Οι πεσόντες μας και οι παρελάσεις
Με τον τίτλο αυτό δημοσιεύεται σήμερα στην Καθημερινή επιστολή της κ. Σταυρούλας Δουράκη-Ξανθάκου (που, όπως γνωρίζω από παλαιότερες επιστολές της, ζει στο Λονδίνο). Την αναδημοσιεύω γιατί είναι επίκαιρη από πολλές πλευρές.
‘«Σεβαστή µου µητέρα…». Έτσι άρχιζαν τα σύντοµα γράµµατα από το µέτωπο που έστελνε ο θείος µου ο Κώστας στη γιαγιά µου µε τα ταχυδροµικά δελτάρια. Ύστερα «ουδέν νεώτερον…» και τέλος το επίσηµο γράµµα που της έλεγε ότι ο γιος της πέθανε ηρωικά για την πατρίδα του, σε µια επικίνδυνη αποστολή για την οποία ο ίδιος δεν είχε κληρωθεί, παίρνοντας εθελοντικά τη θέση συστρατιώτη του, λέγοντας: «Αυτός έχει µικρά παιδιά που δεν πρέπει να µείνουν ορφανά». Το σώµα του έµεινε κάπου εκεί στα χιονισµένα βουνά της Αλβανίας, και η µητέρα του, µαζί µε την αδελφή του, τη µητέρα µου, έµειναν να αναρωτιούνται πώς ήταν οι τελευταίες του στιγµές και πώς θα αντιµετωπίσουν τον πόλεµο και την Κατοχή ολοµόναχες. Αυτός, όπως και τόσοι άλλοι, είχε εφαρµόσει στην πράξη µε τον πιο τραγικό τρόπο αυτά που είχε µάθει όταν έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Αυτός δεν ήταν ο όψιµος πατριώτης που θα υπηρετήσει είκοσι µόνο ηµέρες, εξαγοράζοντας το υπόλοιπο της θητείας του µε τα dollars του, ο «θείος από το Σικάγο» που ήρθε στην Ελλάδα να δείξει στους Έλληνες πώς ζουν οι προοδευτικοί άνθρωποι στις «πολιτισµένες» χώρες.
Κάθε χρόνο, οι παρελάσεις μας θυμίζουν ακριβώς αυτούς που θυσιάστηκαν για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Αυτούς που αξίζουν τον ορισμό της λέξης «υπερήφανος», κάποιου δηλαδή που έχει επιτελέσει ένα αξιόλογο έργο – το πιο αξιόλογο σε αυτή την περίπτωση. Καθώς περνούν από μπροστά μας οι στρατιώτες που είναι έτοιμοι «αν χρειαστεί η Ελλάδα μας να δοξαστεί, τότε όλοι μαζί…», οι νοσοκόμες και κυρίως οι ανάπηροι του πολέμου, σεμνοί, παρ’ όλα όσα πέρασαν και όσα προσέφεραν, στο μυαλό μου έρχονται κάτι άλλες παρελάσεις, οι παρελάσεις αυτών που διακηρύσσουν την… υπερηφάνεια τους για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις και δραστηριότητες. Σαν να ενδιέφεραν κανέναν!’