Αλήθεια και έγκλημα

Το φρικτό έγκλημα ενός Ρωμαίου βασιλιά

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

δ’... Το φως δε θα γίνη σκοτάδι ποτέ, μέχρι να υπάρχη φως, ούτε θα πάψη να υπάρχη η αλήθεια για όσα πιστεύομε εμείς, γιατί αυτά είναι η αλήθεια, και τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από αυτήν.

Ότι λοιπόν και τα παλαιά που γνωρίζομε γιατί τα ακούσαμε, είναι το ίδιο αξιόπιστα μ’ αυτά που σήμερα υπάρχουν και βλέπομε, αυτό θα το ομολογούσε ο κάθε φρόνιμος και μυαλωμένος.

Αλλά για να αποδειχθή εύκολα ότι είναι αληθινά τα λόγιά μας, θέλω να σας μιλήσω για κάτι παράδοξο που έγινε στη δική μας γενιά. Αλλά να μην ταραχθήτε που ενώ σας υπόσχομαι να σας πω ένα θαύμα που έγινε στα δικά μας χρόνια, έπειτα κάνω αρχή στη διήγησή μου από μια ιστορία παλαιά.

Γιατί δε θα σταθώ σ’ αυτήν, ούτε θα τα παλαιά άσχετα προς τα νέα. Η μια ιστορία έχει σχέση με την άλλη και δεν μπορούν να χωριστούν. Μα θα μάθετε καλά αυτά τα πράγματα όταν τ’ ακούσετε.

ε’. Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς, την εποχή των προγόνων μας, που δε θα πω  το όνομα του*. Θα σας πω όμως να μάθετε το έγκλημα, που τόλμησε να κάμη και τα άλλα σκληρά φερσίματα του. Τι έγκλημα έκανε λοιπόν;

Ένα έθνος από αυτά που πολεμούσαν τον βασιλιά αυτό, αποφάσισε να σταματήση τον πόλεμό και ούτε άλλους να σκοτώσουν, ούτε άλλοι να σκοτωθούν πια, αλλά να απαλλαχτούν από τα ζητήματα κι από τους κινδύνους και τους φόβους, να περιοριστούν σ’ αυτά που έχουν και να μην επιδιώξουν τίποτα περισσότερο, γιατί είναι καλύτερο να χαίρωνται άφοβα τα λίγα παρά να κυνηγούν τα πολλά με φόβο και με τρόμο πάντοτε, κι έτσι να ζουν ταλαιπωρώντας τους εαυτούς των και τους άλλους κι οι άλλοι να τους ταλαιπωρούν.

Αποφάσισαν λοιπόν να πάψουν τον πόλεμο και να ζήσουν ήσυχο βίο, και ζήτησαν να εξασφαλίσουν το καλό αυτό με μια συμφωνία επίσημη και με όρους ασφαλισμένους. Συνθηκολόγησαν λοιπόν, έδωσαν όρκους και πήραν όρκους, και προσπαθούσαν επίμονα να πείσουν το βασιλιά τους να προσφέρη πολύτιμο ενέχυρο της ειρήνης το γυιό το δικό του (που ήταν παιδί μοσχαναθρεμμένο), για να εμπιστευθούν οι πιο πριν εχθροί τους και να βεβαιώσουν κι αυτοί την καλή τους θέληση, ότι ζήτησαν ειρήνη δίχως κανένα δόλο.

Και μ’ αυτά που είπαν έπεισαν το βασιλιά και πρόσφερε το γυιό του στους φίλους συμμάχους όπως αυτός τους νόμιζε, στο πιο άγριο θηρίο όμως, όπως στο τέλος αποδείχτηκε. Γιατί πήρε το βασιλόπουλο εκείνο όπως πρόσταζε η φιλία και η ειρηνική συμφωνία τους κι όλα μαζί τα καταπάτησε και τα γκρέμισε, τους όρκους, τις συμφωνίες, τη ντροπή στους ανθρώπους, την ευλάβεια στο θεό, τη συμπάθεια στη νεανική ηλικία.

Ούτε τα νειάτα μαλάκωσαν το θηρίο, ούτε την τιμωρία που ακολουθεί αυτά τα εγκλήματα φοβήθηκε ο άγριος εκείνος βασιλιάς, ούτε θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα που έβαλε το παιδί του ενέχυρο, τα λόγια που ίσως ξεστόμιζε όταν του παράδινε το γυιό του, ζητώντας να τον προσέχη πολύ γιατί αυτός θα ήταν τώρα πατέρας του, παρακαλώντας να τον συντηρή και να τον μορφώνη σα να τον είχε γεννήσει, και να τον κάμη αντάξιο της ευγενικιάς του καταγωγής.

Με τα λόγια τούτα είχε βάλει το δεξί χέρι του παιδιού στο δεξί χέρι του φονιά κι είχε αναλυθή σε δάκρυα. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβαλε στο νου του εκείνος ο ανόσιος, όλα τα πέταξε απ’ την ψυχή του με μιας, κι έκαμε το φόνο εκείνο, τον πιο εγκληματικό απ’ όλους τους φόνους. Γιατί αυτό το έγκλημα ήταν χειρότερο από παιδοκτονία, και σ’ αυτό είστε μάρτυρες εσείς, που δε θα πονούσατε τόσο αν έπρεπε ν’ αναλογισθήτε τα δικά μου πάθη και τα δικά σας, ή αν ακούγατε ότι έσφαξε το δικό του γυιό.

Γιατί τότε θα είχαν ανατραπή μαζί με τους ανθρώπινους νόμους και οι φυσικοί, ενώ εδώ μαζεύτηκαν πολλά μαζί, τόσα που με το πλήθος τους έγιναν δυνατότερα κι από τους νόμους τους φυσικούς. Όταν δηλαδή σκεφθώ το παιδάκι εκείνο που δεν έφταιξε σε τίποτα, που το παραχώρησε ο πατέρας του, που στερήθηκε τα προγονικά του ανάκτορα και την πολυτέλειά του και τη δόξα και την τιμή, και δέχτηκε τη ζωή στην ξενητιά, για να μπορεί ο κακούργος εκείνος να έχη εμπιστοσύνη στη συνθηκολόγηση, κι ύστερα αυτός να το ταλαιπωρή και νάναι στερημένο τα λαμπρά παλάτια του γι’ αυτόν, κι αυτός να το κατασφάξη, νοιώθω να παθαίνω κάτι αντίθετο.

Λυώνει η ψυχή μου και φουσκώνω, ανάβω από θυμό και παραλύω από θλίψη.

Όταν δηλαδή βάλω στο νου μου τον απαίσιο εκείνο να παίρνη το φονικό όργανο και να σηκώνη ψηλά το ξίφος και να σφίγγη το λαιμό του παιδιού, και να του βυθίζη το ξίφος μ’ αυτό το χέρι που δέχτηκε το ενέχυρο, τότε σκάω και πνίγομαι από θυμό. Kι όταν πάλι βλέπω τον νέο να φοβάται και να τρέμη και να κραυγάζη τις τελευταίες κραυγές και να προσκαλή τον πατέρα του και να λέη ότι εκείνος έφταιξε σ’ όλα αυτά και να θεωρή αίτιο της σφαγής του όχι αυτόν που βυθίζει το ξίφος στο λαιμό του αλλά εκείνον που τον γέννησε, και να μη μπορή να ξεφύγη, ούτε να προάσπιση τον εαυτό του, αλλά ανώφελα πια να κατηγορή το γονιό του, και να δέχεται το χτύπημα και να σπαρταρά και να κλωτσά το έδαφος και να βάφη τη γη με τις πήγες των αιμάτων του, τότε ξεσκίζονται τα σπλάχνα μου και σκοτίζεται ο λογισμός μου, κι ένα σύννεφο λύπης σκεπάζει τα μάτια μου.

Κι όμως το θηρίο εκείνο δεν έπαθε τίποτα τέτοιο.

Σα να έμελλε να σφάξη ένα αρνί η ένα μοσχάρι, έτσι ένοιωθε για την ανόσια εκείνη σφαγή. Κι ενώ το παιδί δέχτηκε το χτύπημα και βρισκόταν χάμω νεκρό, ο φονιάς έκανε άλλο φριχτό έγκλημα, προσπαθώντας να σκεπάση το πρώτο με το δεύτερο. Ίσως να νομίση κανείς ότι θα πω για την ταφή του, κι ότι μετά τη σφαγή δεν έδωσε στον φονευμένο ούτε ένα κομμάτι γης, αλλά εγώ θα πω κάτι ακόμα πιο τολμηρό.

Γιατί αφού εμόλυνε τα παράνομα εκείνα χέρια του με τέτοιο αίμα, κι αφού τελείωσε την πρωτάκουστη τραγωδία σα να μην είχε τολμήσει τίποτα απολύτως ο αναιδής, και πιο σκληρός κι από αυτές τις πέτρες, βιάστηκε να πάη στην Εκκλησία του Θεού. κι ίσως να απορούν μερικοί πως δεν τον χτύπησε τιμωρία θεόσταλτη που τόλμησε τέτοια πράξη, η πώς δεν έριξε ο Θεός φωτιά από τον ουρανό πάνω στο κεφάλι του και πως δεν κατάκαψε με κεραυνό την αδιάντροπη όψη του μπροστά στην πόρτα της Εκκλησίας.

Εγώ επαινώ βέβαια αυτούς που σκέπτονται έτσι και τους θαυμάζω για το θερμό ζήλο τους, όμως λέω ότι δεν τους ταιριάζει καθόλου ο θαυμασμός και ο έπαινος. Γιατί με το δίκιο τους αγανάκτησαν για χάρη του παιδιού που το κατάσφαξαν άδικα, για χάρη των νόμων του Θεού που καταπατήθηκαν τόσο αδιάντροπα, αλλά πάνω στη βράση του θυμού τους δεν πρόσεξαν αυτό που έπρεπε να δουν, γιατί από τη δικαιοσύνη αυτή υπάρχει άλλος νόμος στους ουρανούς, ανώτερος από αυτή τη δικαιοσύνη.

Ποιος νόμος δηλαδή; Το να μην τιμωρούνται αμέσως αυτοί που κάνουν το κακό, αλλά να παρέχεται στον αμαρτωλό καιρός και προθεσμία για να απαρνηθή την αμαρτία του και με τη μετάνοια να γίνη σαν εκείνους που δεν έχουν κάνει κανένα κακό. Αυτό το νόμο εφάρμοσε ο Θεός και σ’ εκείνον τον άθλιο, αλλά τίποτα δεν έγινε, έμεινε αδιόρθωτος. Μα ο φιλάνθρωπος Θεός, αν και το ήξερε κι αυτό από πριν, πάλι δεν αδιαφόρησε γι’ αυτόν, ούτε αρνήθηκε το έλεος του, άλλα για τον άρρωστο ενδιαφέρθηκε και φρόντισε να τον θεραπεύση. Εκείνος όμως και το φάρμακο δεν θέλησε να δεχθή και το γιατρό που του έστειλε επίτηδες, τον πολέμησε. Κι ακούστε ποιο ήταν το φάρμακο κι ο τρόπος της θεραπείας.
Συνεχίζεται

* Είναι ίσως ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Φίλιππος (244-249).

 

Απόσπασμα από τον πρώτο λόγο,«Εις τον Άγιο Μάρτυρα Βαβύλα», του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από την έκδοση «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα», τόμος Ε’, τα «Εγκωμιαστικά β’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κων. Λουκάκης.

Πηγή