«…Βασιλεία των ανθρώπων το γένος αναγκαίως υπεισείχθη … και η ομότιμος φύσις εις το άρχειν και άρχεσθαι μερισθήναι συνεχωρήθη…»
(Μάξιμος Ομολογητής
Φιλοκαλία Β’, 140)
Δεν ήταν πρόθεση του Θεού στον κόσμο να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι.
Δικός του Νόμος ήταν και πάντοτε θα είναι οι άνθρωποι να πορεύονται «κατά φύσιν», να ζουν και να ενεργούν ομότιμοι και ισότιμοι με τους άλλους.
Οι άνθρωποι, ωστόσο, σε πολύ μεγάλη πλειοψηφία, άλλη γνώμη είχαν και έχουν!
Αγνόησαν και αψήφησαν την γνώμη και τον Νόμο του Θεού, και έβαλαν και βάζουνε πάνω από του Θεού το θέλημα τη θέληση την δική τους, και το δικό του νόμο: να αφήνουνε την ψυχή τους αφύλακτη στη δίνη των παθών που φέρνουν πάντα θύελλες, σεισμούς και δυστυχίες.
Τους αρέσει (!) να τρέχουν αξεδίψαστοι, σαν άφρονες ιππείς, που ιππεύουν αχαλίνωτα άλογα μέσα στην καταχνιά, να τρέχουν ασυγκράτητοι στην άκρη του κατάραχου, στα χείλη του γκρεμού.
Γι’ αυτό ο Θεός, ο πάνσοφος, βλέποντας πως οι άνθρωποι μόνοι τους δε μπορούν να βγουν από το βάραθρο της άληκτης οδύνης τους, σ’ αυτήν που πάντα πέφτουν, και για να μη γίνονται τροφή ο ένας για τον άλλο, όπως τα ψάρια κάνουνε στων θαλασσών τα βάθη, από αγάπη ανέχτηκε να χωρίσει η ισότιμη των ανθρώπων φύση σε άρχουσα και αρχόμενη, για να συγκλίνουν, όμως, οι διαφορές, οι γνώμες και αντιθέσεις, και ένδοξα, έτσι, να αναδύεται αυτό που Εκείνος θέλει: η δίκαιη ισότητα της φύσης των ανθρώπων.
Οι διχασμένοι άνθρωποι επιμένουν, πάλι, από άπληστη αλαζονεία, να μένουν στο αφέγγαρο σκοτάδι και αρνούνται να σβήσουν τη δίψα της ψυχής τους στο αθάνατο νερό της πίστης στον Χριστό, που κατέβηκε στη γη και θυσιάστηκε για την σωτηρία τους.
Και αντί να συγκλίνουν με τον Θεό, αποκλίνουν, από Αυτόν, αλλά και τον συνάνθρωπό τους, και αρπάζουν οι επιτήδειοι την ευκαιρία να στήσουν θρόνους και να φτιάξουν βασίλεια και εξουσίες, και θεσμούς και αρχές, όχι για να επιτυγχάνεται αυτό που θέλει ο Θεός, η δίκαιη ισότητα των ανθρώπων, αλλά για να υπηρετούν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα, να καταπιέζουν και να τυραννούν ανθρώπους και λαούς, να διαιρούν τον κόσμο, να διχάζουν τον άνθρωπο, να κάνουν τους αδύναμους και φτωχούς φτωχότερους, και τους πλούσιους πλουσιότερους.
Ο Θεός, όμως, βλέπει τους ανάξιους αυτούς ηγέτες, και τους αποκαλεί «άφωνα σκυλιά», που έχουν τη ρίζα τους βουτηγμένη στα βρώμικα νερά, σκυλιά που ποτέ τους δεν γαυγίζουνε, και αφήνουν την ποίμνη αφύλακτη στους πεινασμένους λύκους, κι ένα μονάχα είναι αυτό που σκέπτονται και τους νοιάζει: Να τρώνε και να πίνουνε και να γλεντοκοπούν τις νύχτες, κι όταν χαράξει το πρωί όλοι τους να βυθίζονται στης τεμπελιάς τον ύπνο, ώσπου να ‘ρθει το βράδυ να συνεχίσουν πάλι από εκεί που είχαν μείνει, να πέφτουνε βαθύτερα στο ακόλαστο σκοτάδι, στο άχθος των παθών (Ησ. νστ’ 10).
Αυτούς τους ψευδεπίγραφους ηγέτες τους προειδοποιεί ο Θεός και τους λέει:
«Αλίμονο, στους ισχυρούς, γιατί σ’ αυτούς θα πέσει άσβηστη η οργή μου, σ΄ αυτούς που στέκονται απέναντι, και είναι οι εχθροί μου.
Τους άνομους και βέβηλους εγώ θα τελειώσω, κι αυτούς που είναι περήφανοι, όλους θα ταπεινώσω.
Θα συντριβούν οι άνομοι, οι αγνώμονες και αχάριστοι, που τον Θεό ξεχάσαν.
Όλοι θα τελειώσουνε στο λάκκο της ντροπής τους, στο βάλτο των ειδώλων τους, θα γίνουνε άφυλλο δεντρί, σε γη ερημική, όαση δίχως νερό, που καίγεται στο λιοπύρι, αδύναμη σαν καλαμιά στον κάμπο, στο ξεροβόρι, τα έργα τους σπίθες, που άναψαν φωτιά για να τους καίει, χωρίς να υπάρχει άνθρωπος τη φλόγα της να σβήσει.» (Ησ. Α’ 24-31)
Η συνέχεια εδώ