Το 1982, παραμονές Χριστουγέννων, χτύπησε το τηλέφωνο· ήταν ο Μιxάλης ο Μάλης, από τη Βιέννη.
«Γεια σου, φίλε!» είπε.
«Χτες βράδυ, ήταν εδώ ο Γέροντας και τα λέγαμε. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να πας στο Όρος και να του δώσεις κάτι εξετάσεις μου να τις δει. Θα σου τις στείλω εξπρές».
Εγώ έμεινα με το στόμα ανοικτό.
«Μιχάλη, τι είναι αυτά που μου λες; Ο Γέροντας είναι στη Βιέννη»;
«Όχι είναι στο Όρος».
«Και πώς τα λέγατε, αφού είναι στο Όρος»;
«Θα καταλάβεις αργότερα, αδερφέ μου», μου είπε.
«Τέλος πάντων», του είπα, «αν κι έχει κακοκαιρία, για την αγάπη και των δυο σας, θα πάω»!
Την παραμονή των Χριστουγέννων έλαβα το φάκελο· το βράδυ της επομένης, πήρα το αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα μόνος για Ουρανούπολη. Την άλλη μέρα, έφτασα κάποια στιγμή στο Γέροντα, στάζοντας ολόκληρος. Είxαν ανοίξει, στο μεταξύ, οι ουρανοί, κι εγώ ήμουν χωρίς ομπρέλα, καθώς έφυγα βιαστικά από το Κουτλουμούσι, για να το προλάβω ανοιχτό στο γυρισμό.
Όταν με είδε ο Γέροντας έτσι, μου είπε:
«Βρε, παλαβέ! Καλά, αυτός (ο Μάλης) είναι παλαβός· εσύ, ήταν ανάγκη να τον ακούσεις και να έρθεις με τέτοιον καιρό; Πριν λίγες μέρες του είπα ό,τι ήθελε. Γιατί σε έστειλε να μου φέρεις τις εξετάσεις»;
Σημειωτέον ότι ο Γέροντας δεν είxε τηλέφωνο, και δε θα μπορούσε να έχει επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το Μιχάλη. Παρόλα αυτά, μου είπε ό,τι μου είχε πει κι ο Μάλης, κι επίσης γνώριζε το λόγο της επίσκεψής μου!
Με έβαλε κοντά στη σόμπα, άνοιξε το φάκελο και απαντούσε παράλληλα στις ερωτήσεις μου. Όταν βεβαιώθηκα για την παρουσία του στη Βιέννη, άρχισα να νιώθω παράξενα, συνειδητοποιώντας ότι βρισκόμουν μπροστά σε κάποιον που είxε υπερβεί τους φυσικούς νόμους, σε ένα ζωντανό άγιο! Έβαλα τα κλάματα. Εκείνος συγκινήθηκε και μου χάρισε τέσσερα ψήγματα Τιμίου Ξύλου, που, όπως είπε, ήταν από το Γέροντά του, π. Τύχωνα [Ρώσος ιερομόναχος (1884-1968)].
Φεύγοντας, με κατέβασε μέχρι την κάτω εξώπορτα και μου είπε:
«Ό,τι ώρα με χρειαστείς, να μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις»!
Εγώ, ο ανεκδιήγητος, και πάλι δεν κατάλαβα, και του είπα:
«Πώς, Γέροντα, αφού δεν έχεις τηλέφωνο»; Μου έδωσε ένα μικρό χτύπημα στο κεφάλι, και τότε κατάλαβα! Του έβαλα μετάνοια κι έφυγα.
Μαρτυρία του γιατρού-θεολόγου, Λουκά Ι. Λουκά, από το βιβλίο “Μαρτυρίες Προσκυνητών – Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994”, τόμος Α’, των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.
«Γεια σου, φίλε!» είπε.
«Χτες βράδυ, ήταν εδώ ο Γέροντας και τα λέγαμε. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να πας στο Όρος και να του δώσεις κάτι εξετάσεις μου να τις δει. Θα σου τις στείλω εξπρές».
Εγώ έμεινα με το στόμα ανοικτό.
«Μιχάλη, τι είναι αυτά που μου λες; Ο Γέροντας είναι στη Βιέννη»;
«Όχι είναι στο Όρος».
«Και πώς τα λέγατε, αφού είναι στο Όρος»;
«Θα καταλάβεις αργότερα, αδερφέ μου», μου είπε.
«Τέλος πάντων», του είπα, «αν κι έχει κακοκαιρία, για την αγάπη και των δυο σας, θα πάω»!
Την παραμονή των Χριστουγέννων έλαβα το φάκελο· το βράδυ της επομένης, πήρα το αυτοκίνητό μου και ξεκίνησα μόνος για Ουρανούπολη. Την άλλη μέρα, έφτασα κάποια στιγμή στο Γέροντα, στάζοντας ολόκληρος. Είxαν ανοίξει, στο μεταξύ, οι ουρανοί, κι εγώ ήμουν χωρίς ομπρέλα, καθώς έφυγα βιαστικά από το Κουτλουμούσι, για να το προλάβω ανοιχτό στο γυρισμό.
Όταν με είδε ο Γέροντας έτσι, μου είπε:
«Βρε, παλαβέ! Καλά, αυτός (ο Μάλης) είναι παλαβός· εσύ, ήταν ανάγκη να τον ακούσεις και να έρθεις με τέτοιον καιρό; Πριν λίγες μέρες του είπα ό,τι ήθελε. Γιατί σε έστειλε να μου φέρεις τις εξετάσεις»;
Σημειωτέον ότι ο Γέροντας δεν είxε τηλέφωνο, και δε θα μπορούσε να έχει επικοινωνήσει τηλεφωνικά με το Μιχάλη. Παρόλα αυτά, μου είπε ό,τι μου είχε πει κι ο Μάλης, κι επίσης γνώριζε το λόγο της επίσκεψής μου!
Με έβαλε κοντά στη σόμπα, άνοιξε το φάκελο και απαντούσε παράλληλα στις ερωτήσεις μου. Όταν βεβαιώθηκα για την παρουσία του στη Βιέννη, άρχισα να νιώθω παράξενα, συνειδητοποιώντας ότι βρισκόμουν μπροστά σε κάποιον που είxε υπερβεί τους φυσικούς νόμους, σε ένα ζωντανό άγιο! Έβαλα τα κλάματα. Εκείνος συγκινήθηκε και μου χάρισε τέσσερα ψήγματα Τιμίου Ξύλου, που, όπως είπε, ήταν από το Γέροντά του, π. Τύχωνα [Ρώσος ιερομόναχος (1884-1968)].
Φεύγοντας, με κατέβασε μέχρι την κάτω εξώπορτα και μου είπε:
«Ό,τι ώρα με χρειαστείς, να μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις»!
Εγώ, ο ανεκδιήγητος, και πάλι δεν κατάλαβα, και του είπα:
«Πώς, Γέροντα, αφού δεν έχεις τηλέφωνο»; Μου έδωσε ένα μικρό χτύπημα στο κεφάλι, και τότε κατάλαβα! Του έβαλα μετάνοια κι έφυγα.
Μαρτυρία του γιατρού-θεολόγου, Λουκά Ι. Λουκά, από το βιβλίο “Μαρτυρίες Προσκυνητών – Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994”, τόμος Α’, των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.
Πηγή.