Ἔξω ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, δὲν ὑπάρχει τέλειος ἄνθρωπος. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τελειοποιηθεῖ, οὔτε νὰ διακριθεῖ σὲ τίποτε καλό, δίκαιο, ἔνθεο καὶ αἰώνιο. Ἔξω ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ἄνθρωπος ἐκπίπτει, ξεπέφτει, παρακμάζει, κατρακυλάει μέχρις ἐκεῖ ποὺ δὲν τελειώνει τὸ κατρακύλημα, στὸν μὴ ἄνθρωπο.
Ναί. Ἔξω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, δὲν ὑπάρχει ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὑπάνθρωπος, κατώτερος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος δίχως στοιχειώδη ἀνθρωπιά, γίνεται μισάνθρωπος, μὴ ἄνθρωπος.
Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει νέος ἄνθρωπος μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία, ζῶντας μὲ τὸν Χριστό. Ὁ «παλαιὸς» ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Ὁ «παλαιὸς» ἄνθρωπος «ἐμπίπτει σὲ ἐπιθυμίες ἐφάμαρτες καὶ ἀπατηλὲς» καὶ ἀπατᾷ τὸν ἑαυτό του μὲ διάφορες ἐφευρέσεις καὶ ἐπινοήσεις, ἀπατᾷ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐπιστήμη, τὴ φιλοσοφία, τὸν πολιτισμό, τὴν κουλτούρα, σπαταλῶντας καὶ φθείροντας τὴν αὐχή του, σὲ ἀπειράριθμα ἐπουσιώδη πράγματα καὶ σχέδια καὶ ἀπορρίπτοντας τὸ «ἑνὸς δὲ ἐστὶ χρεία», ἀπορρίπτοντας τὸ ἕνα, τὸ μοναδικὸ καὶ ἀπαραίτητο, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς (Λούκ. 10,42).
Καὶ ἔτσι, ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ, ὅλος ὁ ἄνθρωπος θρυμματίζεται, θραύεται, ἐκμηδενίζεται. Σκοτίζεται ἡ συνείδηση του, ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του, ἡ θέλησή του.
Μόνο μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μόνο κοντὰ στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίζεται, ἀνακαινουργώνεται. Ἀνακαινίζεται ἡ συνείδησή του, ἡ θέλησή του, ὁ νοῦς του, ἡ ψυχή του.
Αὐτὴ ἡ ἀνακαίνιση, πραγματοποιεῖται καὶ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν βίωση τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί στὸ ἀνθρώπινο γένος ἕνας εἶναι ὁ μοναδικά νέος ἄνθρωπος, ὁ αἰώνια νέος καὶ αἰώνια «καινὸς» ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Γιατί ἡ ἔνθεη ἀλήθεια Του εἶναι αἰώνια καὶ σὰν τέτοια εἶναι ἀμετάβλητα «νέα» καὶ ἀθάνατα «καινή». Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἔνθεη δικαιοσύνη Του, τὴν ἀγάπη Του, τὴν ἀγαθοσύνη Του καὶ τὴν ζωή Του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, διαμέσου τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν κατὰ τὸ «ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. 4, 22-24).
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔζησε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων σὰν ἄνθρωπος καὶ παρέμεινε στὴν ἐκκλησία μὲ ὅλες Του τὶς Θεανθρώπινες δυνάμεις, γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι προσβλέποντες σὲ Αὐτὸν νὰ ζοῦν μὲ Αὐτὸν καὶ «ἐν Αὔτῳ» καὶ «χάριν Αὐτοῦ».
Γι’ αὐτὸ ὁ Θεοφόρος ἀπόστολος Παῦλος ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς καὶ μᾶς ἐπιτάσσει, μᾶς παραγγέλλει «Γίνεσθε οὗν μιμηταὶ τοῦ Θεοῦ» (Εφεσ. 5,1). Μᾶς παραγγέλλει νὰ γίνουμε μιμητὲς ὄχι Ἀγγέλου, οὔτε Σεραφείμ, οὔτε Χερουβείμ, οὔτε ἄλλου ὁποιουδήποτε μεγάλου ἀνθρώπου, ἄλλα αὐτοῦ Τοῦ ἴδιου Τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδική, ἡ δικαία, πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ πρόσκληση τοῦ ἀνθρώπου στὴν γῆ, ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ κατῆλθε, κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήσει, μιμούμενος τὸν «ἐνανθρωπήσαντα» Θεὸ Λόγο, τὸν «ἐνσαρκωμένο» Θεό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε σ’ αὐτὸν (τὸν ἄνθρωπο) ὅλες τὶς ἔνθεες δυνάμεις, τὶς ἀπαραίτητες γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Γιατί στὸν Θεὰνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, κάθε τι τὸ Θεϊκὸ ἔγινε ἀνθρώπινο, κάθε τι τὸ θεῖο ἔγινε δικό μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς ἀποδεχόμενοι Αὐτόν, νὰ Τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καὶ νὰ Τὸν κάνουμε Δικό μας.