ΥΠΑΚΟΗ; ΟΧΙ εἰς τὴν αἵρεσιν, ἀλλὰ οὔτε καὶ εἰς τοὺς ἀναξίους ἀρχηγούς

 ΥΠΑΚΟΗ; ΟΧΙ εἰς τὴν αἵρεσιν, ἀλλὰ οὔτε καὶ εἰς τοὺς ἀναξίους ἀρχηγούς

 


Γράφει ὁ κ. Δ.Χ. Σταμάτης, Ph.D., Καθ. Παν/ου

  Ἡ ὑπακοὴ ἔχει δύο τύπους: Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἀπόλυτη δέσμευση στὸν Θεό, ἀκούγοντας καὶ κάνοντας αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔχει διατάξει νὰ κάνουμε. Τὸ δεύτερο εἶναι μία σχέση, ποὺ εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό μας ἐξομολόγο, στοὺς πρεσβυτέρους καὶ σὲ ὅποιον ἔχει ἐξουσία. Ὑπακοῦμε τὴ δεύτερη προϋπόθεση μόνο καὶ μόνο ἐάν, ἡ σύστασή τους θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ στὸ σχέδιο σωτηρίας τοῦ Θεοῦ. Μία προειδοποίηση εἶναι κατάλληλη ἐδῶ. Δὲν εἶναι πάντοτε σωστὴ κάθε ὑπακοὴ στὸν συνάνθρωπό μας ἀνεξαρτήτως θέσης ἢ τίτλου, διότι ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ κάνουν λάθος. Ὡστόσο, ἡ ὑπακοὴ στὸν Κύριο τὸν Θεό μας εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀπόλυτη, πλήρης καὶ ἐπιβεβλημένη.

  Ἔτσι, ἐνῷ ἡ τέλεια ὑπακοὴ δὲν εἶναι ἐφικτὴ λόγω τοῦ ἁμαρτωλοῦ «μακιγιάζ» μας, ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὴ δοῦμε ὡς ἄτομο ποὺ ἀκολουθεῖ τὶς ἄμεσες ἐντολὲς μίας αὐθεντίας. Μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε, τουλάχιστον σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ὅτι τὸ ἄτομο ὑπακούει ἀκόμα κι ἂν βρίσκει τὶς ἐντολὲς ἠθικὰ κατακριτέες. Αὐτὴ ἡ παρατήρηση μᾶς ὁδηγεῖ νὰ ἐντοπίσουμε δύο τύπους ὑπακοῆς: α) ἐποικοδομητικὴ ὑπακοὴ καὶ β) καταστροφικὴ ὑπακοή.

  Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποικοδομητικῆς ὑπακοῆς, ἀπὸ τὸν ἐξομολόγο, τὸν πρεσβύτερο ἢ κάποιον μὲ ἀνώτερη ἐξουσία, τὸ κάνουμε ὄχι μόνο γιὰ νὰ βελτιώσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ  δείξουμε  ὅτι  ἀγα­πᾶμε τὸν Θεὸ καὶ μέσῳ τῆς ὑπακοῆς μας ὁ Θεὸς μᾶς ἀναγνωρίζει καὶ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀγάπη Του. Φυσικὰ σῳζόμαστε ἀπὸ τὴ Χάρη μέσῳ τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ σταυροῦ καὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἡ ὑπακοή μας ποὺ μᾶς ξεχωρίζει ὡς αὐθεντικὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ πάλι, ἡ ἐποικοδομητικὴ ὑπακοὴ ἔχει ὡς στόχο της νὰ δείξουμε τὴν ταπεινοφροσύνη μας καὶ νὰ μᾶς φέρει πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.

  Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ καταστροφικὴ ὑπακοὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα «παιχνίδι ἐξουσίας» γιὰ τὸ ἄτομο ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ ἀπαγορεύει. Δὲν κάνει τίποτα, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀντιπαραγωγικό. Δὲν μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, οὔτε διευκολύνει τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολλοί, ἐξομολόγοι, πρεσβύτεροι καὶ κληρικοὶ (ὅλων τῶν τάξεων) ποὺ ἐπιδεικνύουν πραγματικὰ «δύναμη» καὶ δὲν βοηθοῦν τοὺς μετανοοῦντες νὰ ἀναπτυχθοῦν πνευματικά, ἐπειδὴ ὑπαγορεύουν τὴ δική τους ἀτζέντα. Σὲ αὐτοὺς δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ὑπακοή, διότι δὲν μᾶς βοηθοῦν στὴν πνευματική μας ἀνάπτυξη ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ πλησίασμά μας στὸν Θεό. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι τὰ σχόλια τῶν μητροπολιτῶν (Μεσσηνίας καὶ Πατρῶν), ὅταν ἀπαγορεύουν στοὺς κληρικοὺς νὰ μιλήσουν γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ τὸν πιστὸ λαό.

