Ἡ ἁγιασμένη ἐπανάσταση
Φώτης Κόντογλου
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὸ κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη.
Ἡ ἐπανάσταση γίνεται τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ κάποιες ὑλικὲς αἰτίες, ποὺ εἶναι ἡ σκλαβιά, ἡ στέρηση, ἡ κακοπέραση, τὰ βασανιστήρια, ἡ περιφρόνηση. Ἡ λευτεριὰ εἶναι ἡ θεότητα ποὺ λατρεύει ὁ ἐπαναστάτης, καὶ γι’ αὐτὴ χύνει τὸ αἷμα του.
Μὰ τὴ λευτεριά, πολλὲς φορές, σὰν τὴν ἀποχτήσει ὁ ἐπαναστάτης, δὲν τὴ μεταχειρίζεται γιὰ πνευματικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ χαρεῖ τὴν ὑλικὴ ζωὴ μονάχα.
Κοντὰ στὴν ὑλικὴ ζωὴ ἔρχεται καὶ ἡ πνευματική, μὰ τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ πνευματικὴ ζωὴ θεωροῦνε οἱ ἄνθρωποι κάποιες ἀπολαύσεις ποὺ εἶναι κι αὐτὲς ὑλικές, κι ἂς φαίνονται σὰν πνευματικές.
Ἕνας ἐπαναστάτης τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης, νὰ ποῦμε, θεωροῦσε γιὰ πνευματικὰ κάποια πράγματα πού, στ’ ἀλήθεια, δὲν ἤτανε πνευματικά.
Αὐτὸς ἤθελε ν’ ἀποχτήσει τὴ λευτεριά, γιὰ νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ νόμιζε πὼς εἶναι σωστὰ καὶ δίκαια γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ τοῦτο τὸν κόσμο μοναχά, δηλαδὴ γιὰ τὴν ὑλικὴ ζωή τους, μὴ πιστεύοντας πὼς ὑπάρχει τίποτ’ ἄλλο γιὰ νὰ τὸ ἐπιδιώξει ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτὸ λέγω πώς, γιὰ τὶς περισσότερες ἐπαναστάσεις, οἱ αἰτίες ποὺ τὶς κάνανε νὰ ξεσπάσουνε σταθήκανε ὑλικές, καὶ ἡ ἐλευθερία ποὺ ἐπιδιώξανε ἤτανε προορισμένη νὰ ἱκανοποιήσει μονάχα ὑλικὲς ἀνάγκες.
Ἡ ἑλληνικὴ ὅμως Ἐπανάσταση εἶχε μὲν γιὰ αἰτία καὶ τὶς ὑλικὲς στερήσεις καὶ τὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ὅπως ἡ κάθε ἐπανάσταση, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ’ αὐτὲς τὶς αἰτίες, εἶχε καὶ κάποιες ποὺ εἶναι καθαρὰ πνευματικές. Καὶ πνευματικό, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἀληθινὰ πνευματικό, εἶναι ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ πνευματικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ ψυχή του, δηλαδὴ μὲ τὴ θρησκεία.
Ἡ σκλαβιὰ ποὺ ἔσπρωξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸ Τοῦρκο δὲν ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση καὶ ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ’ ὅλα, τὸ ὅτι ὁ τύραννος ἤθελε νὰ χαλάσει τὴ πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόντανε τὴ πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι.
Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πράγμα, καὶ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ἤτανε μονάχα ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ’ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴ ψυχή τους.
Γιατί, γι’ αὐτούς, κοντὰ στὸ κορμί, ποὺ ἔχει τόσες ἀνάγκες καὶ ποὺ μὲ τόσα βάσανα γίνεται ἡ συντήρησή του, ὑπῆρχε καὶ ἡ ψυχή, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅσο περισσότερο ἀξίζει τὸ ροῦχο ἀπ’ αὐτό.
