Στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα προς τη Θεοτόκο θα βρούμε όχι λίγες φορές το ουσιαστικό "ἀντίληψις" ("ἐπὶ τὴν σὴν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν", "δὸς μοι τῷ δούλῳ σου [...] τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς", "χεῖρα μοι δὸς βοηθείας ἡ θερμὴ ἀντίληψις καὶ προστασία μου", "καὶ ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν;", "θλιβομένων χαρὰ καὶ ἀντίληψις", "σὲ γινώσκω [...] ταχινὴν καὶ ὀξεῖαν ἀντίληψιν", "σκέπη γενοῦ καὶ προστασία καὶ ἀντίληψις", "ποίαν δὲ ἐφεύρω [...] θερμὴν ἀντίληψιν;").
Σήμερα η ίδια λέξη σημαίνει την αντιληπτική ή μαθησιακή ικανότητα ή δυνατότητα, την ικανότητα/δυνατότητα κατανόησης, τη σύλληψη μέσω των αισθήσεων, ενώ στον πληθυντικό σημαίνει τη νοοτροπία -- οι σημασίες όμως αυτές είναι νεώτερες.
Στα Αρχαία είχε διάφορες άλλες σημασίες, μία από τις οποίες ήταν: "βοήθεια", "προστασία", "πρόνοια". Αυτήν ακριβώς τη σημασία έχει στα αποσπάσματα που μνημονεύσαμε από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα παραπάνω. Με την ίδια σημασία θα τη βρούμε και στην Αγ. Γραφή (π.χ. "σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες" [Ψαλμ. 21:20], "ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ ἀντίληψις" [Ψαλμ. 88:19]).
Εκείνος που παρέχει τη βοήθεια λέγεται "ἀντιλήπτωρ" (π.χ. "ὁ Θεός μου ἔσται [...] ἀντιλήπτωρ μου" [Β΄ Βασιλειών 22:3], "σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ" [Ψαλμ. 3:4], "ὁ Θεός μου βοηθός μου [...] καὶ ἀντιλήπτωρ μου" [Ψαλμ. 17:3], "ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ" [Ψαλμ. 41:10], "ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ [... ], τὸ ἔλεός σου προφθάσει με" [Ψαλμ. 58:10-11], "βοηθός μου καὶ ἀντιλήπτωρ μου εἶ σύ" [Ψαλμ. 118:114]).
Αμφότερα "ἀντίληψις" και "ἀντιλήπτωρ" ανάγονται στο ρήμα "ἀντιλαμβάνομαι", το οποίο επίσης υπάρχει στον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα με τη μορφή της γνωστής και από βασικές εκκλησιαστικές ακολουθίες προστακτικής αορίστου στο β΄ ενικό "ἀντιλαβοῦ" = "βοήθησε" ("ἀντιλαβοῦ μου τῇ κραταιᾷ σου σκέπη", "ἀντιλαβοῦ μου ὡς ἀγαθή", και στις άλλες εκκλησιαστικές ακολουθίες "Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι").
Αξίζει στη συνάφεια αυτή να μνημονεύσουμε ότι μια ειδικότερη σημασία του ρήματος "ἀντιλαμβάνομαι" στα Αρχαία είναι: "βοηθώ κάποιον λειτουργώντας ως 'αντιλαβή' (δηλ. ως σταθερό στήριγμα, ως 'χερούλι', ως [χειρο]λαβή), για να μπορέσει να σηκωθεί όρθιος".