  Ἂν ἡ ὑπακοὴ ἦταν ἀπόλυτη γιὰ ὅλα, τότε δὲν θὰ εἴχαμε ἐπιβιώσει ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Πράγματι, θὰ εἴχαμε ὑποκύψει σὲ αἱρέσεις ἁπλῶν θεολόγων, ἐπισκόπων ἀκόμη καὶ πατριαρχῶν. Πολλοὶ Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσής μας ὑπερασπίσθηκαν τὴν ἀληθινὴ πίστη πολεμώντας καὶ διδάσκοντας τὴν ἀληθινὴ πίστη, ὅπως τὴν εἶχαν λάβει ἀπὸ τοὺς προκατόχους τους, μέχρι τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους.

  Στὴ σύγχρονη ἐποχή μας ἐξακολουθοῦμε νὰ ἔχουμε θεολόγους, ἐπισκόπους, μητροπολίτες καὶ ἀκόμη καὶ πατριάρχες ποὺ εἴτε διδάσκουν αἱρέσεις καὶ εἴτε συγχωροῦν, ἐπιδοκιμάζουν παραπλανητικὲς ἰδέες, ἀνήθικες πράξεις ἢ ἀκόμη καὶ καταπνίγουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς ἀποκλίσεις τους ἀπὸ τὴν πίστη. Μερικὰ παραδείγματα (καὶ ὑπάρχουν πολλὰ) εἶναι: Πατριάρχες δὲν ἀναγνωρίζουν τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους· κάποιοι Πατριάρχες ἐξισώνουν τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἄλλες θρησκεῖες μὲ τὸν Χριστιανισμό· κάποιοι Μητροπολίτες δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ἐγκυρότητα τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· κάποιοι μητροπολίτες ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν μιλοῦν ἔντονα κατὰ τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ κάποιοι ἀπαγορεύουν στοὺς ὑφισταμένους τους νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς λανθασμένες καὶ ἀσύστολες ἀναλήθειες τῶν μηνυμάτων τους στὸ κοινό. Ἀκόμα χειρότερα, ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴ χρήση εἰκόνων στὸ οἰκοδόμημα (ἐκκλησία) τῆς λατρείας μας. Ἴσως ἡ χειρότερη βλασφημία εἶναι αὐτὴ ἀπὸ ἕνα ὑποτιθέμενο πολὺ μορφωμένο Μητροπολίτη ποὺ εἶναι ἀποφασισμένος νὰ ἀφαιρέσει τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα. Φαίνεται ὅτι ἔχασε τὶς διαλέξεις καὶ τὴν ἔμφαση ποὺ ἔδιναν οἱ καθηγητές του στὴ σημασία τοῦ σταυροῦ.

  Ἡ πνευματική του μνήμη καὶ ἡ ἱκανότητα τοῦ ὑπολείπονται, γιατί ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μιλάει γιὰ τὴ ΔΥΝΑΜΗ τοῦ σταυροῦ στὸν ὕμνο τῶν Ἐγκωμίων: Κύριε, μᾶς ἔδωσες τὸν σταυρὸ ὡς ὅπλο ἐνάντια στὸν διάβολο, τὸν ἐχθρό μας. Τὸν πιάνει ὁ φόβος καὶ τρέμει γιατί δὲν ἀντέχει νὰ δεῖ τὴ δύναμή του, γιατί ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ ἐξουδετερώνει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ Σὲ προσκυνοῦμε καὶ τιμοῦμε τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάστασή Σου. (4ος ὕμνος τῶν Αἴνων. Ἦχος πλάγιος 4ος). [Κύριε ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας. Φρίττει γὰρ καὶ τρέμει μὴ φέρων καθαρὰν αὐτοῦ τὴν δύναμιν ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾶ καὶ θάνατον κατήργησε. Διὰ τοῦ­το προσκυνοῦμεν τὴν ταφήν σου καὶ τὴν ἔγερσιν. (4ος ὕμνος τῶν Αἴνων. Ἦχος πλάγιος 4ος)]. Ὁ μητροπολίτης προφανῶς ἔχει χάσει τὸ ἀληθινὸ μήνυμα τοῦ σταυροῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι: ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὑπέφερε πρόθυμα καὶ πέθανε στὸν σταυρό, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, (ἄκουσε στὸν Πατέρα Του). Ὅπως λέει τὸ ἐδάφιο πρὸς τοὺς Ρωμαίους 5:8, «Ὁ Θεὸς ὅμως δείχνει τὴ δική του ἀγάπη γιὰ ἐμᾶς μὲ αὐτό. Ἐνῷ ἤμασταν ἀκόμη ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς».

