από το ιστολόγιο "Τρελογιάννης"
Απόσπασμα από τη μελέτη Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας
Ο άγιος Κυπριανός ο πρώην Μάγος
Ο άγιος Κυπριανός ο «από μάγων» (δηλ. πρώην μάγος) ήταν μέχρι πρότινος ένας από τους λαοφιλέστερους αγίους, όχι μόνο για την ιστορία της μεταστροφής του στο χριστιανισμό (μια ιστορία εξαιρετικά περιπετειώδη και συναρπαστική, που περιέχει και ρομαντικό στοιχείο, αλλά και την ανάδειξη μιας απλής κοπέλας σε ηρωίδα πανίσχυρη εν Χριστώ εναντίον των μαγικών τεχνών που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της), αλλά και για τις ευχές εξορκισμού που αποδίδονται σ’ αυτόν («ευχές» = προσευχές, εν προκειμένω τελετουργικές), οι οποίες κυκλοφορούσαν, μαζί με τη βιογραφία του, σε λαϊκές φυλλάδες ευρέως διαδεδομένες.
Ποια όμως είναι η σχέση του με τον άγιο Κυπριανό της Καρχηδόνας; Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να διαφοροποιείται, αφενός επειδή η δράση του τοποθετείται στην Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου και φέρεται να έγινε στη συνέχεια επίσκοπος και να μαρτύρησε, και αφετέρου επειδή στα διαδεδομένα συναξάρια του δεν αναφέρεται ως Πατέρας της Εκκλησίας. Κατά πολλούς, αντίθετα, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, το οποίο έδρασε μεν ως μάγος στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στη συνέχεια όμως επέστρεψε στην Καρχηδόνα και ακολούθησε τη γνωστή από την Ιστορία πορεία του.
Αν δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε παρατηρούμε στο εορτολόγιο της Εκκλησίας ένα κενό, γιατί ιδιαίτερη ημέρα μνήμης του αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος δεν αναφέρεται.
Το πρόβλημα αυτό συνοδεύεται από το ερώτημα: υπήρξε στ’ αλήθεια ο άγιος Κυπριανός ο από μάγων ή αποτελεί χαρακτήρα της λαϊκής φαντασίας;
Απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα μας παρέχει τον 4ο αι. μ.Χ. ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με την ομιλία του Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Κυπριανόν, εξ αγρού μετά μίαν της μνείας ημέραν επανήκοντος, η οποία δημοσιεύεται εδώ. Εκεί αναφέρει διεξοδικά ότι ο άγιος ιερομάρτυρας Κυπριανός Καρχηδόνος και ο άγιος Κυπριανός ο από μάγων ταυτίζονται: «Τις ουν η κακία, και σκοπείτε, όση και ηλίκη το μέγεθος· Δαιμόνων ην θεραπευτής» (=υπηρέτης) «ο Χριστού μαθητής ύστερον· και διώκτης πικρότατος, ο μέγας της αληθείας αγωνιστής» (παρ. 8).
Και προσθέτει την περιπέτεια της μεταστροφής του, σχεδόν όπως την ξέρουμε: ότι επιθύμησε ερωτικά κάποια ευσεβή και σεμνή κοπέλα, μεταχειρίστηκε τις μαγικές του τέχνες για να τη γοητεύσει μέσω των δαιμόνων, εκείνη όμως με τον ηθικό και ασκητικό της αγώνα και την καταφυγή της στο Χριστό και την Παναγία κατανίκησε τους δαίμονες. Εκείνοι, ηττημένοι και στη συνέχεια προσβεβλημένοι από το μάγο, εισήλθαν μέσα του και εκείνος, απελπισμένος, κατέφυγε «επί τον της παρθένου Θεόν». Θεραπεύτηκε, έκαψε τα μαγικά του βιβλία και μεταστράφηκε στο χριστιανισμό, για να εξελιχθεί σε ποιμένα και διδάσκαλο της Εκκλησίας μέγιστης εμβέλειας:
«Παρθένος τις ην των ευπατρίδων, και κοσμίων. (…) Ταύτης ο μέγας ήλω Κυπριανός, ουκ οίδ’ όθεν και όπως, της πάντα ασφαλούς και κοσμίας.
