Πολιτικοεκκλησιαστικὴ διπλωματία εἰς τὴν Ρώμην εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, π. Θεόδωρου Ζήση




Τὴν ἡμέρα τῆς ἐπιδημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν Πεντηκοστὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπέλεξε ὁ πάπας Φραγκίσκος γιὰ νὰ καλέσει Χριστιανούς, Ἰουδαίους καὶ Μουσουλμάνους νὰ προσευχηθοῦν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης στὴν πολύπαθη Μέση Ἀνατολή. Δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ὑπολογίζει στὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ᾽ αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνιακὴ φιέστα γιὰ δύο λόγους.

Ἐν πρώτοις, γιατὶ ὁ Παπισμός, ὡς μεγίστη αἵρεση, στερεῖται τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἐπιδημεῖ ἐκεῖ καὶ δὲν ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια, ἀπὸ τὸτε ποὺ ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1054.Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης οἱ Λατῖνοι, ἐπειδὴ μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque ὕβρισαν καὶ ἐταπείνωσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔχασαν τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ συνέπεια ὅλα σ᾽ αὐτοὺς νὰ εἶναι μία καινοτομία καὶ πλάνη, καὶ τὸ μόνο
ποὺ ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ σκανδαλίζουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ δόγματα καὶ μὲ τὸν βίο τους, διότι «περὶ τὴν πίστιν καινοτομήσαντες καὶ περὶ τὸν βίον ἐξέκλιναν. Ἐχόμενα γὰρ ἀλλήλων εἰσί, πίστις καὶ βίος»1. Εἶναι συντριπτική, ἀλλὰ ἀληθινή, ἡ ἐκτίμηση τοῦ Κωνσταντινουπολίτη τὴν καταγωγὴ Ἁγίου καὶ ἐκφράζει τὴν σταθερὴ καὶ διαχρονικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ κλονίσει κανένας Ἀθηναγόρας, κανένας Βαρθολομαῖος, κανένα Βαλαμάντ, ποὺ ἀναγνωρίζουν ὡς Ἐκκλησία τὸν Παπισμὸ μὲ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ τελούμενα μυστήριά τους. Γράφει ὁ Ἅγιος Συμεών· «Βλασφημοῦσιν ἄρα οἱ καινοτόμοι καὶ πόρρω τοῦ Πνεύματός εἰσι, βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ οὐκ ἐν ἑαυτοῖς ὅλως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· διὸ καὶ τὰ αὐτῶν ἀχαρίτωτα ὡς τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος ἀθετούντων καὶ ὑποβιβαζόντων αὐτό...διὸ καὶ τὸ Πνεῦμα οὐκ ἐν ἑαυτοῖς τὸ Ἅγιον, καὶ οὐδὲν πνευματικὸν ἐν αὐτοῖς καὶ καινὰ πάντα καὶ ἐξηλλαγμένα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ παρὰ τὴν θείαν παράδοσιν»2. Χωρὶς ὅμως τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καμμία προσευχὴ δὲν φθάνει στὸν Θεό, δὲν ἐνεργεῖ, καὶ ἑπομένως ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς ὅλη ἡ φιέστα ἦταν κενὴ καὶ μετέωρη, «πηγὴ συντετριμμένη», τρύπιο δοχεῖο, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ πάντοτε ἀληθές «οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος».
Πολὺ περισσότερο, ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐνεργήσει σ᾽ αὐτὴν τὴν προσευχὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διότι καὶ τὰ τρία μέρη ποὺ ὀργάνωσαν τὴν τελετὴ προσβάλλουν καὶ ὑβρίζουν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος· Ἰουδαῖοι καὶ Μουσουλμάνοι μὲ τὸ νὰ μὴ ἀναγνωρίζουν τὴν θεότητα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ὑβρίζουν καὶ νὰ τὸν σταυρώνουν μέχρι σήμερα, οἱ δὲ Παπικοὶ ὑποτιμώντας καὶ ταπεινώνοντας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque καὶ τὴν βαρλααμικὴ πλάνη περὶ κτιστῆς χάριτος. Ἂν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ τὴν συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς, μὲ ἐπιβαλλόμενη ποινὴ γιὰ τοὺς κληρικοὺς τὴν καθαίρεση, κανονικὸ παράπτωμα στὸ ὁποῖο ὑποπίπτει κατ᾽ ἐξακολούθησιν ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπὶ ἔτη, τὶ νὰ εἰπεῖ κανεὶς γιὰ τὴν συγκρητιστική, ἀσεβέστατη, ἀντίθεη συμπροσευχὴ μὲ Ἰουδαίους καὶ Μουσουλμάνους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἰσχύει τὸ Παύλειο· «τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».Ἡ μόνη σωστὴ στὰση ἀπέναντι τῶν ἀπίστων καὶ ἀλλοπίστων εἶναι ἡ σύσταση τοῦ αὐτοῦ οὐρανοβάμονος Ἀποστόλου· «Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε»3.
Ὁ δεύτερος λόγος τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση γιὰ τὴν εἰρήνη στὴν Ρώμη εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἐκ μέρους καὶ τῶν τριῶν συμμετεχόντων, Παπισμοῦ, Ἰσραήλ, Παλαιστινίων (Μουσουλμάνων), πολιτικο-ἐκκλησιαστικῶν ἰσορροπιῶν καὶ πλεονεκτημάτων, ὄχι βέβαια στὸ πραγματικὸ πεδίο τῶν διπλωματικῶν διαπραγματεύσεων, ὅπου ἐκεῖ καμμία πρόοδος δὲν παρατηρεῖται μὲ τὸ ἐκτρεφόμενο ἀνυποχώρητο μῖσος μεταξὺ Ἑβραίων καὶ Παλαιστινίων καὶ τὴν παντελῆ ἀπουσία τοῦ πνεύματος τῆς χριστιανικῆς καταλλαγῆς καὶ εἰρήνης, καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ περισσότερο στὸ πεδίο τῶν ἐπικοινωνιακῶν ἐντυπώσεων, ὅπου ὑποκριτικὰ καὶ φαρισαϊκά, νὰ προσθέσουμε καὶ ἰησουϊτικά, ὅλοι θέλουν νὰ ἐμφανίζονται ὡς εἰρηνοποιοί, ἐνῶ συγχρόνως ἀκονίζουν τὰ μαχαίρια καὶ ἐνισχύουν τὴν σύγκρουση. Δὲν εἶναι ἄσχετα μὲ αὐτὲς τὶς πολιτικοεκκλησιαστικὲς διεργασίες τὰ συμβαίνοντα στὴν Οὐκρανία, ὅπου ἡ ἀνάμειξη τοῦ «εἰρηνοποιοῦ» Βατικανοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Οὐνιτῶν τῆς Οὐκρανίας ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Ρώσων εἶναι ἐμφανής, ὅπως συνέβη πρὶν ἀπὸ δύο δεκαετίες μὲ τὴν περίπτωση τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων, τοὺς ὁποίους κατακρεούργησαν ὁ Πάπας καὶ ἡ Δύση, μὲ τὴν ἀναίσχυντη ὑποστήριξη ὄχι μόνο τῶν Κροατῶν τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ τῶν Μουσουλμάνων τῆς Βοσνίας καὶ τοῦ Κοσσυφοπεδίου. Στόχος τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῆς μασονοσιωνιστικῆς Δύσεως εἶναι πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως δὲ εὔστοχα παρετήρησε ὁ ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Εὐγένιος Λαβρὸφ ἐνοχλεῖ τὴν Δύση ἡ ἀναβίωση στὴν Ρωσία τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ, καὶ δὲν θέλουν ἐπ᾽ οὐδενὶ νὰ χάσει τὴν δυναμική του ὁ σταθερὰ ἐξαπλούμενος δυτικός, ὑλιστικὸς καὶ ὀρθολογιστικός, πολιτισμός.
