Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και o ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη, έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ o άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμιά συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε o πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απολαύσει το φως του, ενώ o δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του.
Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι ή απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ο ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, που είναι ή ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή. Ο άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής που είναι η κοινωνία με τον Θεό.