(…) Πλην ο μεν επείρα, και προαγωγώ χρήται, ου γυναίω τινί παλαιώ των προς ταύτα επιτηδείων, αλλά δαιμόνων τινί των φιλοσωμάτων και φιληδόνων· επειδή ταχείαι προς την των τοιούτων υπηρεσίαν αι αποστατικαί δυνάμεις και φθονεραί, πολλούς κοινωνούς ζητούσαι του πτώματος. (…) Η δε ως ήσθετο του κακού, και την επιβουλήν έγνω (…) επί τον Θεόν καταφεύγει, και προστάτην ποιείται κατά του μισητού πόθου τον εαυτής νυμφίον … Χριστόν, ος και πνεύμασιν επιτιμά, και κουφίζει βαπτιζομένους, και πεζεύει πέλαγος, και λεγεώνα πνευμάτων τω βυθώ δίδωσι …Ταύτα και πλείω τούτων επιφημίζουσα, και την Παρθένον Μαρίαν ικετεύουσα βοηθήσαι παρθένω κινδυνευούση, το της νηστείας και χαμευνίας προβάλλεται φάρμακον (…).
Νικά η παρθένος, νικάται ο δαίμων. Ο πειραστής πρόσεισι τω εραστή, καταμηνύει την ήτταν· περιφρονείται. Δυσχεραίνει της υπεροψίας· αμύνεται τον υπερόπτην. Η άμυνα δε τις; Εις αυτόν εισοικίζεται· τον τέως θεραπευτήν, ίνα κακώ το κακόν εκκρουσθή, και λύσσα λύσσης ίαμα γένηται (…).
Τι ουν ο άφρων εραστής και σώφρων επίληπτος; Ζητεί του κακού την λύσιν, ευρίσκει· ευμήχανον γαρ άπαν το πιεζόμενον. Τις η λύσις; Επί τον της παρθένου καταφεύγει Θεόν (…)· καθαίρεται, ώσπερ τού πόθου δια της πληγής, ούτω του πονηρού πνεύματος δια της εις Χριστόν πίστεως· (…) μετατίθεται τον πόθον· επί πολύ μεν απιστούμενος και αποπεμπόμενος· και γαρ εδόκει το πράγμα των απίστων είναι και θαυμασίων, Κυπριανόν εν Χριστιανοίς αριθμηθήναί ποτε, ει και πάντες άνθρωποι· μετατίθεται δ’ ουν, και απόδειξις της μεταβολής εναργής· Προτίθησι δημοσία τας γοητικάς βίβλους· θριαμβεύει του πονηρού θησαυρού την ασθένειαν· κηρύσσει την άνοιαν, λαμπράν εξ αυτών αίρει την φλόγα, πυρί δαπανά την μακράν απάτην, ή μια φλογί σαρκός ουκ επήμυνεν· αφίσταται των δαιμόνων, οικειούται Θεώ. (…)
Είτα ποιμήν, και ποιμένων ο κράτιστός τε και δοκιμώτατος. Ου γαρ της Καρχηδονίων προκαθέζεται μόνον Εκκλησίας, ουδέ της εξ εκείνου και δι’ εκείνον περιβοήτου μέχρι νυν Αφρικής, αλλά και πάσης της εσπερίου, σχεδόν δε και της εώας αυτής, νοτίου τε και βορείου λήξεως, εφ’ όσα εκείνος ήλθε τω θαύματι. Ούτω Κυπριανός ημέτερος γίνεται…».
