Το ακόλουθο ιστορικό παράδειγμα του γνωστού βυζαντινού Γεωργίου Γεμιστού Πλήθων είναι προς διόρθωση όσων αδιακρίτως πιστεύουν, ότι όποιος αντιτίθεται π.χ. στην παγκοσμιοποίηση, στο θέμα των ταυτοτήτων ή του εμβολίου ή είναι υπέρ της Ελλάδος είναι αυτομάτως επαινετέος και σύμμαχος των Χριστιανών.
ο Γεμιστός Πλήθων "έδωσε την ιδική του μάχη κατά των ενωτικών, όχι βεβαίως υπερασπιζόμενος το Γένος των Ελλήνων, άλλ’ έχοντας ως σκοπό την προβολή της ειδωλολατρικής πολυθεΐας, η οποία θα απέτρεπε, κατ’ αυτόν, την ένωση των Εκκλησιών και την συνακόλουθη υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην Δυτική. Το σχέδιό του σκοπούσε στην αναγέννηση του Ελληνισμού όχι μέσω της Ορθοδοξίας, αλλά μέσω της ειδωλολατρίας των αρχαίων Ελλήνων"
Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η περίπτωση του σοφού αυτού ομοιάζει με του Ιουλιανού, γι’ αυτό και ο τίτλος της εισηγήσεώς μας. Πως και γιατί έφθασε στην πλάνη αυτήν θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε στην παρούσα εισήγηση. Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη περί το 1360 και απέθανε στην Σπάρτη, στις 26 Ιουνίου 1452, ένδεκα μήνες πριν από την Άλωση. Έζησε την τραγωδία της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας μας στις πολιτικοεκκλησιαστικές αλλά και κοινωνικές διεργασίες των τελευταίων δεκαετιών, κατά τις οποίες υπήρξε εκ των πρωταγωνιστών. Τα έτη της νεότητάς του διήλθε στην Βασιλεύουσα, όπου σπούδασε την πλατωνική φιλοσοφία, η οποία είλκυε, την δεδομένη περίοδο, την βυζαντινή λογιοσύνη και συζητούσε τις διαφορές της από την αριστοτελική· μη αρκούμενος στον Πλάτωνα, περί το 1380, μετέβη στην Αδριανούπολη, όπου ο ηγεμών της Μουράτ Α’ είχε συγκεντρώσει πλήθος λογίων, και έμεινε εκεί έως το 1393, έτος του θανάτου του Ιουδαίου διδασκάλου του Ελισσαίου, εισηγητού ενός παραδόξου συστήματος πολυθεϊσμού ή πανθεϊσμού, άγνωστου, πάντως, στις λεπτομέρειές του. Μετά το 1393 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, στο Δεσποτάτο του Μωρέως, όπου οι κατά καιρούς ηγεμόνες τον χρησιμοποίησαν ως πολιτικό σύμβουλο και όπου συνέγραψε το πλούσιο, κατά τα άλλα, συγγραφικό έργο του και όπου εισηγήθηκε ένα ρηξικέλευθο πολιτικοκοινωνικό πρόγραμμα, το οποίο ανέλυσαν αρκετοί ερευνητές, όπως ο Απόστ. Βακαλόπουλος και ο Σ. Σπέντζας, για να αναφέρω τους πλέον γνωστούς.