  Γι’ αὐτὸ κηρύττουμε τὸν σταυρὸ στοὺς ὕμνους, τὸν παρουσιάζουμε σὲ εἰκόνες, τὸν φοροῦμε στὸ λαιμό μας, τὸν τοποθετοῦμε πάνω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ ἢ τὸν τροῦλλο τῆς ἐκκλησίας καὶ οἱ κληρικοὶ τὸν φοροῦν στὸ στῆθος τους, ὅπως καὶ οἱ πιστοί. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸν πολύτιμο σταυρὸ σὲ δύο εἰδικὲς περιπτώσεις: α) τὴν 3η Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν καὶ β) τὴν 14η Σεπτεμβρίου. Τὰ ἐπίθετα ποὺ προσδίδουν οἱ ὕμνοι στὸν σταυρὸ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὁ σταυρὸς γιὰ ἐμᾶς εἶναι τὸ ὄργανο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ ἐλπίδα τῆς συγχώρεσης καὶ τελικὰ ἡ σωτηρία μας. Προτείνω (ταπεινὰ βέβαια) στὸν Μητροπολίτη ποὺ διακηρύσσει τὴν μεγάλη του γνώση καὶ τὴ μόρφωσή του, νὰ ἀφιερώσει λίγο χρόνο καὶ νὰ ἀναθεωρήσει καὶ νὰ συλλογιστεῖ τοὺς ὕμνους ἐκείνων τῶν ἑορτῶν. (Βρίσκονται στὸ βιβλίο Τριώδιο. Σταυροπροσκυνήσεως. (2010. Σελ. 384- 504). Ἀποστολικὴ Διακονία, καὶ τοῦ Σεπτεμβρίου Μηναῖο 2022, 7η ἔκδ. Σελ. Σεπτ. 14η – 101- 111).

  Εἶναι ἀκατανόητο γιὰ ἕνα Μητροπολίτη νὰ εἶναι τόσο ἐνάντια στὸ θεμελιῶδες σύμβολο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θυσιάστηκε ὁ Ἰησοῦς πρόθυμα γιὰ ὅλους μας! Εἶναι ντροπὴ ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δὲν ἔχει μιλήσει γιὰ τὸ θέμα τὸ ὁποῖο ταλανίζει ὄχι μόνο τὴν Ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸν Χριστιανισμό.

  Ὅσο γιὰ τοὺς Μητροπολίτες ποὺ ἐπιμένουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτεῖ σιωπὴ καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἀφορισμὸς δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς ποιμαντικῆς  τῆς  Ἐκκλησίας  (Ο.Τ. # 2488 σελ. 8. 22 Μαρτίου 2024), ἂς τοὺς θυμίσουμε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη: α) «Ἐφόσον εἶναι νόμιμο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μαζὶ μὲ τοὺς συνεργάτες του νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ἂς εἶναι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀρχιεπισκοπῆς του νέος Εὐαγγελιστής, ἄλλος Ἀπόστολος, διαφορετικὸς νομοθέτης; Σίγουρα ὄχι. Διότι ἔχουμε μία ἐντολὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο: Ἂν κάποιος κηρύττει ἕνα δόγμα ἢ σᾶς παροτρύνει νὰ κάνετε κάτι ἐνάντια σὲ αὐτὸ ποὺ λάβατε, ἐνάντια σὲ αὐτὸ ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τοὺς κανόνες τῶν καθολικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων ποὺ ἔγιναν σὲ διάφορες περιόδους, δὲν πρέπει νὰ ληφθεῖ ἢ νὰ συγκαταλέγεται στὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν. Καὶ ἀρνοῦμαι νὰ ἀναφέρω τὴ φοβερὴ κρίση, μὲ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνει ὁ Ἀπόστολος» (Γαλ. 1:8). (Ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, Ἐπιστολὴ 24, 94-101), [σ. Τὸ ἐδάφιο τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἀναφέρει εἶναι: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω], καὶ β) «Διότι εἶναι ἐντολὴ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ νὰ μὴ σιωπᾶς τὴν ὥρα ποὺ ἡ Πίστη κινδυνεύει. Μίλα, λέει ἡ Γραφή, καὶ μὴ σιωπᾶς…». «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίπτωση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει “Λάλει καὶ μὴ σιωπήσης” (Πράξ. 18:9). Καὶ “Ἐὰν ὑποχωρήσει δὲν εὐαρεστῆται ἡ ψυχή μου σ’ αὐτὸν” (Ἑβρ. 10:38). Καί, “Ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν” (Λουκ. 19:40). Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πεῖ κανεὶς “Ἐγὼ ποιὸς εἶμαι;” Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοί μας λένε τὸ ἴδιο, ὅπως π.χ.

Ὁ Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος μᾶς φωνάζει: τὸ νὰ μὴ κρίνεται ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως.

Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς εἰδοποιεῖ μέ: τὸ νὰ ἐφησυχάζει κανείς, ὅταν τὸ κινδυνευόμενον εἶναι ἡ Πίστις, τοῦτο εἶναι ἴδιον τῆς ἀρνήσεως, τὸ δὲ νὰ ἐλέγχει εἶναι ὁμολογία εἰλικρινής.

  Ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ μᾶς λέει: τῆς σιωπῆς τὸ κρῖμα φοβερόν ἐστι… Ὁ μὴ λέγων τὴν Θείαν ἀλήθειαν προσθέτει ὁ Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος «ὑπεύθυνός ἐστι τοῦ αἵματος τουτέστι τῆς σφαγῆς τῶν ψυχῶν τῶν πλακωμένων».

  Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης λέγει: ἐντολὴ γὰρ Κύριου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ὥστε, ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος ἐστίν εἰπεῖν, ἐγὼ τίς εἴμι; Ἱερεύς, ἄρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης;… Οὐὰ οἱ λίθοι κεκράξουσι καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις;

  Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης τῆς συνδεδεμένης μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν εὐπείθεια λέγει: ὅτι αὐτὰ δὲν ἀπαιτοῦνται ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ταύτης συναφείᾳ μίσους ἐμφάνεια, οὐκ ἀντιλογίας εἶδος, οὐκ ἀπειθείας ὀσμή, εἰμὴ τοῦ περὶ πίστεως λόγος.

  Ἄρα, πρέπει νὰ ληφθεῖ μέριμνα γιὰ τὴν ἀποφυγὴ καταστροφικῶν ποιμένων (Ἀποστολικὰ Συντάγματα II.XIX).

  Περαιτέρω, τὸ 1ο ἀνάθεμα τῆς ἕβδομης οἰκουμενικῆς συνόδου διακηρύττει: Τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ μίμηση τῶν ἁγίων καὶ σεβαστῶν Πατέρων καινοτομήθηκαν ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰσαγόμενα. Ἀνάθεμα. [Πάντα τὰ παρὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, καὶ τὴν διδασκαλίαν, καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων Πατέρων καινοτομηθέντα, ἤ μετὰ τοῦτο παραχθησόμενα. Ἀνάθεμα]. (Τριώδιο Κατανυκτικόν. (2010). Ἀποστολικὴ Διακονία. σ. 331. Στὸ βιβλίο ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ ἀνάλογο ἡ σελίδα εἶναι 164). Μᾶς λέει καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος: Γιὰ νὰ σχετιστοῦμε σωστὰ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς, πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε τὴ σχέση τους μὲ τὴν Ἐκκλησία. Πρέπει νὰ ρωτήσουμε: εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία ἢ ἔξω; Ἐὰν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ἀποκλείσουμε τὴν κρίση τῶν ξένων. Ἀλλά, ἐὰν εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ἀσκοῦμε κρίση στοὺς μυημένους (1 Κορ. 5:9-13, βλέπε ἐπίσης 2 Θεσ. 3:14-15.). Αὐτὸ φυσικὰ ἀπαιτεῖ διάκριση. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐπιλέξουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα κ.ο.κ.

  Ἂς εἴμαστε ὅμως προσεκτικοί. Ὅπως ὑπάρχει καλὴ σιωπή, ὑπάρχει καὶ κακή. Ὅπως ὑπάρχει καλὸς λόγος, ὑπάρχει καὶ κακὸς λόγος. Ἡ καλὴ σιωπὴ εἶναι ἡ ταπεινή, ἡ ἐσωτερική, αὐτὴ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προσευχή, καὶ γεμίζει χαρὰ τὴν ψυχή. Κακὴ σιωπὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ δειλία, ἐσωτερικὴ κριτική, ἔλλειψη πίστης, θλίψη, ἀπόγνωση. Εἶναι πολὺ ἄσχημη ἡ σιωπή, ὅταν βλέπουμε ἐπισκόπους, μητροπολίτες καὶ θεολόγους, καθὼς καὶ πολλοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς νὰ μὴ ἐκφράζουν τὴ γνώμη τους ὅτι ἀπορρίπτουν ὅσα λένε οἱ ἀρχηγοί τους. Εἶναι λυπηρὸ νὰ ἐνδιαφέρονται καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ καταδικάσουν καὶ νὰ ἀναθεματίσουν τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες, ἀλλὰ ὄχι τοὺς θρησκευτικούς. Μᾶς θυμίζουν τὴν λαϊκὴ παροιμία: «Κόρακας Κοράκου μάτι δὲν βγάζει». Πόσο λυπηρό. Πράγματι! Χρειαζόμαστε δημόσιες συγκεντρώσεις, γιὰ νὰ τοὺς ἐνημερώσουμε γιὰ τὴν ἀποδοκιμασία μας. Χρειαζόμαστε δημόσια νὰ ὑπερασπιστοῦμε τόσο τὴν πίστη μας ὅσο καὶ τὴ χώρα μας ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις ποὺ εἶναι ἀποφασισμένες ὅλα νὰ τὰ ἀναποδογυρίσουν. Δηλαδή: λαχταροῦν νὰ ξεριζώσουν κάθε ἐθνικὴ καὶ ὀρθόδοξη παράδοση καὶ τοὺς ἀφήνουμε νὰ ξεφεύγουν. Ὁ καλὸς λόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει τὰ σωστὰ καὶ ἀπαραίτητα. Ἡ κακὴ ὁμιλία εἶναι ἡ κολακεία, ἡ ὑποκρισία, ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ βλασφημία, ἡ μομφή, ἡ συκοφαντία καὶ ὅλα τὰ παρόμοια. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀποκτήσουμε τὸ «νοῦ τοῦ Χριστοῦ» (1 Κορ. 2:16), γιὰ νὰ διακρίνουμε πότε πρέπει νὰ μιλᾶμε καὶ πότε νὰ σιωποῦμε (Ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Γέροντα Γερμανοῦ Σταυροβουνιώτη).

  Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν μερικὰ περιστατικά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν κακὴ ὑποταγὴ καὶ σιωπή. Ἀρχίζω μὲ τὰ συμβάντα στὰ Χανιά, Κρήτης. Ἂν καὶ οἱ πολιτικοί τῆς περιφέρειας ψηφίζουν στὴ Βουλὴ τὸ ἀντίχριστο, ἀντεθνικὸ καὶ καταστροφικὸ τῶν πάντων νομοσχέδιο, τὴν ἄλλη μέρα ζητοῦν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χανίων νὰ τοὺς στείλει παπά, γιὰ νὰ κόψουν τὴ βασιλόπιττα τους. Καὶ τί ἔγινε; Ὁ Μητροπολίτης ὑπάκουσε στοὺς πολιτικοὺς ἀρχηγοὺς λὲς καὶ δὲν ἔγινε τίποτα.

  Στὶς 21 Φεβρουαρίου ἐπέτειο ἀπελευθερώσεως τῶν Ἰωαννίνων, ὁ Μητροπολίτης Μάξιμος δέχθηκε πολιτικοὺς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ψήφισαν μὲ «περηφάνια» τὸ ἔγκλημα κατὰ τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὴν διατύπωση τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγ. Ὄρους τῆς 26 Ἰαν.- 8 Φεβρουαρίου, 2024. Ἡ βουλὴ ψήφισε τὸ νομοσχέδιο αἴσχους, καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἀρχηγοί, ἔγιναν ἄφωνα ψάρια. (Ὁ Ἅγ. Παΐσιος ἔλεγε ὅτι πρέπει νὰ ἀφορίζονται καὶ μάλιστα τὸ ἔλεγε αὐτὸ γιὰ λιγότερο σοβαρὲς περιπτώσεις (Λόγοι. Τ. 2. Σελ. 34-37).

  Ὁ Ἅγ. Ἰ. Χρυσόστομος «σαλπίζει:» «Πόσοι καὶ πόσοι δὲν πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία; Ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι; Τοὺς ἔθαψε ἡ σιωπὴ καὶ παραδόθηκαν στὴ λήθη. Δὲν τὴν κατανίκησαν τὴν Ἐκκλησία! Ἐκείνη λάμπει (ἀκόμη καὶ σήμερα) πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τὰ δικά τους ἔργα χάθηκαν, τὰ δικά της εἶναι ἀθάνατα» (Ἰ. Χρυσόστομος, Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, PG. 52, 249).

  Τὰ συμβάντα τῶν ἡμερῶν μας, θυμίζουν τὰ λόγια τοῦ προφήτου Ἡσαΐα κεφ. 5:20. «Ἀλλοίμονο σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι λένε καὶ παριστάνουν τὸ κακὸ ὡς καλό, καὶ τὸ καλὸ ὡς κακό, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν τὸ σκοτάδι ὡς φῶς καὶ τὸ φῶς ὡς σκοτάδι, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὸ πικρὸ ὡς γλυκὸ καὶ τὸ γλυκὸ ὡς πικρό».

  Εἶναι πραγματικὰ ἀπίθανα καὶ ἀπίστευτα αὐτὰ ποὺ ἀκοῦ­με καὶ βλέπουμε, ἂν καὶ οἱ ἀρχηγοί μας εἶναι ἀνίκανοι γιὰ τὴν ἐξουσία. Ἡ διαχρονικὴ ἱστορία μᾶς τὸ λέει κατακάθαρα ὅτι αὐτὰ ποὺ ψηφίζονται εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία καὶ φυσιολογία. Αὐτό μᾶς τὸ διαπιστώνει ἡ Π. καὶ ἡ Κ. Διαθήκη, οἱ Ἅγ. Πατέρες, πάρα πολλοὶ φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητος, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθηκαν στὸ ζήτημα τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τὴν ὁποία ὀνόμαζαν: ἀρρώστια τοῦ νοὸς (Χρυσόστομος, Ὁμιλία 6, ΕΠΕ 16Β. σελ. 427-430) καὶ τοῦ σώματος (Χρυσόστομος. Ὁμιλία 5, ΕΠΕ 16Β. σελ. 411) μὲ βαρεῖς καταδικαστικοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως: κιναιδισμὸς (Σωκράτης, Πλάτωνος Γοργίας, 494, 49 Ἐ. Ἐπίσης στὸν Γοργία τοῦ Πλάτωνος 494, 49 Ε /495Α διαβάζουμε: οἱ πολίτες μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι κατώτεροι ἀπὸ τὰ πουλιὰ καὶ πολλὰ ἀλλὰ εἴδη ζῴων, ποὺ ζευγαρώνουν ἀρσενικὸ μὲ θηλυκὸ καὶ θηλυκὸ μὲ ἀρσενικό… Βλέπε καὶ Πλάτωνος Νόμοι 636), ἀσχημοσύνη (Ρωμ. 1:27), ἀκαθαρσία (Ρωμ. 1:24), φθορὰ τοῦ ἐν ἡμῖν ναοῦ τοῦ Θεοῦ (1 Κορ. 3:16-17), βδέλυγμα (Λευιτ. 18:22), θεομίσητη ἁμαρτία (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης. Ἑρμηνεία στὸν Κανόνα τῆς Γεννήσεως, Ἑορτοδρόμιο. Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη. Σελ 145), ἐσχάτης ἀπώλειας δεῖγμα, ὕβρις τῆς φύσεως καὶ τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, μανία, ἀλλόκοτη λύσσα, παραφροσύνη, δολοφονία ψυχῆς καὶ σώματος, προδότης τῆς φύσεως (Χρυσόστομος, Ὁμιλία 5, πρὸς Ἑβρ. Ἐπιστολή, ΕΠΕ16Β, σελ. 406-421), ὑπερηφάνειας γέννημα (Ἰεζεκ. 16:49), καὶ δίκαια ἐγκατάλειψη Θεοῦ (Γ. Παλαμᾶ, Ὁμιλία 8. Περὶ Πίστεως. PG 151, 93-103, 101B-C).