Κερδίζει λοιπὸν ἐπικοινωνιακὰ τὸ Βατικανὸ νὰ ἐμφανίζεται ὡς εἰρηνοποιὸς παράγων, ἐνῶ ὑπογείως ὑποθάλπει καὶ ἐνισχύει συγκρούσεις ἢ σιωπᾶ, γιὰ νὰ καλύψει τὴν ἐνοχή του; Τὶ ἐκέρδισε ὅμως ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ μὲ τοὺς δύο κορυφαίους ἐκπροσώπους της, τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη καὶ τὸν πατριάρχη Ἱεροσολύμων; Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης ἐκέρδισε, διότι ἐνώπιον πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν παραγόντων καὶ ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς Οἰκουμένης προβάλλεται ὡς ὁ πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ὁ ἡγέτης τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἐνισχύεται ἔτσι τὸ κῦρος τῆς πρωτόθρονης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέναντι ὅσων τὴν ἀμφισβητοῦν, ἰδιαίτερα ἀπέναντι τῆς ἰσχυρῆς Ὀρθόδοξης Ρωσίας, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἐνοχλεῖται βλέπουσα τὸν Ὀρθόδοξο πρωθιεράρχη νὰ συμμαχεῖ διαχρονικά, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀμερικανοενθρονισθέντος Ἀθηναγόρα, μὲ τὴν παπικὴ καὶ δυτικὴ διπλωματία, ἡ ὁποία προωθεῖ πάντοτε τὰ δυτικὰ καὶ παπικὰ συμφέροντα εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων. Τὶ ἔχει ἐπιτύχει τὸ Φανάρι μέχρι τώρα μὲ αὐτὴν τὴν φιλοαμερικανικὴ καὶ φιλοπαπικὴ ἐκκλησιαστικὴ πολιτική; Τίποτε; Διαρκῶς φθίνει καὶ ἀποδυναμώνεται, διότι στηρίζει τὶς ἐλπίδες του ὄχι στὸν Θεό, ἀλλὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς, ποὺ συμμαχοῦν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του. Ἐνδεχομένως νὰ ἐκέρδισε ἐπικοινωνιακὰ καὶ ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἰδιαίτερα ἀπέναντι τῶν Ἀράβων· ἤθελε ἴσως νὰ δείξει εἰς τὸν Ἀχμοὺτ Ἀμπάς, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀκούει ἢ καὶ νὰ ἐνισχύει ὅσους ἐπιδιώκουν τὴν ἀραβοποίηση τοῦ ἑλληνορθοδόξου πατριαρχείου μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς παρουσίας Ἀράβων κληρικῶν καὶ μοναχῶν στὴν Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότητα, διότι ἔχει τὴν στήριξη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ πάπα καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου. Ἀπέναντι πάντως αὐτῶν τῶν ἀβεβαίων καὶ ἐπισφαλῶν προσδοκιῶν τῶν δύο ὀρθοδόξων προκαθημένων ὁ πάπας καὶ ἡ Δύση ἔδειχναν πρὸς τὴν ᾽Ορθόδοξη Ρωσία, τὸ ποίμνιο τῆς ὁποίας αἱματοκυλίουν στὴν Οὐκρανία, ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία, εἶναι μαζί τους, ἐκπροσωπουμένη ἀπὸ δύο μεγάλους ἱστορικούς θρόνους μὲ ἰδιαίτερο ἐκκλησιαστικὸ βάρος, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀπέναντι πάντως τῶν ἐλαχίστων, σχεδὸν μηδαμινῶν κερδῶν τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας στὴ Ρώμη, ποὺ δὲν ἔχουν καμμία πνευματικὴ ἀφετηρία καὶ θεμελίωση, οἱ ζημιὲς καὶ οἱ ἀπώλειες εἶναι μέγιστες καὶ καταστροφικές.
