Πάπας καὶ Πατριάρχης ἔθεσαν
εἰς κίνδυνον τὰ Πανάγια Προσκυνήματα
συνεργούντων τῶν Ἁγιοταφιτῶν
Γράφει ὁ
Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης,
Ὁμότιμος Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ
Α.Π.Θ
ΜΕ λύπη, ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση
πληροφορήθηκε τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὅσα πρωτοφανῆ, πρωτότυπα, ἀσεβῆ, αἱρετικὰ καὶ βλάσφημα ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν συνάντηση πάπα καὶ πατριάρχου
στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν κοιτίδα καὶ τὸ λίκνο τοῦ
Χριστιανισμοῦ, στοὺς θεοβάδιστους καὶ Ἁγίους Τόπους, ὅπου οἱ διὰ τῶν αἰώνων φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ διὰ σειρᾶς μεγάλων θεολογικῶν ἀναστημάτων, ὅπως οἱ Ἅγιοι
Σάββας ὁ Ἡγιασμένος καὶ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καταπολέμησαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὡς
λύκους βαρεῖς τοὺς ἐξεδίωξαν
μακρὰν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴ
μεταδώσουν τὴν λύμη τῆς αἱρέσεως στοὺς ὑγιαίνοντες πιστοὺς καὶ νὰ μὴ
κατασπαράξουν πνευματικὰ τὰ
πρόβατα.
Οἱ Ἁγιοταφῖτες διὰ τῶν αἰώνων ἀξιώνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φυλάττουν τὰ Πανάγια Προσκυνήματα, μόνον καὶ μόνον γιατὶ μέχρι τώρα
ἐφύλατταν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη ἀμόλυντη καὶ ἀμιγῆ ἀπὸ αἱρετικὲς προσμίξεις, σὲ μία διαρκῆ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς ποικίλους αἱρετικοὺς, Μονοφυσίτες (Ἀρμενίους,
Κόπτες, Αἰθίοπες) καὶ Παπικοὺς.
Οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐπαίσχυντων σταυροφοριῶν πάτησαν ὡς κατακτηταὶ πόδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, χωρὶς καμμία ἐκκλησιολογικὴ βάση καὶ δικαιοδοσία, ἀλλὰ μόνο ὡς ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες καὶ ἐμφανίζονται ἀπὸ τὸτε ὡς συνιδιοκτῆται τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, μὲ μόνιμη ἐπιδίωξη, μέσῳ διπλωματικῶν καὶ πολιτικῶν πιέσεων, νὰ ἐκδιώξουν τοὺς Ὀρθοδόξους, τὴν Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότητα, καὶ νὰ ἀναλάβουν αὐτοὶ τὴν φύλαξη τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων. Τὸ ἐπέτυχαν γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ τοὺς κατῄσχυνε ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἐξεδίωξε, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Θεὸ ὁ τόπος, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς λατρείας καὶ τῆς προσκυνήσεως.
Οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐπαίσχυντων σταυροφοριῶν πάτησαν ὡς κατακτηταὶ πόδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, χωρὶς καμμία ἐκκλησιολογικὴ βάση καὶ δικαιοδοσία, ἀλλὰ μόνο ὡς ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες καὶ ἐμφανίζονται ἀπὸ τὸτε ὡς συνιδιοκτῆται τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, μὲ μόνιμη ἐπιδίωξη, μέσῳ διπλωματικῶν καὶ πολιτικῶν πιέσεων, νὰ ἐκδιώξουν τοὺς Ὀρθοδόξους, τὴν Ἁγιοταφιτικὴ Ἀδελφότητα, καὶ νὰ ἀναλάβουν αὐτοὶ τὴν φύλαξη τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων. Τὸ ἐπέτυχαν γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ τοὺς κατῄσχυνε ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἐξεδίωξε, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Θεὸ ὁ τόπος, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς λατρείας καὶ τῆς προσκυνήσεως.
Ὅπως ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς εἶπε συνομιλώντας μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, οὔτε στὸ ὄρος Γαριζεὶν λατρεύεται ἀληθινὰ ὁ Θεός, ὅπως πίστευαν οἱ Σαμαρεῖται, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός, ὅπου οἱ «ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ» λατρεύουν
τὸν Θεὸ ἐν
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, διότι «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. 4, 23- 24). Ὅπως ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἀπὸ τὸν περίπυστο ναό τους οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι κινδυνεύουν νὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ οἱ Ἁγιοταφῖτες, ἂν συνεχίσουν τὴν οἰκουμενιστικὴ πορεία τῶν
τελευταίων χρόνων, συμπορευόμενοι, συμπροσευχόμενοι, καὶ συμφωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, ὅπως πανηγυρικὰ καὶ γυμνῇ τῇ
κεφαλῇ τὸ ἔπραξαν
κατὰ τὴν πρόσφατη συνάντηση
Βαρθολομαίου καὶ Φραγκίσκου.