Ἐκεῖνες οἱ ἀπλές ψυχές, ποὺ ζούσανε στὰ βουνὰ καὶ στὰ ρημοτόπια, ἤτανε διδαγμένες ἀπὸ τοὺς πατεράδες τους στὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ γνωρίζανε, μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε ἀγράμματες, κάποια ἀπὸ τὰ λόγια του, ὅπως εἶναι τοῦτα: «Τί θὰ ὠφελήσει ἄραγε τὸν ἄνθρωπο, ἂν κερδίσει τὸν κόσμον ὅλο, καὶ ζημιωθεῖ τὴ ψυχή του;»
Ἤ: «Τί θὰ δώσει ἄνθρωπος γιὰ πληρωμὴ τῆς ψυχῆς του;» «Ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὴ τροφή, ὅπως τὸ κορμὶ ἀπὸ τὸ φόρεμα!» κ.α.
Γιὰ τοῦτο, κατὰ τὰ χρόνια της σκλαβιᾶς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε καὶ κρεμαστήκανε καὶ παλουκωθήκανε γιὰ τὴ πίστη τους, ἀψηφώντας τὴ νεότητά τους, καὶ μὴ δίνοντας σημασία στὸ κορμί τους καὶ σὲ τούτη τὴ πρόσκαιρη ζωή.
Στράτευμα ὁλάκερο εἶναι οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες, ποὺ δὲ θανατωθήκανε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τούτης τῆς ζωῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴ πολύτιμη ψυχή τους, ποὺ γνωρίζανε πὼς δὲ θὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ κορμί, ἀλλὰ θὰ ζήσει αἰώνια.
Ἀκούγανε καὶ πιστεύανε ἀτράνταχτα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Μὴ φοβηθεῖτε ἐκεῖνον ποὺ σκοτώνει τὸ σῶμα, καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα παραπάνω. Ἀλλὰ νὰ φοβηθεῖτε ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ θανατώσει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴ ψυχή».
Ἡ ἐλευθερία, ποὺ γι’ αὐτὴ θυσιάζονταν, δὲν ἤτανε κάποια ἀκαθόριστη θεότητα, ἀλλὰ ἤτανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ γι’ αὐτὸν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅπου τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ εἶναι κ ̓ ἡ ἐλευθερία».
Κι ἀλλοῦ λέγει: «Σταθεῖτε στερεὰ στὴν ἐλευθερία ποὺ σᾶς χάρισ ε ὁ Χριστός, σταθεῖτε καὶ μὴν πέσετε πάλι στὸ ζυγὸ τῆς δουλείας. Γιατί γιὰ τὴν ἐλευθερία σᾶς κάλεσε. Ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία μὴν τὴν παίρνετε μονάχα σὰν ἀφορμὴ γιὰ τὴ σάρκα σας».
Γιὰ τοῦτο εἶναι ἁγιασμένη ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κι ἁγιασμένοι οἱ πολεμιστές της, ὅπως ἤτανε ἁγιασμένοι ὅσοι πολεμήσανε μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, πρὶν ἀπὸ τριακόσια ἐξηνταοχτῶ χρόνια, κατὰ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, καταπάνω στὸν ἴδιο ὀχτρὸ τῆς πίστης τους.
Ἄκουσε μὲ τί λόγια μιλοῦσε ἐκεῖνος ὁ ἁγιασμένος βασιλιὰς στοὺς στρατιῶτες του, σὰν νὰ ‘λέγε κανένα τροπάρι: «Ἐλθῶν οὔν, ἀδελφοί, ὁ δυσσεβῆς αὐτὸς ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἠμῶν πίστεως, ἠμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ’ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὔρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἴνα καταπίη ἠμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἧν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳ τὲ καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνη ἠμῶν Θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσε καὶ ἐχαρίσατο, τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν».
Καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Ἐλπίζω Θεῷ λυτρωθείημεν ἠμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς, δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ἠμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἀξία ἐν τῷ κόσμῳ ἔσεται».
