Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Μηδὲ συνεσθίειν, βδέλυγμά ἐστι, ἀπόσχηται ταύτης».
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι τὰ θέματα τῆς Πίστεως ἔχουν τὸν πρῶτο λόγο στὴν ζωή μας, γιατὶ κατ’ ἐξοχὴν ἡ αἵρεση μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκτὸς αὐτοῦ, μᾶς διδάσκουν ὅτι ὅποιος πίπτει σὲ θέματα Πίστεως, στὴ συνέχεια πίπτει καὶ ἠθικῶς, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετα, ὅποιος ξεπέφτει ἠθικά, ἀστοχεῖ καὶ στὴν Πίστη. Καὶ γιὰ τὸ ἕνα, καὶ γιὰ τὸ ἄλλο, ἂν καὶ παρατηρεῖται στοὺς κόλπους τους, ἀδιαφοροῦν σήμερα οἱ κυρίως ὐπεύθυνοι!
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσης, διδάσκουν ὅτι ἡ ἐπαφὴ καὶ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μολύνει τοὺς ἐπικοινωνοῦντας, ὅπως μᾶς μολύνει καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἠθικὰ ἁμαρτάνοντας. Τοῦτο τὸ ἐπιβεβαίωναν καὶ σύγχρονοι καθηγητὲς καὶ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς κληρικοί, ὅπως ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης: «Ἐν πρώτοις νὰ φροντίσουμε νὰ μὴ μιανθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Νὰ μὴν ἔχουμε καμία μαζί τους ἐπικοινωνία, ὅπως συνιστοῦν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες».
Παραθέτοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Ἐξήγησιν» τῆς «Πρὸς Κορινθίους Πρώτης Ἐπιστολῆς» Παύλου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Θεοφύλακτου, ἐκφράζουμε καὶ πάλι τὴν ἀπορία μας πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας χριστιανούς, ποὺ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές: Ἂν ἀποτελεῖ Ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς (ὅπως κι ἐδῶ βλέπουμε) ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἠθικὰ ἁμαρτάνοντας, πόσο μᾶλλον ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές;
Εἶναι γνωστὸ τὸ περιστατικὸ τῆς πορνείας, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀπ. Παῦλος (Α΄ Κορινθ. Κεφ. ε΄) καὶ σχολιάζει μὲ τὸ κείμενό του αὐτὸ ὁΘεοφύλακτος Βουλγαρίας. Ὁ ἀπ. Παῦλος κάνει συνυπεύθυνους τοὺς Κορινθίους χριστιανούς, γιὰ τὸ ἁμάρτημα τοῦ διαπράξαντος τὴν πορνεία, ὥστε νὰ φροντίσουν μὲ τὴν στάση τους καὶ νὰ συντελέσουν στὴν ἀνάνηψη τοῦ ἀδελφοῦ τους ποὺ ἁμάρτησε, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ «κοινὸν ὄνειδος» καὶ στιγματίζει ὅλη τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, ἀλλὰ καὶ μολύνονται ἀπὸ τὴν παρουσία του καὶ τὴν συναναστροφή μαζί του.
Καὶ ἐπιτάσσει ὁ Ἀπόστολος νὰ συγκεντρωθοῦν ἀμέσως καὶ νὰ ἀποφασίσουν ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τὴν ἀποβολή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (τὸν ἀφορισμό του), χωρὶς νὰ περιμένουν νὰ παραστεῖ κι αὐτὸς στὴν σύναξή τους, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔχει ἤδη καταδικάσει τὸν ἁμαρτήσαντα.