  Οἱ ἀνίκανοι ἀρχηγοὶ μᾶς θυμίζουν τὸ ρητὸ ἀπὸ τὶς Πρὰξ 26:14 «Σκληρὸν γάρ σοι πρὸς κέντρον λακτίζειν», ἀλλὰ καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, «Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ κλωτσᾶς σὲ καρφιά. Δὲν βλέπεις τὰ καρφιά, τὰ ποδιά σου πληγώνεις» (Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, PG 52, 428-429). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τὸ εἶπε καλύτερα, ὅταν κρεμιόταν ἀπὸ τὸ σταυρό Του: «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε· πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλλον κλῆρον» (Λουκ. 23:34). Ἂς ἐλπίσουμε (καὶ προσευχόμαστε γιὰ αὐτοὺς) νὰ ἀλλάξουν γνώμη καὶ κατεύθυνση ἀπὸ τὶς ἀηδίες καὶ ἐπαίσχυντες ἰδέες ποὺ ἔχουν καὶ ἀκολουθοῦν. Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τὸ λέει μὲ τὰ λόγια: «Ἰδού, νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (2 Κορ. 6:2). Ἀλλὰ καὶ ἡ λαϊκὴ παροιμία λέει: «κάλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ».

Εἶναι καιρὸς πιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε στὶς Ὀρθόδοξες πηγές μας καὶ νὰ ἀρχίσουμε ἐντατικὰ νὰ καλλιεργοῦμε τὸ μαρτυρικὸ καὶ ἀσκητικὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀμυνθοῦμε μὲ ὁ,τιδήποτε μποροῦμε καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ προσωπικὴ θυσία – ἂν χρειασθεῖ, ὄχι μόνο γιὰ τὶς ἀνέσεις τοῦ τωρινοῦ κόσμου καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή μας, προκειμένου νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας στὸν Τριαδικὸ Θεό μας.

  Εἶναι λυπηρὸν νὰ βλέπουμε καὶ νὰ ἀκοῦμε ἰδιαίτερα κληρικοὺς ἀπὸ ὅλους τοὺς βαθμοὺς νὰ μιλᾶνε μὲ πολλὰ λόγια καὶ νὰ δείχνουν μὲ ἔργα ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν οὔτε ἀναγνωρίζουν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ οὔτε τὴν ὑμνολογία της, ὅπως οἱ ἴδιοι τὴν ψέλνουν. Ἔχουν ξεχάσει ἤ ἀποφεύγουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὰ λόγια «Καθεῖλε δυνάστας [ὁ Χριστός μας] ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς, πεινῶντας ἐνέπλησε ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενοὺς» (Ψάλλετε σχεδὸν κάθε Κυριακή, στὴν ᾠδὴ τῆς Θεοτόκου).

  Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀνάσταση ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ξεκάθαρο μήνυμα τοῦ Πατέρα ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἰσχυρὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει νικήσει τὸν θάνατο καὶ βασιλεύει ὡς Κύριος ὅλων (Ρωμαίους 1:4, 4:25). Ἡ ἀνάσταση δείχνει ὅτι τὸ «αἷμα τῆς νέας διαθήκης» τοῦ Ἰησοῦ σῴζει τὸν λαό Του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ βρίσκεται πράγματι στὴν καρδιὰ τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος. Ὡστόσο, χωρὶς τὴ σταύρωση δὲν θὰ εἴχαμε τὴν αἰώνια ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, χωρὶς τὴν ἀνάσταση, ἡ διακονία τοῦ Ἰησοῦ καταλήγει σὲ ἧττα καὶ ἀπογοήτευση (Λουκ. 24:21). Ἀλλὰ ὅλα ἀλλάζουν ἂν «Δὲν εἶναι ἐδῶ! Ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ὅπως εἶπε» (Ματθαῖος 28:6).

  Ἡ ἀνάσταση κορυφώνει τὴν ἀφήγηση τοῦ πάθους καὶ στὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ἴδιας τῆς λύτρωσης. Χωρὶς αὐτό, μπορεῖ κανεὶς μόνο νὰ λυπηθεῖ τὸν Ἰησοῦ ὡς νεκρὸ μάρτυρα τοῦ ὁποίου τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ δυστυχῶς παρεξηγήθηκαν. Μαζί του, πρέπει νὰ σταθεῖ κανεὶς μὲ δέος γιὰ τὸν ἐξυψωμένο Μεσσία, τὸν Υἱὸ τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὴ ζωή Του ὡς λύτρο γιὰ πολλούς, ποὺ σήμερα βασιλεύει στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ μία μέρα θὰ ἐπιστρέψει μὲ δόξα, γιὰ νὰ φτιάξει αὐτὸ τὸ διηρημένο κόσμο.

  Χωρὶς τὴν σταύρωση ὅμως, ἡ ἀνάσταση δὲν θὰ ὑπῆρχε, ἐσχατολογικὸ τέλος γιὰ νὰ διορθωθοῦν ὅλα τὰ ἐπίγεια λάθη καὶ νὰ ἀνανεωθεῖ ὁ κόσμος (Ματθαῖος 19:28-29). Οἱ μάρτυρες τῶν ὁποίων τὸ αἷμα φωνάζει ἀπὸ τὸ ἔδαφος γιὰ δικαιοσύνη δὲν θὰ δικαιωθοῦν ποτὲ (Ματθαῖος 23:35· Ἀποκάλυψη 6:9-11). Οἱ ἀνείπωτες ἑκατομμύρια ἀδικίες ποὺ διαπράχθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλη τὴν ἱστορία δὲν θὰ διορθωθοῦν ποτέ. Δὲν θὰ ὑπῆρχε τελικὸς ἀπολογισμὸς γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ὁ Σατανᾶς θὰ κέρδιζε τὴν κοσμικὴ μάχη. Ἀλλὰ ἡ ἀνάσταση ἐγγυᾶται ὅτι ἡ ὑποδειγματικὴ προσευχὴ τῶν μαθητῶν θὰ ἀπαντηθεῖ – τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει στὴ γῆ ὅπως καὶ στὸν οὐρανὸ (Ματθαῖος 6:10). Ἀνασταίνοντας τὸν Ἰησοῦ, ὁ Θεὸς ἔδειξε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅτι τελικὰ θὰ ἀπαντήσουν σὲ Αὐτὸν γιὰ ὅ,τι ἔχουν κάνει (Ματθαῖος 16:27, Ἰωάννης 5:28-29, Πράξεις 17:31).

  Βεβαίως, ἡ ἀποστολικὴ διακήρυξη τοῦ εὐαγγελίου ἐπικεντρώθηκε στὸν σταυρὸ (Γαλάτας 6:14· 1 Κορινθίους 1:18-25· 1 Πέτρου 1:19· Ἑβραίους 2:9, 14· 9:12-14· Ἀποκαλύψεις 5: 6, 9). Ἀλλὰ τὸ νόημα τοῦ σταυροῦ εἶναι στὴν καλύτερη περίπτωση ἀσαφὲς χωρὶς τὴν ἀνάσταση. Ὁποιαδήποτε παρουσίαση τῶν καλῶν νέων τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Μεσσία πρέπει νὰ τονίσει τὴν ἀνάστασή Του ὡς τὴν οὐσιαστικὴ ἐξήγηση τοῦ θανάτου Του καὶ τὴν ἀπόδειξη τῆς σωτήριας δύναμής του. Ὁποιοδήποτε «εὐαγγέλιο» ποὺ δὲν τοποθετεῖ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ δίπλα στὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι τὸ αὐθεντικὸ μήνυμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων του. (Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀναρωτιόμαστε: Ὁ πολὺ διαβασμένος ἐπιστήμονας μητροπολίτης δὲν τὰ ξέρει αὐτά; Δὲν τὰ πιστεύει; Ἂν ΟΧΙ, πρέπει νὰ παραιτηθεῖ μόνος του. Ἂν τὰ ξέρει καὶ δὲν τὰ ὑποστηρίζει, διδάσκει καὶ δὲν τὰ ζεῖ, τότε εἶναι ὑποκριτής. Ἄλλα καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, τί κάνει σὲ αὐτὸ τὸ θέμα; Γιατί δὲν ἀκούγονται; Ποιὸν φοβοῦνται;)

  Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας νεκρὸς μάρτυρας ποὺ πρέπει νὰ τὸν λυπόμαστε, ἀλλὰ ἕνας ζωντανός, βασιλεύων, ἐπιστρέφων Κύριος γιὰ νὰ τὸν ἀγαποῦν καὶ νὰ τὸν μιμοῦνται, τόσο στὰ παρόντα βάσανα ὅσο καὶ στὴ μελλοντικὴ ἀνταμοιβὴ (Φιλιππησίους 3:10-11).