Στὴν ἐπανάσταση τοῦ Εἴκοσι ἕνα, ὅπως καὶ στὴν πολιορκία τῆς Πόλης, μαζὶ μὲ τοὺς λαϊκοὺς πολεμούσανε πλῆθος ρασοφορεμένοι, καλόγεροι, παπάδες καὶ δεσποτάδες, καὶ τραβούσανε μπροστὰ μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι, κι ἀπὸ πίσω τούς χίμιζε κλαίγοντας ὁ λαός, κ’ ἔψελνε:
Γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία,
γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία,
γι’ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ,
μ’ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ,
κι ἂν δὲν τὰ ἀποκτήσω,
τί μ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;
Στὴ Πόλη κρεμάστηκε ὁ πατριάρχης Γρηγόριος, ἀνοίγοντας πρῶτος τὸ μαρτυρολόγιο τῆς Ἐπανάστασης.
Ὁ Θανάσης Διάκος πολέμησε σὰν νέος Λεωνίδας, καὶ σουβλίστηκε γιὰ τὴ πίστη του. Ὁ Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανός, ὁ Ἠσαΐας Σαλώνων, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Θύμιος Βλαχάβας, κι ἄλλοι πολλοί, πολεμήσανε γιὰ τὴν ἁγιασμένη πατρίδα τους.
Στὴ Τριπολιτσὰ κλειστήκανε στὴ φυλακὴ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση οἱ δεσποτάδες τοῦ Μοριά, κ’ οἱ περισσότεροι πεθάνανε μὲ ἀβάσταχτα μαρτύρια. Τὸ ἴδιο καὶ στὴ Πόλη, φυλακωθήκανε καὶ κρεμαστήκανε πολλοὶ δεσποτάδες.
Παρακάτω βάζω λίγα λόγια ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἀντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:
«Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου. Ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων του Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀραγμένοι εἰς Ντάρδιζα μὲ ἥσυχον ἀέρα τῆς τραμουντάνας, πλὴν μὲ χιόνια.
Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἑορτῆς, τὸ πρωί, ὑψώνοντας τὴν σημαίαν μας, ἐρρίχθη καὶ μία κανονιά, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ ἐδῶ ἀραγμένα τὸ αὐτὸ ἔπραξαν.
Κυριακή, 15 Αὐγούστου. Ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου. Ἐξημερώθημεν ἀραγμένοι. Ὑψώσαμεν τὰς σημαίας καὶ ἐρρίξαμεν καὶ ἀπὸ μίαν κανονιὰν διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἡμέρας».
Ὁ ναύαρχος Κουντουριώτης ἔκανε τὴ προσευχή του, σὰν τοὺς παλιούς, νὰ τὸν βοηθήσει ἡ Παναγία στὴ ναυμαχία τῆς «Ἕλλης», κι ὅπου ἀλλοῦ τὸν καλοῦσε τὸ χρέος του. Τὸ ἴδιο κάνανε καὶ κάνουνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες στὸ πόλεμο.
Κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρῶτοι οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας πληρώσανε μὲ τὴ ζωὴ τοὺς τὸ καινούργιο χαράτσι στὸν ὀχτρὸ τῆς πίστης μας.
Ὁ μητροπολίτης τῆς Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ὁ δεσπότης τῶν Κυδωνιῶν Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος θανατώθηκε ἄσπλαχνα, κι ὅλοι οἱ παπάδες κ’ οἱ καλόγεροι περάσανε ἀπὸ τὸ σπαθί.
Οἱ Γερμανοὶ κ’ οἱ Ἰταλοὶ θανατώσανε κι αὐτοὶ τοὺς ρασοφορεμένους τῶν χωριῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνουν παραπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεομάχους.
Ναί! Πίστη καὶ πατρίδα εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα πράγμα. Κι ὅπως πολεμᾶ τὸ ἕνα, πολεμᾶ καὶ τ’ ἄλλο, κι ἂς μὴν ξεγελιέται.
Ἡ μάννα μας ἡ πνευματικὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ ποτίστηκε μὲ πολὺ κι ἁγιασμένο αἷμα. Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε καὶ δὲν χύνει ὡς τὰ σήμερα τὸ αἷμα του γιὰ τὴ πίστη, ὅσο ὁ δικός μας.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ὁ θησαυρὸς ὁ κρυμμένος κι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ποὺ λέγει ὁ Χριστός.