Χθὲς
τιμήσαμε τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, ποὺ ἦταν Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας.
Ἐπειδὴ
«τιμὴ μάρτυρος μίμηση μάρτυρος» καὶ ἐπειδὴ
οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι μιμοῦνται ἔμφοβοι τὸ ἦθος τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν Ἁγίων, ἀρκούμενοι μόνο νὰ
χοροστατοῦν μεγαλοπρεπῶς στὶς Ἀκολουθίες τῶν Ἁγίων, παρουσιάζουμε, ὡς ἄλλο ΚΑΘΡΕΠΤΗ ἡλιόφωτο, κάποια στοιχεῖα
ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, ὥστε νὰ καθρεπτίσουν
ἐκεῖ τὸν ἑαυτό τους, μήπως καὶ οἱ ἴδιοι θελήσουν νὰ ἀλλάξουν πορεία, ἀλλὰ καὶ
μήπως οἱ ὡς πρόβατα ἐπί σφαγὴν ἀκολουθοῦντες πιστοί, ἀντιληφθοῦν ποῦ τοὺς ὁδηγοῦν
οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι.
Ὅλοι δέ,
συνειδητοποιώντας ὅτι καθημερινὰ τὰ γεγονότα μᾶς ὁδηγοῦν στὰ ἔσχατα (τὰ δικά μας καὶ τοῦ κόσμου), νὰ μιμηθοῦμε αὐτὸν ποὺ ἔγινε «ἔργῳ
καὶ λόγῳ ὁμολογητὴς τῆς ἀληθείας ...καὶ μάλα πρὸ τῆς τοῦ καιροῦ κλήσεως προαιρούμενός τε καὶ πιστευόμενος, ἐραστὴς
τοῦ δικαίου..., πληρωτὴς εὐσεβείας ὡς καὶ θανάτου διὰ
ταύτην καταφρονεῖν, παιδευτὴς ἡσυχίας ὡς πάντα τιθέναι δεύτερα
τοῦ μόνως μόνῳ θεῷ διὰ τῆς ἐπιπόνου καὶ ἐμμόνου συγγίνεσθαι προσευχῆς».
Ἡ ἱστορία τοῦ ἁγίου
Γερμανοῦ εἶναι σχετικῶς γνωστή, ἀλλ’ ἐπίσης εἶναι γνωστὴ καὶ ἡ ἀπείθια τῶν συγχρόνων Ἐπισκόπων
καὶ ποιμένων νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ποὺ ὁ Ἅγιος ἐφάρμοσε καὶ ἐμπράκτως
δίδαξε.
Ὁ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐπεχείρησε
νὰ καταργήσει τὴν Παράδοση περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Πρὶν
ὅμως «ἐπέμβει
εἰς τὸ ζήτημα τῶν Εἰκόνων» ἀντελήφθη ὅτι τὶς θέσεις του «συνεμερίζοντο
καὶ πολλοὶ κληρικοί». Μάλιστα «τρεῖς ἐπίσκοποι τῆς Μ. Ἀσίας ἐξεδηλώθησαν ἀνεπιφυλάκτως
ὑπὲρ τῶν θέσεών του» (Φειδᾶς Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Πανεπιστημιακαὶ
Παραδόσεις, 1973, σελ. 20).
Πρὸς ἐπιβολὴ τῶν θέσεών του ἐπεχείρησε νὰ
προσεταιρισθεῖ ὅσους ἠδύνατο ἀπὸ τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τὸν κλῆρον, ἀπειλώντας
μὲ διώξεις καὶ τιμωρεῖες ὅσους δὲν δέχονταν τὶς κακόδοξες θέσεις του.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς
βέβαια, «ἀπέκρουσε τὰς θέσεις τοῦ Λέοντος... καὶ ἠναγκάσθη νὰ παραιτηθῇ, ἀλλὰ συγχρόνως
ἀπεδοκίμασε τὴν βασιλικὴν παρέμβασιν εἰς ζητήματα πίστεως» (ὅπ. παρ.,
σελ. 21-22).