Το 1438-1444 συμμετείχε στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορος Ιωάννου Παλαιολόγου, στην οποία έδωσε την ιδική του μάχη κατά των ενωτικών, όχι βεβαίως υπερασπιζόμενος το Γένος των Ελλήνων, άλλ’ έχοντας ως σκοπό την προβολή της ειδωλολατρικής πολυθεΐας, η οποία θα απέτρεπε, κατ’ αυτόν, την ένωση των Εκκλησιών και την συνακόλουθη υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στην Δυτική. Το σχέδιό του σκοπούσε στην αναγέννηση του Ελληνισμού όχι μέσω της Ορθοδοξίας, αλλά μέσω της ειδωλολατρίας των αρχαίων Ελλήνων, θεωρώντας τον Χριστιανισμό ξεπερασμένο και μη δυνάμενο όχι μόνον να λυτρώσει το Γένος στην φθίνουσα παρακμή του, αλλά και να αντιμετωπίσει την απειλή του Ισλάμ. Άραγε αυτή η αγωνία του η προερχόμενη από τον ισλαμικό κίνδυνο τον οδήγησε στην ουτοπία αναβιώσεως της ειδωλολατρίας των αρχαίων προγόνων του; Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ευρισκόμενος με τον Πλήθωνα στην Φλωρεντία, για την γνωστή ληστρική σύνοδο, μαρτυρεί ότι ο Γεμιστός-Πλήθων -το επώνυμο Πλήθων είναι εξελληνισμός του Γεμιστός και ο ίδιος εκαυχάτο ότι λεκτικώς αυτό προσομοίαζε με το Πλάτων- διεκήρυττε απ’ εκεί, την Φλωρεντία, ότι η ανθρωπότης μια ψυχή και καρδία θα προσερχόταν στην νέα θρησκεία.
Πραγματική ουτοπία δηλαδή· και όταν ερωτήθηκε από τον γνωστό λόγιο Γεώργιο Τραπεζούντιο ποια νέα θρησκεία εννοεί, αυτός απάντησε, την πατρώα και παγανιστική. Ουτοπία η παραφορά ενός, όντως, σοφού. Επαναλαμβάνουμε, πάντως, ότι ο Γεμιστός δεν υπέγραψε την ατιμωτική ένωση των Εκκλησιών στην Φλωρεντία λόγω, κυρίως, των σκέψεων και επιδιώξεών του να προωθήσει την νέα παγανιστική θρησκεία, την οποία η ένωση των Εκκλησιών ασφαλώς και θα εμπόδιζε.Είναι, όμως, αληθές ότι κατά την παραμονή του στην Φλωρεντία ο Γεμιστός ενέπνευσε στην ιταλική λογιοσύνη της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως την αγάπη της για τον Πλάτωνα με το έργο του Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεταν συνέβαλε, ωσαύτως, στην ίδρυση της Πλατωνικής Ακαδημίας από τους Μεδίκους της Φλωρεντίας. Μετά την Φλωρεντία ο γηραιός, ογδοντάχρονος πλέον, Γεμιστός επέστρεψε στον Μυστρά, όπου έζησε άλλα ένδεκα χρόνια ασχολούμενος με το έργο του Περί Νόμων και τιμώμενος από τους μαθητές του, ως ήσαν ο Καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Ερμώνυμος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κ.α. Και όταν απεβίωσε, τα οστά του, με την φροντίδα του Σιγισμόνδου Malatesta Pandolfo, τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου στο Ρίμινι.
Όσο για το σύστημα που ήθελε να καθιερώσει ο Γεμιστός, αυτό στηριζόταν στον Πλάτωνα και σε αρχές ερειδόμενες στην ύπαρξη των αφθάρτων και αιωνίων ιδεών, τις οποίες θεωρούσε ανώτερες νοήσεις, καθώς και στην αποδοχή της Ειμαρμένης. Στις νοήσεις έδωσε ονόματα ειδωλολατρικών θεοτήτων με πρώτη τη νόηση του Διός, από την οποία, κατά τη διδασκαλία του, εξαρτώνταν και οι λοιπές. Η Ειμαρμένη είναι το όργανο με το οποίο ο Ζεύς κυβερνά τον κόσμο, ενώ η