Η διήγηση αυτή διαφέρει από τη διαδεδομένη στους συναξαριστές βιογραφία του αγίου Κυπριανού στο ότι ο μάγος εμφανίζεται να επιθυμεί ο ίδιος ερωτικά την παρθένο και όχι να ενεργεί για λογαριασμό άλλου (όπως γράφει το συναξάρι), ενώ δεν αναφέρει το όνομά της (Ιουστίνα), ούτε την πληροφορία ότι τελικά θανατώθηκαν μαζί – γι’ αυτό και συνεορτάζονται στις 2 Οκτωβρίου, μνήμη των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Όμως οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι φανερό ότι δεν επηρεάζουν την ουσία· πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
Η ομιλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εκφωνήθηκε το Φθινόπωρο του 379 μ.Χ. (Στ. Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 521), προφανώς στην εορτή του αγίου Κυπριανού, 2 Οκτωβρίου. Εκφωνήθηκε δηλαδή περίπου εκατόν είκοσι χρόνια μετά το μαρτύριο του αγίου Κυπριανού († 258). Τα χρόνια αυτά δεν είναι λίγα, όμως εξακολουθεί να αποτελεί μια πολύ πρώιμη πηγή.
Ωστόσο, η αποδεικτική της βαρύτητα ενισχύεται καθοριστικά από την προσωπικότητα του συντάκτη, που δεν είναι ένας ανώνυμος συλλογέας αμφίβολης εγκυρότητας π.χ., αλλά ένας άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος και ευφυής και συγχρόνως υπερβολικά έντιμος και ευσυνείδητος, καθώς και από την προσωπικότητα στην οποία αναφέρεται: ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος δεν ήταν κάποιος άσημος, αλλά ένας από τους σημαντικότερους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων και ο άγιος Γρηγόριος σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε αστήρικτες ανοησίες γι’ αυτόν. Όπως είδαμε στα τελευταία λόγια του ανωτέρω παραθέματος, ο άγιος Κυπριανός εθεωρείτο διδάσκαλος όχι μόνο της Καρχηδόνας, αλλά ολόκληρης της δυτικής χριστιανοσύνης και ως ένα βαθμό όλης της οικουμένης, η δε Αφρική ήταν «περιβόητη» εξ αιτίας του:
«Ου γαρ της Καρχηδονίων προκαθέζεται μόνον Εκκλησίας, ουδέ της εξ εκείνου και δι’ εκείνον περιβοήτου μέχρι νυν Αφρικής, αλλά και πάσης της εσπερίου, σχεδόν δε και της εώας αυτής, νοτίου τε και βορείου λήξεως, εφ’ όσα εκείνος ήλθε τω θαύματι». Ήταν «το μέγα ποτέ Καρχηδονίων όνομα, νυν δε της οικουμένης απάσης, (…) το της νεότητος άνθος, το της φύσεως άγαλμα, το των λόγων κράτος», που υπερτερούσε όλων στην παιδεία και την πολυμάθεια: «των τε κατά φιλοσοφίαν, και όσοι της άλλης παιδεύσεως, και τούτων ό βούλει μέρος· ως μάλλον μεν το ποικίλον ή το άκρον εν εκάστω θαυμάζεσθαι, μάλλον δε το ευδόκιμον εν εκάστω τής περί πάντα πολυμαθίας· ή, ίνα διέλω σαφέστερον, τών μεν τω ποικίλω, τών δε τω άκρω, έστι δε ων αμφοτέροις, πάσι δε πάντων εκράτει» (παρ. 6).
Εκτός τούτων, η περιπέτεια της μεταστροφής του δεν ήταν άγνωστη στην Εκκλησία. Ο άγιος Γρηγόριος εισάγει τη διήγησή του λέγοντας: «ίνα οι μεν ειδότες, ηδίους γένησθε τη υπομνήσει, οι δε αγνοούντες, μάθητε το κάλλιστον τών ημετέρων διηγημάτων, και την κοινήν Χριστιανών φιλοτιμίαν».