Δὲν θέλησε νὰ παραμείνει στὸν θρόνο ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι τὸ κάνει κατ’ Οἰκονομίαν, ἀνεχόμενος τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Λέοντος καὶ ὅσων τὶς εἶχαν ἀποδεχθεῖ, μὲ σκόπο νὰ προσφέρει τάχα στὸν λαὸ πνευματικὸ ἔργο, ὅπως κάνουν οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι! Διότι ἡ παραμονὴ στὸν
Πατριαρχικὸν θρόνο, χωρὶς τὴν καταγγελία
τῶν θέσεων τοῦ Λέοντος, ἀσφαλῶς θὰ σήμαινε ὅτι συμφωνεῖ σιωπηρὰ ἔστω μαζί του.
τῶν θέσεων τοῦ Λέοντος, ἀσφαλῶς θὰ σήμαινε ὅτι συμφωνεῖ σιωπηρὰ ἔστω μαζί του.
Ἂς δοῦμε ὅμως, τί μᾶς
πληροφορεῖ ὁ βιογράφος του.
Ὁ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος στὴν ἀρχὴ ἔκρυβε τὶς
κακόδοξες θέσεις του. Στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ τὶς ἀποκαλύπτει («εἰς
προὖπτον ἅπασι τέθεικε τὴν τῆς πονηρᾶς αὐτοῦ καὶ κακογνώμονος βουλῆς»)
καὶ μὲ ἀπειλὲς προσπαθοῦσε νὰ κάνει τοὺς πιστοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὴν Ὀρθόδοξη
Παράδοση περὶ τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ βιογράφος
του: «ἀλλὰ
τί τούτων τελουμένων (ὑπὸ τοῦ Λέοντος) ὁ τοῦ Θεοῦ πεποίηκεν ἀρχιερεύς»;
Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἐν
πρώτοις εἰς Θεὸν καταφεύγει» καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ προστατέψει τὴν Ἐκκλησίαν
Του ἀπὸ τὴν νέα αὐτὴ δοκιμασία «τῆς περὶ τὴν πίστιν ἀδίκου καινοτομίας».
Στὴν συνέχεια ἀπευθύνεται
στοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἱερωμένους καὶ τοὺς λογίους καὶ τὸ λαό, καὶ
τοὺς προτρέπει νὰ μὴν προδώσουν τὴν Πίστη («μὴ προδοῦναι τὴν εἰς θεὸν εὐσέβειαν ὁποιασοῦν
προφάσεως ἕνεκα»), ἀλλ’ ἀντίθετα «ἐπιστολαῖς δογματικαῖς» νὰ ἀποδείξουν
τὴν ἀσέβεια ὅσων κακόδοξων κατὰ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλλει ὁ Λέων
Γ΄ Ἴσαυρος. (Συγκρίνατε τὴν στάση τοῦ
Ἁγίου μὲ τὴν στάση τῶν συγχρόνων Ἐπισκόπων καὶ Ποιμένων, οἱ ὁποῖοι
τρέμουν καὶ στὴν ἰδέα νὰ ἐνημερώσουν τὸν λαὸ περὶ τῆς αἱρετικῆς
ἰδιότητος τῶν συνεπισκόπων τους, τρέμουν νὰ τὰ βάλλουν μὲ τὸν ἀρχηγέτη
τῆς Παναιρέσεως Πατρ. Βαρθολομαῖο, τρέμουν νὰ ἀπαιτήσουν σύγκληση
Συνόδου γιὰ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὴν ἡρωϊκὴ προειδοποίηση, ὅτι
θὰ παραιτηθοῦν σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Ἀρχιεπ. Ἱερώνυμος, σύμμαχος τοῦ
πατριάρχη, ἀρνηθεῖ).
Σὲ συνάντηση τοῦ Αὐτοκράτορα
Λέοντος μετὰ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου, ἐνῶ ὁ Λέων «ἤρξατο τὰς ἱερὰς εἰκόνας ἀτίμως ἐξουθενεῖν»,
ὁ Γρηγόριος τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν προβεῖ στὴν ἀθέμιτη αὐτὴ πράξη. Ἐκεῖνος ὅμως ὀργίσθηκε
τόσο, ὥστε «ἐπ᾿ αὐτῷ ταῖς ἰδίαις κατὰ κόρρης χερσὶ σφοδρῶς ἐρράπισεν εἰδωλολάτρην ἀποκαλῶν,
καὶ ἀτίμως τὸν δίκαιον ὁ ἄδικος τῶν βασιλείων ἀπήλασε καὶ ἐξώθησε· τάς τε
βίβλους, ἃς περὶ τῆς ὀρθοδόξου συνέταξε πίστεως, ἅμα πλείοσιν ἑτέροις αὐτοῦ
λόγοις κατέκαυσεν». Τὸν χαστούκισε, τὸν ἀποκάλεσε εἰδωλολάτρην, τὸν ἔδιωξε
ἀπὸ τὸ Παλάτι καὶ ἔκαψε τὰ βιβλία τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐξέθεταν τὰ τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως.
Ὁ Ἅγιος, μπροστὰ σ’ αὐτὴν
τὴν μανία τοῦ αὐτοκράτορος «ἔδωκε τόπον τῇ ὀργῇ... φυγὼν ἐν τοῖς
κλίμασι Κυζίκου».
Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν
καταλάγιασε ἡ μανία τοῦ Λέοντος, πῆγε στὸν Ἱερὸ Ναό, καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλο τὸν
ὀρθόδοξο λαό, τὸν συμβούλευε: Νὰ λοιπόν, τώρα, εἶπε, «ἀγώνων καὶ βραβείων ἐλήλυθε καιρὸς»
καὶ ἐὰν ἀγωνιστοῦμε ὑπὲρ τῆς Πίστεως, θὰ στεφανωθοῦμε. Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, «μὴ προδῶμεν τὸν καλὸν
καὶ ἔντιμον μαργαρίτην τῆς πίστεως ἡμῶν· ἀλλὰ γενναίως στῶμεν ἀνταγωνιζόμενοι
κατὰ τοῦ σκολίου ...ἐχθροῦ καὶ τῶν ἐκείνου πονηρῶν καὶ βεβήλων ὑπασπιστῶν...».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἅγιος ὅλους
τοὺς μυσταγωγοῦσε «ἄχρι θανάτου πρὸς τὴν νεωτεροποιὸν κακοδοξίαν ἀντικαθίστασθαι,
γενναίως τε πᾶσαν βασάνων ὑπομένειν ἐπιφορὰν καὶ μὴ μολύνειν τὸν χιτῶνα τῆς
πίστεως».
Μὲ τέτοιες παραινέσεις
δυνάμωνε τὸν λαὸ καὶ τὸν ἑτοίμαζε γιὰ τὸν κατὰ τῆς αἱρέσεως ἀγώνα μέχρι θανάτου.
Κάποιοι ἀπὸ τοὺς λόγιους
μαθητές τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἐπισκέφτηκαν τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα μὲ θαρραλέο φρόνημα
τοῦ ἔλεγαν ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ἀσέβεια τῆς αἱρέσεως, οὔτε θὰ συνεργήσουν νὰ προωθηθεῖ ἡ κακόγνωμη προσπάθειά του ἐναντίον
τῶν Ἁγίων Εἰκόνων· ὅτι δὲν καταδέχονται κατὰ κανένα τρόπο «παραχαραχθῆναί τι τῶν εὐαγγελικῶν
καὶ ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν παραδόσεων ἢ ποσῶς ἐνδοῦναι νομοθετηθῆναι κατὰ
κοινοῦ τὸν νεαρῶς ἐκτεθέντα νεωτεροποιὸν ὅρον τῆς πίστεως, μᾶλλον μὲν οὖν ἀσπάζεσθαι
τὴν ὀρθοδοξίαν, ἣν ὁ πατριάρχης πρεσβεύει Γερμανός, εἶναί τε τούτου σύμφρονες εἰσαεὶ
μεγάλαις ἀνωμολόγουν φωναῖς».
Αὐτοὺς ὁ Λέων, ποὺ μὲ
τέτοιο θάρρος ἀντέστησαν στὶς βλακώδεις θέσεις του, τοὺς ἔκαψε ζωντανούς!
Νὰ ξαναθυμήσουμε στοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστὲς
ποὺ ζητοῦν Σύνοδο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς ὡς ...αἱρετικούς, ὅτι ὅλα
αὐτὰ ἔγιναν, πρὶν κάποια Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφασίσει κατὰ τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας.
Στὴ συνέχεια ὁ Λέων καλεῖ
τὸν ἅγ. Γερμανὸ στὸ Παλάτι. Καὶ ἐκεῖνος μετέβη ἐκεῖ μὲ τὸ θάρρος τοῦ Ποιμένος
ποὺ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια, ἦταν δὲ «καὶ πρὸς τὸν θάνατον εὐπρόθυμος».
Στὶς ἐρωτήσεις τοῦ
Λέοντος: «τίσι παραδόσεσιν ἢ ὅροις ἑπόμενος εἰδωλολατρεῖν τοὺς ἀνθρώπους
διδάσκεις ἐναντίως τῆς ἡμῶν διατάξεως», καὶ γιατί συνεχίζεις νὰ τοὺς
διδάσκεις νὰ τιμοῦν τὶς εἰκόνες, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπαίτησή του νὰ σταματήσει νὰ ἀσεβεῖ
καὶ νὰ συνομωτεῖ ἐναντίον του καὶ νὰ ἀπειλεῖ(!) τάχα τὴ ζωὴ τοῦ Λέοντα, καὶ στὴν
ἀπειλή του ἐπίσης ὅτι ἂν συνεχίσει θὰ τὸν ἐξορίσει, σὲ ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος Γερμανός,
«ὁ
τοῦ Χριστοῦ μέγας ἀρχιερεὺς» ἀπάντησε καταλλήλως, στηριζόμενος στὴν
διδασκαλία τῶν πρὸ αὐτοῦ Ἁγίων: «...ἡ τῆς
εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει κατὰ τὸν μακάριον καὶ μέγαν Βασίλειον...
διὸ παρακαλῶ παύσασθαί σε, δέσποτα,
τοῦ κατ᾿ ἄμφω περὶ τῶν τοιούτων ἀλλοκότου
σκοποῦ· τῆς γὰρ τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων ἕνεκα προσκυνήσεως οὐ μόνον ἑτοίμως ἐξορίαν ἄτιμον ἀλλὰ
καὶ θάνατον οἴκτιστον ἡδέως ὑπομενῶ.
»Ταῦτα εἰπὼν καὶ τούτοις
προσθεὶς ὡς ἀδυνάτως ἔχει μετακινεῖν ὅρια πατέρων ἢ τοὺς οἴακας ἔχειν ἔτι
τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, αὐτοῦ βασιλεύοντος, ἔξεισι τοῦ παλατίου δρομαίως
καὶ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν παρεγένετο, ἔνθα καὶ τεθεικὼς τὸ ἑαυτοῦ ὠμοφόριον ἐν τῇ
θείᾳ καὶ ἱερᾷ τραπέζῃ πρὸς τὸν πατρικὸν οἶκον ἡσύχασε πορευθείς, οὐδὲν ἕτερον ἢ
τὸν τίμιον καὶ δεσποτικὸν χαρακτῆρα μεθ᾿ ἑαυτοῦ συνεπαγόμενος ἐν σανίδι ψηφίσι
κεκοσμημένον».
Καὶ ὅπως παραθέτει ὁ Ἅγιος
Νικόδημος τὰ τῆς παραιτήσεως τοῦ Ἁγίου:
Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε ὅτι ὁ Λέων «ούτε με
νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και
να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες· (καὶ ὅτι) όχι μόνον δε τούτο εποίει,
αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος
Γερμανός, διά μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της
Oρθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων· όταν
λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας
αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον
άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να
διορθωθή.
Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την
Aγίαν Tράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005).
Ὁ δὲ Λέων «πάνυ θυμωθείς»
τὸν ἐξόρισε.
Τὰ κείμενα ἀπὸ τὸ «Βίος καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γερμανοῦ, ἀρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁμολογητοῦ», http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/saints_08th-10th_centuries/111.htm