Ὁ Ἰησουίτης πάπας, πιστὸς στὸ τάγμα του, ποὺ δημιούργησε τὴν Οὐνία, τὴν προωθεῖ ἄριστα. Δὲν ἔφτανε ἡ προκλητικὴ παρουσία Οὐνιτῶν κατὰ τὴν ἐνθρόνισή του καὶ κατὰ τὴν πρόσφατη συνάντησή του μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὰ Ἱεροσόλυμα, μᾶς ἐκλαμβάνει τώρα ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Οὐνίτες, ἀφοῦ τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν οἱ δύο πατριάρχες μας στὴν Ρώμη. Ἡ εἰκόνα ποὺ μεταδόθηκε διαδικτυακὰ καὶ τηλεοπτικὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο εἶναι εἰκόνα οὐνιτικῆς ἐνσωμάτωσης, μὲ κυρίαρχο μοτίβο τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ πάπα. Ἂν κανεὶς τοῦ ἀναγνωρίσει αὐτὰ τὰ δύο, τὰ ὑπόλοιπα, ἀκόμη καὶ οἱ δογματικὲς διαφορές, ὑποχωροῦν. Καὶ οἱ πατριάρχες μας τοῦ τὰ ἀνεγνώρισαν στὰ ὄμματα ὅλης τῆς Οἰκουμένης. Αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, συζητοῦσε μὲ τοὺς δύο ἀρχηγοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Παλαιστινίων. Οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι, καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴχαμε στὴν συνάντηση αὐτὴ ὡς πρῶτο τὸν πάπα, ὁ ὁποῖος καθόταν μαζὶ μὲ τοὺς δύο πολιτικοὺς ἡγέτες ἐπὶ ξεχωριστοῦ καὶ ὑπερυψωμένου βάθρου, ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος παραπέρα σὲ χαμηλότερο καὶ μικρότερο βάθρο, μὲ μία μικρὴ ἀντιπροσωπεία, καὶ πιὸ πέρα ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Θεόφιλος ὁλομόναχος, ἐνσωματωμένος στὴν ὁμάδα τῶν καρδιναλίων.
Πόσο ταπεινωτικὸ γιὰ τοὺς δύο πατριάρχες, καὶ δι᾽ αὐτῶν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι τὸ σκηνικὸ αὐτὸ ποὺ ἔστησαν οἱ διπλωμάτες τοῦ Βατικανοῦ φαίνεται, ἂν σκεφθεῖ κανεὶς τὸν θεσμὸ τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν στὴν πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα περίοδο, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ πέντε πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, ὁμότιμοι καὶ ὁμόθρονοι, μὲ πλήρη ἰσότητα καὶ ἀξία, ἀποτελοῦσαν τό «πεντακόρυφον κράτος» τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δὲ πάπας μόνον τιμητικὰ ἀναγνωριζόταν ὡς «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), πρᾶγμα ποὺ τώρα ἰσχύει γιὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τὴν ἀπόσχιση τοῦ Παπισμοῦ.
Στὴν Ρώμη οἱ δύο κορυφὲς τῆς Ἐκκλησίας κουρεύτηκαν πολύ, γιὰ νὰ προβάλλεται μόνον ὡς κορυφὴ μοναδικὴ ὁ πάπας. Τὸ παπικὸ δὲ αὐτὸ πρωτεῖο μεταφέρθηκε εἰκονικὰ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πλευρά, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ στὸ πολύκροτο καὶ ἀπαράδεκτο κείμενο τῆς Ραβέννας, ὅπου γιὰ νὰ δεχθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἕνα παγκόσμιο πρωτεῖο τοῦ πάπα μᾶς χαρίζουν οἱ παπικοὶ ἕνα πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν διαφαινόμενη ἀμφισβήτηση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὶς διενέξεις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅ,τι ἰσχύει εἰκονικὰ γιὰ τὸ βάθρο τοῦ πάπα, σὲ σχέση μὲ τὸ βάθρο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ἰσχύει σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ γιὰ τὸ ὑποβαθμισμένο βάθρο τοῦ Κωνσταντινουπόλεως σὲ σχέση μὲ τὸ ἀνύπαρκτο βάθρο τοῦ Ἱεροσολύμων. Ἡ ἰσότητα καὶ ἡ ὁμοτιμία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἀπαιτοῦσε καὶ οἱ τρεῖς πατριάρχες, πάπας, οἰκουμενικὸς καὶ Ἱεροσολύμων νὰ κάθονται μαζί, καὶ ἂν αὐτὸ διπλωματικὰ ἦταν ἀκατόρθωτο, ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμμετοχή. Αὐτὸ δὲ ποὺ μποροῦσε ὁ οἰκουμενικὸς νὰ διεκδικήσει, χωρὶς νὰ θίγει τὸν πάπα, σὲ περίπτωση ποὺ ἔκρινε ὅτι ἦταν ἐπιβεβλημένη ἡ συμμετοχή, ἦταν νὰ ζητήσει νὰ εἶναι στὸ ἴδιο βάθρο μὲ τὸν Ἱεροσολύμων, γιὰ νὰ δώσει ἕνα καλὸ μάθημα σεβασμοῦ τῶν ἴσων πατριαρχικῶν θρόνων στὸν μεγάλαυχο καὶ ἀδιόρθωτο ποντίφηκα, ὁ ὁποῖος ἐπικοινωνιακὰ ἔκανε κάποιες κινήσεις εὐγενείας πρὸς τὸν Βαρθολομαῖο, σὰν νὰ τοῦ ἔκανε κάποια χάρη ἀπὸ ταπείνωση, ἐνῶ αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν παράδοση γιὰ τὴν ἰσότητα τῶν θρόνων, τὴν ὁποία οὐδέποτε δέχθηκε, οὔτε πρόκειται νὰ δεχθεῖ ὁ μονάρχης τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας».