Το συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι τον 4ο αι. μ.Χ. ήταν ήδη γνωστή η περίπτωση του αγίου Κυπριανού του από μάγων, ο οποίος ταυτιζόταν με τον άγιο Κυπριανό Καρχηδόνος, συνεπώς η ιστορική τεκμηρίωση της ύπαρξής του πρέπει να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητη.
*****
Ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης και ο διωγμός του Δεκίου
Με το διωγμό των χριστιανών από τον αυτοκράτορα Δέκιο εγκαινιάζεται η λεγόμενη «δεύτερη φάση των διωγμών», κατά την οποία έχουμε γενικούς και συστηματικούς διωγμούς, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και όχι τοπικούς και ευκαιριακούς, όπως θεωρούνται οι προηγούμενοι διωγμοί.
Μια άμεση πηγή πληροφοριών για το διωγμό του Δέκιου συνιστούν τα κείμενα του αγίου Κυπριανού Καρθαγένης (Καρχηδόνας), τα οποία γράφτηκαν κατά τη διάρκειά του ή αμέσως μετά τη λήξη του. Ο άγιος Κυπριανός κρύφτηκε κατά τον διωγμό αυτό, όχι από δειλία, αλλά για να μην αφήσει το ποίμνιό του ακέφαλο, και στη συνέχεια μαρτύρησε το 258 μ.Χ. κατά το διωγμό του Βαλεριανού.
Από το διωγμό του Δέκιου και τους επόμενους, κυρίως του Διοκλητιανού και του Γαλέριου, αλλά και του Λικίνιου, προέρχονται πάρα πολλοί επώνυμοι μάρτυρες, από εκείνους που τιμούμε τη μνήμη τους κατά τη διάρκεια του έτους. Λεπτομέρειες γι’ αυτό το διωγμό – ο οποίος άρχισε το 249 ή 250 μ.Χ. και έληξε το 251 με το θάνατο του αυτοκράτορα σε μάχη κατά των Γότθων, (όμως αυτό το διάστημα ήταν αρκετό για λουτρό αίματος) – βλ. στο βιβλίο του Α. Γλαβίνα, στο οικείο κεφάλαιο: Ο Δέκιος.
Εδώ παραθέτουμε δύο αποσπάσματα:
«Οι εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν για το Δέκιο στους συγχρόνους του και τους μεταγενεστέρους του Χριστιανούς αντικατοπτρίζονται στα λεγόμενα τριών Χριστιανών λογίων, του Επισκόπου Καρχηδόνος Κυπριανού († 258), του διδασκάλου Λακταντίου και του εκκλησιαστικού Ιστορικού Επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου (†339). Ο Κυπριανός αναφέρει ότι ο Δέκιος τόσο πολύ μισούσε τους Χριστιανούς και ιδιαίτερα τους κληρικούς της Εκκλησίας, ώστε με περισσότερη ησυχία θα έβλεπε στη Ρώμη ανταπαιτητή του αυτοκρατορικού θρόνου ή Χριστιανό επίσκοπο σ’ αυτή (Κυπριανού, Επιστολή 49)».
«Σύμφωνα με το αυτοκρατορικό διάταγμα ορίστηκε ημέρα κατά την οποία όλοι οι Χριστιανοί σ' όλη την επικράτεια όφειλαν να εμφανιστούν στις αρμόδιες αρχές και να δηλώσουν αν μένουν πιστοί στο Χριστιανισμό ή επιθυμούν να επανέλθουν στη ρωμαϊκή θρησκεία. Η διαταγή αυτή δεν εξαιρούσε φυσικά ούτε τα ανήλικα ούτε τους δούλους.
Ιδιαίτεροι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι φρουμεντάριοι, έτρεχαν σε αναζήτηση των Χριστιανών όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, τη Ρώμη, την Καρχηδόνα, την Αλεξάνδρεια, την Έφεσο και άλλες, αλλά και στα χωριά. Καθένας Χριστιανός καλούνταν ονομαστικά στην επιτροπή και υποχρεωνόταν να προσφέρει θυσία ή να κάψει θυμίαμα, να λοιδορήσει το Χριστό και να ομολογήσει εγγράφως ότι είναι ειδωλολάτρης.
