ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ:
«Παγκόσμιον Συνέδριον Ἐκκλησιῶν»
Ὤ ποία ἀπάτη και παγίδα! θὰ ἔπρεπε νὰ λέγεται Παγκόσμιον Συνέδριον αἱρετικῶν.
«ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ»·
ΑΓΙΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΤΕ
ΣΤΗΝ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ, ΔΕΝ ΑΚΟΥΤΕ ΤΗΝ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ;
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν δύνανται νὰ συμμετέχουν εἰς Συμβούλια καὶ Συνελεύσεις τῶν αἱρετικῶν ὡς ὀργανικὰ μέλη, νὰ ψηφίζουν καὶ νὰ ψηφίζωνται καὶ νὰ λαμβάνουν μονίμους θέσεις εἰς Ἐπιτροπὰς τεταγμένας νὰ ἐκτελοῦν τὰς ἀποφάσεις τῶν Γ. Συνελεύσεών των».
Μητροπ. Σάμου Εἰρηναῖος
«Παγκόσμιον Συνέδριον Ἐκκλησιῶν»
Αὐγουστίνου Καντιώτη
Ὁποία τραγικὴ εἰρωνεία! Ἀντὶ περιφραγμάτων ἡ Ἑλλὰς ἀνοίγει τὰς θύρας της διὰ νὰ ὑποδεχθῆ ποίους; Τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς στέλλουν ἐδῶ τοὺς πράκτορές των διὰ νὰ προσηλυτίσουν Ἕλληνας εἰς τὰς αἱρέσεις των.
«Παγκόσμιον Συνέδριον Ἐκκλησιῶν» σοῦ λέγουν. Παγκόσμιον Συνέδριον Ἐκκλησιῶν, καὶ ἄς ἀπουσιάζουν ἀπʼ αὐτὸ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ αἱ περισσότεραι αὐτοκέφαλαι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς. Ὁποία ἀπάτη! Ὁποία παγίς! Παγκόσμιον Συνέδριον Ἐκκλησιῶν. Τὸ ὀρθόν: θὰ ἔπρεπε νὰ λέγεται καὶ νὰ γράφεται Παγκόσμιον Συνέδριον αἱρετικῶν… Καὶ εἰς τὴν παγίδα αὐτὴν τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς ἀνόητα πτηνά, εἰς τὰ ὁποῖα θὰ ὑπάρχει σύνεσις, ἐμπίπτουν θεολόγοι, καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερον, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖται ὡρισμένον Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Σεβασμ. Μητροπολίτην Ρόδου κ. Σπυρίδωνα, ὅστις λέγεται ὅτι ἔλαβεν ἐντολὴν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἵνα λάβη μέρος εἰς τὰς συνεδριάσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν!
Ἀλλὰ πρίν, Ἅγιε Ρόδου καὶ λοιποὶ μητροπολῖται τῆς Ὀρθοδοξίας, πρὶν φορέσητε τὰ διάσημα τοῦ ἀρχιερατικοῦ σας ἀξιώματος καὶ ἐμφανισθῆτε ἐνώπιον τοῦ Παγκοσμίου Συνεδρίου τῶν Ἐκκλησιῶν, διὰ νὰ τὸ χαιρετίσητε εὐλαβῶς καὶ νὰ συμπροσευχηθῆτε μετὰ τῶν συνέδρων, μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸν εἰς τὸ ἀξίωμά σας τολμῶμεν ἡμεῖς οἱ μικροὶ νὰ σᾶς ἀπευθύνωμεν ἐνώπιον τοῦ Πανελληνίου ποὺ μᾶς βλέπει καὶ ἀκούει, τὴν ἐξῆς ἐρώτησιν:
«Οἱ ὑψηλοί σας ξένοι μὲ τὰ μεγάλα ὀνόματα, ποὺ κάθηνται εἰς τὸ Συνέδριον, τί εἶνε; Δὲν σᾶς ἐρωτῶμεν τί εἶνε ἐξ ἐπόψεως Πατρίδος, πλούτου, κοσμικῆς σοφίας. Αὐτὰ διὰ τὸν εὐσεβὴ ἑλληνικὸν λαὸν τίθενται εἰς δευτέραν μοῖραν. Σᾶς ἐρωτῶμεν, τί εἶνε ἐξ ἐπόψεως πίστεως. Εἶνε Ὀρθόδοξοι; Ὄχι. Ἀλλὰ τὶ εἶνε; Εἶνε ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ. Αὐτὸ δὲν δύνασθε νὰ τὸ ἀμφισβητήσητε. Διότι ὅλοι ἀνήκουν εἰς παλαιάς, ἀνανεωθείσας ὑπʼ αὐτῶν εἰς νέα σχήματα αἱρέσεις, τὰς ὁποίας τὸ πάλαι κατεδίκασαν αἱ Τοπικαὶ καὶ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι.