ανθρώπινη ψυχή χωρίζεται σε φθαρτή και άφθαρτη και ο άνθρωπος οφείλει με τις πράξεις του να κάμει το αθάνατο μέρος της ψυχής του ώστε να εγγίζει τις νοήσεις-θεότητες. Γενικώς, η διδασκαλία του είναι επηρεασμένη από πλατωνικά, νεοπλατωνικά, ζωροαστρικά και παγανιστικά στοιχεία που σκοπούσαν στην λύση του κοσμολογικού και ανθρωπολογικού προβλήματος. Επομένως η «θεολογία» του Πλήθωνος στηρίζεται στον Πλάτωνα και τον Ζωροάστρη, με την διδασκαλία του οποίου ασχολήθηκε στο έργο του Διασάφησις των εν τοις Ζωροάστρον λόγοις ασαφέστερον ειρημένων και ζωροαστρίων και πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις. Ο Γεμιστός συγκεφαλαιώνει εδώ την διδασκαλία του νεοπλατωνισμού και ζωροαστρισμού με δικές του προτάσεις σε επιμέρους ζητήματα. Η Ειμαρμένη, κατ’ αυτόν, είναι δύναμη που κυριαρχεί στον κόσμο, που διαφέρει από την τύχη των αρχαίων και την συνεργία της χριστιανικής διδασκαλίας· όπλο της είναι ο λογισμός και όχι η μοιρολατρία και η εγκατάλειψη του ανθρώπου στην θεία Πρόνοια. Για τον Πλήθωνα ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να αποκτά και να ασκείται στις αρετές, κορυφαία των οποίων είναι η θεοσέβεια, και έτι πλέον ως έχων μετοχή στην φρόνηση και κατ’ ακολουθίαν στην ελευθερία που βασίζεται στην ηθική πρακτική και στην ηθική συμπεριφορά. Πιστεύει, ακόμη, ότι η επίγνωση του Θεού κατορθούται μέσω της φιλοσοφίας και της επιστήμης, που δίδει στον άνθρωπο την ικανότητα να ιδεί την αλήθεια των όντων. Η φιλοσοφία είναι, κατ’ αυτόν, ικανή από μόνη της να δημιουργήσει νέα θρησκεία, αυτήν δηλαδή την παγκόσμια θρησκεία που ήθελε να διαδώσει μες την δυστυχία του απειλουμένου από το Ισλάμ Γένους. Στο έργο του Νόμων συγγραφή συμφύρονται ευχές προς τους υπερουρανίους θεούς, προς τον Δία, προς τους θεούς τους εντός ουρανού, αλλά και απόψεις ως περί της των θεών συμπάντων αϊδιότητος, περί της γενέσεως αυτών και του Ποσειδώνος, περί της λατρείας των θεών, περί των Ιερέων και του βίου αυτών, περί καθαρμών, περί θεών, περί ως ου κακών οι θεοί αίτιοι, περί διαφοράς της των θεών γενών κ.λπ.
Αυτή με ολίγα λόγια είναι η βάση της ουτοπικής διδασκαλίας του Γεμιστού-Πλήθωνος, την οποία εξέφρασε ευρισκόμενος με τους λοιπούς Ρωμηούς, που εκπροσωπούσαν την αιμάσσουσα Ορθόδοξη Ελληνική Ανατολή, στην Φλωρεντία. Μεταξύ αυτών των τελευταίων και ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος και αντετάχθη στα καινοφανή και επικίνδυνα του Γεμιστού, με τον οποίο είχε και άλλες διαφορές επί φιλοσοφικού επιπέδου· ο μεν Γεννάδιος ήταν αριστοτελικός, ο δε Γεμιστός πλατωνιστής. Ο Γεννάδιος Σχολάριος ενδιαφερόταν, όμως, για την τύχη του Γένους και της πίστεως και όχι για την υπεροχή του ενός ή του άλλου φιλοσόφου στην ανιαρή διαμάχη των φιλοσόφων και θεολόγων της ύστερης παλαιολογείου περιόδου, που μεταφέρθηκε στην Ιταλία της Αναγεννήσεως. Γνώριζε ο Γεννάδιος, από τον καιρό της παραμονής τους στην Φλωρεντία, ότι ο Γεμιστός εξύφαινε σχέδια επιβολής του εθνισμού μέσω των ηγετών, έστω και του μικροσκοπικού