Υπήρξαν Χριστιανοί, οι οποίοι, πριν να φτάσει η προθεσμία παρουσίασής τους στην αρμόδια αρχή, έφευγαν· αυτών οι περιουσίες δημεύονταν και απαγορευόταν σ' αυτούς με θάνατο να επιστρέψουν στον τόπο τους. Όσοι πάλι Χριστιανοί προσέρχονταν με τη θέλησή τους, κατά τον καθορισμένο χρόνο, στις επιτροπές, που αποτελούνταν από τις τοπικές ρωμαϊκές αρχές, ενισχυμένες από πέντε πρόκριτους πολίτες (Κυπριανού, Επιστολή 43,3), και δε δέχονταν να αρνηθούν την πίστη τους, βασανίζονταν και ρίχνονταν στις φυλακές.
Σπανίως, κατά το διωγμό του Δεκίου, οι ομολογητές της πίστης τους Χριστιανοί καταδικάζονταν σε θάνατο. Συνήθως υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία πολλοί πέθαιναν στα δεσμωτήρια. Ο διωγμός του Δεκίου δε σκόπευε να μειώσει τον αριθμό των Χριστιανών με την καταδίκη τους σε θάνατο. Ο Δέκιος ήθελε την επιστροφή των Χριστιανών στην ειδωλολατρεία και γι’ αυτό σπάνια στην αρχή έχουμε καταδίκες σε θάνατο.
Για τις τοπικές ρωμαϊκές αρχές αποτελούσε εγγύηση και απόδειξη της νομιμοφροσύνης προς τον αυτοκράτορα και της πίστης προς τους ρωμαϊκούς θεούς η έγγραφη ομολογία που έδινε καθένας ότι θυσίασε στους θεούς και τον αυτοκράτορα. Αυτή η πράξη για τους μη Χριστιανούς ήταν καθαρά εξωτερική και τυπική και γι’ αυτό δεν αισθάνονταν καμιά δυσκολία, οποιαδήποτε και αν ήταν τα φρονήματα τους, για τους Χριστιανούς όμως και μάλιστα για τους ευσυνειδήτους ήταν μεγάλος πειρασμός και πρόβλημα ζωής και θανάτου.
Όσοι από τους Χριστιανούς αρνούνταν την πίστη τους και ομολογούσαν ότι «αεί θύων διετέλεσα και νυν επί παρούσιν υμίν κατά τα προστεταγμένα έθυσα και των ιερείων εγευσάμην και αξιώ υμάς υποσημειώσασθαι» λάβαιναν έγγραφη βεβαίωση, ένα πιστοποιητικό, θα λέγαμε, εθνικών και θρησκευτικών φρονημάτων, κάτι παρόμοιο και ανάλογο με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, που αποτελούσαν καθοριστικό στοιχείο της ζωής και δράσης των πολιτών πριν από λίγα χρόνια. Τα βεβαιωτικά αυτά πρωτόκολλα — ορισμένα διασώθηκαν σε πάπυρους — είναι γνωστά στην έρευνα ως libellipersecutionis».
Το διωγμό του Δέκιου ακολουθούν διώξεις από τον αυτοκράτορα Γάλλο, το 252 μ.Χ., με αφορμή την εξάπλωση λοιμού στην αυτοκρατορία, για την οποία οι εθνικοί θεώρησαν υπεύθυνους τους χριστιανούς (ως «υβριστές των θεών»), παρότι οι χριστιανοί επέδειξαν παροιμιώδη αυτοθυσία για την περίθαλψη των εγκαταλειπόμενων ασθενών, θυσιάζοντας ενίοτε και τη ζωή τους (γνωστό το γεγονός από την επιδημία πανώλης στην Αλεξάνδρεια, που καταγράφεται στην επιστολή του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας και διασώζεται στην Εκκλ. Ιστορία του Ευσεβίου, Βιβλίο Ζ΄).