Ἂς ρωτήσει ὁ οἰκουμενικὸς πόσο σέβεται ὁ πάπας τοὺς Οὐνίτες πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἂς σκεφθεῖ καλύτερα τὴν οὐνιτικὴ συμπεριφορά του καὶ τὴν ταπείνωση τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς χάριν ἐλαχίστων ὠφελημάτων ἐξουσίας καὶ πρωτοκαθεδρίας. Ὁ ἐκ τῶν Οὐνιτῶν πατριάρχης Ἀντιοχείας Μάξιμος Δ´, διαμαρτυρόμενος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β’ Βατικανικῆς Συνόδου γιὰ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς πατριαρχικῆς ἀξίας καὶ τὴν ὑποτίμηση τῶν πατριαρχῶν στὰ κείμενα τῆς συνόδου εἶπε: «Δὲν ἁρμόζει νὰ καλύπτωμεν τοὺς ἀνατολικοὺς πατριάρχας διὰ τιμῶν καὶ πρωτοκαθεδριῶν, ἵνα μετὰ ταῦτα μεταχειριζώμεθα αὐτοὺς ὡς ὑποτακτικούς, τῶν ὁποίων ἡ αὐθεντία ἐξαρτᾶται καθ᾽ ὅλας τὰς λεπτομερείας αὐτῆς ἐξ ἀπείρων ἀναγκαστικῶν προσφυγῶν εἰς τὰς συνόδους τῆς ρωμαϊκῆς κουρίας διὰ μηδαμινὰ πράγματα»4.
Ἂς ξαναδιαβάσει καὶ τὸν Σίλβεστρο Συρόπουλο, γιὰ νὰ ζήσει τὴν ἀγανάκτηση τῶν Ὀρθοδόξων στὴν σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ὅπου ἡ ταπείνωσή τους ἄρχισε μὲ τὸ νὰ τοποθετοῦν τὸν θρόνο τοῦ πάπα σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Η´ Παλαιολόγου, καὶ πολὺ χαμηλότερα τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ. Καὶ μόνο λόγῳ τῆς ἀνάγκης πείσθηκαν τότε οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ δεχθοῦν τὸνὑποβιβασμὸ καὶ τὴν ταπείνωση, πλήρεις ὅμως ἀγανακτήσεως. Γράφει ὁ Συρόπουλος: «Ἐπείσθη τοίνυν ἐξ ἀνάγκης εἰς ταῦτα ὁ βασιλεύς· ὁ δὲ πατριάρχης καὶ ἔτι δυσχεραίνων ἦν καὶ μὴ ἀνεχόμενος τὸν τοσοῦτον ὑποβιβασμὸν τῆς καθέδρας...Ἀγανακτήσας ὁ βασιλεὺς ἔφη ὅτι· Νῦν ἔγνων ἀληθῶς ὡς ἡ ζήτησις τοῦ θρόνου καὶ τῆς καθέδρας οὐχὶδιὰ τὴν συνοδικὴν τάξιν, ἀλλὰ δι᾽ ὑπερηφανείαν μᾶλλον καὶ φαντασίαν ἐζητεῖτο κοσμικήν, πόρρω τῆς πνευματικῆςἡμῶν καταστάσεως»5.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο «συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» ἐπὶ συνοδικῆς βάσεως, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν Ρώμη, ἡ ὁποία διαχρονικὰ τὸ ὑποτιμᾶ καὶ τὸ ὑποβιβάζει. Ἦταν μία ἐκδήλωση χωρὶς τὴν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μὲ κίνητρα κοσμικὰ καὶ ἐξουσιαστικά. Μία ἐκδήλωση κατὰ τὴν ὁποία δύο ὀρθόδοξοι πατριάρχες, καὶ μάλιστα πρεσβυγενῶν καὶ μεγάλης ἀξίας πατριαρχικῶν θρόνων, ἄφησαν τὸν εὐλογημένο χῶρο τῶν τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν τὴν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς καὶ κατέφυγαν ὄχι ἁπλῶς ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει Πνεῦμα Ἅγιον, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ βλασφημεῖται καὶ ὑποτιμᾶται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque καὶ τὴν διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος, αἱρέσεις ποὺ ἐπέσυραν καὶ ἐπισύρουν τὸν ἀναθεματισμὸ ὅσων τὶς υἱοθετοῦν. Ἡ συνελθοῦσα τὸ 879-80 Σύνοδος ἐπὶ Μ.