δεσποτάτου του Μωρέως, γι’ αυτό και ειδοποιούσε τους τότε πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες, οι οποίοι αρχικώς και δεν τον πίστευσαν. Εδικαιώθη, βεβαίως, ο Γεννάδιος, όταν ο Πλήθων αποκάλυψε τις προθέσεις και τα σχέδιά του, όταν συνέγραψε το έργο του Νόμων συγγραφή, όπου σαφώς περιέγραψε το φιλοσοφικό-θεολογικό όραμα του παγανισμού και της ουτοπίας του. Ο καθηγητής πατήρ Θεόδωρος Ν. Ζήσης στο πολυσέλιδο σύγγραμμά του για τον Γεννάδιο Σχολάριο αναλύει καταλεπτώς τις απαντήσεις του και επισημαίνει το γεγονός ότι ο Σχολάριος δεν ενδιαφέρεται για την υπεροχή του Αριστοτέλους ή του Πλάτωνος, ότι εστράφη προς τον πρώτο ως ολιγώτερον απόμακρο του Χριστιανισμού και εκ του λόγου ότι όσοι παλαιότερον επεχείρησαν αναβίωση του εθνισμού ως οι Πλωτίνος, Πρόκλος, Πορφύριος εστηρίχθησαν στον Πλάτωνα. Στο έργο του Γενναδίου Κατά των Πλήθωνος αποριών επ’ Αριστοτέλει και κατά Ελλήνων ήτοι πολυθέων δηλώνεται ο ζήλος της πίστεως και της ευσεβείας, η υπεράσπιση του Χριστιανισμού και όχι η φιλοσοφική διαφορά· παραλλήλως ο Γεννάδιος αντικρούει τις κατηγορίες του Γεμιστού κατά του Αριστοτέλους, τον οποίο ο Γεμιστός κατηγορεί ως άθεον. Σε ένα άλλο έργο του Προς Πλήγωνα επί τη απαντήσει αυτού προς το υπέρ Λατίνων βιβλίον ο Γεννάδιος απαντά σε έργο του Πλήθωνος, απάντηση στο μνημονευθέν του Γενναδίου, και είναι προσεκτικός έναντι του αντιπάλου του, μολονότι δεν κρύβει την ανησυχία του για τις προθέσεις του. Σε άλλη, όμως, πραγματεία του Επιστολή τη βασιλίσση (εννοεί την Θεοδώρα Ασανίνα, σύζυγο του ηγεμόνος του Μωρέως Δημητρίου Παλαιολόγου) ο Γεννάδιος είναι μαχητικός παραβάλλοντας τον Γεμιστό με τον Ιουλιανό, αποκαλύπτει την περιφρόνησή του, από την νεότητά του ακόμη, προς τα πάτρια, την επίδραση που ήσκησε επ’ αυτού (του Γεμιστού) στην Αδριανούπολη ο Ιουδαίος Ελισσαίος και τέλος χαρακτηρίζει το κίνημά του ουτοπία. Στην μελέτη του Επιστολή προς τον έξαρχον Ιωσήφ περί του βιβλίου του Γεμιστού και κατά της ελληνικής πολυθεΐας, που συνέταξε τέσσερα έτη μετά τον θάνατο του Γεμιστού, ο Γεννάδιος γράφει ότι αντιμετώπισε δυναμικώς την Νόμων συγγραφή του Γεμιστού και όντας τα χειρόγραφα και αφήνοντας δεμένους τους πίνακες περιεχομένων στις σανίδες της σταχώσεως και τους ύμνους προς τους θεούς του, για να δικαιώσουν οι επιγιγνόμενοι την απόφασή του αποκαλύπτοντας, τοιουτοτρόπως, την ουτοπία του Γεμιστού.
Και συνεχίζει ο Γεννάδιος την πολεμική του με την μελέτη του Περί του ενός εν Τριάδι Θεού και κατά άθεων ήτοι κατά αυτοματιστών και κατά πολυθέων, γραμμένη περί το 1456, όπου δεικνύει την ύπαρξη του Θεού, επιτίθεται κατά των πολυθέων θεωρώντας αυτούς αφρονεστέρους των αθέων και δικαιολογεί την καύση των Νόμων συγγραφή, διότι υπάρχει ο πόθος και ο φόβος της αρίστης νομοθεσίας του Υιού του Θεού.
Αυτά περί της στάσεως και των απαντήσεων του Γενναδίου προς τον Γεμιστό-Πλήθωνα, περιληπτικώς βεβαίως, παραπέμποντας για αναλυτικότερη και πληρέστερη ενημέρωση στο έργο του πατρός Θεοδώρου Ν. Ζήση περί Γενναδίου Σχολαρίου.
Τελικώς, ο πολυθεϊστής Πλήθων παρασύρθηκε από την πλατωνική διδασκαλία και τον Ζωροάστρη, όπως του τον εδίδαξε ο Ελισσαίος στην Αδριανούπολη, αδιαφόρησε από την νεότητά του για τον Χριστιανισμό και δεν αντιλήφθηκε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αξιοποίησαν την ελληνική φιλοσοφία και φιλολογία προς υπεράσπιση του Χριστιανισμού. Ο Γεμιστός δεν αντιλήφθηκε ότι η χριστιανική διδασκαλία είχε σβήσει την διδασκαλία των αρχαίων φιλοσόφων με το σωτηριώδες έργο του Ιησού, ούτε ότι οι αληθινοί φιλόσοφοι έδειξαν την εκ Θεού ιερά αλήθεια με τα συγγράμματά τους. Πιθανώς ο Πλήθων- Γεμιστός στην ουτοπία του πίστευσε ότι το κλυδωνιζόμενο Βυζάντιό μας θα σωζόταν αναγόμενο πνευματικώς στους αρχαίους χρόνους των Ελλήνων εν όψει μάλιστα του ισλαμικού κινδύνου. Και αυτό ήταν το μέγα λάθος του. Η επώδυνη Τουρκοκρατία καθ’ όλη την μακρά διάρκειά της έδειξε ότι η επιβίωση του αιχμαλώτου Γένους των Ρωμηών οφείλεται όχι στον παγανισμό του Γεμιστού, αλλά στην οδύνη, το πάθος και την ανάστασή του, στηριγμένου στις αξίες της αλήθειας του Κυρίου και στην συνείδηση της πίστεως των Ορθοδόξων βαλκανικών λαών και ιδιαιτέρως, στην περίπτωσή μας, της Ρωμιοσύνης.
Στους νεώτερους χρόνους ο Γεμιστός και η ουτοπία του απησχόλησαν την λογοτεχνία μας. Ο Κωστής Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, γραμμένο το 1907, στον έκτο λόγο Γύρω σε μια φωτιά ομιλεί για την καύση των χειρογράφων του Πλήθωνος, τον λόγο των Χριστιανών, τους πολυθέους, τον Γεμιστό, ο οποίος για τους χριστιανούς είναι αντίθεος και αντίχριστος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
ΓΥΡΩ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ
Οι Χριστιανοί Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη,
τη βλαστήμια τ’ αντίθεου την είδα κατά σε πειρασμός να τη χύνη σαν τη λέπρα και σαν την ακρίδα!
Ποιος βαστιέται μ’ αδάκρυτα μάτια να σε ιδή; τι αμαρτίες πληρώνεις;
Στα χρυσά ρηγικά σου παλάτια γνέθει η αράχνη και μύρεται ο γκιόνης.
Και στα χέρια τ’ Αντίχριστου κοίτα του χαμού τη σαΐτα!
Έρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, σε τρυπάει στην καρδιά και σε σβήνει.
Καρδιά, γνώμη, νους, τούτα και τ’ άλλα, το χρυσό μυρογυάλι ραγίστη,
κι όλα πάνε σου μένει μια στάλα, του Χριστού και της μάνας σου η πίστη!
Μην αφήσης τον άθεο να πάρη το στερνό θησαυρό σου!
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στην Γυφτοπούλα του παρουσιάζει τον Πλήθωνα πρωταγωνιστή να ζει στο σπήλαιό του ανάμεσα στις θεότητες, στις θυσίες του, ή να περιπλανιέται προσπαθώντας να διδάξει την ουτοπία και πλάνη του· φυσικά ο Παπαδιαμάντης τον αντιμετωπίζει με άκρα περιφρόνηση. Τις τελευταίες δεκαετίες ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και ακαδημαϊκός Ιω. Θεοδωρακόπουλος, φιλόσοφος και αυτός, από τον Μυστρά και αυτός, προσεπάθησε να αναβιώσει τις παγανιστικές εορτές του Πλήθωνος.