«Λίγο πριν να εκραγεί ο διωγμός αυτός ο Κυπριανός έστειλε προτρεπτική επιστολή στην Αφρικανική κοινότητα των Θιβαριτανών (AdThibaritanos, deexhortationemartyrii) για να ενισχύσει τους Χριστιανούς στον επικείμενο διωγμό. Έγραφε, λοιπόν, προς το λαό της Θίβαρης:
Προσφιλέστατοί μου αδελφοί, ας μην ταραχθεί κανείς αν δει την κοινότητά μας να διασκορπίζεται εδώ κι εκεί από το φόβο του διωγμού ή αν δει τους αδερφούς να μη συνέρχονται στο ίδιο μέρος και αν δεν ακούει πια τους Επισκόπους να κηρύττουν. Εμείς οι Χριστιανοί, οι οποίοι δεν πρέπει καθόλου να φονεύομεν, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για το θάνατο, δεν μπορούμε να συναθροιζόμαστε στο ίδιο μέρος.
Οποιοσδήποτε αδερφός Χριστιανός βρεθεί τις ημέρες εκείνες χωρισμένος σωματικά και όχι πνευματικά από την κοινότητα του ας μην ταραχθεί βλέποντας τα δεινά της φυγής αυτής· αν κατέφυγε στην ερημιά, μακριά από κάθε άνθρωπο, ας μην εκπλαγεί και φοβηθεί· δεν είναι μόνος· εκείνος που διασώζει παντού το ναό του Θεού αυτός έχει μαζί του τον Θεό. Και αν αυτός που καταφεύγει στην ερημιά ή τα βουνά πέσει σε ληστή ή σε άγριο θηρίο ή τον απειλήσει πείνα ή δίψα ή ψύχος ή καταφύγει στη θάλασσα και τον απειλήσουν κύματα, πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι ο Χριστός τον ακολουθεί στις θλίψεις και στενοχώριες και ότι θα του δώσει στην ανάσταση την ανταμοιβή, που του υποσχέθηκε, αν πεθάνει για το όνομα του Χριστού (Κυπριανού, Επιστολή 56)».
«Οι Επίσκοποι της Ρώμης ήταν το πρώτο τέρμα του διωγμού. Ο Κορνήλιος εξορίστηκε στην Centumcelle (CivitaVecchia) και πέθανε στην εξορία. Και ο διάδοχος του, ο γενναιόψυχος Λούκιος, είχε την ίδια τύχη σε λίγο. Στην Καρχηδόνα ο εθνικός όχλος φώναζε τον Κυπριανό στα λιοντάρια, κι αυτή τη φορά όμως ο άγιος αυτός Επίσκοπος γλύτωσε το θάνατο.
Στην Αλεξάνδρεια ο Επίσκοπος Διονύσιος κατόρθωσε, με την παρουσία του, να συγκρατήσει τους Χριστιανούς στην ορθή πίστη. Ο ίδιος ο Διονύσιος με λίγα λόγια αναφέρεται στο διωγμό του Γάλλου:
"αλλ’ ουδέ Γάλλος το Δεκίου κακόν ουδέ προεσκόπησε τι ποτ’ εκείνον έσφηλεν, αλλά προς τον αυτόν προ των οφθαλμών αυτού γενόμενον έπταισε λίθον· ος ευ φερομένης αυτώ της βασιλείας και κατά νουν χωρούντων των πραγμάτων, τους Ιερούς άνδρας, τους περί της ειρήνης αυτού και της υγείας πρεσβεύοντας προς τον Θεόν, ήλασεν, Ουκούν, συν εκείνοις εδίωξε και τας υπέρ αυτού προσευχάς" (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ' 1)», Απόστολος Γλαβίνας, Ο Γάλλος.