Καὶ ἐφʼ ὅσον εἶνε αἱρετικοί, σᾶς ὑποβάλλομεν εὐλαβῶς δευτέραν ἐρώτησιν: Ὁποία ἡ θέσις ὑμῶν ὡς ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι αὐτῶν; Ἐὰν ἔζων σήμερον οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες θὰ ἐλάμβανον μέρος εἰς τοιαῦτα συνέδρια, εἰς τὰ ὁποῖα παρίστανται ὄχι ἀντιπρόσωποι μιᾶς αἱρέσεως, ἀλλὰ ὅλων τῶν αἱρέσεων, τοὺς ὁποίους κατεδίκασαν ἐκεῖνοι μὲ ἀφορισμούς;
Νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι οὐδεὶς ἐκ τῶν ἀοιδίμων ἐκείνων ἀνδρῶν καὶ προμάχων τῆς πίστεως θὰ ἐλάμβανε μέρος. Καὶ σεῖς, οἱ ὁποῖοι σήμερον εἰς τὰς θέσεις αὐτῶν εὑρίσκεσθε καὶ βαρύνεσθε μὲ φρικτοὺς ὅρκους ἔναντι τοῦ θυσιαστηρίου διὰ τὴν φύλαξιν τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τὸ αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ πράξητε.
Ἐκ τῆς ἀπέναντι ἀκτῆς, ἐν τῆ ὁποία «μεγάλα κεκοίμηνται στοιχεῖα», ἔρχονται ἰσχυραὶ φωναὶ καὶ ἀποροῦμεν πῶς δὲν τὰς ἀκούετε. Ἔρχεται ἐν πρώτοις ἡ φωνὴ τοῦ ἁγίου, τοῦ θεοφόρου Ἰγνατίου, ὅστις κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα κἄν ἀξιόπιστος ἦ, κἄν νηστευτής, κἄν παρθενεύη, κἄν σημεῖα ποιῆ, κἄν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾶ προβάτων φθορὰν κατεργάζεται. Εἴμεθα μαθηταὶ Παύλου καὶ Πέτρου; Γινώμεθα γνήσιοι παῖδες, ἀλλὰ μὴ νόθοι. Προσέχετε ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν. Αὐτοὶ εἶνε κύνες, λαθροδάκναι (δαγκάνουν χωρὶς νὰ φωνάζουν), ὄφεις συρόμενοι, δράκοντες, βασιλίσκοι, σκορπιοί, ἀνθρωπόμιμοι πίθηκοι».
Ἔρχεται ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, ἐπισκόπου Σμύρνης, ὅστις μετὰ δακρύων ὁμιλῶν πρὸς τοὺς μαθητάς του διηγεῖτο ἐπεισόδιον τοῦ διδασκάλου του Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ Εὐαγγελιστὴς πορευθεὶς εἰς λουτρὸν ἐν Ἐφέσω καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ἐν αὐτῶ εὑρίσκετο Κήρινθος ὁ αἱρετικὸς ἀνέκραξε˙ «Τέκνα μου, φύγωμεν μὴ καὶ τὸ βαλανεῖον συμπέση ἡμῖν, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ».