Σε κάθε περίπτωση η θεωρία του Γεμιστού και ο ίδιος έμειναν στην ιστορία των ιδεών ως μία ενδιαφέρουσα περίπτωση, αλλά στην ιστορική πορεία του Γένους των Ελλήνων ως ουτοπία ενός φιλοσόφου που ανήκει στην βυζαντινή λογοτεχνία και θεολογία ως αιρετική περίπτωση.
Αντίχριστος εδώ είναι ο Γεμιστός.
Μάνα είναι η Πατρίδα.
Ο Γεμιστός.
Η ορθόδοξη πίστη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Προσθέτουμε την κυριώτερη βιβλιογραφία με την σημείωση ότι οι περισσότεροι των μελετητών ασχολούνται με το φιλοσοφικό και πολιτικο-ιδεολογικό έγρο του Γεμιστού. μόνη η μελέτη – μονογραφία του π. Θεοδώρου Ζήση για τον Γεννάδιο Σχολάριο αποτελεί, μέσω των έργων του Σχολαρίου, κριτική απάντηση από θεολογική πλευρά στην «θεολογία» του Γεμιστού.
Alexandre C., Pletho, Traite des lois, Paris 1858, Amsterdam21966, PG 160,599-630.
Βακαλόπουλος Ε. Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1961.
Γεωργίου-Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα τα Ευρισκόμενα, έκδ. L. Petit-X. Siderides-M. Jugie, Oeuvres completes de Georges Scholarios, τόμοι I-VIII, Paris 1928-1936.
Γεωργούλης Δ. Κ., «Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, φιλόσοφος της εσπεριανής αναγεννήσεως», Νέα Εστία τεύχ. 622 (1953) 744- 754.
Δέλες Δ., «Θρησκεία και πολιτική κατά τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα», Φιλοσοφία 5-6 (1975) 424-441.
Ζήσης Ν. Θεοδ., Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, έκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1988.
Gass W., Gennadius undPletho. Aristotelismus und Platonismus in den griechischen Kirche, Breslau 1844.
Θεοδορακόπουλος Ν. I. «Η θέσις του Πλήθωνος στην Ιστορία της Φιλοσοφίας», Λακωνικαί Σπονδαί 2 (1975) 63-76, και «Πληθώνεια», Λακωνικαί Σπονδαί 4 (1977).
Καραμπάσης Α., Το φιλοσοφικόν σύστημα του Πλήθωνος, Ηράκλειον 1910.
Lagarde Β., Georges Gemiste Plethon, Des differences entre Platon et Aristote, Paris 1976.
Μαμαλάκης I., Γεώργιος Γεμιστός Πληθών, Αθήναι 1936.
Masai Fr., Plethon et le platonisme de Mistra, Paris 1956.
Νικολάου Θ., (Nikolaou .), Ai περί πολιτείας και δικαίου ιδέαι του Γ. Πλήθωνος-Γεμιστού, Θεσσαλονίκη 1974.
Papacostas G., G. Gemistos Plethon, A Study of his Philosophical Ideas and his Role as a Philosopher-Teacher, N. York 1967.
Πετροβιτς N., A’ Γεννάδιος Σχολάριος – Πληθών Γεμιστός…, Αθήναι 1969.
Σολδάτος Χρ., Γεώργιος Γεμιστός Πληθών, Αθήναι 1973.
Σπέντζας Σ., Aι οικονομικαί και δημοσιονομικαί απόψεις του Πλήθωνος, Αθήναι 1964.
Τατάκης Β., Η βυζαντινή Φιλοσοφία, Αθήνα 1977.— «Φιλόσοφοι και φιλοσοφικές αντιθέσεις στις τελευταίες δεκαετίες του Βυζαντίου – Πλήθων, Σχολάριος και άλλοι», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 5, Αθήνα 1980, σσ. 367- 380.
Taylor J. W., Gemistus Pletho’s Criticism of Plato and Aristotle, Chicago 1921.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
Από το βιβλίο:«ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑΣ»
Δωδεκαθεϊσμός -Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης – Ολυμπιακοί Αγώνες
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 25-27 ΜΑΙΟΥ 2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2004