Ἐπέκεινα τοῦ παραδείγματος τοῦ π. Β. Θερμοῦ
Ἐπέκεινα τοῦ παραδείγματος τοῦ π. Β. Θερμοῦ
Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου
Μία ἀπὸ τὶς ἐπικρατέστερες κοινοτοπίες ποὺ παρουσιάζεται στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογικὴ διανόηση εἶναι ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ – μετέχει τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς ἀκτίστου θεότητας, δηλονότι τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος[1]. Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν ὑποστηρίζεται σὲ καμία περίπτωση ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία στὸ σύνολό της, ὅσο καὶ ἐὰν τὸ νομίζουν οἱ διάφοροι μελετητές της, τόσο οἱ νεορθόδοξοι ὅσο καὶ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἢ προτεστάντες[2].
Ἕνα ἀπὸ τὰ σχετικὰ σύγχρονα ἄρθρα ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ὑποστατικὴ κοινωνία τῶν βαπτισμένων καὶ κεκχρισμένων πιστῶν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι αὐτὸ τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ[3]. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο κρίνεται σκόπιμη ἡ ἀνασκευὴ τοῦ ἀνωτέρω ἀναφερθέντος ἄρθρου, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ στὴν ὑποτιθέμενη ἀνάγκη ὑπέρβασης τοῦ ρωμανίδειου παραδείγματος (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) πρὸς χάριν τῆς διασφάλισης τῆς ἀκεραιότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τὴν οἰκοδόμηση μίας θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας μὲ βάση τὴν ὑποστατικὴ ἀρχὴ (τὴ μετατροπὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο). Στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται, ὅμως, γιὰ ὑπέρβαση τῆς θεολογίας τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ἀλλὰ γιὰ ὑπέρβαση ἐκείνης τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω εἰσαγωγικὰ ἐκτεθέντα μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε σὲ μία ἀνασκευὴ τοῦ ἄρθρου τοῦ π. Β. Θερμοῦ.
Στὴ σελίδα 65 τοῦ ἄρθρου του ὁ π. Βασίλειος Θερμὸς ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Ρωμανίδης προτάσσει τοὺς θεοποιημένους – ἁγίους ἔναντι τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἀπότοκο τοῦ ἀμερικανικοῦ ἀτομικισμοῦ ποὺ διακατέχει τὸν π. Ἰ. Ρωμανίδη. Μόνο ποὺ στὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἄρθρο ὁ π. Β. Θερμὸς κατηγορεῖ τὸν π. Ἰ. Ρωμανίδη ὅτι παραμελεῖ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο – ἄτομο[4]. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ μεταπατερικὴ θεολογία στὸ σύνολό της, ὅπως δεικνύεται ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ὑποστηρικτῶν της, θέλει νὰ ἄρει τὴ διάκριση μεταξύ τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητῆ καὶ τοῦ καθοδηγούμενου, καὶ τοῦτο γιὰ λόγους «δημοκρατίας».
Στὴ σελίδα 66 ὁ π. Β. Θερμὸς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ Ἐκκλησία διαφέρει ἀπὸ τούς θεωμένους. Ὁπότε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄρση τῆς διάκρισης μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ ποιμαινομένου, ὑπάρχει ἡ διάκριση μεταξὺ θεωμένων καὶ Ἐκκλησίας. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητής, σύμφωνα μὲ τὴ λογική τοῦ π. Β. Θερμοῦ, δὲν ἀποτελοῦσε τὴν ἴδια τὴν ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας, καθότι δὲ βρισκόταν σὲ κοινωνία μὲ καμία ἐκκλησιαστικὴ δομή, ἕνεκα τῆς ἐπικρατούσης αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ καὶ μονοενεργητισμοῦ. Ἐδῶ ὁ π. Β. Θερμὸς φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν Ἐκκλησία ὄχι ὡς τὴν πίστη ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ βλέπουν μέσῳ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τὸ Θεό, ἀλλὰ ὡς μία ἱεροκρατικὴ δομὴ ποὺ παράγει ἁγίους καὶ ὑπερίπταται ἀξιολογικὰ αὐτῶν. Τοῦτο διαφαίνεται ἀπὸ τὸν ἰσχυρισμό του ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀληθινὴ, ἐπειδὴ ἔχει ἁγίους, ἀλλὰ ἔχει ἁγίους, ἐπειδὴ εἶναι ἀληθινή.
Στὶς σελίδες 66-67 ὁ π. Β. Θερμὸς ἐπιτίθεται στὸ «ρωμανίδειο» σχῆμα τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης, καθότι αὐτὸ ὑποτίθεται ὅτι περιορίζει τὴν ἐλευθερία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος νὰ δρᾶ ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω ἀναφερθέντων καλουπιῶν. Δὲ θὰ διστάσει μάλιστα νὰ ὑποστηρίξει ὅτι τὸ ἀνωτέρω καλούπι ὁδηγεῖ σὲ μία ἰδιότυπη δικτατορία τῶν θεουμένων. Ὅμως, ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ξεκάθαρος ἐπὶ τοῦ συγκεκριμένου ζητήματος. Ἐὰν κάποιος δὲ βλέπει τὸ Θεό, ὀφείλει νὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ καθοδηγηθεῖ μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὴ θεογνωσία ἀπὸ ὅσους Τὸν βλέπουν, καὶ τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ διάκριση ποὺ ὑφίσταται ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα ποὺ ὑπονοεῖται ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ π. Β. Θερμοῦ, καθότι τόσο ὁ καθοδηγητὴς ὅσο καὶ ὁ καθοδηγούμενος μετέχουν τοῦ ἴδιου ἀκριβῶς Θεοῦ καὶ ἔχουν τὰ ἴδια δικαιώματα (δικαιώματα ὄχι μὲ τὴν κοινωνιολογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ὡς θεῖες ἐντολές), διατηρώντας ὁ καθένας συνάμα τὰ δικά του χαρίσματα[5]. Συνεπῶς, αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τὸν Θεὸ οἰκοδομοῦν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο, εἰδάλλως δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει διάκριση μεταξὺ Οἰκουμενικῆς καὶ λῃστρικῆς συνόδου[6]. Ἀκόμη, τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα στάδια τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία κτιστὴ περιγραφὴ τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲ μποροῦν νὰ λυμαίνονται τὴν θεία ἐλευθερία σὲ καμία περίπτωση. Τουναντίον δεικνύουν τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας τοῦ πρώτου. Τὰ στάδια αὐτά, δηλαδή, περιγράφουν τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστόμορφος ἢ θεόμορφος. Ἡ κάθαρση δὲν δεικνύει τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια (ἄσκηση), ἐνῷ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση δεικνύει τὴν ἔλευση τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι σὲ ἐκείνους ποὺ πράγματι Τὸν ἐπιθυμοῦν, δηλαδὴ στοὺς κεκαθαρμένους. Ἑπομένως, ὅποιος εἶναι κατὰ τῶν τριῶν σταδίων τῆς θέωσης (κάθαρση – φωτισμὸς – θέωση), στὴν πραγματικότητα εἶναι κατὰ τῆς συνέργειας μεταξύ τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου παράγοντα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο λίγο ἀπέχει ἀπὸ τὴ μαγεία[7].
Στὴ σελ. 70 ὁ π. Βασίλειος Θερμὸς προβαίνει στὴν ὑποστήριξη μίας καταδικασμένης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θέσης, ἐκείνης τῆς ὑποστατικῆς κοινωνίας μεταξύ τοῦ κεχρισμένου πιστοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος[8]. Ὁ π. Β. Θερμὸς φαίνεται νὰ λησμονεῖ ὅτι ἡ μόνη ὑποστατικὴ ἕνωση ὑφίσταται στὴ σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ποὺ φέρει δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Ἑπομένως, τὸ ἅγ. Πνεῦμα δὲν κατέρχεται οὐσιωδῶς στὴν κτιστὴ πραγματικότητα, οὔτε βέβαια ὡς ὑπόσταση, ἀλλὰ ὡς ἄκτιστη κοινὴ ἐνέργεια ἢ χάρη. Ἡ ὑποστατικὴ κοινωνία μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Ἁγίου Πνεύματος πρέπει νὰ ὑποστηριχθεῖ, κατὰ τὸν π. Β. Θερμό, διότι ἡ θεία χάρις δὲ μπορεῖ νὰ ποσοτικοποιηθεῖ. Στὸ Χρῖσμα ὁ πιστὸς δὲ λαμβάνει μέρος τῆς χάριτος, ἀλλὰ ἐγκαθιδρύει προσωπικὴ σχέση μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅμως, ἡ ἄκτιστη θεία χάρη δὲν ποσοτικοποιεῖται ἔτσι καὶ ἀλλιῶς, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἕνεκα τοῦ ἀκτίστου χαρακτήρα της. Ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια δὲν εἶναι λιγότερο Θεὸς καὶ ἄκτιστη ἀπὸ τὴ θεία οὐσία καὶ τὶς τριαδικές της ὑποστάσεις[9].
Συνοψίζοντας, τὰ κύρια ἀτοπήματα τοῦ ἄρθρου τοῦ π. Θερμοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς: 1) ἡ μὴ διάκριση μεταξὺ πνευματικοῦ καθοδηγητῆ καὶ ποιμαινομένου, 2) ἡ διάκριση μεταξὺ πνευματοφόρων ἀνθρώπων καὶ Ἐκκλησίας (θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ κανεὶς μία Ἐκκλησία δίχως προφῆτες, ἀποστόλους, ἁγίους καὶ πατέρες;), ἡ καταπολέμηση τῆς συνέργειας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς ὑποτίμησης τῶν σταδίων τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης καὶ τέλος ἡ ὑποστήριξη τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἐπίκριση κάποιων σφαλμάτων τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ἀλλὰ γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο πάντοτε ἐκφράζεται ἀπὸ θεόμορφους ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι αἵρεση!
Σημειώσεις:
[1] Ἰ. Ζηζιούλας, Ἐλευθερία καὶ Ὕπαρξη. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο στὸν χριστιανικὸ Ἑλληνισμό. Πέντε μαθήματα στὸ Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χὸρν (1983), ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2018, σελ. 138: «οἱ λέξεις Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα δηλώνουν ὄντα μὲ τὰ ὁποῖα ἐρχόμαστε σὲ ἰδιαίτερη προσωπικὴ σχέση». Βλ. ἐπίσης Χρ. Γιανναρᾶς, Χάιντεγκερ καὶ Ἀρεοπαγίτης, ἢ περὶ ἀπουσίας καὶ ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2006, σελ. 99. [2] T. Spidlik, La persona, il cuore, la preghiera, Edizioni Lipa, Roma 2019, p. 129. [3] (π.) Β. Θερμός, «Ἀνθρωπολογία τῆς θεώσεως: Τὸ ἁγιαζόμενο ὑποκείμενο ἐπέκεινα τοῦ ρωμανίδειου παραδείγματος», στὸ: Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος/ Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν et al. (ἐπιμ.), Ἀναταράξεις στὴ μεταπολεμικὴ θεολογία. Ἡ «θεολογία τοῦ ’60», Θεολογικὸ Συνέδριο, Βόλος, Κυριακὴ 6-8 Μαΐου 2005, Ἀθῆναι 2009, σσ. 63-77. [4] Ὅπ.π., σελ. 71. [5] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἀντιρρητικὸς Λόγος πρὸς Ἀκίνδυνον Ε΄, 20, 74, Π. Χρήστου Γ΄, σελ. 343 καὶ τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία IZ΄, Εἰς τὸ μυστήριον τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς, τὴν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, Migne PG 151, 233D: «δεικνὺς μηδὲν ἔχειν πλέον εἰς δόξαν τοὺς αὐτόπτας γεγενημένους τῶν δι’ αὐτῶν εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν πίστιν ἐναγομένων». [6] Συνεπῶς, πολὺ ὀρθῶς πράττει ὁ (π.) Ἰ. Ρωμανίδης ποὺ διάκειται κατὰ τοῦ κονσιλιαρισμοῦ. Μία σύνοδος δὲν εἶναι ἀληθὴς ἐπειδὴ εἶναι σύνοδος, ἀλλὰ εἶναι ἀληθὴς ἐπειδὴ ἐκφράζει τὶς ἀποφάνσεις τῶν θεοφόρων πατέρων. Εἰδάλλως ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικὲς σύνοδοι θὰ ὀρθοτομοῦσαν τὸ λόγο τῆς ἀληθείας μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι σύνοδοι (συνάξεις κληρικῶν). Βλ. Ἰ. Ρωμανίδης, Εἰσαγωγὴ εἰς Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες, τόμος Ι΄, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 6-8. [7] Ἡ κύρια ἔκφανση τῆς «χριστιανικῆς» μαγείας εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογικὴ διανόηση ὡς εὐχαριστιοκεντρικὴ ἐκκλησιολογία. [8] Ἔκθεσις δυσσεβημάτων, 20, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 583: «Ἀποβαλλόμεθα τοὺς λέγοντας ἐκχεῖσθαι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον καθ’ ὑπόστασίν τε καὶ οὐσίαν ἐπὶ τοὺς ἀξίους, ἀλλὰ μὴ κατὰ τὴν θείαν δωρεὰν καὶ χάριν καὶ ἐνέργειαν αὐτοῦ, ὡς μετὰ τῆς ἄλλης δυσσεβείας καὶ τὰ λατίνων ἐντεῦθεν φανερῶς φρονοῦντας». [9] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 28, Π. Χρήστου Β΄, σσ. 89-90.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος