Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου

 


 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος πού λάμπεὶ γιὰ τὴ γῆ

Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ’ ἄλλη πιὸ καθαρὴ πηγή.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, πού πάθη ταπεινὰ

Δὲν ἔχουν τόπό, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.

 

Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ’ ἀθώρητα θωρῶ,

Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ’ ἀστέρια, τὸν καιρό.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ’ ἐκεῖ πού δὲ μπορεῖς

Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.

 

Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ

Κ’ ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ’ οὐρανοῦ.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.

 

Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ’ ἀσύγκριτη ὠμορφιά,

Μακρυὰ ἀπ’ τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέὸν μυστικὰ

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.

 

Κι ὅλο μ’ ἐκεῖνα βλέπὼ μιὰ λύρὰ μαγική…

Ὠϊμέ! τὰ δάχτύλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, πού πάθη ταπεινὰ

Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκὼ δυὸ μάτια φωτεινά.

 

Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ

ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ

Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.

 

Διαβάζω 'ς  τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ

Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ‘ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,

ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.

 

Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξάνά,

Καὶ δέχόντ’ ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ’ ἀμόλυντα γλυκὰ

Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ

Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου ‘σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.

 

Ἐκεῖ πού ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,

Μέσ’ ‘ς τὴν ψυχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.

 

Μιὰ μέρα τ’ ἄλλα μάτια, πού εἶνε ἀπὸ γῆ πλάστά,

Θὰ λυώσουν μέσ’ ‘ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.

 

Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου πού πάθη κοσμικὰ

Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.

 

Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,

Ἐλεύθερα μιὰ μέρὰ γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.

 

Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,

Πού μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,


Ψηλότερ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια, ‘ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,

Θὲ ν’ ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!


Κ. Παλαμᾶς, Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, Ἀθήνα, Ἑστία , 1892, σ.σ. 17−19