς ἐκεῖνος ποὺ μέσα του πιστεύει, ἀλλὰ ἐξωτερικὰ προσκυνᾶ τὰ εἴδωλα ἀπὸ δειλία, τὰ ὁποιαδήποτε εἴδωλα. Ὅταν ἄλλα ἔχει στὸ στόμα καὶ ἄλλα στὴν καρδιά. Γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου: «Εἰ καί τις παρατύχοι εἴδωλα προσκυνήσας καιρῷ ἐνστάντος διωγμοῦ, ἐὰν μόνον ἐν τῇ συνειδήσει μὴ προσκυνήσῃ, καὶ ὅ τι δἂν ὁμολογήσῃ στόματι, ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ μή».

Τί ἄλλο κάνουν σήμερα, οἱ μὴ ἀποδεχόμενοι μὲν μὲ τὴν καρδιά τους τὸ εἴδωλο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοὺς προαγωγούς του, ἀλλὰ μὲ τὰ χέρια τους καὶ μὲ τὸ στόμα τους ραίνουν μὲ ἄνθη καὶ ψάλλουν τὸ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» γιὰ τὸν λυκοποιμένα τοῦ Φαναρίου; Πόσο τραγικὸ μάλιστα εἶναι, ὅταν σ’ αὐτοὺς τοὺς Ἐπισκόπους συγκαταλέγονται καὶ πνευματικοπαίδια τῶν ἀείμνηστων Αὐγουστίνου Καντιώτη καὶ π. Ἐπιφάνιου Θεοδωρόπουλου; Ποὺ δὲν διστάζουν, ὅταν ἐρωτῶνται, νὰ ἀποκαλύψουν σὲ ὁμήγυρη ὅτι σιωποῦν «γιατὶ φοβοῦνται» τὸν ψευδεπίσκοπο Βαρθολομαῖο ποὺ γλυκοφιλιέται μὲ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα, ἀποκαλώντας τον ἀδελφὸ καὶ ἀναγνωρίζοντας ὅτι ἔχει Ἱερωσύνη;
(Μπράβο, Σεβασμιώτατοι, μᾶς θυμίζετε ὄχι τοὺς ὁμολογητὲς Ἁγίους, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε, ἀλλὰ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι «ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους. Ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται»!
Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὁμολογία γιὰ νὰ εἶναι γνήσια, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἔλεγχο τῶν ἀπιστούντων, ποὺ μάχονται κατὰ τῆς ὀρθῆς Πίστεως. «Ὁμολογεῖ δὲ αὐτὸν ὁ λέγων ὅτι θεός ἐστιν ἀληθινὸς καὶ τοῖς ἀπιστοῦσιν ἐπιτιμῶν, ἀρνεῖται δὲ πάλιν ὁ μὴ λέγων ὅτι θεός ἐστιν ἀληθινός, ἀλλὰ καὶ τοῖς ὁμολογοῦσι μαχόμενος» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, «Πρὶν συσχεθῆναι παρὰ τοῦ κόμητος καὶ ὑπὸ στρατιωτῶν φυλαχθῆναι»). Καὶ ὁ ἔλεγχος, ὡς γνωστόν, τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ κάθε αἱρετικοῦ ἢ ἀπίστου, φέρνει διωγμό.
Σήμερα, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἂς θυμηθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι προχώρησαν στὴν Ὁμολογία τους καὶ ἄντεξαν τοὺς διωγμούς (ποὺ αὐτὴ συνεπαγόταν) μὲ τὴ δύναμη του Κυρίου Ἰησοῦ. Εἶναι καιρὸς μετάνοιας γιὰ ὅλους μας. Καιρὸς νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἐγωϊσμούς μας, ποιός πρῶτος καὶ ποιός δεύτερος, ποιός ὁ ἀρχηγὸς καὶ ποιός ὁ στρατιώτης, σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα μὲ τὴν ἐσχάτη αἵρεση τῆς ἱστορίας. Ἑνότητα μὲ τὸ βλέμμα μας στὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἁγίων, ποὺ οὔτε λίγο λιβάνι δὲν ἔριχναν στὸ βωμὸ τῶν εἰδώλων. Πόσο μᾶλλον στὸ βωμὸ τοῦ Πανθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὸ «πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων...». Μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση, μόνοι μας, χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, δὲν μποροῦμε νὰ ὁμολογήσουμε:
«Οὐκ εἶπεν, Ἐμέ, ἀλλ', Ἐν ἐμοί, δεικνὺς ὅτι οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν. Περὶ δὲ τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν, Ἐν ἐμοί, ἀλλ', Ἐμέ· ἔρημος γὰρ γενόμενος τῆς δωρεᾶς, οὕτως ἀρνεῖται. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἐγκαλεῖται, φησίν, εἰ ἐγκαταλειφθεὶς ἀρνεῖται; Ὅτι τὸ ἐγκαταλειφθῆναι παρ' αὐτὸν γίνεται τὸν ἐγκαταλιμπανόμενον. Τίνος δὲ ἕνεκεν οὐκ ἀρκεῖται τῇ κατὰ διάνοιαν πίστει, ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ τοῦ στόματος ὁμολογίαν ἀπαιτεῖ;» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. ΛΔ΄).
Καὶ ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός: «Ὁ δὲ ὁμολογῶν αὐτὸν ἐν αὐτῷ ἐστιν, ἵνα μὴ φωνῇ μόνῃ τὴν ὁμολογίαν λάβῃς· οἱ γὰρ τοῖς χείλεσιν τιμῶντες, ὁμολογοῦσιν μέν, οὐκ ἐν αὐτῷ δέ εἰσιν». «Πᾶς ὃς ἂν ὁμολ̣ο̣γήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ, καὶ πᾶς ὃς ἂν ἀρνήσηται» —οὐκ «ἐν ἐμοί». Διότι: Ὁ «ὁμολογῶν τὸν Θεὸν ἐν̣ Χριστῷ τοῦτο ποιεῖ, ὁ δὲ ἀρνούμενος οὐκ ἐν Χριστῷ τοῦτο ποιεῖ».
Ἀλοίμονό μας, ἂν ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς: «Θεὸν ὁμολογοῦσι εἰδέναι, τοῖς ἔργοις ἀρνοῦνται» (Τιτ. 1, 16).