Φωτίου, ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς Η´ Οἰκουμενική, στὴν ὁποία συμμετεῖχε καὶ ἡ ὀρθοδοξοῦσα τότε Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, λέγει καὶ τὰ ἑξῆς στὶς ἀποφάσεις της σχετικῶς μὲ τὴν αἵρεση τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ: «Πάντες οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω πιστεύομεν, ἐν ταύτῃ τῇ ὁμολογίᾳ ἐβαπτίσθημέν τε καὶ τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἠξιώμεθα· τοὺς ἑτέρως παρὰ τοῦτο φρονοῦντας ἢ ἕτερον ὅρον ἀντὶ τούτου προβαλέσθαι τολμῶντας τῷ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν»6. Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Φώτιος σὲ σχετικὴ ἐπιστολή του γράφει: «Ἡ κατὰ τοῦ Πνεύματος, μᾶλλον δὲ καθ᾽ ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπερβολὴν οὐ λείπουσα, βλασφημία, κἂν μηδὲν ἕτερον εἴη τῶν προειρημένων τετολμημένον, ἐξαρκεῖ, καὶ μόνον, μυρίοις αὐτοὺς ὑπαγαγεῖν ἀναθέμασιν»7. Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, γιὰ νὰ τονίσει τὸ βάρος τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque, λέγει, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Λατίνους, τοὺς Παπικοὺς δηλαδή, ὅτι, ἐπειδὴ πίσω ἀπὸ τὴν αἵρεση αὐτὴ βρίσκεται ὁ Σατανᾶς, τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε τὶς μεθοδεύσεις, δὲν θὰ σᾶς δεχθοῦμε ποτὲ σὲ κοινωνία, μέχρις ὅτου ἐξακολουθεῖτε νὰ ἰσχυρίζεσθε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ: «Ἀλλ᾽ ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων αὐτοῦ τὰ νοήματα μὴ ἀγνοεῖν, ἀφανῆ τὴν ἀρχὴν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα, οὐδέποτ᾽ ἂν ὑμᾶς κοινωνοὺς δεξαίμεθα, μέχρις ἂν καὶ ἐκ τοῦΥἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε»8. Οἱ δύο πατριάρχες καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν στὴν κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ πάπα εἶναι ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Σημειώσεις:
1. Διάλογος 21, PG 155, 108 BC.
2. Ἐπιστολὴ περὶ τῶν Μακαρισμῶν 5, εἰς D. Balfour, Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Ἔργα Θεολογικά, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 226.
3. Β´ Κορ. 6, 14-18.
4. «Καθολική» 36 (1964), φύλ. 1412, σελ. 4. Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση (στὸ Freising καὶ στὸ Balamand), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 63-64).
5. V. LAURENT, Le «Memoires» du Grand Ecclesiarque de l' Eglise de Constantinople Solvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), Paris 1971, σελ. 244.
6. Mansi 17A καὶ 18Α, 517Α.
7. Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους 33, PG 102, 736 B.
8. Λόγος πρῶτος ὅτι οὐχὶ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλ᾽ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, εἰς ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Συγγράμματα, ἔκδ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Θεσσαλονίκη 1962, τόμ. Α/, σελ. 26.

Ορθόδοξος Τύπος, 13/06/2014