  Τελειώνω τοῦτο τὸ ἄρθρο μὲ τὰ λόγια τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Παρασκευῆς: «Ἄρχοντες λαοῦ συνήχθησαν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ» Τριώδιο (210 σελ. 896). Ἀποστολικῆς Διακονίας. Καὶ τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ 23:10: «Ἕνας ἀπὸ μᾶς, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χίλιους θὰ καταδιώξει». Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε στοὺς ἀρχηγούς μας, ὅταν δὲν ὑποστηρίζουν τὴν πίστη μας, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό, καὶ τὴν ἠθικὴ κουλτούρα τοῦ ἔθνους μας. Εἶναι γιὰ ὅλους μας ντροπὴ νὰ μὴ ἀμυνθοῦμε γιὰ αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε γιὰ αἰῶνες.

  Σὲ παρόμοιες – ἴσως καὶ χειρότερες – περιπτώσεις οἱ ἅγιοι Πατέρες μας νίκησαν μὲ τὴν ἀνδρεία τους. Νίκησαν διότι προτίμησαν: ἐξορία, θλίψη, στέρηση ἀκόμη καὶ θάνατο, ὥστε νὰ δείξουν στὸ ποίμνιό τους ὅτι τὰ αἱρετικὰ δόγματα καὶ τὰ ἀντὶ-εὐαγγελικὰ ἤθη, πρέπει νὰ ξεριζωθοῦν. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τοὺς ἔκανε νὰ ὑπακούσουν στὶς ἐντολές Του. Τὸ ὅπλο ποὺ χρησιμοποίησαν καὶ μᾶς καλοῦν νὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε καὶ ἐμεῖς, ἦταν ἡ προσευχή. Ὁ ψαλμῳδός μᾶς τὸ λέει καθαρότατα μὲ τὰ λόγια: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κύριου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλ. 19(20):8).

  Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀποβάλλουμε τὸν φόβο καὶ τρόμο τῶν διαφόρων ἐντολῶν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγούς μας καὶ τὶς δικτατορικὲς ἐπιθυμίες των γιὰ ὑπακοὴ καὶ σιωπὴ ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ἐθνικότητά μας καὶ κυρίως γιὰ τὴν πίστη μας. Ὅταν πρόκειται γιὰ βελτίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ δόξα Θεοῦ, τότε μόνο παραδεχόμαστε ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Τὰ δύο αὐτὰ ἐπίθετα γίνονται θετικὰ μόνο ὅταν μποροῦμε νὰ ἔλθουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ Θεό μας. Δὲν ὑπάρχει μέσος ὅρος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἄρα τὸ καθῆκον ἰδιαίτερα τοῦ πνευματικοῦ ὁδηγοῦ μας πρέπει νὰ εἶναι: πῶς νὰ ἔλθουμε κοντὰ στὸν δημιουργό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν γίνεται, τότε δὲν ὑπακοῦμε ἀλλὰ οὔτε καὶ σιωποῦ­με! Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐφαρμόσουμε τὴν ἀντίσταση μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μποροῦμε, ἐφόσον ὁ Ἀπόστολος Παῦ­λος μᾶς προειδοποιεῖ μὲ τὰ λόγια: «Μὴ πλανᾶσθε, ὁ Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6:7) καὶ «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος» (Ἑβρ. 10:31). Ὁ Χριστὸς μᾶς περιμένει καὶ μᾶς φωνάζει κοντά Του μὲ τὰ λόγια: Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε» (2 Κορ. 6:17).

  Ἄρα, ὡς Χριστιανοὶ πιστεύουμε ὅτι ἡ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ εἶναι τὸ ὑψηλότερο ἠθικὸ καθῆκον μας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχές Του καὶ νὰ εὐθυγραμμίζει τὶς πράξεις καὶ τὶς ἐπιλογές του μὲ τὸ θέλημά Του. Αὐτὸ βασίζεται στὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ πηγὴ τῆς ἀλήθειας.

  Ἐφόσον λοιπὸν ἡ ὑπακοὴ εἶναι τόσο σημαντική, γιατί δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε;

  Γιατὶ ταραζόμαστε ὅταν ἀκοῦμε τὴ λέξη ὑπακοή, ἴσως ἐπειδὴ ἔχουμε τὴν τάση νὰ συνδέουμε αὐτὴ τὴ λέξη μὲ πίεση, τιμωρία, τήρηση κανόνων, ἀκόμα καὶ λέξεις ὅπως «ντροπὴ» καὶ «ὑποβάθμιση» ἔρχονται στὸ μυαλό. Ἔτσι, εἶναι λογικὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἀγωνιζόμαστε νὰ ὑπακούσουμε στὸν Θεό, γιατί τὸν ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΥΜΕ!

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος