Αθωνικά άνθη
Ο Ιησούς είναι κοινή περιουσία, ως Θεός και άνθρωπος, της Ορθοδοξίας, του Καθολικισμού, του Προτεσταντισμού και όλων των αιρετικών ομάδων των δύο τελευταίων. Αλλά το φως Του, το αϊδιον και άκτιστον, είναι κτήμα και θησαυρός αναφαίρετος μόνον της Ορθοδοξίας. Ο Καθολικισμός το ηρνήθη ως θείαν ενέργειαν, παρούσαν εν τη Εκκλησία, ο Προτεσταντισμός το ηγνόησεν, αι άλλαι αιρετικαί μικροομάδες ουδέποτε το είδον. Η Ορθοδοξία ελλάμπεται εξ αυτού, ανεχωνεύθη μετ’ αυτού, ζη με αυτό. Και εντεύθεν η αβυσσαλέα ειδοποιός διαφορά —συν ταις άλλαις— της παμφώτου αγίας Εκκλησίας μας με τας αιρετιζούσας…
Εάν ανατρέξωμεν εις τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνος, θα ίδωμεν το χάσμα, όπερ διήνοιξε το σχίσμα, να ευρύνεται, να γίνεται βαθύτερον και να συνειδητοποιήται μία ιστορική και θεολογική τομή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Και ούτως η μεν Ανατολική Εκκλησία ευρίσκεται εν μυστική συναφεία και μεθέξει με το άγιον φως της Θεότητος του Ιησού, η δε Δυτική, ως αρνούμενη την κατ’ ενέργειαν άμεσον σχέσιν με τον Θεόν, ενεπλάκη «ταις του βίου πραγματείαις» και εγένετο εις εγκόσμιος οργανισμός, μόλις διακρινόμενος από τον «εν τω πονηρώ κείμενον» κόσμον…
Αλλά πέραν της καταδίκης, εις την οποίαν προέβη συνοδικώς η Ορθόδοξος Εκκλησία των δοξασιών του παπισμού, έχομεν πλέον εις την δύσιν ολόκληρον, την κυριαρχίαν του πεπτωκότος ανθρωπίνου λόγου, της φυσικής γνώσεως, μεθ’ όλων των συνεπειών επί του πνευματικού πεδίου.
Εντεύθεν ητόνησεν η διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων, ο κύκλος των ασκητικών έργων υπεχώρησεν, η καρδία και αι μεταφυσικαί εφέσεις εξηράνθησαν, και γενικώς, το χριστιανικόν βίωμα αντικατεστάθη από ένα νόθον ανθρωπισμόν μεστόν απιστίας και επάρσεως.
Οι Ευρωπαίοι, εν τω μεταξύ, αφέθησαν αποίμαντοι, απληροφόρητοι, λογοκρατούμενοι, και εις τον διάλογον, τον οποίον ανοίγουν με αυτούς ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, αναδεικνύονται νικηταί, διότι διεξάγεται, κατά το πλείστον, επί λογικού επιπέδου και όχι δια του λόγου του Θεού, όστις υπερβαίνει τον ανθρώπινον λόγον. Ιδού το αποτέλεσμα!...
Εις τον σύγχρονον κόσμον δεσπόζει μία σύγχυσις ιδεών, εν πλήθος φιλοσοφημάτων, εν είδος πνευματικής διαφθοράς, καθολική σχεδόν άρνησις πάσης παραδόσεως και αυθεντικής διδασκαλίας. Εάν εις αυτά προσθέση τις την εκπληκτικήν άνοδον της μορφωτικής και διανοητικής στάθμης, την αναζήτησιν υψηλών προσανατολισμών, την καλλιέργειαν ενός τεχνητού παραδείσου, ένθα πάσα μορφή καλλιτεχνική προσφέρεται ευκόλως προς ικανοποίησιν της άλλα διψώσης ψυχής, θα αντιληφθή πόσον επιτακτική ανακύπτει η ανάγκη, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία ομιλήση δια το Θαβώριον φως.
Μόνον το δυνάμενον να καταυγάση τας καρδίας άκτιστον φως θα διασκεδάση τα ψυχικά ερέβη και θα διαλύση την πλάνην των γοητευουσών συγχρόνων θεωριών. Μόνον μεγάλαι εμπειρίαι θα πείσουν την σύγχρονον ψυχήν του κόσμου, επαιρομένην και μεθύουσαν από τα άθλια υποκατάστατα του όντως μεγάλου και καλού, όπερ κατέχει η Ορθοδοξία.
Φρονούμεν ότι το αίτιον εις το να μη βλέπωμεν διαφοράς μεταξύ Ορθοδοξίας και των έξω αυτής αιρετικών, είναι η απώλεια της αισθήσεως του καταυγάζοντος την Εκκλησίαν του Χριστού Θαβωρίου φωτός. Όσον απομακρυνόμεθα από την λάμψιν του, τόσον τα κριτήριά μας υποχωρούν. Και κατόπιν διαπορούμεν φυσικώτατα: Έχομεν διαφοράς; Ποίας;
Και όντως αι διαφοραί αίρονται, ημών κατερχομένων. Αλλ’ ο κόσμος, οι λαοί, διψούν δια Θεόν. Διψούν δι’ ελευθερίαν ψυχής υπέρ τα σχήματα και τα εγκόσμια ακάθαρτα ύδατα. Πεινούν δια τον ουράνιον άρτον της Ορθοδοξίας. Τα «κεράτια» της Δύσεως δεν είναι τροφή θεοπλάστων ανθρώπων. Είναι τροφή ζώων έστω λογικών. Αλλ’ ο Χριστιανισμός είναί τι πέραν της λογικής, είναι πίστις. Και η προσπέλασις εις την περιοχήν της πίστεως δεν γίνεται δια της λογικής, αλλά δια της καρδίας.
Και η αγία Ορθοδοξία μας αυτήν την οδόν ηκολούθησε, δι’ αυτής εδημιούργησε μίαν μακράν πνευματικήν παράδοσιν, αρχίζουσαν από την καρδίαν, από την «νοεράν προσευχήν» και τον ασκητισμόν της και καταλήγουσαν που; Εις το Θαβώριον φως, εις την όρασιν των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Και αυτήν την οδόν οφείλομεν να καταδείξωμεν εις τον παραπαίοντα σύγχρονον κόσμον. Αι μεγάλαι απάται του διαβόλου και της διεφθαρμένης καρδίας, δεν αποκαλύπτονται δια του πτωχού και περιωρισμένου ανθρωπίνου λόγου. Αποκαλύπτονται μόνον δι’ εκθαμβωτικών ακτινοβολιών. Αυτοί μόνον φωτίζουν τα σκότη, εισέρχονται εις τας καρδίας και, αφού τας καθάρουν, τας καθιστούν ικανάς να ίδουν το Θαβώριον φως, τον σαρκωθέντα Θεόν.
Ιδού ποίον είναι το επιτακτικόν αίτημα των καιρών μας. Και ιδού πως διαγράφεται η αποστολή της Εκκλησίας μας εις την σύγχρονον ανθρωπότητα…
«Αθωνικά άνθη»