Ο π. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ για το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, την ΕΝΩΣΗ και τους ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ

 Στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1967, βρήκαμε ἕνα ἄρθρο τοῦ π. Φιλόθεου Ζερβάκου, ποὺ δείχνει πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ παραδοσιακὰ Ὀρθόδοξοι Γέροντες τὰ θέματα τοῦ Ἡμερολογίου, τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν διαλόγων τοῦ Πατριαρχείου μετὰ τῶν αἱρετικῶν.

Ὁ Γέροντας Φιλόθεος, παρόλο ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ δίδασκε ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὁ ἴδιος δὲν διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς νεοημερολογῖτες, γιατί δὲν θεωροῦσε ὡς δόγμα τὸ Ἡμερολόγιο, γι’ αὐτὸ καὶ γράφει: Μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου «θὰ παύσῃ καὶ ἡ διαίρεσις τῶν παλαιοημερολογιτῶν, διότι καὶ αὐτοὶ εἶναι διηρημένοι, θὰ παύσῃ καὶ ὁ φανατισμὸς ἐνίων παλαιοημερολογιτῶν, οἵτινες φρονοῦν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆται κρέμονται εἰς τὸ Ἡμερολόγιον».
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ τότε ἦτο στὰ σπάργανα, ἀντιμετωπιζόταν ὡς κάποιες τολμηρὲς ἐνέργειες τοῦ Ἀθηναγόρα, ποὺ μὲ τὸ θάνατό του θὰ ἐκλείψουν, γι’ αὐτὸ -παρὰ τὴν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» ἀπὸ τὸν Ἀθηναγόρα- δὲν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμα οἱ συνθῆκες καὶ οἱ ζυμώσεις ποὺ ὁδήγησαν (μετὰ ἀπὸ μιὰ πενταετία περίπου) στὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Ὡς πρὸς τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ  τοὺς ἑτεροδόξους, ὁ π. Φιλόθεος:
1. Τοὺς θεωρεῖ αἱρετικούς, ὡς ἀποσχισθέντας ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία.
2. Κατανοεῖ τὴν "Ἕνωση", ὡς ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν τους καὶ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν ἐν μετανοίᾳ στὴν Ἐκκλησία.
3. Γιὰ τοὺς Διαλόγους, γράφει, ὅτι θὰ ἀρκοῦσε ἕνας Διάλογος πέντε λεπτῶν τῆς ὥρας. Κατ’ αὐτὸν τὸν Διάλογον θὰ ἐρωτηθοῦν οἱ αἱρετικοί: Δέχεσθε τὸ Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαραχάρακτον, ὅπως μᾶς τὸ παρέδωσαν οἱ Πατέρες, κι ὄχι ὅπως ἐσεῖς τὸ ἔχετε παραχαραγμένο; Ἂν τὸ δεχθοῦν καλῶς. Ἂν δὲν τὸ δεχθοῦν, εἶναι μάταιος κάθε διάλογο, εἶναι ψευδοδιάλογος.

 [Αὐτὰ ἂς τὰ βλέπουν οἱ «ἀντι-Οἰκουμενιστὲς» Ποιμένες καὶ ἱστολόγοι (ποὺ μὲ τὴν ἄδεια τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν Ποιμένων ἐπηρεάζουν ἀνευθυνοϋπεύθυνα  χιλιάδες πιστούς) οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τὸν διαιωνιζόμενον πονηρὸν διάλογον, συμπληρώνοντας ὑποκριτικά: «Ἀρκεῖ νὰ γίνεται μὲ ὀρθόδοξο τρόπο!!!
Ὡς στρουθοκάμηλοι, δὲν βλέπουν ὅτι μᾶς ἔχουν πετσοκόψει οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες (καὶ μὲ τὴν ἀνοχή τους καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι, ἑταῖροι στὴν ἑτοιμαζόμενη Πανθρησκεία), δὲν βλέπουν ὅτι ὁ Διάλογος ΠΛΕΟΝ δὲν γίνεται ΜΕΤΑΞΥ τῶν αἱρετικῶν (Παπικῶν, Προτεσταντῶν) καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ τὸν Διάλογο τὸν διεξάγουν ΜΕΤΑΞΥ τους οἱ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ: δηλαδή, ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ οἱ Παπικοὶ Οἰκουμενιστές, ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Προτεστάντες Οἰκουμενιστὲς καὶ ὡς φτωχοὶ συγγενεῖς -τρίτοι καὶ καταϊδρωμένοι- οἱ "Ὀρθόδοξοι" Οἰκουμενιστές! Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν Διάλογο, γιατὶ ὅσοι "Ὀρθόδοξοι" συμμετέχουν σ' αὐτὸν δὲν ἐκφράζουν τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τὴν ἑτεροδοξία!].

Τέλος ὁ π. Φιλόθεος μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια, διότι λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας (κλήρου καὶ λαοῦ) καὶ τῆς παραβάσεως τῶν θείων Ἐντολῶν ἔχει «ψυγεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» καὶ ἐπίκειται ἡ «Μεγάλη Ὀργὴ» ἂν δὲν μετανοήσουμε καὶ ἐπιστρέψουμε στὸν Θεό.
Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα φωτογραφημένα ἀπὸ τὸ
ἄρθρο αὐτό, ποὺ ἐστάλη ὡς Ὑπόμνημα στὶς τότε πολιτικὲς ἀρχὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.

Ο άγ. Ιουστίνος, ο "πρώην", οι νυν και ερμηνεία θεοσημείων

Δημοσιεύσαμε ἄρθρο τοῦ πρωτοπρ. π. Ἄγγελου Ἀγγελακόπουλου μὲ τίτλο «Ἐμπειρίες ἀπὸ προσκυνηματικὴ ἐκδρομὴ στὴ Σερβία, Ἡ ἄρρητος εὐωδία τῶν ἱερῶν καί χαριτοβρύτων λειψάνων τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Ἰουστίνου Πόποβιτς».
Ἦταν μιὰ σημαντικὴ καὶ ἀξιόπιστη εἴδηση δεκάδων ἀνθρώπων ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν μαρτυρία τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου.
Ὅμως, στὸ ἄρθρο αὐτὸ παρατηρήσαμε κάποιες ἀνακολουθίες, ποὺ δὲν σχολιάσαμε κατὰ τὴν ἀνάρτησή του, ἀλλὰ τὸ κάνουμε τώρα.
Γράφει ὁ π. Ἄγγελος:
«Στή συνέχεια ὁ λόγος στράφηκε καί στήν σημερινή θλιβερή κατάσταση καί εἰκόνα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέχρι τῆς πατριαρχείας τοῦ Μακ. Πατριάρχου κυροῦ Παύλου κρατοῦσε την αὐστηρή, Ὀρθόδοξη καί παραδοσιακή γραμμή τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου. Μετά τήν κοίμηση, ὅμως, τοῦ κυροῦ Παύλου καί τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου, ἡ Σερβική Ἐκκλησία ἔκανε στροφή 1800 καί ἀπό παραδοσιακή μετατράπηκε σέ οἰκουμενιστική.
Σ’ αὐτό συνέβαλαν τά μέγιστα μέ τήν στάση τους τά τρία πνευματικά τέκνα τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου, οἱ Ἐπίσκοποι Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, Ἀθανάσιος Γιέφτιτς καί Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, ἀπό τούς ὁποίους θά περίμενε κανείς νά κρατήσουν τήν αὐστηρή καί παραδοσιακή γραμμή τοῦ Γέροντός τους».
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, π. Ἄγγελε, ὅτι ὁ Πατριάρχης Παῦλος, ἐλεγχόμενος τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὴν «Τρόϊκα» (δηλαδή τοὺς Ἐπισκόπους Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς, Ἀθανάσιο Γιέφτιτς καί Εἰρηναῖο Μπούλοβιτς) εἶχε σὲ κάποιες στιγμὲς ἐγκαταλείψει τὴν αὐστηρὴ γραμμή, καθοδηγούμενος καταλλήλως ὑπὸ τῶν ἀνωτέρω.
Συνεχίζετε: «Ἐντούτοις, προδίδοντας τόν Γέροντά τους, κατάφεραν νά ὁδηγήσουν τήν Σερβική Σύνοδο στήν ἀπόφαση τῆς καθαιρέσεως τοῦ πνευματικοῦ τους ἀδελφοῦ καί μοναδικοῦ ἐναπομείναντος, πραγματικοῦ, αὐθεντικοῦ καί γνησίου διαδόχου τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου, Σεβ. Μητρ. πρώην Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτεμίου, καί τοῦ πρωτοσυγκέλλου του παν. ἀρχιμ. Συμεών Βιλόφσκυ ἐπειδή ἦταν ἐμπόδιο στά οἰκουμενιστικά τους σχέδια. Και δυστυχῶς τώρα πρωτοστατοῦν μαζί μέ τόν Μακ. Πατριάρχη κ. Εἰρηναῖο στίς οἰκουμενιστικές παρεκτροπές, συμπροσευχόμενοι παρανόμως καί ἀντικανονικῶς, συναγελαζόμενοι, συντρώγοντες, συμπίνοντες, ἀλληλοασπαζόμενοι καί ἀλληλολιβανιζόμενοι μέ παπικούς, προτεστάντες, μονοφυσίτες, ραββίνους καί μουσουλμάνους, προσκολλώμενοι στό ἅρμα τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ».

Μᾶς σκανδαλίζει, πάτερ, ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Σεβ. Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτεμίου, ὡς «πρώην Ράσκας καί Πριζρένης». Δηλ. π. Ἄγγελε, σὰν νὰ λέμε, ὅτι γιὰ σᾶς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν ἄδικα καὶ ἀντικανονικὰ ἐξορίστηκε ἦταν πρώην; Κι ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅταν καθαιρέθηκε ἦταν πρώην!
Ἀλλὰ καὶ ὁ Μητροπολίτης σας κ. Σεραφείμ, δὲν ὀνομάζει «πρώην» τὸν Σεβ. Ἀρτέμιο, ἀλλὰ χαρακτηρίζει ὡς «Κανονικὸ» μητροπολίτη Ράσκας! Σᾶς θυμίζουμε τὸ σχετικό κείμενο:
«Ο έκπτωτος Επίσκοπος Αρτέμιος... Ακραδάντως πιστεύω και δημοσία ταπεινώς διακηρύσσω με την 20ετη εμπειρίαν ενασχολήσεως μετά της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης» ὅτι «κατά τον Ευαγγελικόν Θείον Νόμον τυγχάνει ο Κανονικός Επίσκοπος της Αγιωτάτης Επισκοπής Ράσκας, Πριζρένης, Κοσσυφοπεδίου και Μετοχίων, των καθ’ Υμών ενεργηθέντων υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ως και της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δίχα Κανονικού κατηγορητηρίου και προσάψεως πραγματικών περιστατικών, Κανονικών ανακρίσεων και διερευνήσεως του κατηγορητηρίου, Κανονικής δίκης και Απολογίας και ενδίκων μέσων και ειδικώτερον».
Ρωτᾶμε π. Ἄγγελε: Μήπως ὁ «ἀκραδάντως πιστεύων καὶ δημοσίως διακηρύσσων» μητροπολίτης σας ἄλλαξε πάλι γνώμη; Μήπως σᾶς διέταξε νὰ ὀνομάζετε ὡς «πρώην» τὸν Σεβασμιώτατο Ράσκας Ἀρτέμιο, ὥστε νὰ μὴ δημιουργοῦνται «προβλήματα»;
Ἔτσι, λοιπόν: Πρώην Ράσκας ὁ Ἀρτέμιος! Οἱ τῆς «τρόϊκα» ὅμως, εἶναι «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς» οἰκουμενιστικοὺς αἰῶνας Ἐπίσκοποι! Ἔστω κι ἂν ἐγκατέλειψαν, πρόδωσαν τὸν χαριτόβρυτο ἅγιο Ἰουστῖνο, τὸν πνευματικό τους Πατέρα καὶ κατεδίκασαν τὸν ἀδελφό τους Ἀρτέμιο!
ΒΕΒΑΙΑ, στὸ ἄρθρο σας ξεχωρίζει τὸ σημαντικὸ γεγονὸς τῆς ἄρρητης εὐωδίας τῶν ἱερῶν καὶ χαριτοβρύτων λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν διήγηση τοῦ γεγονότος, παρέχετε καὶ μιὰ ἑρμηνεία, ἡ ὁποία δύναται νὰ εἶναι αὐθαίρετη. Γράφετε:
«Συγκεντρωθήκαμε ὅλοι μέσα στό Ναό καί τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο θαῦμα!!! Μόλις ὁ Ἱερομόναχος ἄνοιξε τήν λάρνακα, τά λείψανα τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νά εὐωδιάζουν μέ μιά ἄρρητη καί ἀνέκφραστη εὐωδία, ἡ ὁποία πλημμύρισε ὅλο τό Ναό καί ἔγινε ἀντιληπτή ἀπ’ ὅλους, μηδενός ἐξαιρουμένου. Ἡ εὐωδία κράτησε γιὰ ὅση ὥρα ἤμασταν στό Ναό,  περίπου μισή ὥρα...
Ἐξηγώντας ὁ Γέροντας (σ.σ. Ἡγούμενος Γατζέας π. Γρηγόριος) τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου, τόνισε ὅτι ἦταν ἡ ἀνταπόδοση τοῦ κόπου, στόν ὁποῖο ὑποβληθήκαμε, γιά νά ἔλθουμε ἀπό τήν Ἑλλάδα στήν Ἱ. Μ. Τσέλιε καί ἡ ὑποδοχή, πού μᾶς ἐπιφύλαξε ὁ Ὁσιος. Ἦταν, ἐπίσης, ἕνα δεῖγμα εὐαρεστήσεως τοῦ Ὁσίου πρός ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι, παρά τά πάθη μας, τήν ἀναξιότητα, τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν μηδαμινότητά μας, ἀγωνιζόμαστε, μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί ὅση ἡμῖν δύναμις, νά εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι καί τῶ ὁσίῳ Ἰουστίνῳ, νά ἀκολουθοῦμε πιστά καί ἀπαρέγκλιτα τήν ἀντιαιρετική, ἀντιπαπική καί ἀντιοικουμενιστική γραμμή τῶν ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί νά ἐνημερώνουμε τό Ὀρθόδοξο ποίμνιο γιά τήν χειρότερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τρομερή αὐτή λύμη καί μάστιγα τῆς ἐποχῆς μας, τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐκθεμελιώνει ἐκ βάθρων τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ ἀπώτερο σκοπό μας τήν προφύλαξη καί τήν ἐν τέλει σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ὅπως ἔκανε καί ὁ ὅσιος Ἰουστίνος. Ἦταν, τέλος, καί ἕνα μήνυμα συμπαραστάσεως, στηρίξεως καί ἐνθάρρυνσης τοῦ Ὁσίου πρός ἐμᾶς, γιά νά συνεχίσουμε σταθερά καί ἀταλάντευτα τόν ἀγῶνα μας».
Ἀλήθεια, πάτερ, «γραμμή τῶν ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων» ἦταν μόνο «νά ἐνημερώνουν  τό Ὀρθόδοξο ποίμνιο γιά τήν χειρότερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ...καί τρομερή λύμη καί μάστιγα τῆς ἐποχῆς μας»; Ἀλήθεια, μία αἵρεση «ἡ ὁποία ἐκθεμελιώνει ἐκ βάθρων τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπισθεῖ μὲ χαρτοπόλεμο;  Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ «προφύλαξη καί ἐν τέλει σωτηρία τοῦ ποιμνίου», ὅταν αὐτὸ προσφέρεται –διὰ τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τῆς «διακοινωνίας»– βορὰ στὰ χέρια τῶν Οἰκουμενιστῶν; Αὐτὸ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἢ τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς;
Νὰ σᾶς θυμίσουμε τί γράφατε, π. Ἄγγελε, ὅταν ὑποστηρίζατε τὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου, ἀντιτιθέμενος σὲ ὅσα ἀθεολόγητα ἔγραφε ὁ μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Ὁ Μεσσηνίας ἰσχυριζόταν πὼς «ὁποιαδήποτε τάση ἀνάπτυξης τῆς θεωρίας ὅτι “ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος δρόμος ...εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης”, εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες».
Kι’ ἐσεῖς τότε, ἐκφράζοντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση χαρακτηρίσατε «ἀπαράδεκτο τὸν ἰσχυρισμό του καὶ τὶς «ἀπειλές του περί κανονικῶν συνεπειῶν» γιὰ ὅσους σκέπτονται τὴν ἀποτείχιση, καὶ ἐπισημαίνατε ὅτι «ὁ Σεβασμ. κ. Χρυσόστομος καταδεικνύει τό πόσο πολύ φοβᾶται τήν ἀντίδραση κλήρου καί λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱεροκανονικά κατοχυρωμένος, μέ βάση τόν ιε΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου (861), νά ἀσκήσει προαιρετικά καί δυνητικά τό δικαίωμα νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του»!

Στὴ συνέχεια παραθέτατε τὸν ΙΕ΄ Κανόνα, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι, ΟΧΙ ὁ Χαρτοπόλεμος καὶ ἡ ἐκστρατεία ἐνημέρωσης μερικῶν ...ἑκατοντάδων πιστῶν, ἀλλὰ ἡ Ἀποτείχιση συντελεῖ στὴν ἀποτροπὴ τοῦ σχίσματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (δηλ. τὴν ἀποτροπὴ τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρα στὴ σωτηρία μας) καὶ ἐλευθερώνει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς λυκοποιμένες, ποὺ κρατοῦν τὸ ποίμνιο αἰχμάλωτο σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, κατατρώγοντες τὸ ποίμνιο. Ὁ ΙΕ΄ Κανόνας ποὺ παραθέτατε λέγει ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς φοβοῦνται, ΟΧΙ τὸν Χαρτοπόλεμο, ἀλλὰ  τὴν Ἀποτείχιση.
Νά, πῶς μεταφράζατε τὸν ΙΕ΄ Κανόνα: οἱ ἀποτειχισμένοι δὲν «ἐπροξένησαν σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν (σ.σ. ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο), ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν» (ΙΕ΄ Κανων τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
Παραθέτατε καὶ τὴν ἑρμηνεία ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο καὶ ἄλλους κανονολόγους καὶ μάλιστα κατοχυρώνατε τὸν κανόνα μὲ τὴν παράθεση καὶ ἄλλων παραπλήσιων Ἱερῶν Κανόνων. Γράφατε: «Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανὼν εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861)».
Ἂν λοιπόν, π. Ἄγγελε, ἰσχύουν αὐτά, τότε κατὰ ποιά ἔννοια ἀποδέχεσθε τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἡγουμενου τῆς Γατζέας, π. Γρηγορίου, ὅτι τὸ «γεγονός τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου» ἦταν ἐπιβράβευση τῆς «πιστῆς καὶ ἀπαρέγκλιτης ἀντιοικουμενιστικῆς γραμμῆς» σας; Ἀφοῦ ἀκολουθεῖτε «ἄλλη», νεοπατερικὴ γραμμή, αὐτὴ τῆς συγκοινωνίας μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς «ἄχρι καιροῦ», εἶναι δυνατὸν νὰ εἴχατε γι’ αὐτὴ τὴ γραμμὴ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου;
Μήπως σᾶς ἐπιβράβευσε ὁ Ἅγιος γιὰ τὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῶν Ἁγίων πατέρων;
Ψάξτε σᾶς παρακαλῶ γιὰ ἄλλη αἰτιολογία, πιὸ ἁπλῆ.
Ὑπάρχει.

Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ, π. Ευθύμιου Τρικαμηνά


πὸ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου (ποὺ δημοσιεύσαμε στὶς ἀρχὲς τοῦ χρόνου), παραθέτουμε τὸ Β΄ Μέρος γιατὶ ἔχει τὴν ἐπικαιρότητά του.
Ἕνας ποὺ ἔχει προχωρήσει σὲ ἀποτείχιση (ἐφαρμόζοντας τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας), προφανῶς καὶ ἀποδέχεται, ὅσα ἡ μελέτη αὐτὴ ἀναφέρει.
Θυμᾶται, ὅμως ὅτι,
Ὑπάρχουν οἱ ἀγνοοῦντες πιστοί, οἱ ὁποῖοι ὡς «μὴ ἔχοντες ποιμένα» ποὺ θὰ τοὺς ἐνημερώσει ὀρθόδοξα, ἀγνοοῦν ἀκόμα καὶ ἂν ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι καταδικασμένη αἵρεση, καὶ ἔχοντες ἐπὶ δεκαετίες ὑποστεῖ πλύση ἐγκεφάλου (καὶ ὡς ἐκ τούτου πεισθεῖ) ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες καὶ Καθηγητάδες, ὅτι μόνο, ὅταν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο ἕνας αἱρετικός, ...καθίσταται αἱρετικός!
Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀμφιβάλλοντες, ποὺ οἱ συκοφαντίες τῆς ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὰ βαρέα ὀνόματα τῶν «ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν ἀποτειχισμένων ἀπὸ τὰ ἱστολόγια καὶ τὰ Μ.Μ.Ε.  δὲν τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ κάνουν τὸ μεγάλο βῆμα, παρόλο ποὺ πρὸς τὰ ἐκεῖ κατατείνουν.
Ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ κοινωνοῦν σὲ ἀποτειχισμένους ἱερεῖς, ἀλλὰ γιὰ διαφόρους λόγους, συνεχίζουν νὰ ἐξομολογοῦνται στὸν προηγούμενο πνευματικό τους, κάποιο δηλαδὴ ἀντι-Οἰκουμενιστὴ στὴ συνείδηση ἱερέα, καλοπροαίρετο γεροντάκι, ποὺ γιὰ κάποιο λόγο δὲν προχώρησε ἀκόμα στὴν ἀποτείχιση, ἡ ὁποία ὅμως, μέσα του κυοφορεῖται.
Προτάσσουμε στὴν ἀρχὴ τρία κομμάτια αὐτῆς τῆς μελέτης ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν καὶ ὡς ἐπεξήγηση προηγουμένης ἀναρτήσεως:
1. «Ἡ μόλυνσις λοιπόν αὐτή ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀσεβοῦμε εἰς τό μυστήριο διότι, ὅπως ἀναφέραμε βάζομε μέσα στό ἅγ. Δισκοπότηρο μία ἀκαθαρσία ὡς πρός τήν πίστι, καί δεύτερον μολυνόμεθα ἐμεῖς πού μετέχουμε (ἐν γνώσει μας) διότι ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι τῆς ὁρατῆς κεφαλῆς, δηλαδή τοῦ Ἐπισκόπου».
2. «Ἐδῶ ὑπάρχουν (γιά τούς ἐν γνώσει μνημονεύοντας τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί κοινωνοῦντες ἀπό αὐτά τά μυστήρια) καί ἄλλες βαρύτατες ἁμαρτίες, ὅπως ἡ δειλία καί ὁ συμβιβασμός, ἡ συμμετοχή μας στόν εὐτελισμό τοῦ μυστηρίου, τό βόλεμα καί ἡ ἀσφάλεια πού νοιώθουμε, ὅταν συμπορευόμεθα μέ τούς πολλούς καί ἐξουσιαστές, ἡ διαιώνισις τῆς αἱρέσεως κλπ.».
3. «Κατ’ ἀρχάς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες καί Πατριάρχες, ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ἐπιδιώκουν δυναστικῶς νά ἔχουν στήν ἐξουσία των πρόβατα ἄβουλα, πειθαρχικά καί ἀμέριμνα καί ἀδιάφορα διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα θά τούς ἀναγνωρίζουν τήν ἐξουσία, τήν αὐθεντία, τόν δεσποτισμό, τήν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ θέσι των καί κοντολογίς θά τούς ἀποδέχονται ὡς μοναδικούς φορεῖς τῆς Θ. Χάριτος».

Ο ΜΟΛΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΝ

ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ


 Τοῦ Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
 
Β΄ Μέρος
Πρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθοῦμε, ἐπειδή προσφάτως προεβλήθη ἀνάλογος ἔνστασις, καί στό θέμα τῆς Θ. Κοινωνίας, ὅτι δηλαδή πρέπει νά κοινωνοῦμε τά μυστήρια ἀπό τόν οἱονδήποτε, ἔστω καί αἱρετικό, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει καθαιρεθῆ, διότι χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα. Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπικαλεσθοῦμε πάλι τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μᾶς διδάσκουν ὅτι  τά μυστήρια μολύνονται μέ τήν μνημόνευσι αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, μᾶς ἐπισημαίνουν ποιά εἶναι αὐτή ἡ μόλυνσι καί πῶς μεταδίδεται στούς μετέχοντας εἰς αὐτά.
Kατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι τά χωρία Ἰωάν. 6, 53-58 καί τά παρόμοια, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τό ὅτι, ἄν δέν κοινωνήσωμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχομε ζωή καί δέν σωζόμεθα, ἰσχύουν μόνον ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα νά μετέχωμε εἰς τά μυστήρια καί ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Καθ’ ὅσον τά μυστήρια δέν λειτουργοῦν μαγικά εἰς τρόπον ὥστε, ὅποιος κοινωνεῖ, αὐτομάτως ἁγιάζεται ἤ θεοποιεῖται, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ σωστή προσέλευσις, διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο (Α΄ Κορ. 11, 27-30) λειτουργοῦν ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει καί ἀρνητικά καί ἐπιφέρουν  κατάκρισι, κόλασι καί πολλές φορές ἀκόμη καί σωματικό θάνατο. Ἐδῶ λοιπόν ἰσχύει ὁ νόμος τῆς προαιρέσεως, δηλαδή μέ ὅ,τι προαίρεσι προσέλθης, τόση χάρι θά πάρης, ἄν δέ εἶναι κακή ἡ προαίρεσις ἤ ἀδιάφορη ἤ τυπολατρική κλπ., τότε προσερχόμενοι στή Θ. Κοινωνία παίρνομε κατάκρισι.
Στό ἅγ. Ὄρος μᾶς ἐδίδαξαν οἱ παλαιοί γέροντες ὅτι μέ ὅ,τι σκεῦος προσέλθης στόν Χριστό, τόση χάρι θά πάρης. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πέλαγος ἄπειρον, ἐμεῖς ὅμως, ἐάν προσέλθωμε π.χ. μέ ἕνα δοχεῖο, ἤ μέ ἕνα ποτήρι, ἤ μέ ἕνα κουταλάκι, ἤ μέ τίποτα, ἀναλόγως, ἀπό τό πέλαγος τῆς χάριτος παίρνομε τόση χάρι, ὅση χωρεῖ τό σκεῦος μας, τό ὁποῖο εἶναι ἡ προαίρεσίς μας. Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι καί στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας παρακαλεῖ ὁ ἱερεύς τόν Θεό νά μήν γίνη ἡ Θ. Κοινωνία εἰς κατάκρισιν τῶν κοινωνούντων.
Στήν περίπτωσι πάλι κατά τήν ὁποία δέν δυνάμεθα νά μετέχωμε εἰς τά μυστήρια, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἀμέλεια κ.λπ., ἀλλά διά σοβαρούς λόγους, πάλι τότε ἰσχύει ὁ νόμος τῆς προαιρέσεως καί ἀναλόγως μέ τήν προαίρεσί μας, καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους δέν μετέχομε εἰς τά μυστήρια, ἔχομε καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὡσάν νά μετείχαμε καί παίρνομε τήν χάρι ἀπό τό ἄπειρο πέλαγος μέ τρόπο μυστικό καί ἀκατανόητο. Αὐτὸ μᾶς τὸ διευκρινίζουν τὰ Συναξάρια. Ἐκεῖ βλέπομε πολλούς ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν τελείως μόνοι καί δέν μετεῖχαν στά μυστήρια, ἐνῶ ἀγωνίζοντο σκληρά ἐναντίον τῶν παθῶν των·  αὐτοί, ὄχι μόνο μετεῖχαν καθημερινῶς τῆς Θ. χάριτος, ἀλλά ἦσαν θεοφόροι καί σημειοφόροι.
Κλασσικό παράδειγμα ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ ὁποία μετά ἀπό σαράντα χρόνια χωρίς Θ. Κοινωνία πέρασε τόν Ἰορδάνη ἀβρόχοις ποσί.
Ἐπίσης καθημερινῶς διαβάζουμε στά Συναξάρια γιά τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, ὁ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦσαν δήμιοι τῶν Ἁγίων ἤ εἰδωλολάτρες θεατές, ὄχι μόνον χωρίς Θ. Κοινωνία, ἀλλά ἀκόμη και χωρίς βάπτισμα, λόγῳ τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεώς των, ἐπῆραν τήν χάρι ἀπό τό ἄπειρο πέλαγος καί ἔφθασαν ἀμέσως στήν ἀκροτάτη ἀρετή, δηλαδή τό μαρτύριο καί ἔγιναν μέσα σέ ἐλάχιστο χρόνο Ἅγιοι ἑορταζόμενοι τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρομε, δέν ἀναιροῦμε τήν ἀναγκαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Κοινωνίας γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά τονίζομε ὅτι ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού μετέχομε ἀναξίως καί κολαζόμεθα, ἐνῶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, στὴν περίπτωση ποὺ ἐξ ἀνάγκης καὶ σοβαρότατου λόγου δέν μετέχομε  ἁγιαζόμεθα σάν νά μετείχαμε μέ τήν καλύτερη προαίρεσι.
Θά ἀναφέρομε καί κάποια παραδείγματα, πρός πίστωσιν τῶν λεγομένων.
Ἐπί Πατριάρχου Κων/πόλεως Τιμοθέου τοῦ Α΄ (511–518) ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως ἔμεινε ἀκοινώνητος τῶν Θ. μυστηρίων γιά πολλά χρόνια, διότι αὐτός δέν ἤθελε
νά ἀποδεχθῆ τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὅταν ἀνῆλθε στόν θρόνο ὁ διάδοχός του ἅγ. Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518–520), ὁ λαός μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπαίτησε κατά τήν ὥρα τῆς Θ. Λατρείας νά ἀναγνωσθῆ στά δίπτυχα ἡ Δ’ Οἰκουμενική καί κατόπιν νά μεταλάβη ἀπό τά χέρια τοῦ νέου Πατριάρχου. Τό περιστατικό ἀναφέρεται στά Πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς:
«Εἰσόδου γενομένης κατὰ τὸ σύνηθες ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ ἐν ἡμέρᾳ κυριακῇ....». Ὅλο τὸ κείμενο στὴ
Tελικῶς μετά ἐντόνου διαμαρτυρίας καί στάσεως τοῦ λαοῦ, τήν ὥρα τῆς μνημονεύσεως κατά τή Θ. Λειτουργία ἀνεγνώσθησαν τά δίπτυχα μέ τήν Δ΄ Οἰκουμενική καί σταμάτησε ἡ ἀκοινωνησία τῶν Θ. μυστηρίων ἀποκατασταθείσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως...
Θά ἀναφέρομε κι ἕνα σχετικά σύγχρονο παράδειγμα, πολύ εὔγλωττο. Τήν Ἀλάσκα τήν εἶχαν ἐκχριστιανίσει τόν ΙΗ΄ αἰῶνα Ρῶσοι ἱεραπόστολοι. Μετά ὅμως τήν ἐπικράτησι τοῦ Κομμουνισμοῦ στήν Ρωσία δέν ἐπήγαιναν πλέον ἐκεῖ γιά πολλά χρόνια ἱερεῖς καί οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν ἀκοινώνητοι. Στήν Θ. Ε. διαβάζομε τό ἑξῆς περιστατικό:
«Ἡ ἔλλειψις ἱερέων ὡς ἦτο ἑπόμενον, εἶχε δυσαρέστους συνεπείας διά τάς διεσκορπισμένας εἰς τήν ἀπέραντον ἀρκτικήν χώραν ὀρθοδόξους κοινότητας.  Οἱ πιστοί ἔμειναν ἀκαλλιέργητοι, ἀρκετοί διέρρευσαν εἰς προτεσταντικάς ἤ ρωμαιοκαθολικάς κοινότητας. Ἡ μεγάλη ὅμως μᾶζα ἔμεινε μέ ἐκπληκτικήν ἀντοχήν προσηλωμένη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν. Χαρακτηριστικόν εἶναι τό παράδειγμα τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ χωρίου Νικόλσκι τῶν Ἀλεούτων. Παρ’ ὅτι ἐπί 35 ὁλόκληρα ἔτη δέν τούς εἶχεν ἐπισκεφθῆ ἱερεύς, συνεκεντροῦντο ἀνελλιπῶς εἰς τήν ἐκκλησίαν των, διά νά ψάλλουν μόνοι των ὅσας Ἀκολουθίας ἠδύναντο. Πρό ὀλίγων ἐτῶν μία μικρά ὁμάς Προτεσταντῶν Ἱεραποστόλων ἔφθασεν εἰς τό χωρίον των. Οἱ κάτοικοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συγκεντρωμένοι εἰς τήν ἀποβάθραν, ὅταν ἔμαθαν τόν σκοπόν τῶν ξένων, τούς ἐπληροφόρησαν ὅτι ὁ Χριστός εἶχεν  ἔλθη ἤδη εἰς τήν νῆσον των πρό 150 περίπου ἐτῶν, ὅτι ἦσαν καί θά ἔμεναν Ὀρθόδοξοι καί τούς ἀπηγόρευσαν  νά ἀποβιβαστοῦν» (Θ.Ε. τόμ Β΄, σελ. 17).
Αὐτοί λοιπόν πού ἐπί τριάντα πέντε χρόνια ἦσαν ἀκοινώνητοι ἀντιμετώπισαν ὁμολογιακά τούς αἱρετικούς, ἐνῶ αὐτοί, πού σήμερα κοινωνοῦν συνεχῶς, προδίδουν συγχρόνως τήν πίστι διά τῆς συμπορεύσεως μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τί γίνεται, τώρα, ὅταν ὑπάρχει ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία καλλιεργεῖται καί διαδίδεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας;
Τά μυστήρια, διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, πρέπει νά τά παίρνωμε ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ὑπάρχει ἐπί τοῦ θέματος τούτου μία θαυμασία ἐπιστολή τοῦ Ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πρός κάποια Σπαθαρία πού ὠνομάζετο Μαχαρᾶ. Αὐτή ἐπί ἔτη μετελάμβανε σπάνια καί ὁ ὅσιος τήν συμβουλεύει ἐπί τοῦ θέματος ὡς ἑξῆς: «Τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς θείας κοινωνίας...».
Ἐδῶ, μέ ὑπέροχο τρόπο ὁ ὅσιος, διδάσκει τόν χρόνο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά προσερχώμεθα στή Θ. Κοινωνία. Ὁ τρόπος λοιπόν συνοψίζεται εἰς τό «μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν». Ὁ χρόνος ἔγκειται εἰς τήν προαίρεσι τοῦ καθενός «εἴ τι συντομώτερον, εἴτε χρονιώτερον καί ὅρος ἄλλος ἐν τούτῳ οὐκ ἔστι ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθ’ ὅσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις». Ἄν ὑπάρχη κανόνας τοῦ πνευματικοῦ, πρέπει νά ἐκπληρωθῆ, καί μετά νά προσέλθωμε στή Θ. Κοινωνία. Ἄν, τονίζει ἐπίσης ὁ ὅσιος, ὑπάρχη αἵρεσις, τότε, εἶναι ἀναγκαῖο νά μείνωμε ἀκοινώνητοι. Διότι αὐτή ἡ μετάληψις μᾶς ἀποξενώνσει ἀπό τόν Θεό καί μᾶς κάνει ὁμοίους μέ τόν διάβολο: «Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ». Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν καί οἱ δημοσίως διαβεβλημένοι, γιά τούς ὁποίους ὁ ἀπ. Παῦλος διδάσκει ὅτι δέν πρέπει οὔτε νά συντρώγωμε (Α΄ Κοριν. 5,11).
 Στήν προκειμένη περίπτωσι ὁ ὅσιος ἀναφέρεται εἰς τούς αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἐκινοῦντο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί δέν εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο οὔτε αὐτοί οὔτε ἡ αἵρεσίς των, ἡ δέ ἐπιστολή αὐτή ἔχει ἀναφορά στή μοιχειανική αἵρεσι.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἐμπλέκεται καί τό θέμα τῆς μνημονεύσεως. Δηλαδή δέν ἀπαγορεύουν οἱ Πατέρες μόνο νά κοινωνοῦμε ἀπό αἱρετικούς, ἀλλά ἀπαγορεύουν νά κοινωνοῦμε καί στή Θ. λειτουργία πού μνημονεύεται αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἔστω καί ἄν ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος τελεῖ τήν Θ. λειτουργία, εἶναι Ὀρθόδοξος. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή: «Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχιανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (P.G. 99, 1668 C, Φατ. 553, 847, 31).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί ἀναφέρει ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου μολύνεται ἡ Κοινωνία ἔστω κι ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ὁ προσφέρων τήν θυσία ἱερεύς: «μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ὁ ὅσιος δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὁ μολυσμός γίνεται μέ τήν ἀναφορά (μνημόνευσι) τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου· εἶναι δηλαδή σά νά βάζωμε μέσα στό ἅγιο ποτήριο μέ τήν μερίδα τοῦ Ἐπισκόπου μία βρωμιά ἤ ἀκαθαρσία.
Ὁ Χριστός βεβαίως εἶναι ἀπαθής καί δέν μολύνεται, οὔτε ὅταν τόν βλασφημοῦμε, οὔτε ὅταν τόν κοινωνοῦμε ἀναξίως, οὔτε ὅταν μνημονεύομε στή Θ. Λειτουργία αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἡ μόλυνσις λοιπόν αὐτή ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀσεβοῦμε εἰς τό μυστήριο διότι, ὅπως ἀναφέραμε βάζομε μέσα στό ἅγ. Δισκοπότηρο μία ἀκαθαρσία ὡς πρός τήν πίστι, καί δεύτερον μολυνόμεθα ἐμεῖς πού μετέχουμε (ἐν γνώσει μας) διότι ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι τῆς ὁρατῆς κεφαλῆς, δηλαδή τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐδῶ ἐπιπροσθέτως ἀναφέρομε ὅτι, ἀνέκαθεν ἐδιδαχθήκαμε, πώς στή Θ. Λειτουργία δέν μνημονεύομε αἱρετικούς, διότι τό ἅγιο δισκάριο εἶναι ὁ τύπος τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ αἱρετικοί εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄν λοιπόν δέν ἐπιτρέπεται νά μνημονεύωμε τόν οἱονδήποτε αἱρετικό, πολύ περισσότερο δέν μνημονεύομε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τήν μνημόνευσι τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνω, δείχνουμε ὅτι ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι
Αὐτή ἡ μικρή ἐπιστολή τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου τήν ὁποία καταγράψαμε ἐδῶ σέ δύο τμήματα, νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ τόν καταστατικό χάρτη εἰς τό θέμα τῶν μυστηρίων, γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τήν ἐπικαλοῦνται καί τήν καταγράφουν αὐτολεξί οἱ ἐπί Βέκκου Ἁγιορεῖτες Πατέρες στήν ὁμολογιακή των ἐπιστολή πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, γιά τήν ἐπί Βέκκου ἐν καιρῷ αἱρέσεως περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό αὐτήν τήν ὁμολογιακή ἐπιστολή εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς μολύνσεως πού προέρχεται ἀπό αὐτήν, ἀναφέρουν ἀρκετά σημαντικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα, ἄν καί τά ἔχουμε ἐπικαλεσθῆ πολλές φορές, ὅμως θεωρεῖται πάντοτε ἀναγκαῖο νά τά τονίζωμε διά νά τοποθετοῦνται πνευματικά οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι Ὀρθόδοξοι σήμερα. Γιά τούς ἄλλους, εἴπαμε ὅτι ἰσχύει ἡ λαϊκή σοφία: «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει».
Ἀναφέρουν λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τά ἑξῆς στήν ὁμολογιακή αὐτή ἐπιστολή γιά τό θέμα τῆς μνημονεύσεως: «Ὁ μέγας του Κυρίου ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει· “εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε, καὶ εἰς οἰκίαν μὴ λαμβάνετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δὲ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τὸ εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινὴν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ναῷ Θεοῦ ἀλλ᾿ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπὶ τῆς μυστικῆς καὶ φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου».
Ἐδῶ, σάν σέ καθρέπτη, οἱ Ἁγιορεῖτες ἐπί Βέκκου Πατέρες μᾶς δείχνουν τήν πνευματική φτώχεια μας. Δηλαδή μᾶς ἀναφέρουν ὅτι δέν θά ἔπρεπε κἄν νά προβληματισθοῦμε σήμερα γιά τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἁγία Γραφή διακελεύει ὅτι ἀπαγορεύεται ὁ Ὀρθόδοξος νά χαιρετήση ἁπλῶς στόν δρόμο αὐτόν τόν Οἰκουμενιστή αἱρετικό καί νά τόν βάλη στό σπίτι του, ἐννοεῖται ὄχι γιά κάποια ἐργασία, ἀλλά γιά λόγους ἐκκλησιαστικούς. Μέ τήν μνημόνευσι λοιπόν εἰσάγουμε τόν αἱρετικό, ὄχι ἁπλῶς στήν Ἐκκλησία, ἀλλά στά ἄδυτα τῶν ἀδύτων, δηλαδή τόν ἐνσωματώνομε διά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Πατέρες ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τὸ μνημόσυνον τοῦ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατὰ Θεοῦ καὶ τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καὶ διὰ τοῦτο ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ γενήσεται».  Ἐδῶ δηλώνουν οἱ Πατέρες ὅτι οἱ αἱρετικοί ἐκκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία διά τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί ὄχι διά τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία Σύνοδος συμβαίνει πολλάκις νά τούς ἀθωώνη, νά τούς καλύπτη ὡς ὁμόφρονες ἤ καί νά καταδικάζη καί νά ἀποκόπτη τούς Ὀρθοδόξους. Εἶναι, ἐπίσης, οἱ αἱρετικοί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, διότι διά τῆς αἱρέσεως αὐθαδίασαν ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ, ὡς πρᾶξι, θά τήν οἰκειοποιηθῆ ὁ Ἅδης. Ἐμεῖς σήμερα ἔχομε πάρει τόσο ἐπιπόλαια τό θέμα τῆς μνημονεύσεως, ὥστε νά θεωροῦμε ὅτι ἁπλῶς εὐχόμεθα ὑπέρ ὑγείας καί μακροημερεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου.
Κατωτέρω οἱ Πατέρες ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Εἰ γὰρ τὸ ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων». Ἐδῶ διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἑδρασμένοι στερεῶς ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἔχουμε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί εἶναι σά νά τήν ἀποδεχώμεθα κι ἐμεῖς πού μνημονεύουμε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό συμβαίνει, διότι ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι μυστήριο ἑνότητος μέ τόν Χριστό ἀοράτως καί μέ τήν ὁρατή κεφαλή πού εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Μέ τόν Χριστό ἑνωνόμεθα κατά τήν προαίρεσι καί τόν προσωπικό μας ἀγῶνα, ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέραμε, ἐνῶ μέ τήν ὁρατή κεφαλή ἑνωνόμεθα καί ἐνσωματούμεθα ἀναγκαίως, διότι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου σημαίνει ὅτι τόν ἀποδεχόμεθα ὡς ὁρατή κεφαλή καί ὡς ὁμόπιστο μέ ἐμᾶς. Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε τό θέμα τοῦ μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου καί τῆς συμμετοχῆς μας εἰς αὐτόν τόν μολυσμό. Διότι μέσα στό ἅγ. Ποτήριο εἶναι σάν νά βάζωμε μία ἀκαθαρσία (ἡ αἵρεσις εἶναι χειρότερη ἀπό ἀκαθαρσία), τήν ὁποία μάλιστα ψευδόμενοι ὄχι σέ ἀνθρώπους ἀλλά στόν ἴδιο τόν Χριστό τήν παρουσιάζομε σάν διαμάντι Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐμεῖς πάλι μολυνόμεθα κατά δύο τρόπους, ἀφ’ ἑνός μέν διότι ὁμολογοῦμε στήν ἱερώτερη στιγμή τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ὅτι ἔχομε ἐνσωματωθῆ σάν ὀργανικό μέλος μιᾶς αἱρετικῆς κεφαλῆς καί ἀφ’ ἑτέρου, κοινωνώντας ἀπό τό μυστήριο, τό ὁποῖο τό ἐβεβηλώσαμε ἐν γνώσει καί τό κατεβάσαμε στόν Ἅδη. Ἐδῶ ὑπάρχουν (γιά τούς ἐν γνώσει μνημονεύοντας τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί κοινωνοῦντες ἀπό αὐτά τά μυστήρια) καί ἄλλες βαρύτατες ἁμαρτίες, ὅπως ἡ δειλία καί ὁ συμβιβασμός, ἡ συμμετοχή μας στόν εὐτελισμό τοῦ μυστηρίου, τό βόλεμα καί ἡ ἀσφάλεια πού νοιώθουμε, ὅταν συμπορευόμεθα μέ τούς πολλούς καί ἐξουσιαστές, ἡ διαιώνισις τῆς αἱρέσεως κλπ.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, προκειμένου νά μᾶς δώσουν νά καταλάβωμε τό τί γίνεται στή Θ. Λειτουργία πού μνημονεύεται ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν;».
Ἐδῶ οἱ Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε καί μέ ἄλλο τρόπο τόν μολυσμό τοῦ μυστηρίου, διότι μέσα στή Θ. Λειτουργία ἀνακατεύουμε τήν Αὐτοαλήθεια (ὁ Χριστός) μέ τό ψεῦδος στήν χειρότερη δογματική του μορφή (ἡ αἵρεσις). Διά τῆς μνημονεύσεως ἐπίσης, συντάσσομε τόν Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί, τελικῶς, ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, ὅτι τήν Θ. Λειτουργία τήν καταντοῦμε σάν θέατρο «σκηνικῶς παίξομεν» ἤ, καλύτερα, θά ἐλέγαμε, ὅτι τήν Θ. Λειτουργία τήν κατακρημνίζομε στό ἐπίπεδο τοῦ θεάτρου σκιῶν (κοινῶς Καραγκιόζη).
Ἀλοίμονο ὅμως στό κατάντημα τῶν Ὀρθοδόξων τῶν ἐσχάτων καιρῶν, πού ὄχι μόνο δέν κατανοοῦμε τό τί κάνουμε ἐν καιρῷ τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ἀλλά προβληματιζόμεθα γιά τήν ἀποτείχισι, γιά τό ἄν ὑπάρχη μολυσμός, γιά τό ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε, εἰδάλλως δέν σωζόμεθα, λές καί παίρνομε τά μυστήρια ἀπό ὁπουδήποτε, ἀπό τόν μανάβη κλπ.
Κατωτέρω οἱ Πατέρες στήν ἐπιστολή των μᾶς ὁδηγοῦν στόν Ὀρθόδοξο δρόμο ἐν καιρῷ αἱρέσεως πού εἶναι ἡ ἀποτείχισις: «καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται».
Ἡ διακοπή λοιπόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μία ἐσωτερική ἀγανάκτησι γιά τήν βεβήλωσι τῆς πίστεως καί τῶν μυστηρίων, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν διακοπή «τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων». Οἱ αἱρετικοί, καί αὐτοί πού τούς μνημονεύουν, εἶναι κάπηλοι, δηλαδή ἔμποροι πού ἐμπορεύονται, καί μάλιστα μέ τόν πιό αἰσχρό τρόπο τῆς νοθείας (αὐτό σημαίνει κάπηλος) τά Θεῖα μυστήρια. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι πολλοί ἀντιοικουμενιστές χαρακτηρίζουν τόν Οἰκουμενισμό σάν τήν χειρότερη τῶν αἱρέσεων (διότι προφανῶς ἀμνηστεύει ὅλες τίς αἱρέσεις καί συνυπάρχει μέ αὐτές) καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἀποδέχονται τόν μολυσμό καί τό θέατρο ἐν ὥρᾳ Θ. Λειτουργίας, ἀνακατεύοντας τήν Αὐτοαλήθεια μέ τό δογματικό ψεῦδος καί τήν πλάνη.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες καταγράφουν τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι στό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί τίς ἐκκλησιαστικές διαστάσεις της. «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Ἀναφέρουν λοιπόν ὅτι ἡ μνημόνευσις κατά τή Θ. Λειτουργία σημαίνει κατά τόν πλέον ἐπίσημο καί ἱερό τρόπο τήν «τελείαν συγκοινωνία» (ταυτοποίησι, ἀφομοίωσι) τοῦ μνημονευομένου καί τοῦ μνημονεύοντος καί προσέτι τῶν ἀποδεχομένων αὐτῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν. Κατά τήν μνημόνευσι δέ, λέγουν ἐν τέλει ὅτι δηλώνει ὁ ἱερεύς τήν «πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν», ὅτι ἐπίσης ταυτίζεται μέ τήν πίστι του καί ὅτι εἶναι ἐντεταλμένος του νά τελῆ τά μυστήρια. Ἡ ταύτησις στήν πίστι σημαίνει ὅτι καί ὁ ἱερεύς γίνεται αὐτομάτως Οἰκουμενιστής, ὡς ἐνσωματωμένος μέ τήν αἱρετική Οἰκουμενιστική κεφαλή.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Πατέρες ἀναφέρουν, σάν ἀπόδειξι καί στήριξι τῶν λεγομένων, τήν ἐπιστολή πού προαναφέραμε τοῦ ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου. Δηλαδή αὐτά πού ἀνέφεραν εἶναι σύμφωνα καί μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρα αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως.
Ἄν τώρα κάποιος ἀπό τούς συγχρόνους Ὀρθοδόξους ἔχει ἀντίρρησι ἐπί τοῦ θέματος, ἄς ψάξη τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους καί ἄς καταθέσει τήν ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία, ὥστε νά ἀποδείξη ὅτι οἱ Πατέρες αὐτοί ψεύδονται καί ἄρα μᾶς ὁδηγοῦν σέ λάθος δρόμο.
Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι τήν ἄμεσο ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες τήν διδάσκουν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὅλη ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, χωρίς νά γνωρίζουν τήν νεοποχίτικη θεωρία κατά τήν ὁποία παραμένομε στό στόμα τοῦ λύκου μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου κλπ).
Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ νά προσθέσωμε ὅτι κοινωνία πίστεως δέν ἔχομε μόνο μέ τούς αἱρετικούς κατά τήν μνημόνευσι στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί κατά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό τό ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στίς Ἀποστολικές διαταγές ὡς ἑξῆς: «Ὡς γάρ εἷς ὁ Θεός καί εἷς ὁ Χριστός καί εἷς ὁ Παράκλητος, εἷς δέ καί ὁ τοῦ Κυρίου ἐν σώματι θάνατος, οὗτος ἕν ἔσθω καί τό εἰς αὐτόν διδόμενον βάπτισμα∙ οἱ δέ παρά ἀσεβῶν δεχόμενοι μόλυσμα κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται» (Ἀποστολικοί Πατέρες ΕΠΕ 1, 298, 28).
Ἐδῶ πάλι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τό βάπτισμα τό θεωροῦν μολυσμένο μυστήριο, διότι τελεῖται ἀπό αἱρετικούς (δέν ὑπῆρχαν τότε οἱ καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου καί οἱ μή καταδικασθέντες, ἀλλά οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα) καί ἐπίσης τονίζουν ὅτι, οἱ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτῶν, μολύνονται καί ὡς πρός τήν πίστι διότι «κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται».
Τόν ἴδιο μολυσμό δέχεται καί κάποιος, ὁ ὁποῖος χειροτονεῖται ἀπό αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁμιλώντας μάλιστα γιά Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποπέσει στήν μοιχειανική αἵρεσι, καί ἔκανε χειροτονίες σέ κάποιο μοναστήρι. Ἡ θεραπεία αὐτῆς τῆς καταστάσεως συντελεῖται μέ τήν ἀποτείχισι τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι, ὁπότε, διδάσκει ὁ ὅσιος, γίνονται ἀμέσως ἀποδεκτές καί οἱ χειροτονίες του.
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης...».
Ἐδῶ ὁ ὅσιος συμβουλεύει αὐτόν τόν ἡγούμενο νά μήν λειτουργῆ στό ναό ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάστηκε ἀπό αὐτόν τόν μοιχειανό Ἐπίσκοπο καί θά εἶναι μακάριος διά τῆς ὁμολογίας, ἐμπράκτως, τῆς πίστεως. Ἐδῶ ὁ μολυσμός, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ἔγκειται στήν ἐγκυρότητα καί στή νοθεία τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας «οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ».
Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρωμε καί κάποιες σκέψεις γιά τήν σημερινή κατάστασι στήν Ἐκκλησία ἐν σχέσει μέ τή Θ. Κοινωνία. Ὅταν δηλαδή κοινωνοῦμε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί ἀπό αὐτούς πού τούς μνημονεύουν, μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα πού ἀναφέραμε ἀνωτέρω, τί γίνεται, ἁγιαζόμεθα, βοηθούμεθα πνευματικά καί, κυρίως, συντελοῦμε στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως; Ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἔχομε νά  ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:
 Κατ’ ἀρχάς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες καί Πατριάρχες, ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ἐπιδιώκουν δυναστικῶς νά ἔχουν στήν ἐξουσία των πρόβατα ἄβουλα, πειθαρχικά καί ἀμέριμνα καί ἀδιάφορα διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα θά τούς ἀναγνωρίζουν τήν ἐξουσία, τήν αὐθεντία, τόν δεσποτισμό, τήν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ θέσι των καί κοντολογίς θά τούς ἀποδέχονται ὡς μοναδικούς φορεῖς τῆς Θ. Χάριτος. Αὐτοί εἶναι οἱ βολεμένοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τά βιοτικά καί χρησιμοποιοῦν τήν Ἐκκλησία ὅταν χρειάζονται κάτι (π.χ. Θ. Κοινωνία, βάπτισι, γάμο, κηδεία κλπ), ὅπως ἀκριβῶς πηγαίνουν σέ κάποιο κατάστημα γιά νά πάρουν αὐτό πού χρειάζονται. Αὐτοί νομίζω εἶναι ἀκατάλληλοι νά προσφέρουν τήν παραμικρή βοήθεια στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως περίοδο, δηλαδή νά συνεισφέρουν, ὥστε νά κατασβεσθῆ ἡ αἱρετική πυρκαϊά. Αὐτοί βεβαίως εἶναι καί οἱ περισσότεροι.
Ὑπάρχουν καί οἱ λιγότεροι, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται γιά τήν πνευματική ζωή, συμμετέχουν στά μυστήρια καί ἐπιδεικνύουν ἕνα ἐνδιαφέρον γιά τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Δυστυχῶς ὅμως, οἱ πλεῖστοι ἀπό αὐτούς τούς ὀλίγους, κατευθύνονται λανθασμένα ἀπό τούς πνευματικούς, εἰς τό νά στρέψουν τήν προσπάθειά των καί τόν ἀγῶνα των μόνον στήν προσωπική των πνευματική ζωή, διδάσκονται καί γαλουχοῦνται ἀπό τούς πνευματικούς ὅτι θά βοηθήσουν στά θέματα τῆς πίστεως μόνο διά τῆς προσευχῆς, ὅτι ὁ Θεός θά δώση τή λύσι, ὅτι δέν εἶναι σωστό οἱ λαϊκοί νά τά βάζουν μέ τούς Ἐπισκόπους καί νά τούς ἐλέγχουν, νά τούς κρίνουν κλπ. Εἶναι δηλαδή ὅπως τό πειθαρχημένο πλήρωμα καί οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου, οἱ ὁποῖοι κάνουν ἄψογα ὅλα των τά πνευματικά καθήκοντα, πλήν ὅμως τό πλοῖο κατευθύνεται ἐν γνώσει των ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς, ἤ ἀκόμη ὅπως τό σπίτι των πού καίγεται καί αὐτοί διδάσκονται ἀπό τούς πνευματικούς νά κάνουν προσευχή καί ὁ Θεός θά δώση τή λύσι. Πάντως καί αὐτοί οἱ ὀλίγοι ἀχρηστεύονται ὡς πρός τήν προσφορά των εἰς τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ποία ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλεια ἀπό τόν προσωπικό των ἀγῶνα καί εἰδικά ἀπό τήν συμμετοχή των στή Θ. Κοινωνία; Ὅταν κάποιος κοινωνεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει κανονικά νά ἀλλοιώνεται, νά μεταβάλλεται σέ σημεῖο πού νά θέλη νά θυσιασθῆ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει δηλαδή ὁ Χριστός νά κυριαρχῆ μέσα του, ὁ Ὁποῖος, πέραν τῶν ἄλλων θά τόν φωτίση καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, τά ὁποῖα κατατρώγουν τήν Ἐκκλησία καί ἀλλοιώνουν τόν χαρακτῆρα της. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν κοινωνοῦμε καί ἡ διάθεσίς μας δέν μεταβάλλεται, οὔτε φωτιζόμεθα γιά τό δέον γενέσθαι στά θέματα τῆς πίστεως, νομίζω ὅτι, πέραν τοῦ μολυσμοῦ γιά τόν ὁποῖο ὡμίλησαν οἱ Ἅγιοι, ἔχουμε καί κατάκρισι, διότι χρησιμοποιοῦμε τή Θ. Κοινωνία ὡς μέσον γιά νά καθησυχάσουμε τήν συνείδησί μας καί νά πείσωμε τόν ἑαυτόν μας ὅτι εἴμεθα καλοί κι εὐσεβεῖς Χριστιανοί. 
Οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἤθελαν τήν Θ. Κοινωνία γιά νά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγῶνα, νά φθάσουν στό μαρτύριο καί νά μήν προδώσουν, οὔτε νά ὀλιγωρίσουν στό ἐλάχιστο. Δι’ αὐτό καί ὅταν δέν ἠδύναντο νά συμμετέχουν στό μυστήριο γιά οἱονδήποτε λόγο, εἶχαν τή Χάρι τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς ἀγαθῆς (μαρτυρικῆς ἐν προκειμένῳ) προαιρέσεως καί ἐπιτελοῦσαν τό χρέος των, τό ὁποῖο ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι πρωτίστως νά μήν ὑποστείλωμε τή σημαία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως. Οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα κοινωνοῦν καί ἀρκοῦνται σ’ αὐτό, λές καί ἡ Θ. Μετάληψις (ἐν καιρῷ αἱρέσεως πάντοτε) εἶναι ὁ δείκτης τῆς νομιμότητος καί τό ὅριο εἰς τό ὁποῖο, ὅταν φθάσουν ἐξετέλεσαν ὅλα τά καθήκοντά των.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί οἱ νεόκοπες καί νεοεποχίτικες θεωρίες τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα θέλουν τόν Ἐπίσκοπο κατ’ ἐξοχήν λειτουργό, μέ μόνο καί κύριο σκοπό καί στόχο τήν λειτουργική σύναξι καί τούς Χριστιανούς νά λειτουργοῦνται καί νά μεταλαμβάνουν τά μυστήρια. Ὅλα δηλαδή ἀρχίζουν καί τελειώνουν ἐκεῖ, διότι προφανῶς αὐτό δέν τούς ἐνοχλεῖ στήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως καί τούς αἱρετικούς μέ τούς ὁποίους ἐρωτοτροποῦν οἱ Ἐπίσκοποι τούς ἐνοχλεῖ, ἄν ἐμεῖς ἀσχολούμεθα μέ τά λειτουργικά μας καθήκοντα, ἀλλά ἀπεναντίας τούς βολεύει. Δι’ αὐτό μέ τήν παρουσία των (οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπαδίνες) βεβηλώνουν καί μολύνουν κατ’ ἄλλον τρόπο τά μυστήρια τῶν Ὀρθοδόξων, εἰς πεῖσμα τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν διακέλευσι «τάς θύρας τάς θύρας, ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν» ἀπαιτοῦν τήν ἀπομάκρυνσι κάθε αἱρετικοῦ τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ἴσως ἄν εἴμαστε τουλάχιστον εἰλικρινεῖς μέ τούς ἑαυτούς μας, νά ἦταν προτιμώτερο, οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, νά μή συμμετείχαμε εἰδικά στό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας, ὡς δεῖγμα τῆς ἀναξιότητός μας νά σταθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ἔχοντας μέσα μας διά τῆς Θ. Κ. τόν Χριστό. Διότι ὅταν κοινωνοῦμε καί συγχρόνως προδίδομε ἤ συμβιβαζόμεθα καί ὁπωσδήποτε βολευόμεθα εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, θεωρῶ ὅτι ἐμπαίζομε καί ἀτιμάζομε τόν Χριστό πού κοινωνήσαμε. Ὅπως δηλαδή ἐκοινώνησε στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Ἰούδας καί ἐν συνεχείᾳ ἀπεχώρησε γιά νά προδώση, ἔτσι κατά κάποιον τρόπο καί ἐμεῖς κοινωνοῦμε καί ἐν συνεχείᾳ συμμετέχουμε στό παιχνίδι τῶν Οἰκουμενιστῶν καί, μέ τόν τρόπο μας, βοηθοῦμε στήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως. Μάλιστα ὁ Ἰούδας εἶχε καί τύψεις συνειδήσεως, ἐνῶ ἐμεῖς κοινωνώντας ἔχουμε ἀναπαυμένη τή συνείδησί μας, ὅτι ἐκτελοῦμε στήν ἐντέλεια τά καθήκοντά μας. Τά καθήκοντά μας ὅμως ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι πρωτίστως νά θυσιαστοῦμε διά τήν πίστι, νά βάλωμε ὅλες τίς ἄλλες ἀσχολίες στήν ἄκρη καί σέ δεύτερη μοίρα, καί νά χρησιμοποιήσωμε τά μυστήρια πρός ἐνίσχυσί μας διά νά ἐπιτελέσωμε αὐτόν τόν σκοπό.
Εἶναι, ἐν κατακλεῖδι, φοβερή ἡ εὐθύνη μας νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως ἡ αἵρεσις νά προάγεται, οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές νά βασίζωνται στούς ὑποτακτικούς των κληρικούς καί λαϊκούς καί στούς ἀκολουθοῦντες ἐνσωματωμένους ἀντιδρῶντες, οἱ δέ ἀντιοικουμενιστές νά περιγράφουν τήν κατάστασι, τήν ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως, τό ποῦ ἀκριβῶς αὐτή τή στιγμή εὑρισκόμεθα καί τόν τελικό σκοπό της (ἴσως μόνο σ’ αὐτό φωτίζονται ἀπό τήν Θ. Κοινωνία).
Ἄν ἐπί τῶν θεμάτων πού ἐθίγησαν ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις ἀπό ἀδελφούς εἶναι σωστό νά κατατεθοῦν, ὥστε νά ἰδοῦμε μήπως κάπου σφάλλομε, παραποιοῦντες τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἄν ὅμως κατατεθοῦν γνῶμες ἔωλες ἀπό ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πλευρᾶς ἤ στηριζόμενες στόν ὀρθολογισμό ἤ σέ σύγχρονες θεωρίες καί θεολογίες τῆς ἐποχῆς μας, δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τό νά εἰσέλθω στό πέλαγος αὐτό τῶν συζητήσεων, οἱ ὁποῖες, ἐπειδή εἶναι ἀστήρικτες ἁγιογραφικῶς ἤ ἁγιοπατερικῶς, μόνο σύγχυσι δημιουργοῦν καί τίποτε ἄλλο...
                                                                Ἱερομόναχος
                                                       Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Τα χαριτόβρυτα λείψανα του αγ. Ιουστίνου, οι Οικουμενιστές και ο Ράσκας Αρτέμιος