Ἀπέστρεψαν τὸ πρόσωπό
τους οἱ ἐν οὐρανοῖς Ἅγιοι
Ἄγγελοι καὶ ὅλοι οἱ ὁμολογηταὶ καὶ στῦλοι τῆς Ὀρθοδοξίας
Ἅγιοι, τοὺς ὁποίους ὑποτίμησε γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ πατριάρχης, λέγοντας ὅτι δὲν κατόρθωσαν «συνεργίᾳ τοῦ μισοκάλου», νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἕνωση ἐπὶ
χίλια ἔτη, καὶ ἀπέστειλε
ὁ Θεὸς δύο ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτας, τὸν Ἀθηναγόρα καὶ τὸν πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ´, οἱ ὁποῖοι
ξεπέρασαν τίς «ἀνθρώπινες ἀδυναμίες»
καὶ τὴν πολεμικὴ καί «ἀντίδραση» τῶν προηγουμένων καὶ ἄνοιξαν νέα εὐτυχῆ καὶ εὐλογημένη
περίοδο διαλόγου, εἰρήνης καὶ ἀγάπης, στὰ ὁποῖα ὑστεροῦσαν οἱ Ἅγιοι. Νὰ περιμένουμε τώρα καὶ ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἀθηναγόρα, ὅπως ἔκαναν οἱ Παπικοὶ γιὰ τοὺς τελευταίους πάπες; Πάλι καλὰ ποὺ οἱ
προκαλέσαντες τὸ σχίσμα Ἅγιοι
Πατέρες δὲν ὀνομάζονται τώρα «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως», ὅπως σὲ παλαιότερη βλάσφημη πατριαρχικὴ ἐκτίμηση, ἀλλά «ἱεροὶ ἄνδρες», ὄχι πάντως «ἅγιοι», ἀφοῦ δὲν ὁμοιάζουν μὲ τοὺς «φωτεινούς» Ἀθηναγόρα καὶ Παῦλο ΣΤ´. Στὰ θεολογικὰ ἀτοπήματα ὅμως τῶν πατριαρχικῶν ὁμιλιῶν καὶ διακηρύξεων στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἑπόμενα ἄρθρα μας.
Στὸ παρὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ πατριάρχης, ἐνδιαφερόμενος στὰ λόγια γιὰ τὴν διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν Ἱερῶν
Προσκυνημάτων, τὰ θέτει σὲ κίνδυνο,
διότι μὲ τὴν μεταφορὰ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὰ Ἱεροσόλυμα τῶν
συμπροσευχῶν, τῶν συναντήσεων, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, τῶν κοινῶν εὐλογιῶν, μεταφέρει τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐκτροπὲς καὶ στὴν κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ στερεῖ τὴν
Σιωνίτιδα Ἐκκλησία καὶ τὰ Πανάγια Προσκυνήματα ἀπὸ τὴν ὀμβρέλλα
τῆς χάριτος καὶ τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ. Ἂς περιμένει νὰ τὰ προστατεύσει ὁ «ἁγιώτατος ἀδελφός, ἐπίσκοπος
Ρώμης», ὅπως προστάτευσε καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν ὁποία πρῶτος
κατέκτησε πρὶν ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸ 1204, καὶ ὅπως ἀνοήτως πιστεύει γιὰ τὴν Κύπρο ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὀλιγοπιστοῦσα γιὰ τὴν θεία βοήθεια καὶ προσκυνοῦσα τὸν πάπα.
Ποιὲς ὠφέλειες
προέκυψαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία
μετὰ τὴν συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 1964 μεταξὺ Ἀθηναγόρα καὶ Παύλου
ΣΤ´; Ἐπανελήφθη τὸ ἴδιο σφάλμα ἀσόφως, κατὰ τό «δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ», καὶ ἐπιβεβαιώθηκαν οἱ ἐκτιμήσεις τῶν πολλῶν τότε ἀρχιεπισκόπων, ἐπισκόπων, ἁγιορειτῶν, εὐλαβῶν γερόντων καὶ λαϊκῶν ὅτι
μόνον δεινὰ ἐπρόκειτο νὰ προκύψουν, ὅπως καὶ ἔγινε, τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τῶν πιστῶν μὲ τὸ νὰ μὴ διακρίνουν πλέον μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἀληθείας καὶ πλάνης. Ἐνισχύθηκε τὸ σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μὲ τὴν ἔξαρση
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιατὶ πολλοὶ πιστοὶ σκανδαλίζονται καὶ καταφεύγουν στὶς τὰξεις τους, διαιρέθηκε τὸ Ἅγιο Ὄρος σὲ φιλοπατριαρχικὲς καὶ ἀντιπατριαρχικὲς μονές, μὲ ἀποδιοπομπαῖο τράγο τὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου,
εἶναι σὲ διαρκῆ συνειδησιακὴ σύγκρουση
πολλοὶ κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ὅταν ἀκούουν νὰ
μνημονεύεται τὸ ὂνομα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες
καί πολλοὶ προβαίνουν σὲ ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν ἐπίσημη
Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα τῶν προκαθημένων ὑπάρχουν
διαφοροποιήσεις καὶ διαιρέσεις, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν μὴ συμμετοχὴ δύο αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, Γεωργίας καὶ
Βουλγαρίας, στὸ λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀξιέπαινη καὶ ὀρθή στάση τῆς μεγάλης καὶ ἰσχυρῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρωσίας νὰ μὴ ἀποδεχθεῖ ὅσα περὶ πρωτείου Ρώμης καὶ
Κωνσταντινουπόλεως συσκευάζουν ἀθεολόγητα καὶ ἀντικανονικὰ μεγάλοι καὶ μικροὶ φωστῆρες τοῦ Φαναρίου. Ποιὲς τοπικὲς ἐκκλησίες συνοδικὰ συνεφώνησαν γιὰ τὴν συνάντηση πάπα καὶ
πατριάρχου, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἐκπροσωπεῖ τοὺς προκαθημένους καὶ σύνολη τὴν Ὀρθοδοξία; Ὁ πατριάρχης ἑνώνεται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διαιρεῖ τους Ὀρθοδόξους, ὅπως ἔπραξε καὶ « ὁ ἅγιος ἀδελφός του» τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος
καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς δεύτερης
χιλιετίας ἔγινε πηγὴ καὶ μήτρα σχισμάτων στὴν Δύση, ἐνῶ δὲν
συνέβη τὸ ἴδιο στὴν Ἀνατολή, μέχρις ὅτου ὑπῆρχαν
ἀληθινὰ ὀρθόδοξοι
πατριάρχες πρὸ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Ἀθηναγόρα.
Καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ
διώχνει ὁ πατριάρχης τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ θὰ τὴν
διώξει καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων. Πότε θὰ μάθουν καὶ θὰ κατανοήσουν ἐπὶ τέλους ὅτι ὁ Ἅγιος
Μᾶρκος Εὐγενικὸς διέσωσε τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας
μετὰ τὴν προδοτικὴ σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, καὶ διατηρήθηκε στὴ Πόλη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἔγινε τὸ προδοτικὸ συλλείτουργο μὲ τοὺς παπικοὺς στὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 12
Δεκεμβρίου τοῦ 1452, λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση; ῎Επρεπε ἡ προδοσία νὰ μεταφερθεῖ τώρα καὶ στὸν Πανάγιο Τάφο, στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου; Δὲν θὰ μείνει τίποτε ἀνέγγιχτο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Γιατὶ νὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ ἀποδοθεῖ ἡ Ἁγία
Σοφία στὴν Ὀρθόδοξη λατρεία; Γιὰ νὰ τελοῦνται σ᾽ αὐτὴν οἱ οἰκουμενιστικὲς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα; Μὰ αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ
λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς τὴν ἀφήρεσε.
Εὐχόμαστε νὰ φωτίσει ὁ Θεὸς ἀληθινὰ τὸν πατριάρχη μας, γιὰ νὰ παύσει νὰ ἀκολουθεῖ τόν «φωτισμένο» Ἀθηναγόρα καὶ νὰ εὐθυγραμμισθεῖ μὲ τὴν
γραμμὴ τῶν ὄντως
φωτισμένων Ἁγίων Πατέρων, τοῦ Μ. Φωτίου,
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου
Μάρκου Εὐγενικοῦ, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τῶν Ἁγίων
Κολλυβάδων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ συνόλου τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ
ζητήσει συγγνώμη γιὰ τὴν
μέχρι τώρα πορεία του, ὥστε καί τὸ διαχρονικὸ κῦρος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως νὰ διασώσει, ποὺ ὄντως ἦταν «ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης», ὅπως εἶπε κατὰ τὴν
προσφώνησή του στὴν Βασιλική τῆς Γεννήσεως στὴν Βηθλεέμ, ἀλλὰ τώρα ἔπαυσε νὰ εἶναι, καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας προΐσταται, καὶ τὰ Πανάγια Προσκυνήματα ἀπὸ τὴν θεία ἐγκατάλειψη. Ἂς συγκρίνει
τὴν πρὸ τοῦ Ἀθηναγόρα κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν μετ᾽ αὐτήν, καὶ τὴν πρὸ τῆς συναντήσεως Ἀθηναγόρα καὶ πάπα
κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων ἀπὸ πλευρᾶς ποιμνίου καὶ στελεχιακοῦ δυναμικοῦ, γιὰ νὰ βγάλει μόνος του τὰ συμπεράσματα. Ἂν ὁ Θεὸς ἐγκρίνει
τέτοια συγκρητιστικὰ πανηγύρια καὶ ἀναμείξεις μετὰ αἱρετικῶν, δὲν θὰ ἐπέτρεπε τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς νὰ ἐπιτελεῖται μόνον ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο
πατριάρχη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Λατίνους καὶ τοὺς Ἀρμενίους, τοὺς ὁποίους ὁ πατριάρχης τιμᾶ καὶ ἀγαπᾶ· εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ μαθητεία στὸν Παπισμὸ μᾶς ἐπιφυλάσσει καὶ ἄλλες ἐκπλήξεις.
Ορθόδοξος Τύπος, 30/5/2014