Απόσπασμα από την ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ἀπὸ τὴν μελέτη αὐτὴ τοῦ μοναχοῦ Σεραφείμ, παραθέτουμε ὅσα ἀναφέρονται στὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε.
Εισαγωγή
Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται οι ποιμένες και διδάσκαλοι εκείνοι οι
οποίοι υπήρξαν διάδοχοι των ιδίων των Αποστόλων ή των μαθητών τους, και έδρασαν
κατά την μεταποστολική εποχή.
Χριστολογία ονομάζεται η διδασκαλία περί του προσώπου και του
έργου του Ιησού Χριστού, αν και το δεύτερο εξετάζεται συνήθως ξεχωριστά, από
την σωτηριολογία... Η Χριστολογία αυτή διαμορφώνεται πρωτίστως ως αντίδραση
στις χριστολογικές παραχαράξεις αφ' ενός των ιουδαϊζόντων αιρετικών που
αρνούνταν την θεότητα του Ιησού Χριστού, αφ' ετέρου των Γνωστικών, οι οποίοι
αρνούνταν την ανθρώπινή Του φύση. Η προσπάθεια των Αποστολικών Πατέρων για την
διάσωση της ορθοδόξου Χριστολογίας έχει σωτηριολογικό κίνητρο, καθώς προσπαθεί
να διαφυλάξει την ορθή έννοια της εν Χριστώ σωτηρίας.
Και στις δύο αιρετικές αποκλίσεις, στην άρνηση της θεότητας ή της ανθρωπότητας του Χριστού, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν έχει ενωθεί υποστατικώς η θεία και η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, συνεπώς δεν έχει επιτευχθεί η δυνατότητα θεώσεως συνόλου της ανθρωπίνης φύσεως. Χριστολογικά στοιχεία απαντώνται επίσης στην προσπάθεια νουθεσίας και εμψυχώσεως των πιστών εκ μέρους των γραφόντων. Η πραγματικότητα του πάθους του Κυρίου, το οποίο προϋποθέτει ανθρώπινη φύση, αποτελεί και ένα υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας των πιστών στους διωγμούς και τις θλίψεις «οι δε πιστοί εν αγάπη χαρακτήρα Θεού Πατρός διά Ιησού Χριστού, δι' ου, εάν μη αυθαιρέτως έχωμεν το αποθανείν εις το αυτού πάθος, το ζην αυτού ουκ έστιν εν ημίν».
Η αναφορά στην Ανάσταση του Κυρίου και στην Δευτέρα Του Παρουσία, τα οποία σχετίζονται με την θεότητά Του, γίνεται προς υπενθύμιση της δόξης που αναμένει τους πιστούς και της ανάγκης εγρηγόρσεως και προς περιφρόνηση όσων κινδύνων δείχνουν να απειλούν την Εκκλησία…
Από την παράθεση της διδασκαλίας των Πατέρων γίνεται σαφές πως ο μόνος από τους Αποστολικούς Πατέρες που συνέβαλε στην ανάπτυξη της Θεολογίας, είναι ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας. Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται ως τα σημαντικώτερα, ορθοδοξότερα και κατ' εξοχήν θεολογικά κείμενα για το διάστημα μεταξύ Αποστόλων και Ειρηναίου...
Α'. Η θεία φύση του Χριστού κατά
τους Αποστολικούς Πατέρες
1. Γενικά
Η Θεολογία της
Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει διαμορφωθή εξ αρχής μέχρι και σήμερα κυρίως σε
αντιπαράθεση με αιρετικές δοξασίες· αυτές, έχοντας την αρχή τους σε προσωπικές
πεποιθήσεις των αιρεσιαρχών που δεν θέλησαν με ταπεινοφροσύνη να υποτάξουν την
λογική τους στην διδασκαλία του Θεού, προσπάθησαν να υποκαταστήσουν την
ορθόδοξη πίστη, και η Εκκλησία, φυσικά, αντέδρασε. Είναι τόσο στενή η σχέση
αυτή Θεολογίας και αίρεσης, ώστε όπως λέγει χαρακτηριστικά Έλληνας Πατρολόγος
«Η ορθόδοξη θεολογία είναι συνυφασμένη με την κακόδοξη με την έννοια ότι
βαδίζουν παράλληλα και αλληλοπροϋποθέτονται. Επομένως η κατανόηση της πρώτης
απαιτεί την γνώση της δεύτερης... Η πατερική θεολογία λοιπόν υπάρχει "εν
αναφορά" προς την κακοδοξία και γι' αυτό κατανοείται "εν σχέσει"
προς αυτήν». Η διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων για την ανθρώπινη φύση του
Χριστού αναπτύχθηκε κυρίως σε αντιπαράθεση με τους αιρετικούς οι οποίοι την
αρνούνταν… Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν το γεγονός της σαφούς διακηρύξεως της
θεότητος του Χριστού από τους Πατέρες των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, καθώς
η διακήρυξη αυτή, συνεχίζοντας το αποστολικό κήρυγμα και διατηρώντας την πίστη
σε αυτή ως σε θεανθρώπινο σώμα, διεφύλαξε την Εκκλησία από το να καταστεί ένα
ανθρώπινο, προφητικό το πολύ, κίνημα, όπως τόσα άλλα μέχρι τότε. Πλην αυτού ο
τονισμός της θεότητος του Χριστού από τους Αποστολικούς Πατέρες αποσκοπούσε και
στην ενθάρρυνση των Χριστιανών και στην κραταίωση της πίστης τους περί της
παντοδυναμίας και της τελικής κατισχύσεως του Θεού έναντι των πολεμουντών την
Εκκλησίαν. Παραλλήλως, όμως, αποστομώνει και όσους «σπουδαστές των Γραφών»
αμφισβητούν σήμερα, τόσους αιώνες μετά, το γεγονός πώς ο Χριστός είναι ο
ενανθρωπήσας Θεός.
Η περί θείας φύσεως
του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων
Ως προς την θεότητα
του Χριστού διαπιστώνεται στους Αποστολικούς Πατέρες μία θαυμαστή συμφωνία. Στα
συγγράμματά τους απηχείται πιστά το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Χριστού ως
Υιού του Θεού και Θεού Λόγου. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των συγγραμμάτων αυτών
στα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Θεός, ο Υιός του Θεού, και Κύριος,
ονόματα δηλωτικά της θεότητός Του.
Ο Άγιος Ιγνάτιος, ο
σπουδαιότερος των Αποστολικών Πατέρων, αγωνίστηκε ταυτοχρόνως προς δύο
κατευθύνσεις: εναντίον των Δοκητών, οι οποίοι αντιπροσώπευαν και τον μεγαλύτερο
κίνδυνο, και εναντίον των ιουδαϊζόντων Χριστιανών την αντιμετώπιση των δευτέρων
εξυπηρετούν κυρίως οι επιστολές του Προς Μαγνησιείς και Προς Φιλαδελφείς. Πλην
των άλλων θεοπρεπών χαρακτηρισμών, μόνο η προσηγορία «Θεός» για το πρόσωπο του
Ιησού Χριστού απαντάται στις επιστολές του παραπάνω από δεκαπέντε φορές. Έτσι ο
Χριστός είναι «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος»· «ο γαρ Θεός ημών Ιησούς Χριστός
εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού». Μάλιστα ο «Θεός ημών Ιησούς
Χριστός εν Πατρί ων μάλλον φαίνεται». Ωστόσο την πίστη του Αγίου Ιγνατίου στην
θεότητα του Χριστού φανερώνει πλήθος άλλων στοιχείων εν πρώτοις η χρήση του
όρου «Κύριος» για το πρόσωπο του Χριστού, σήμαινε για κάθε μέλος των πρώτων
χριστιανικών κοινοτήτων την αποδοχή της επί πάντων κυριότητας του Χριστού και
της θεότητάς του, η δε φράση «ο Κύριος Ιησούς» ή «ο Κύριος Ιησούς Χριστός»
αποτελεί το αρχαιότατο σύμβολο της πρώτης κοινότητας. Με την ίδια σημασία
χρησιμοποιείται και από τον Άγιο Ιγνάτιο. Ο Χριστός αναφέρεται μαζί με τα άλλα
πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ως ίσος με αυτά: «Υποτάγητε τω επισκόπω και
αλλήλοις, ως ο Χριστός τω Πατρί κατά σάρκα, και οι Απόστολοι τω Χριστώ και τω
Πατρί και τω Πνεύματι», «ίνα πάντα, όσα ποιήτε, κατευοδωθή σαρκί και πνεύματι,
πίστει και αγάπη, εν Υιώ και Πατρί και εν Πνεύματι». Ο ιερός πατήρ κάνει ακόμη
λόγο περί του Χριστού ως Υιού του Πατρός με απόλυτη έννοια. «Ώσπερ ουν ο Κύριος
άνευ του Πατρός ουδέν εποίησεν, ηνωμένος ων... ούτω μηδέ υμείς»· «συντρέχετε...
επί ένα Ιησούν Χριστόν, τον αφ' ενός Πατρός προελθόντα»· «εις Θεός εστιν, ο
φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του Υιού αυτού». Ο Χριστός αποκαλείται
«γνώμη του Πατρός» και «αψευδές στόμα» του ως ενσαρκωθείς Λόγος, η δε προΰπαρξή
του σαφώς διδάσκεται από τον Ιγνάτιο, καθώς και ο συνεχής δεσμός του με τον
Πατέρα· «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην», «πνευματικώς ηνωμένος τω Πατρί». Σε
αναφορά προς τον προϋπάρχοντα Λόγο χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Ιγνάτιο και τα
επίθετα «αγέννητος» και «απαθής». Τα επίθετα αυτά… χρησιμοποιούνται
χριστολογικώς για να εκφράσουν (στην αντιπαράθεσή τους με τα επίθετα γεννητός
και παθητός αντιστοίχως) το παράδοξο του ενσαρκωθέντος Λυτρωτού, ο οποίος είναι
ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος.
Ο Χριστός, ο
διδάσκαλος των Χριστιανών ταυτίζεται ακόμη με τον Λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ο
οποίος εδημιούργησε τον κόσμο· διότι εκεί ανάγει η φράση του Θεοφόρου «εις ουν
διδάσκαλος, ος είπε και εγένετο». Το ότι ο Χριστός είναι Θεός, συμπεραίνεται
ακόμη από το γεγονός της ταυτίσεως, στα κείμενα του Αγίου Ιγνατίου, των όρων
«χριστοφόροι» και «θεοφόροι» αναφερομένων στους πιστούς, όπως και της θεωρήσεως
των εθνικών και αιρετικών ως αθέων «Εστέ ουν και σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και
ναοφόροι, χριστοφόροι και αγιοφόροι, κατά πάντα κεκοσμημένοι εν ταις εντολαίς
Ιησού Χριστού»· «ει δε, ώσπερ τινές, άθεοι όντες, τουτέστιν άπιστοι, λέγουσι,
το δοκείν πεπονθέναι αυτόν, αυτοί όντες το δοκείν, εγώ τί δέδεμαι, τί δε και
εύχομαι θηριομαχήσαι;». Η πίστη στην θεότητα του Χριστού αποδεικνύει τον
Θεοφόρο Ιγνάτιο μαθητή της αποστολικής παραδόσεως, ιδιαίτερα δε της ιωαννείου,
ως προς την προΰπαρξη του Λόγου.
Β'. Η ανθρώπινη
φύση του Χριστού στην Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων
1. Γενικά
Όπως η περί θείας
φύσεως του Χριστού έτσι και η σχετική με την ανθρώπινή του φύση διδασκαλία,
αναπτύσσεται κυρίως έναντι των αιρετικών. Βέβαια η σχετική διδασκαλία των
Αποστολικών Πατέρων περί της ανθρωπίνης φύσεως και ιδιαιτέρως των παθών του
Κυρίου, τα οποία την προϋποθέτουν, είχε ως σκοπό να παράσχει στους πιστούς και
ένα πρότυπο υπομονής στους διωγμούς που συνεχώς αυξάνονταν, όπως γράφει
χαρακτηριστικά για τον εαυτό του στους Ρωμαίους ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος:
«Επιτρέψατέ μοι μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου». Ωστόσο στο παρόν μέρος
παραθέτουμε και την διδασκαλία ενός από τους μεγαλύτερους εχθρούς της Εκκλησίας
την εποχή αυτή, του Γνωστικισμού, έναντι του οποίου οι Αποστολικοί Πατέρες
προβάλλουν τόσο έντονα την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού.
2. Ο Γνωστικισμός
Ο Γνωστικισμός
αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά πνευματικά κινήματα της ιστορίας… Το όνομά του
ως Γνωστικισμού έλαβε ο συγκρητισμός αυτός από την γνώση των θεϊκών μυστηρίων
την οποία επαγγελόταν, και η οποία, κατά τους γνωστικούς, επιτυγχανόταν είτε με
απ' ευθείας αποκάλυψη είτε με την μύηση μέσα στην μυστική, εσωτερική παράδοση
τέτοιων αποκαλύψεων. Η γνώση στον Γνωστικισμό δεν είναι πλέον απλό φιλοσοφικό
επίτευγμα, αλλά λαμβάνει θρησκευτικό περιεχόμενο, γίνεται προϋπόθεση λυτρώσεως
ή μάλλον ταυτίζεται προς την ίδια την λύτρωση, καθώς υπόσχεται την απάντηση σε
αγωνιώδη ερωτήματα του ανθρώπου.
Όλες οι
δοκητικές γνωστικές αντιλήψεις αποτελούσαν στην ουσία άρνηση της ενανθρωπήσεως,
με σοβαρές σωτηριολογικές επιπτώσεις, όπως διαπιστώνει άλλωστε, μερικούς αιώνες
αργότερα, και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ει δοκήσει γέγονε τα του Χριστού,
φενακισμός και σκηνή το της οικονομίας μυστήριον. και δοκήσει
και ουκ αληθεία γέγονεν άνθρωπος ο Κύριος· και δοκήσει και ουκ
αληθεία σεσώσμεθα». Η σωτηρία των Χριστιανών είναι αποτέλεσμα της πραγματικής
ενανθρωπήσεως, σταυρώσεως και αναστάσεως του Χριστού. Στον Χριστό, σαν σε
αρχέτυπο, πραγμάτωσε ο Θεός το έργο της θεώσεως του ανθρώπου, το οποίο είχε
αποτύχει στον παράδεισο. στο έργο αυτό καλούνται να μετάσχουν
ελεύθερα όλοι οι άνθρωποι, επαναλαμβάνοντας στα μυστήρια και στη ζωή τον κύκλο
των σωτηριωδών ενεργειών του Χριστού.
3. Η περί ανθρωπίνης
φύσεως του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων
Ο δοκητισμός κατέστη
εχθρός της Εκκλησίας ακόμη από την εποχή των Αποστόλων, οι οποίοι τον
καταπολέμησαν στα γραπτά τους. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η φράση του
Ευαγγελιστού Ιωάννου «παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί
εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτο εστι το του
αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται, και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη». Κάθε
υπόνοια περί φαινομενικής παρουσίας και δράσεως του Υιού του Θεού στη γη,
κατέστρεφε την πραγματικότητα της σωτηρίας. «Ει δε Χριστός ουκ
εγήγερται, ματαία η πίστις ημών. έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις
ημών». Οι Αποστολικοί Πατέρες, ως άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων, αντιμετώπισαν
δυναμικά τον δοκητισμό των Γνωστικών ποικιλοτρόπως· παραλείποντας
εδώ τα μέτρα της Εκκλησίας κατά των Γνωστικών, τα οποία συνίστανται στην
στερέωση του επισκοπικού αξιώματος, στην καθιέρωση συμβόλου πίστεως και στον
ορισμό του κανόνος της Καινής Διαθήκης, θα ασχοληθούμε μόνο με την
χριστολογική περί της ανθρωπότητος του Χριστού διδασκαλία των Αποστολικών
Πατέρων.
Η Χριστολογία του
Αγίου Ιγνατίου συνάγεται από τα πολυπληθή χωρία των επιστολών του τα
αναφερόμενα στο πρόσωπο του Χριστού, τα σημαντικώτερα των οποίων βρίσκονται
στις επιγραφές των επιστολών του. Η προσπάθεια καταδείξεως της ιστορικότητος
του προσώπου και του έργου του Χριστού είναι καταφανής από το πλήθος, την
έμφαση και τις λεπτομέρειες των χωρίων που αναφέρονται στην επί γης δράση του.
Όλα τα λεγόμενα «λειτουργικά κείμενα» του Αγίου Ιγνατίου (Εφ. 7,2 . Εφ.
18, 2· Μαγν. 11· Τραλλ. 9,1-2· Σμ. 1,1-2), τα οποία έχουν πολλή σημασία καθώς
προέρχονται μάλλον από ήδη υφιστάμενες λειτουργικές πράξεις, έχουν αναφορά στην
γέννηση και στο πάθος του Ιησού, γι' αυτό και χαρακτηρίζονται ως έχοντα έντονο
αντιδοκητικό χαρακτήρα. Η γέννηση του Ιησού στον Άγιο Ιγνάτιο αναφέρεται μαζί
με μία σημαντική λεπτομέρεια. την παράθεση του ονόματος της
Μητρός του Κυρίου: «και εκ Μαρίας και εκ Θεού» και «εκυοφορήθη
υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού» ή «Ιησού Χριστού του εκ Μαρίας, του εκ
γένους Δαυίδ». Τα κείμενα τονίζουν την πραγματική γέννηση του Σωτήρος,
αναφέρουν δε το όνομα της Μητρός του προς τονισμό της ιστορικότητας του
προσώπου του. Άλλα έντονα αντιδοκητικά στοιχεία της Χριστολογίας των εν λόγω
χωρίων είναι η επαναλαμβανόμενη παρουσία του επιρρήματος «αληθώς» σε συνάφεια
σχετική με την ενανθρώπηση και το πάθος του Κυρίου. Στα ίδια αυτά λειτουργικά
κείμενα, τα οποία αποτελούσαν βαπτιστήριες ομολογίες, σημαντική θέση κατέχει
επίσης το πάθος του Κυρίου. Ο Κύριος χαρακτηρίζεται «παθητός», και «καθηλωμένος
υπέρ ημών εν σαρκί». Όπως και στα χωρία τα σχετικά με την γέννηση του Ιησού,
έτσι και σε αυτά τα σχετικά με το πάθος είναι χαρακτηριστική η παράθεση
λεπτομερειών γύρω από τα περιστατικά τα σχετιζόμενα με αυτό. Οι λεπτομέρειες
αυτές αποσκοπούν στο να τονίσουν την ιστορικότητα του πάθους· έτσι
χρονολογείται με ακρίβεια το πάθος του Κυρίου, καθώς αναφέρεται πως έλαβε χώρα
«επί Ποντίου Πιλάτου και Ηρώδου τετράρχου». Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο
αξίωμα του Πιλάτου, την ηγεμονία του, καθώς και σε αυτό του Ηρώδη, την
τετραρχία, ως σε στοιχεία που τονίζουν και αυτά την ιστορικότητα του πάθους,
καθώς προσδίδουν ιστορική αξιοπιστία σε όλο το κείμενο. Η χρήση της φράσεως
«σαρξ» στα εν λόγω χωρία του Αγίου Ιγνατίου πρέπει πιθανώς να θεωρηθεί και
αυτή ως έχουσα αντιδοκητικό χαρακτήρα. η λέξη «σαρξ» στην Αγία
Γραφή έχει την έννοια του όλου ανθρώπου, συνισταμένου εκ ψυχής λογικής και
σώματος. Η αναφορά στον θάνατο του Κυρίου, που αναφέρεται σε δύο από τα
παραπάνω πέντε κείμενα, θέλει και αυτή να τονίσει την ιστορικότητα του θανάτου
του Κυρίου ως προϋπόθεση για την ιστορικότητα της αναστάσεώς του. Και στα
υπόλοιπα χριστολογικά χωρία του Αγίου Ιγνατίου, τα οποία δεν είναι δυνατόν να
μελετηθούν και να αναλυθούν λεπτομερώς, υπάρχουν πολλά δογματικά στοιχεία περί
του ενανθρωπήσαντος Θεού. Πλην του Σταυρού και της Αναστάσεως, το μοναδικό
επεισόδιο από την ζωή του Κυρίου που μνημονεύει ο Άγιος Ιγνάτιος (εκτός από την
Ενσάρκωση), και μάλιστα με υπαινιγμό, είναι η διήγηση περί της γυναικός η οποία
ήλειψε τον Κύριο με μύρο. το γεγονός αυτό φανερώνει ότι έδιδε
στα γεγονότα αυτά ο Άγιος Ιγνάτιος τόση σημασία για την διασφάλιση της πίστεως,
ώστε να ομιλούμε για «Θεολογία του Σταυρού» του Ιγνατίου. Και ως προς την
Ανάσταση αξιοπρόσεκτο είναι το αντιδοκητικό χωρίο εκείνο, παρμένο από το
προφορικό ευαγγέλιο, στο οποίο ο αναστάς Κύριος λέγει προς τους μαθητές:
«λάβετε, ψηλαφήσατέ με και ίδετε ότι ουκ ειμι δαιμόνιον ασώματον». Πέραν αυτών,
όμως, και στην μυστικιστική διδασκαλία του Αγίου Ιγνατίου, περί της κοινωνίας
των πιστών με τον Χριστόν, η οποία λαμβάνει χώρα στην Θεία Ευχαριστία,
συναντούμε ένα ακόμη στοιχείο το οποίο μαρτυρεί την πραγματικότητα της
ανθρωπίνης φύσεως του Κυρίου: την αναφορά στη σάρκα και στο αίμα του. Στην
διδασκαλία του, λοιπόν, ο Άγιος Ιγνάτιος φαίνεται φανερά να ακολουθεί τον
Ευαγγελιστή Ιωάννη στον αντιδοκητισμό. «Μηδείς πλανάσθω. και τα
επουράνια και η δόξα των αγγέλων και οι άρχοντες, ορατοί τε και αόρατοι, εάν μη
πιστεύσωσιν εις το αίμα Χριστού, κακείνοις κρίσις εστίν».
Γ. Η ένωση των δύο
φύσεων του Κυρίου Ιησού Χριστού σε ένα πρόσωπο
Οι Αποστολικοί
Πατέρες περί της ενώσεως των δύο φύσεων του Χριστού εν ενί προσώπω
Το πιο χαρακτηριστικό κείμενο για την ένωση των δύο φύσεων του Κυρίου σε ένα
πρόσωπο, είναι το χωρίο της Επιστολής του Αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους 7, 2. Το
κείμενο έχει ως εξής:
Το χωρίο αυτό είναι τόσο
ενδεικτικό για την ένωση των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, ώστε η θεολογική
διατύπωση εν προκειμένω να χαρακτηρίζεται σχεδόν χαλκηδόνια. Η διατύπωση αυτή
δεν είναι τυχαία· έναντι και των δύο αιρετικών αποκλίσεων που
μείωναν τις ιδιότητες του Χριστού, ο Άγιος Ιγνάτιος παρουσιάζει τις δύο όψεις
αυτών των ιδιοτήτων σε εναρμόνια συζυγία με τις διμερείς αυτές εκφράσεις, που
μάλιστα έχουν ομολογιακό τύπο. Η διατύπωση αυτή καθίσταται ακόμη πιο σημαντική,
αν αληθεύει ο ισχυρισμός μερικών ερευνητών, πως το παρόν χωρίο αποτελεί τμήμα
ύμνου που ψαλλόταν στην ευχαριστιακή συγκέντρωση της Εκκλησίας161,
διότι φανερώνει την συνολική αποδοχή της ορολογίας αυτής από την Εκκλησία σε
τόσο πρώιμα, ως προς τις μετέπειτα χριστολογικές διαμάχες, χρόνια. Ο
χαλκηδόνιος χαρακτήρας της διατύπωσης αυτής φαίνεται από την σύγκριση με ένα
ανάλογο τμήμα του Όρου Πίστεως της εν Χαλκηδόνι Αγίας Συνόδου:
«Δοξάζων Ιησούν
Χριστόν τον Θεόν, τον ούτως ημάς σοφίσαντα, ενόησα γαρ ημάς κατηρτισμένους εν
ακινήτω πίστει, ώσπερ καθηλωμένους εν τω σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού σαρκί
τε και πνεύματι και ηδρασμένους εν αγάπη εν τω αίματι Χριστού,
πεπληροφορημένους εις τον Κύριον ημών, αληθώς όντα εκ γένους Δαβίδ κατά σάρκα,
Υιόν Θεού κατά θέλημα και δύναμιν Θεού γεγεννημένον αληθώς εκ Παρθένου,
βεβαπτισμένον υπό Ιωάννου, "ίνα πληρωθή πάσα δικαιοσύνη υπ' αυτού"».
Στο χωρίο αυτό είναι
εμφανής τόσο η θεότητα του Κυρίου, όσο και η ανθρωπότητά του, εκφραζόμενη με
την αναφορά στον Σταυρό, στο αίμα και στην εκ Παρθένου γέννησή του. Τα χωρία
που ακολουθούν παρουσιάζουν και αυτά τις δύο φύσεις του ενός Κυρίου:
«Τον υπέρ καιρόν
προσδόκα, τον άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν, τον κατά πάντα τρόπον
δι' ημάς υπομείναντα».
«Ο γάρ Θεός ημών
Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού εκ σπέρματος μεν
Δαβίδ, Πνεύματος δε αγίου, ος εγεννήθη και εβαπτίσθη, ίνα τω πάθει το ύδωρ
καθαρίση».
«Οι κατ' άνδρα κοινή
πάντες εν χάριτι εξ ονόματος συνέρχεσθε εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ, τω
κατά σάρκα εκ γένους Δαβίδ, τω υιώ ανθρώπου και Υιώ Θεού».
3.
Οι ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως στα έργα των Αποστολικών Πατέρων
Η διδασκαλία των
Αποστολικών Πατέρων περί της εν τω ενί προσώπω του Χριστού υποστατικής ενώσεως
δύο φύσεων, της θείας και της ανθρωπίνης, καθίσταται εμφανέστερη διά της
εξετάσεως των ακολουθιών της υποστατικής ενώσεως στην Χριστολογία τους. Οι
ακολουθίες ή συνέπειες της υποστατικής ενώσεως είναι οι εξής:
- 1) Η αντίδοση ή κοινοποίηση
των ιδιωμάτων. κατ' αυτήν μπορούμε να αποδίδουμε στο ένα
πρόσωπο του Κυρίου (και όχι βέβαια σε κάθε μία από τις φύσεις του)
ανθρώπινες ιδιότητες, όταν γίνεται αναφορά σε αυτόν ως Θεό, και
θείες ιδιότητες όταν γίνεται αναφορά σε αυτόν ως άνθρωπο.
- 2) Η πίστη πως η Παρθένος
Μαρία είναι Θεοτόκος· εφ' όσον ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο
μονογενής Υιός του Θεού, κατά την αντίδοση των ιδιωμάτων, η Μαρία η
γεννήσασα αυτόν είναι Θεοτόκος.
- 3) Η μία προσκύνηση του
Ιησού Χριστού· επειδή η ένωση έγινε σε ένα πρόσωπο,
αρμόζει μία προσκύνηση στον Ιησού Χριστό, ως Θεό· και
- 4) Το αναμάρτητον του
Χριστού ο Ιησούς Χριστός ως Θεός δεν ήταν δυνατόν να αμαρτήσει.
Στην
Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων απαντώνται στοιχεία για όλες τις ακολουθίες
της υποστατικής ενώσεως, από τα οποία θα αναφερθούν ενδεικτικά μόνον ορισμένα.
Όσον αφορά στην αντίδοση των ιδιωμάτων, χαρακτηριστικά είναι τα υπό του Αγίου
Ιγνατίου λεγόμενα:
«επιτρέψατέ μοι
μιμητήν είναι του πάθους του Θεού μου»· αλλού κάνει λόγο περί
αίματος και πάθους του Θεού: «μιμηταί όντες Θεού, αναζωπυρήσαντες εν αίματι
Θεού, το συγγενικόν έργον τελείως απηρτίσατε», «τον υπέρ καιρόν προσδόκα, τον
άχρονον, τον αόρατον, τον δι' ημάς παθητόν».
Παρομοίως και ο
Βαρνάβας κάνει λόγο περί του Υιού του Θεού, ως δι' ημάς παθόντος· «Ει
ουν ο Υιός του Θεού, ων Κύριος και μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς, έπαθεν
ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς, πιστεύσωμεν ότι ο Υιός του Θεού ουκ ηδύνατο
παθείν ή μη δι' ημάς. Αλλά και σταυρωθείς εποτίζετο όξει και χολή». Αλλού
γράφει. «Εις τούτο γαρ υπέμεινεν ο Κύριος παραδούναι την σάρκα
εις καταφθοράν, ίνα τη αφέσει των αμαρτιών αγνισθώμεν, ο εστι εν τω αίματι του
ραντίσματος αυτού». Και σε άλλο σημείο «Ουκούν ο Υιός του Θεού εις τούτο εν
σαρκί ήλθεν ίνα το τέλειον των αμαρτιών ανακεφαλαίωση... Αυτός δε ηθέλησεν ούτω
παθείν. Έδει γαρ ίνα επί ξύλου πάθη».
Στα κείμενα των
Αποστολικών Πατέρων βεβαίως η Παρθένος Μαρία δεν ονομάζεται ακόμη Θεοτόκος,
όμως υπάρχουν στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου αναφορές στο γεγονός της εξ
αυτής γεννήσεως του Θεού, όπως και αν ονομάζεται αυτός, κατά την χριστολογική
ορολογία της εποχής. Ο Άγιος Ιγνάτιος στο γνωστό πλέον χωρίο Εφ. 7,
2 αναφέρει ρητώς την εκ της Μαρίας γέννηση του Θεού: «εν σαρκί γενόμενος
Θεός... και εκ Μαρίας και εκ Θεού», όπως και αλλού: «Ο γάρ Θεός ημών Ιησούς
Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού». Και σε αυτό το σημείο ο
Άγιος Ιγνάτιος αποδεικνύεται θεολόγος που προηγείται της εποχής του στην
διατύπωση.
Η μία προσκύνηση του
Ιησού Χριστού, ως Θεού, είναι αδιαμφισβήτητη για τους Χριστιανούς της
μεταποστολικής εποχής. Πουθενά στα έργα των Αποστολικών Πατέρων, αν εξαιρέσει
κανείς την συγκεχυμένη ορολογία του Ερμά, δεν απαντάται στα χριστολογικά
εδάφια υπαινιγμός περί υπάρξεως δύο προσώπων εν Χριστώ, τουναντίον παντού
αναφέρεται ο εις Κύριος Ιησούς Χριστός, Υιός του Θεού και Θεός. «Ούτος
ο μακαρισμός εγένετο επί τους εκλελεγμένους υπό του Θεού διά Ιησού Χριστού του
Κυρίου ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Συμπεράσματα
Έπειτα από την μελέτη
της Χριστολογίας των Αποστολικών Πατέρων, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα:
- 1. Η Χριστολογία των
Αποστολικών Πατέρων, διατυπώθηκε κυρίως κατά την αντιπαράθεση της
Εκκλησίας με τις εχθρικές προς αυτήν ομάδες, και κυρίως έναντι των
Γνωστικών Δοκητών, οι οποίοι αμφισβητούσαν την ανθρωπότητα του Χριστού,
και των Ιουδαϊζόντων, οι οποίοι αντιθέτως αρνούνταν την θεότητά Του και
την ισότητα προς τον Θεό Πατέρα.
- 2. Στα γραπτά των Αποστολικών
Πατέρων, αν και σε διαφορετικό βαθμό, αντικατοπτρίζεται σαφώς η πίστη της
πρώτης Εκκλησίας στην ένωση εν τω προσώπω του Υιού του Θεού της θεϊκής και
της ανθρωπίνης φύσεως.
- 3. Οι Αποστολικοί Πατέρες,
στις χριστολογικές τους διατυπώσεις χρησιμοποιούν την χριστολογική
ορολογία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, συνεχίζοντας έτσι
την αποστολική Παράδοση και συμβάλλοντας στην προφύλαξη της παρακαταθήκης
των αυτοπτών του Λόγου, από τις παρερμηνείες των αιρετικών. Για τον λόγο
αυτό η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων δεν παρουσιάζει εν πολλοίς
τίποτε το καινούργιο σε διατύπωση ως προς την προγενέστερη Χριστολογία,
αυτή των Αποστόλων.
- 4. Εξαίρεση στο παραπάνω
συμπέρασμα αποτελεί ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, του οποίου η
χριστολογικές διατυπώσεις διακρίνονται για την σαφήνειά τους, σε σημείο
που να προηγούνται κατά πολύ της εποχής τους και να συμβάλλουν στην
επίλυση πολύ μεταγενεστέρων χριστολογικών ερίδων.
- 5. Ο Άγιος Ιγνάτιος θέτει
στο κέντρο της διδασκαλίας του την σωτηριολογική Χριστολογία, η οποία δεν
είναι άλλο παρά ανάπτυξη και επανάληψη ήδη υπαρχόντων στην Παράδοση
στοιχείων.
- 6. Από την Χριστολογία του Θεοφόρου Ιγνατίου εξάγεται το συμπέρασμα πως έχει αρχίσει ο δογματικός καθορισμός της Χριστολογίας με κέντρο όχι την Τριαδολογία, αλλά την περί δύο φύσεως διδασκαλία.