Καὶ δικαιολογεῖ τὴν βιασύνη του: Διότι, λέγει, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀποτελεῖ ἠθικὴ πηγὴ μολύνσεως καὶ πρέπει νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ παραδοθεῖ στὸν σατανᾶ, πρὶν ἡ μόλυνση διαδοθεῖ σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Καὶ τὰ γράφω αὐτά, συνεχίζει, γιατὶ δὲν σκέπτομαι μόνο τὴν δική του σωτηρία (στὴν ὁποία θὰ συντελέσει ἡ παιδαγωγικὴ ἀπομάκρυνσή του–ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλὰ καὶ τὴ δική σας (σωτηρία), ἀφοῦ τὸ κακὸ προζύμι «μολύνει» ὅλο τὸ ψωμί, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ἐρωτᾶ ὁ Θεοφύλακτος, ὁ ἁμαρτήσας Κορίνθιος νὰ ὀνομάζεται ἀδελφὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο; Εἶναι, ἀπαντᾶ, μόνον κατ’ ὄνομα ἀδελφός, ὄχι στ’ ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν ἠθικὰ ἢ εἰδωλολατροῦν, μὲ αὐτοὺς νὰ μὴν ἔχετε καμία σχέση· ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία νὰ μὴν τοὺς δέχεσθε, ἀλλὰ μὲ αὐτοὺς οὔτε νὰ συντρώγετε.
«“Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὀνομάζεται, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν”. Κοινὸν ποεῖται πάντων τὸ ἔγκλημα, ἵνα μὴ ραθυμήσωσιν ὡς ἀλλότριοι τοῦ πλημμελήματος, ἀλλὰ σπουδάσωσι τοῦτο διορθώσασθαι, ὡς κοινὸν ὄνειδος. “Kαὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας”. Ἔδει, φησί, πενθῆσαι, διότι εἰς τὸ κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας ἡ διαβολὴ προεχώρησε· ἔδει εὔξασθαι καὶ κλαῦσαι ὡς ἐπὶ νόσου καὶ λοιμοῦ. “Ἵνα ἐξαρθῇ ἐξ ὑμῶν”, τουτέστιν, ἀποτμηθῇ ὡς κοινὴ βλάβη... “Ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρών”. Ὅρα θυμόν. Οὐδὲ ἀναμεῖναι αὐτοῦ τὴν παρουσίαν ἀφίησιν, οὐδὲ ἐκδέξασθαι αὐτόν, καὶ τότε δῆσαι, ἀλλ’ ὡς λοιμὸν ἐπείγεται κατασχεῖν, πρὶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας διαδοθῇ... “τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ”. Ἵνα μὴ κατὰ ἀνθρωπίνην πρόσληψιν ἡ σύναξις γένηται, ἀλλὰ κατὰ Θεόν... “συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ”...
“Οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;”. Καὶ ὑμῶν, φησί, οὐκ ἐκείνου μόνου κήδομαι. Καὶ γὰρ ἀμελούμενον τὸ κακὸν δύναται καὶ τὸ λοιπὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λυμήνασθαι. Ὥσπερ γὰρ ἡ ζύμη μικρὰ οὖσα, τὸ φύραμα πᾶν ζυμοῖ καὶ πρὸς ἑαυτὴν μεταβάλλει· οὕτω καὶ ἡ τούτου ἁμαρτία πρὸς ἑαυτὴν πολλοὺς ἐπισπάσεται. “Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι”... Παλαιὰν γὰρ ζύμην πᾶσαν κακίαν φησί...
“Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις, καὶ οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις ἢ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις· ἐπεὶ ὠφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν”... Πῶς γὰρ δυνατόν, ἐν τῇ πόλει πλειόνων ὄντων τῶν Ἑλλήνων, μὴ συναμίγνυσθαι τοῖς τοιούτοις;...
Καὶ πῶς ἀδελφὸς ὤν, εἰδωλολάτρης εἶναι δύναται;... Καλῶς δὲ εἶπε τὸ, “Ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος”. Ὄνομα γὰρ μόνον ἀδελφοῦ ἔχει, οὐκ ἔστι δὲ τῇ ἀληθείᾳ, πᾶς ὁ τοῖς ἀπαριθμημένοις ἔνοχος.... Ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ, τουτέστιν, ὑπάρχῃ πόρνος, καὶ τὰ ἑξῆς, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν, ἵνα γνοὺς ὅτι βδέλυγμά ἐστι διὰ τὴν κακίαν, ἀπόσχηται ταύτης» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, P.G. 621- 628).