Ἔρχεται ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἀποκαλεῖ τοὺς αἱρετικοὺς ἀντιχρίστους καὶ προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ χαιρετοῦν αὐτούς, μηδὲ νὰ δέχωνται εἰς τὰς οἰκίας των (Α΄ Ἰωάν. 4, 3, Β΄ 7, 10-11).
Ἔρχεται ἡ φωνὴ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅστις δριμύτατα ἐλέγχει τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι παρεισάγουν αἱρέσεις ἀπωλείας (Β΄ 2, 1).
Ἔρχεται ἡ φωνὴ τοῦ ἑτέρου κορυφαῖου, τοῦ Παῦλου, ὅστις ἀναθεματίζει τοὺς διαστρέφοντας τὸ Εὐαγγέλιον, ἀπειλεῖ τιμωρίας τῶν μὴ συμμορφουμένων πρὸς αὐτὸ καὶ ἐν ταῖς ποιμαντορικαῖς ἐπιστολαῖς δίδει ὁδηγίας εἰς τοὺς προϊσταμένους τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ νὰ λαμβάνουν αὐστηρὰ μέτρα κατὰ τῶν αἱρετικῶν (Ρωμ. 16, 17, Β΄ Κορινθ. 6, 11, 15, Α΄ Τιμόθ. 1, 19-20, Β΄ 1, 13-14). Εἰς μίαν δὲ στιγμὴν ὁ Ἀπόστολος ἀκούεται νὰ λέγη μετʼ ἀσυνήθους πάθους˙ «Καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρʼ ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι λέγω˙ οἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρʼ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 8-9).
Ἔρχεται κατόπιν ἡ φωνὴ τοῦ μεγάλου προμάχου τῆς πίστεως, τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὅστις μετὰ παρρησίας κηρύττει ὅτι πᾶς αἱρετικὸς πατέρα ἔχει τὸν διάβολον, ὅστις ἐξ ἀρχῆς μετεστράφη καὶ ἔγινεν ἀνθρωποκτόνος καὶ ψεύστης καὶ διὰ μέσου τῶν αἱρετικῶν διαστρέφει τὰ γνήσια νοήματα τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας. Ἔρχονται τέλος αἱ φωναὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦν μὲ καθαίρεσιν τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀφορισμὸν τοὺς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται εἰς πνευματικὰς ἐπικοινωνίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν. (Ἴδε ΜΕ, ΞΔ Ἀποστόλων, ΣΤ΄ Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ΑΒ-ΑΓ τῆς ἐν Λαοδικεία Συνόδου)».
Ἀναμφιβόλως δὲ οἱ ἐν τοῖς Συνεδρίοις τῶν αἱρετικῶν Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔρχονται εἰς ποικίλας πνευματικὰς σχέσεις μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ὑπόκεινται εἰς τὰς ποινὰς τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι σαλπίζουν εἰς τὰ ὦτά των τὸ τοῦ Παῦλου: Τίς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῶ πρὸς Βελίαρ; (Β΄ Κορινθ. 14-15).
Διὰ τοῦτο ὁ γηραιὸς καὶ σεβάσμιος Ἱεράρχης Σάμου κ. Εἰρηναῖος, ἀπηχῶν τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἔγραφεν εἰς καθημερινὴν ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν δύνανται νὰ συμμετέχουν εἰς Συμβούλια καὶ Συνελεύσεις τῶν αἱρετικῶν ὡς ὀργανικὰ μέλη, νὰ ψηφίζουν καὶ νὰ ψηφίζωνται καὶ νὰ λαμβάνουν μονίμους θέσεις εἰς Ἐπιτροπὰς τεταγμένας νὰ ἐκτελοῦν τὰς ἀποφάσεις τῶν Γ. Συνελεύσεών των.
Απόσπασμα από «Χριστιανική Σπίθα» του 1959, φυλ. 318