Πρωτοπρ. γγελος γγελακόπουλος
 Ἐμπειρίες ἀπό προσκυνηματική
ἐκδρομή στή Σερβία
ρρητος εωδία τν ερν
καί χαριτοβρύτων λειψάνων το σίου καί Θεοφόρου Πατρός μν ουστίνου Πόποβιτς.

Πηγή: "Ακτίνες"
Ἐν Πειραιεῖ 2-8-2014
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ 
 Η ΑΡΡΗΤΟΣ ΕΥΩΔΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΟΒΡΥΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς 
Ἡ ἄκτιστος Χάρις τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ παρεῖχε τήν ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλογία στήν ἐλάχιστότητά μας νά συμμετάσχουμε στήν ὀκταήμερη προσκυνηματική ἐκδρομή, πού πραγματοποίησε ἀπό 7 ἕως 14 Ἰουλίου ἐ.ἔ. ἡ Ἱερά Μονή Ἁγίας Τριάδος Ἄνω Γατζέας Βόλου, Μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαῦρας Ἁγίου Ὄρους, στή Σερβία καί τή Βουδαπέστη.
Ἡ ἀπόλυτη ἐπιτυχία τῆς προσκυνηματικῆς αὐτῆς ἐκδρομῆς ὠφείλεται κατ’ ἀρχήν στήν παρουσία τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί πνευματικοῦ μας πατρός, πανοσιολογιοτάτου ἀρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου καί κατά δεύτερον στήν ἄρτια καί ἐξαιρετική διοργάνωση τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς, π. Συμεών, γεγονός τό ὁποῖο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀθρόα προσέλευση καί συμμετοχή ἰκανοῦ ἀριθμοῦ ἀδελφῶν ἐν Χριστῶ στήν ἐκδρομή.
Ἐν πρώτοις θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ χῶρος τοῦ λεωφορείου τοῦ ἐξαίρετου ὀδηγοῦ μας  κ. Δημητρίου Μαντέλα μεταμορφώθηκε ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες σέ μία κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, σ’ ἕνα μικρό μοναστηράκι, ἀφοῦ καθημερινῶς πρωΐ καί ἀπόγευμα τελούσαμε τίς ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου, τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου. Ἐπίσης, δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι ὁ χῶρος τοῦ λεωφορείου μεταβλήθηκε σ’ ἕνα μικρό φροντιστήριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Γέροντας ἀναφέρθηκε διεξοδικά στό ἐκκλησιολογικό θέμα: «Ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», κάνοντας ἄριστη θεολογική ἑρμηνεία στό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως «Πιστεύω… εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», μέ ἀρκετές ἀντιαιρετικές, ἀντιπαπικές καί ἀντιοικουμενιστικές ἀναφορές.
Ἀναπτύχθηκαν, ἐπίσης, κι ἄλλα θέματα, ὅπως «Ἡ ἀξία τῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας Κυρίου καί ἡ προσπάθεια καταργήσεώς της», «Ἡ Δ’ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος», «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τον Ἁγιορείτη», «Τό σχίσμα τοῦ ζηλωτικοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ» κ.ἄ. Ἰδιαίτερο χρώμα ἔδωσαν οἱ κωμικοῦ, διδακτικοῦ καί παιδαγωγικοῦ  χαρακτῆρος ταινίες (DVD), πού παρακολουθήσαμε, κατά τήν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ.
Τήν πρώτη ἡμέρα (Δευτέρα 7 Ἰουλίου), περάσαμε τά ἑλληνικά, τά σκοπιανά καί τά σερβικά σύνορα. Στά σκοπιανά σύνορα, ἀλλά καί διασχίζοντας τά Σκόπια, μετά λύπης καί ἀγανακτήσεως παρατηρήσαμε τήν ἀπαράδεκτη καί παράνομη οἰκειοποίηση ἐκ μέρους τῶν Σκοπίων τῶν ἑλληνικῶν ὀνομάτων «Μακεδονία» καί «Μέγας Ἀλέξανδρος» καί τῆς σημαῖας τῆς Βεργίνας, ἀποδίδοντας βεβαίως καί τίς ἀνάλογες εὐθύνες στίς ἑλληνικές κυβερνήσεις, οἱ ὁποίες κατά κόρον ἐφαρμόζουν τήν τακτική τῶν ὑποχωρήσεων στήν ἐξωτερική τους πολιτική. Στά σκοπιανά σύνορα ὑπῆρχαν σημαῖες τῆς Βεργίνας καί πινακίδες, πού ἔγραφαν «Καλωσήρθατε στήν ‘Μακεδονία’» (Wellcome to Macedonia). Καθ’ ὅλη τήν διάδρομη πρός τά σερβικά σύνορα, παρατηρήσαμε ἀμέτρητες μεγάλες πινακίδες, πού ἕγραφαν «Πρός ἀεροδρόμιο ‘Μέγας Ἀλέξανδρος’». Στα σερβικά σύνορα κάναμε συνάλλαγμα σέ δηνάρια, τό τοπικό νόμισμα τῆς Σερβίας (1€=113 δηνάρια).
Μετά ἀπό ἕνα κουραστικό, ἀλλά μέ συνεχεῖς στάσεις, ταξίδι δεκατεσσάρων (14) ὡρῶν, φτάσαμε γιά προσκύνημα στήν Ἱ. Μ. Στουντένιτσα. Ἡ Στουντένιτσα εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί πλουσιότερα μοναστήρια τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί βρίσκεται κοντά στή σερβική πόλη τοῦ Κράλιεβο. Τό μοναστήρι εἶναι ἀφιερωμένο στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί εἶναι ἰδιαίτερα γνωστό γιά τή συλλογή τῶν τοιχογραφιῶν ἀπό τόν 13ο καί τόν 14ο αἰώ. Στή συνέχεια κατευθυνθήκαμε γιά τό Κράλιεβο, τήν πόλη τῶν Βασιλέων, ὅπου καί διανυκτερεύσαμε.
Τήν δεύτερη ἡμέρα (Τρίτη 8 Ἰουλίου) ἀναχωρήσαμε γιά τήν κοιλάδα τῶν Βασιλέων στή ΝΔ Σερβία. Ἐπισκεφθήκαμε τρία ἐμβληματικά μοναστήρια. Πρώτη μας στάση ἡ Ἱ. Μ. Ζίτσας. Ἐδῶ εἶναι πού ὁ πρώτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Σερβίας, ὁ Σάββας, ἔστεψε τόν ἀδελφό του ὡς τόν πρώτο Βασιλιά τῆς Σερβίας.
Συνεχίσαμε γιά τό Βάλιεβο, πού εἶναι κτισμένο στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κολουμπάρα. Ἐδῶ ἐπιβιβαστήκαμε σέ τοπικά ταξί, γιά νά ἐπισκεφθοῦμε τήν Ἱ. Μ. Τσέλιε, πού βρίσκεται σέ ἀπόσταση  6 χλμ νοτιοδυτικά τῆς πόλεως.
Κύριος σκοπός τῆς ἐκδρομῆς ἦταν τό προσκύνημα στή Μονή, πού ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, ὅπου βρίσκεται ὁ ἀπέριττος τάφος του καί φυλάσσονται τά λείψανά του, τά ὁποία εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός, πού φυλάσσει ἡ μονή καί προσφέρει πρός προσκύνηση, εὐλογία καί παρηγορία τῶν δεκάδων προσκυνητῶν. Ὁ Ὅσιος ἐγκαταβίωσε στή μονή ἐπί 28 συνεχόμενα ἔτη μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τό 1979. Σημειωτέον ὅτι ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου εἶναι τώρα κενός, διότι πρίν ἀπό 1½ περίπου μήνα, στίς 14 Ἰουνίου ἐ.ἔ., ἡμέρα τῆς μνήμης του, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του[1], τά ὁποία τοποθετήθηκαν σέ εἰδική λάρνακα στόν διπλανό ναό. Ἐμεῖς τώρα γιά πρώτη φορά θά ἀξιωνόμασταν νά προσκυνήσουμε τά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του.
Σημειωτέον ὅτι ὁ Γέροντας Γρηγόριος καί οἱ Πατέρες εἶχαν ξαναέλθει στό παρελθόν στή Μονή. Μάλιστα ὁ Γέροντας ἀξιώθηκε νά δεῖ καί νά συναναστραφεῖ ἐν ζωῆ μέ τόν Ὅσιο Ἰουστίνο, διότι πολλές φορές ἐρχόταν ὁ Ὅσιος στήν Φλώρινα, τότε πού ἦταν καί ὁ Γέροντας μαζί μέ τόν ἀοίδιμο Σεβ. Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρό Αὐγουστίνο Καντιώτη.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, στό Μοναστήρι, γιά νά προσκυνήσουμε τά λείψανα τοῦ ἀντιαιρετικοῦ, ἀντιπαπικοῦ καί ἀντιοικουμενιστοῦ ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἦρθαν στό μυαλό μας τά κυριώτερα συγγράμματα τοῦ ὁσίου, ὅπως «Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος», «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός», ἡ ἀπαγορευτική διάγνωσή του περί τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους κ.ἄ. Ἤδη εἴχαμε φροντίσει καθ’ ὁδόν στό λεωφορείο νά διαβαστεῖ ὁ συνοπτικός βίος τοῦ ὁσίου καί τό μοναδικό, ἀνεπανάληπτο, ἐξαίρετο καί αὐστηρό ὑπόμνημά του πρός τήν Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀπαράδεκτης συμμετοχῆς της στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.»), τό ὁποῖο οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καί τοῦ ψεύδους καί Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων. Ἐπί τοῦ θέματος γράφει ὁ Ὅσιος:
«Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό τό πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νά ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της, Θεολόγοι, ἀκόμη καί Ἱεράρχες, νά ἐπιζητοῦν τήν ὀργανωτικήν μετοχήν καί συμπερίληψιν εἰς τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν»; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία»[2].
Στή σκέψη μας, ἐπίσης, ἦρθαν τά ὅσα λέγει γιά τόν Οἰκουμενισμό.  Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει καταγνωστεῖ ὡς παναίρεση ὑπό τοῦ συγχρόνου ἁγίου γέροντος τῆς ἀδελφῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει: «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[3].
Ἐν τῶ μεταξύ μᾶς ἐνημέρωσαν ὅτι θά εἶναι κάπως δύσκολη ἡ ὑποδοχή καί ἡ περιποίησή μας στή Μονή, λόγω τῆς κοιμήσεως μιᾶς μοναχῆς, τῆς ὁποίας ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία γινόταν ἐκείνη τήν ὥρα. Εἰσήλθαμε στή μονή καί περιμέναμε μέχρι νά συγκεντρωθοῦμε ὅλοι, διότι ἐρχόμασταν μέ ταξί ἀνά τέσσερεις, λόγω τοῦ δυσβάτου τῆς περιοχῆς. Μέχρι νά συγκεντρωθοῦμε, τελείωσε ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τῆς μοναχῆς καί μᾶς προϋπάντησαν τόσο ἡ ἁγία Καθηγουμένη τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅσο καί ἕνας Σέρβος Ἱερομόναχος. Μετά ἀπό θερμή παράκληση ἐκ μέρους μας, ἡ ἁγία Καθηγουμένη καί ὁ Ἱερομόναχος ἔτειναν εὐήκοον οὖς, ἐκάμφθησαν καί δέχθηκαν ν’ ἀνοίξουν γιά χάρη μας τήν λάρνακα μέ τά ἅγια λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου.
Συγκεντρωθήκαμε ὅλοι μέσα στό Ναό καί τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο θαῦμα!!! Μόλις ὁ Ἱερομόναχος ἄνοιξε τήν λάρνακα, τά λείψανα τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νά εὐωδιάζουν μέ μιά ἄρρητη καί ἀνέκφραστη εὐωδία, ἡ ὁποία πλημμύρισε ὅλο τό Ναό καί ἔγινε ἀντιληπτή ἀπ’ ὅλους, μηδενός ἐξαιρουμένου. Ἡ εὐωδία κράτησε γιὰ ὅση ὥρα ἤμασταν στό Ναό,  περίπου μισή ὥρα.
Μερικοί ἀπό μᾶς δέν θέλαμε νά φύγουμε, προκειμένου νά γευθοῦμε ὅσο περισσότερο μπορούσαμε τήν ἄρρητη αὐτή εὐωδία, μιμούμενοι τόν Ἀπ. Πέτρο, πού ἔλεγε στόν Μεταμορφωθέντα Κύριό μας: «Κύριε, καλόν ἐστίν ἡμᾶς ὦδε εἶναι˙ εἰ θέλεις ποιήσωμεν ὦδε τρεῖς σκηνάς»[4].  Ὅλοι κοιταζόμασταν μεταξύ μας καί λέγαμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο ὅτι τά λείψανα εὐωδιάζουν. Τά συναισθήματα δέους καί συγκίνησης, χαρᾶς καί εὐχαρίστησης, πού μᾶς κατέλαβαν, ἦταν ἀπερίγραπτα. Στή συνέχεια ψάλλαμε τό ἀπολυτίκιο τοῦ ὁσίου στά ἑλληνικά καί οἱ μοναχές στα σερβικά. Προσκυνήσαμε τά λείψανα καί ἀναχωρήσαμε. Ἡ βιωματική αὐτή ἐμπειρία τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος θά μείνει  ὄντως ἀξέχαστη καί ἀνεξίτηλη γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μας.     
Ἐξηγώντας ὁ Γέροντας τό θαυμαστό αὐτό γεγονός τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου, τόνισε ὅτι ἦταν ἡ ἀνταπόδοση τοῦ κόπου, στόν ὁποῖο ὑποβληθήκαμε, γιά νά ἔλθουμε ἀπό τήν Ἑλλάδα στήν Ἱ. Μ. Τσέλιε καί ἡ ὑποδοχή, πού μᾶς ἐπιφύλαξε ὁ Ὁσιος. Ἦταν, ἐπίσης, ἕνα δεῖγμα εὐαρεστήσεως τοῦ Ὁσίου πρός ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι, παρά τά πάθη μας, τήν ἀναξιότητα, τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν μηδαμινότητά μας, ἀγωνιζόμαστε, μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί ὅση ἡμῖν δύναμις, νά εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι καί τῶ ὁσίῳ Ἰουστίνῳ, νά ἀκολουθοῦμε πιστά καί ἀπαρέγκλιτα τήν ἀντιαιρετική, ἀντιπαπική καί ἀντιοικουμενιστική γραμμή τῶν ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί νά ἐνημερώνουμε τό Ὀρθόδοξο ποίμνιο γιά τήν χειρότερη ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τρομερή αὐτή λύμη καί μάστιγα τῆς ἐποχῆς μας, τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐκθεμελιώνει ἐκ βάθρων τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέ ἀπώτερο σκοπό μας τήν προφύλαξη καί τήν ἐν τέλει σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ὅπως ἔκανε καί ὁ ὅσιος Ἰουστίνος. Ἦταν, τέλος, καί ἕνα μήνυμα συμπαραστάσεως, στηρίξεως καί ἐνθάρρυνσης τοῦ Ὁσίου πρός ἐμᾶς, γιά νά συνεχίσουμε σταθερά καί ἀταλάντευτα τόν ἀγῶνα μας.
Στή συνέχεια ὁ λόγος στράφηκε καί στήν σημερινή θλιβερή κατάσταση καί εἰκόνα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μέχρι τῆς πατριαρχείας τοῦ Μακ. Πατριάρχου κυροῦ Παύλου κρατοῦσε την αὐστηρή, Ὀρθόδοξη καί παραδοσιακή γραμμή τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου. Μετά τήν κοίμηση, ὅμως, τοῦ κυροῦ Παύλου καί τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ Μακ. Πατριάρχου κ. Εἰρηναίου, ἡ Σερβική Ἐκκλησία ἔκανε στροφή 180ο καί ἀπό παραδοσιακή μετατράπηκε σέ οἰκουμενιστική. Σ’ αὐτό συνέβαλαν τά μέγιστα μέ τήν στάση τους τά τρία πνευματικά τέκνα τοῦ Ὁσίου Ἰουστίνου, οἱ Ἐπίσκοποι Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, Ἀθανάσιος Γιέφτιτς καί Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, ἀπό τούς ὁποίους θά περίμενε κανείς νά κρατήσουν τήν αὐστηρή καί παραδοσιακή γραμμή τοῦ Γέροντός τους. Ἐντούτοις, προδίδοντας τόν Γέροντά τους, κατάφεραν νά ὁδηγήσουν τήν Σερβική Σύνοδο στήν ἀπόφαση τῆς καθαιρέσεως τοῦ πνευματικοῦ τους ἀδελφοῦ καί μοναδικοῦ ἐναπομείναντος, πραγματικοῦ, αὐθεντικοῦ καί γνησίου διαδόχου τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου, Σεβ. Μητρ. πρώην Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτεμίου, καί τοῦ πρωτοσυγκέλλου του παν. ἀρχιμ. Συμεών Βιλόφσκυ ἐπειδή ἦταν ἐμπόδιο στά οἰκουμενιστικά τους σχέδια. Και δυστυχῶς τώρα πρωτοστατοῦν μαζί μέ τόν Μακ. Πατριάρχη κ. Εἰρηναῖο στίς οἰκουμενιστικές παρεκτροπές, συμπροσευχόμενοι παρανόμως καί ἀντικανονικῶς, συναγελαζόμενοι, συντρώγοντες, συμπίνοντες, ἀλληλοασπαζόμενοι καί ἀλληλολιβανιζόμενοι μέ παπικούς, προτεστάντες, μονοφυσίτες, ραββίνους καί μουσουλμάνους, προσκολλώμενοι στό ἅρμα τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές, ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε ὅτι τήν Κυριακή 30 Ἰουνίου/13 Ἰουλίου ἐ.ἔ. στόν Πατριαρχικό Ναό τῆς Σερβίας, ὅπου λειτούργησε ὁ Μακ. Πατριάρχης κ. Εἰρηναῖος μαζί μέ τόν νέο Σεβ. Μητρ. Αὐστρίας κ. Ἀνδρέα, τόν Ἐπίσκοπο κ. Ἀμφιλόχιο Ράντοβιτς κ.ἄ. ἔγινε ἀπροκάλυπτη συμπροσευχή μέ παπικούς, προτεστάντες, μονοφυσίτες, ραββίνους καί μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι παρίσταντο στόν Ὀρθόδοξο Ναό καί μάλιστα σέ περίοπτη θέση.

Τήν  Θ. Λειτουργία μετέδιδε ἡ τηλοψία τῆς Σερβίας, μέρος τῆς ὁποίας παρακολουθήσαμε ἰδίοις ὄμμασιν! Τά ἴδια ἔγιναν καί στήν ἐνθρόνιση τοῦ νέου Σεβ. Μητρ. Αὐστρίας κ. Ἀνδρέου στόν Ἱερό Ναό Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στήν Βιέννη τήν Κυριακή 7/20-7-2014, ὅπου παρέστησαν ὁ Παπικός νούντσιος στήν Αὐστρία,  ἐκπρόσωποι τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν “Ἐκκλησιῶν” («Π.Σ.Ε.») καί τοῦ Παπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἱδρύματος Pro Oriente.
Πιὸ πράσινος Πατριάρχης ἀπὸ τὸν πράσινο Οἰκ. Πατριάρχη
Ὁ δέ Μακ. Πατριάρχης Σερβίας κ. Εἰρηναῖος, ἀπευθυνόμενος πρός τόν νέο Μητροπολίτη Αὐστρίας καί Ἑλβετίας κ. Ἀνδρέα, μεταξύ ἄλλων τόνισε:  «Στά καθήκοντά σου θά εἶναι ἐπίσης ἡ προώθηση τῶν καλῶν σχέσεων μεταξύ τῆς σερβικῆς κοινότητας καί τῆς αὐστριακῆς πολιτείας. Νά δημιουργήσεις στενές φιλικές σχέσεις μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί θρησκευτικές κοινότητες»[5]. Εἶναι πολύ κρίμα καί ἄδικο νά συμβαίνουν αὐτά στήν μαρτυρική, πολύπαθη καί ὁμόδοξη Σερβία. Παρόμοιες σκηνές ἐκτυλίχθηκαν
καί στήν χειροτονία τοῦ νέου Ἐπισκόπου Κεντρικῆς Εὐρώπης κ. Σεργίου στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Βελιγράδι[6].
Ἐλπίζουμε ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία τῆς Σερβίας νά ξυπνήσει γρήγορα ἀπό τόν οἰκουμενιστικό λήθαργό της καί νά ἀκολουθήσει τά ἴχνη τοῦ δικοῦ της, ἀλλά καί παγκοσμίου καί καθολικοῦ πατρός, ἁγίου Ἰουστίνου. 
Τέλος, ὁ Γέροντας ὑπογράμμισε τήν σημασία πού ἔχει γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ ταφή τοῦ κεκοιμημένου καί ἡ διάσωση τῶν ἱερῶν λειψάνων μέ τήν ἐκταφή καί μετακομιδή. Ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι αὐτή, πού κάνει τά ἱερά λείψανα νά εὐωδιάζουν, νά μυροβλύζουν, νά θαυματουργοῦν καί νά παραμένουν ἄφθαρτα. Γι’ αυτό καί εἶναι ἀδιανόητη γιά ἕνα Ὀρθόδοξο ἡ πολυδιαφημιζόμενη καύση καί ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν. Ἐάν ἕνα μοναστήρι πιάσει φωτιά, οἱ μοναχοί δέν θά σώσουν τήν βιβλιοθήκη, οὔτε τά κειμήλια, ἀλλά τά ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων. Οἱ βιβλιοθῆκες κρύβουν σοφία, τά ὄμορφα κτίρια κρύβουν τήν εὐγένεια τῆς τέχνης, τά ἱερά λείψανα κρύβουν πλούσια τή μυστική Χάρι τῶν ἁγίων καί τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ γιά τά μέλη της ἤ νά υἱοθετήσει τήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων, ἐπειδή σέβεται τό ἀνθρώπινο σῶμα, πού τό θεωρεῖ ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ στάση μας, ἐπίσης, εἶναι ἀρνητική γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν, διότι τό ὑλικό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ἐπιστρέψει στή γῆ, ἀπ’ ὅπου καί ἐλήφθη, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύση»[7]. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ τήν ὅραση ἀνθρωπίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευταῖο ἀσπασμό κ.λπ. Πῶς, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία θά κάνει κηδεία χωρίς σῶμα; Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν συμφωνεῖ μέ τήν ἱερή μας παράδοση. Ὁ Κύριός μας ἐτάφη σέ καινό μνημεῖο. Ἡ ταφή σημαίνει πίστη στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν θά στεροῦσε ἀπό τούς Χριστιανούς τήν θαυματουργική ἐνέργεια τῶν ἁγίων. Πόσα λείψανα ἁγίων ἔχουν διατηρηθεῖ μέ τήν ταφή! Ἡ καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν γίνεται μέ τήν τοποθέτηση στήν Ἁγία Τράπεζα ἱερῶν λειψάνων ἁγίων. Τήν ὕπαρξη αὐτῶν ἐγγυᾶται μόνο ἡ ταφή τῶν σωμάτων καί ὄχι ἡ καύση. Ἡ στάχτη δέν εἶναι ἅγιο λείψανο. Κάτω ἀπό τήν ἐπιθυμία καύσεως κρύβεται ἡ περιφρόνηση πρός τό σῶμα, ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύχωση, ἡ κερδοσκοπία, ὁ ὑλισμός καί ὁ μηδενισμός, δηλ. ἡ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο.
Συνεχίσαμε γιά τήν Ἱ. Μ. Λέλιτς κοντά στό Βάλιεβο. Στό μοναστήρι καί μέσα στό Ναό, πού εἶναι ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Νικόλαο, βρίσκεται τό λείψανο τοῦ ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, τό ὁποῖο προσκυνήσαμε μετ’ εὐλαβείας. Ἐδῶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπό τό μουσεῖο τῆς Μονῆς, ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, στό ὁποῖο φυλάσσονται φωτογραφίες τοῦ ἁγίου Νικολάου ἀπό τά παιδικά του χρόνια μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, ἀρχιερατικά ἄμφιά του, ἀγαπημένα ἀντικείμενά του καί τό φέρετρο, μέ τό ὁποῖο μετέφεραν τό σκήνος του ἀπό τήν Ἀμερική στή Σερβία.
Ὁ νοῦς μας ἔφερε στή μνήμη μας κείμενο τοῦ ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς μέ τίτλο «Ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ σημερινή κρίση;», τό ὁποῖο γράφτηκε πρίν 85 χρόνια, τότε πού ἡ Ἀμερική καί ὁ κόσμος ὅλος συγκλονιζόταν ἀπό τό οἰκονομικό κράχ τοῦ 1929. Τό κείμενο τοῦ Σέρβου τότε Ἱεράρχου, Μητροπολίτου Ἀχρίδος, τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς εἶναι σά νά γράφτηκε σήμερα.
Λέγει ὁ ἅγιος : «Μέ ρωτᾶς, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ σημερινή κρίση, καί τί ση­μαίνει αὐτή. Ποιός εἶμαι ἐγώ, γιά νά μέ ρωτᾶς γιά ἕνα τόσο μεγάλο μυστικό; «Μίλα, ὅταν ἔχεις κάτι καλύτερο ἀπό τή σιωπή», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὅμως, παρ’ ό­λο πού θεωρῶ ὅτι ἡ σιωπή εἶναι τώρα  κα­λύτερη ἀπό κάθε ὁμιλία, καί ὅμως λόγω ἀγάπης πρός ἐσένα, θά σοῦ ἐκθέσω ἐκεῖνα, πού σκέπτομαι περί αὐτοῦ, πού ρώτησες.
Ἡ κρίση εἶναι ἑλληνική λέξη καί σημαί­νει δίκη. Στήν Ἁγία Γραφή αὐτή ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλές φορές. Ἔτσι ὁ ψαλ­μωδός λέει: «διά τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει» (Ψαλμ. 1, 5). Σέ ἄλλο μέ­ρος πάλι λέει: «ἔλεος καί κρίσιν  ἄσομαί σοι, Κύριε» (Ψαλμ. 100, 1). Ὁ σοφός Σολομώντας γράφει ὅτι «παρά δέ Κυρίου πάντα τά δίκαια» (Παρ. Σολ. 16, 33). Ὁ ἴδιος ὁ Σωτή­ρας εἶπε˙ «ἀλλά τήν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῶ» (Ἰωάν. 5, 22), ἐνῶ λίγο πιό κάτω λέγει πάλι˙ «νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τού­του» (Ἰωάν. 12, 31). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει «ὅτι ὁ καιρός τοῦ  ἄρξασθαι τό κρίμα ἀπό τοῦ οἴκου του Θεοῦ» (Α' Πέτρ. 4, 17).
Ἀντικατάστησε τή λέξη «κρίση» μέ τή λέξη «δίκη» καί διάβασε : «Διά τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν δίκη» ἤ «ἀλλά τήν δίκην πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῶ» ἤ «νῦν δίκη ἐστί τοῦ κόσμου τούτου» ἤ ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἐτοίμως ἔχοντι δικάσαι ζῶντας καί νεκρούς».
Ἕως τώρα οἱ εὐρωπαϊκοί λαοί χρησιμο­ποιούσαν τήν λέξη «δίκη» ἀντί γιά τή λέξη «κρίση», ὅποτε καί νά τούς ἔβρισκε κά­ποια συμφορά. Τώρα ἡ καινούργια λέξη ἀντικατέστησε τήν παλαιά, καί τό κατανοη­τό ἔγινε ἀκατανόητο. Ὅταν γινόταν ξηρα­σία, πλημμύρα, πόλεμος ἤ ἔπεφτε ἐπιδημία, ὅταν ἔριχνε χαλάζι, γίνονταν σεισμοί, πνιγ­μοί καί ἄλλες συμφορές, λέγανε «Θεία δί­κη»!
Καί αὐτό σημαίνει: κρίση μέσα ἀπό ξη­ρασίες, κρίση μέσα ἀπό πλημμύρες, μέσα ἀπό πολέμους, μέσα ἀπό ἐπιδημίες κ.λπ. Καί τή σημερινή χρηματικό-οἰκονομική δυσκολία ὁ λαός τήν θεωρεῖ ὡς Θεία δίκη, ὅμως δέν λέει ἡ δίκη, ἀλλά ἡ κρίση. Ἔτσι ὥστε ἡ δυσκολία νά πολλαπλασιάζεται μέ τό νά γίνεται ἀκατανόητη! Ἐφόσον, ὅσο ὀνομαζόταν μέ τήν κατανοητή λέξη «δίκη», ἦταν γνωστή καί ἡ αἰτία, λόγω τῆς ὁποίας ἦρθε ἡ δυσκολία, ἦταν γνωστός καί ὁ Δι­καστής, ὁ Ὁποῖος ἐπέτρεψε τήν δυσκολία, ἦταν γνωστός καί ὁ σκοπός τῆς ἐπιτρεπό­μενης δυσκολίας. Μόλις, ὅμως, χρησιμοποι­ήθηκε ἡ λέξη «κρίση», λέξη ἀκαταλαβίστι­κη σέ ὅλους, κανείς δέν ξέρει πιά νά εξη­γήσει οὔτε γιά ποιό λόγο, οὔτε ἀπό ποιόν, οὔτε ὡς πρός τί. Μόνο σ' αὐτό διαφέρει ἡ τωρινή κρίση ἀπό τίς κρίσεις, πού προέρ­χονται ἀπό τήν ξηρασία ἤ τήν πλημμύρα ἤ τόν πόλεμο ἤ τήν ἐπιδημία ἤ τούς πνιγμούς ἤ κάποιους ἄλλους πειρασμούς.
Μέ ρωτᾶς γιά τήν αἰτία τῆς τωρινῆς κρί­σης, ἤ τῆς τωρινῆς Θείας δίκης! Ἡ αἰτία εἶναι πάντα ἡ ἴδια. Ἡ αἰτία γιά τίς ξηρασίες, τίς πλημμύρες, τίς ἐπιδημίες καί ἄλλα μαστιγώματα τῆς γενιᾶς τῶν ἀνθρώπων εί­ναι ἡ αἰτία καί γιά την τωρινή κρίση. Ἡ ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Μέ τήν ἁμαρτία τῆς Θεό-ἀποστασίας, οἱ άνθρω­ποι προκάλεσαν αὐτή τήν κρίση καί ὁ Θε­ός τήν ἐπέτρεψε, ὥστε νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους, νά τούς κάνει ἐνσυνείδητους, πνευματικούς καί νά τούς γυρίσει πρός Ἐκείνον. Στίς μοντέρνες ἁμαρτίες - μο­ντέρνα καί ἡ κρίση. Καί ὄντως ὁ Θεός χρη­σιμοποίησε μοντέρνα μέσα, ὥστε νά τό συ­νειδητοποιήσουν οἱ μοντέρνοι ἄνθρωποι: χτύπησε τίς τράπεζες, τά χρηματιστήρια, τίς οἰκονομίες, τό συνάλλαγμα τῶν χρημά­των. Ἀνακάτωσε τά τραπέζια στίς συναλ­λαγές σ' ὅλο τόν κόσμο, ὅπως κάποτε στό ναό τῶν Ἱεροσολύμων. Προξένησε πρωτό­γνωρο πανικό μεταξύ ἐμπόρων καί αὐτῶν, πού ἀνταλλάσσουν τό χρῆμα. Προκάλεσε σύγχυση καί φόβο. Ὅλα αὐτά τά ἔκανε, γιά νά ξυπνήσουν τά ὑπερήφανα κεφαλάκια τῶν σοφῶν τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς, γιά νά ἔλθουν εἰς ἑαυτούς καί νά πνευματικοποιηθοῦν. Καί ἀπό τήν ἄνεση καί τό ἀγκυροβόλημα στά λιμάνια τῆς ὑλικῆς σι­γουριᾶς, νά θυμηθοῦμε τίς ψυχές μας, νά ἀναγνωρίσουμε τίς ἀνομίες μας καί νά προσκυνήσουμε τόν ὕψιστο Θεό, τόν ζωντανό Θεό.
Μέχρι πότε θά διαρκέσει ἡ κρίση; Ὅσο τό πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων παραμείνει δίχως ἀλλαγή. Ὥσπου οἱ ὑπερήφανοι ὑπαίτιοι αὐτῆς τῆς κρίσης νά παραιτηθοῦν μπροστά στόν Παντοδύναμο. Ὥσπου οἱ ἄνθρωποι καί οἱ λαοί νά θυμηθοῦν, τήν ἀκαταλαβί­στικη λέξη «κρίση», νά τή μεταφράσουν στή γλώσσα τους, ὥστε μέ ἀναστεναγμό καί με­τάνοια νά φωνάξουν: «ἡ Θεία δίκη»! Πές καί ἐσύ, τίμιε πατέρα, ἡ Θεία δίκη, ἀντί ἡ κρίση, καί ὅλα θά σοῦ γίνουν ξεκά­θαρα»[8].
Μετά τό προσκύνημά μας στόν ἅγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, ἀναχωρήσαμε γιά τό Βελιγράδι, ὅπου καί διανυκτερεύσαμε.
Τήν τρίτη ἡμέρα (Τετάρτη 9 Ἰουλίου), μέ τήν βοήθεια Σέρβας ἑλληνομαθοῦς ξεναγοῦ, ἡ ὁποία σπούδασε Ἑλληνική Φιλολογία στό Βελιγράδι, γνωρίσαμε τήν πόλη τοῦ Βελιγραδίου καί τά ἀξιοθέατά της, ὅπως τό Kalemegdan ὀχυρό καί τό πάρκο, πού βρίσκεται στήν περιοχή Stari Grad κοντά στό κέντρο τῆς πόλεως, τήν πλατεία Δημοκρατίας, μία ἀπό τίς πλατεῖες τοῦ κέντρου, πού βρίσκονται κάποια ἀπό τά διασημότερα κτίρια τῆς πόλεως, ὅπως τό Ἐθνικό Μουσεῖο, τό Ἐθνικό θέατρο καί τό ἄγαλμα τοῦ Πρίγκιπα Μιχαήλ, τήν παλαιά πόλη μέ τόν ἐμπορικό πεζόδρομο Κνέζ Μιχαήλοβα, τή Λυρική Σκηνή, τή Βουλή, τά παλαιά Ἀνάκτορα καί τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ὀρθόδοξος Ναός στόν κόσμο (χωράει 10.000 ἄτομα στόν κυρίως Ναό καί 800 στόν γυναικωνίτη). Ἰδιαίτερη θλιβερή ἐντύπωση μᾶς ἔκαναν τά ἐναπομείναντα βομβαρδισμένα κτίρια, πού βρίσκονται στό κέντρο τῆς πόλεως, κατάλοιπο τῆς ἱμπεριαλιστικῆς βομβιστικῆς ἐπιθέσεως τῆς Ἀμερικῆς καί δεῖγμα τῆς «ἀγάπης» καί τοῦ «πολιτισμοῦ» τοῦ Σιωνιστικοῦ Λόμπυ τῶν Η.Π.Α. πρός τήν πολύπαθη, μαρτυρική καί ὁμόδοξη Σερβία. Στή συνέχεια ἐπισκεφθήκαμε τήν Ἱ. Μ. Ρακόβιτσα στίς παρυφές τῆς πόλεως, ὅπου ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Μακ. Πατριάρχου Σερβίας κυροῦ Παύλου, στόν ὁποῖο τελέσαμε τρισάγιο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου. 
Τήν τέταρτη ἡμέρα (Πέμπτη 10 Ἰουλίου) ἀναχωρήσαμε γιά τήν περιοχή Φρούσκα Γκόρα, τό «Ἅγιον Ὄρος» τῆς Σερβίας, ἕνα βουνό στή βόρεια ἐπαρχία τῆς Βοϊβοντίνα, πού μεταφέρει τήν ὀμορφιά ἑνός ἐθνικοῦ πάρκου καί τήν πνευματικότητα 16 μεσαιωνικῶν μοναστηριῶν. Ἡ πρώτη μας ἐπίσκεψη ἦταν στήν Ἱ. Μ. Κρούσεντολ, ἡ ὁποία ἰδρύθηκε τό 1509 ἀπό τόν Σέρβο ἡγεμόνα Ντιόρντιε Μπράνκοβιτς. Στή συνέχεια ἐπισκεφθήκαμε τήν Ἱ. Μ. Βέλικα Ρεμέτα, ἡ ὁποία εἶναι τό μικρότερο μοναστήρι μέ τίς νεότερες νωπογραφίες. Τέλος, ἀφοῦ περάσαμε τά σερβικά καί αὐστροουγγαρικά σύνορα καί κάναμε συνάλλαγμα σέ φιορίνια, τό τοπικό νόμισμα τῆς Βουδαπέστης (1€=300 φιορίνια), φθάσαμε στήν Πέστη, ὅπου καί διανυκτερεύσαμε. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι, κατά τή διάρκεια τοῦ δεῖπνου στό ξενοδοχεῖο, ἡ ὀρχήστρα τοῦ ξενοδοχείου μᾶς ὑποδέχθηκε μέ ἑλληνικά τραγούδια.
Τήν πέμπτη ἡμέρα (Παρασκευή 11 Ἰουλίου), μέ τήν βοήθεια Ἕλληνος μετανάστου ξεναγοῦ, ξεναγηθήκαμε στήν πόλη τῆς Πέστης, ὅπου εἴδαμε τήν Πλατεία τῶν Ἡρώων, τό μνημεῖο τῆς Χιλιετηρίδας, τόν καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, θαυμάσαμε τή λεωφόρο τῆς Δημοκρατίας μέ τά καλοδιατηρημένα κτίρια καί τό ὀγκώδες σέ ρυθμό μπαρόκ Κοινοβούλιο. Ἔπειτα περάσαμε στή Βούδα ἀπό τή Γέφυρα τῶν Λεόντων. Ἀπό τόν λόφο τοῦ Γκέλερτ εἴχαμε μιά πανοραμική θέα τῆς Βούδας καί τῆς Πέστης. Τέλος, περπατήσαμε στήν ἀξιόλογη ἀγορά τῆς πόλεως καί διανυκτερεύσαμε στό ξενοδοχείο μας.
Τήν ἔκτη ἡμέρα (Σάββατο 12 Ἰουλίου), ἐπισκεφθήκαμε τόν ζωολογικό κῆπο τῆς Πέστης, ἕνα ἀπό τούς μεγαλυτέρους τῆς Εὐρώπης. Στή συνέχεια, ἀφοῦ περάσαμε τά αὐστροουγγαρικά καί τά σερβικά σύνορα, φτάσαμε στήν πόλη Ζρενανίν, ὅπου καί διανυκτ4ρεύσαμε.
Τήν ἑβδόμη ἡμέρα (Κυριακή 13 Ἰουλίου) ἐκκλησιαστήκαμε συμπροσευχόμενοι στόν πλησιέστερο Ὀρθόδοξο Σερβικό Ναό τῆς πόλεως Ζρενανίν. Ἡ Θ. Λειτουργία ἄρχισε στίς 9 π.μ. καί τελείωσε στίς 10:20 π.μ. Ὁ Ἑσπερινός καί ὁ Ὄρθρος τελέστηκαν τήν προηγουμένη τό ἑσπέρας, ὅπως συνηθίζεται στή Σερβία. Μᾶς ἐντυπωσίασε ἡ τάξη καί ἡ ἡσυχία, πού ἐπικρατοῦσε στό Ναό καί τό Ἅγιον Βῆμα, καθώς καί ὅτι ὁ λειτουργών ἱερεύς τέλεσε τήν Θ. Λειτουργία χωρίς βιασύνη, λέγοντας ὅλα τά γράμματα, χωρίς νά παραλείψει τίποτα. Εὐχάριστη ἀνάμνηση μᾶς ἄφησε καί τό γεγονός ὅτι στό Ναό, ὅπως καί σέ ὅλους τούς Ναούς, πού ἐπισκεφθήκαμε, δέν ὑπῆρχαν καρέκλες, παρά μόνο μερικά στασίδια γύρω-γύρω. Οἱ Σέρβοι στή Θ. Λειτουργία στέκονται πάντοτε ὄρθιοι, τηρώντας τήν πρωτοχριστιανική αὐτή παράδοση καί ἀσκώντας τό σῶμα τους, κατά τό τοῦ Ἀπ. Παύλου: «ὑπωπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ»[9].
Ἐντύπωση μᾶς προκάλεσε καί τό γεγονός ὅτι ἕνας ἀπό τούς ἱερεῖς, κατά τή διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας, ἐξομολόγησε κάποιους πιστούς στό ἀριστερό ἀναλόγιο. Στή Σερβία ἡ ἐξομολόγηση γίνεται μέσα στή Θ. Λειτουργία. Ἀπορία μᾶς προκάλεσε τό γεγονός ὅτι ἀπό τούς πέντε ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ, λειτούργησε μόνο ὁ ἕνας, ἄν καί ἦταν Κυριακή. Οἱ ἄλλοι τέσσερεις ἔψαλλαν στό ἀναλόγιο. Ἀλγεινότερη ἐντύπωση μᾶς προκάλεσε τό γεγονός ὅτι κανένας κληρικός (ἐκτός τοῦ ἱερουργοῦντος) οὔτε λαϊκός δέν κοινώνησε τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἦταν ἡ ἑορτή τῆς συνάξεως τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐπίσης, οὔτε κήρυγμα τοῦ Θείου Λόγου ἔγινε. Μετά τή Θ. Λειτουργία, οἱ ἱερεῖς καί οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Ναοῦ μᾶς προσκάλεσαν στό πνευματικό κέντρο, ὅπου μᾶς κέρασαν καφέ.
Κατά τή συζήτηση μέ τούς ἱερεῖς, ἀναφερθήκαμε στό πρόβλημα τῶν παπικῶν καί τῶν Οὐνιτῶν, τό ὁποῖο εἶναι ἔντονο στή Σερβία. Σχετικά μέ τό θέμα τῆς μή συμμετοχῆς στή Θ. Κοινωνία κανενός κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ, μᾶς ἀπάντησαν ὅτι οἱ πιστοί κοινώνησαν τήν προηγούμενη ἡμέρα, πού ἦταν ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί ὅτι ὁ τοπικός Ἐπίσκοπος ἔχει δώσει ἐντολή στούς πιστούς τῆς Μητροπολιτικῆς του περιφερείας νά μήν κοινωνοῦν, ἄν ἀπαραιτήτως δέν ἔχει προηγηθεῖ ἑπταήμερος νηστεία. Ἀναγνωρίζοντας τό ἑσφαλμένο τοῦ πράγματος, διότι πρώτιστη καί κύρια προϋπόθεση τῆς συχνῆς Θ. Κοινωνίας εἶναι ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας σε ἔμπειρο πνευματικό πατέρα καί ἕπεται ὡς δευτερεύουσα ἡ νηστεία, μᾶς εἶπαν ὅτι, ἄν θέλει κάποιος νά κοινωνεῖ συχνότερα, πηγαίνει σέ Ναούς ἄλλης Μητροπόλεως, ὅπου δέν ἰσχύει ἡ παραπάνω ἀπαγόρευση.    
Ἀφοῦ τούς εὐχαριστήσαμε γιά τήν φιλοξενία, ἀναχωρήσαμε γιά προσκύνημα στήν Ἱ. Μ. Μανάσια καί στήν Ἱ. Μ. Ραβάνιτσα, καί ἔπειτα γιά τήν πόλη τοῦ Νις, μία ἀπό τίς παλαιότερες πόλεις τῶν Βαλκανίων καί γενέτειρα τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγάλου Βασιλέως καί ἰσαποστόλου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὅπου καί διανυκτερεύσαμε. Εὑρισκόμενοι στήν πόλη τοῦ Νις, ἡ σκέψη μας πῆγε στούς περσινούς ἑορτασμούς, πού ἔγιναν στήν πόλη τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2013, γιά τήν συμπλήρωση 1700 χρόνων ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων ἀπό τον Μ. Κωνσταντῖνο. Μέ θλίψη ἀναφερθήκαμε καί στήν πρόσκληση τοῦ Μακ. Πατριάρχου Σερβίας κ. Εἰρηναίου πρός τόν αἱρεσιάρχη «πάπα» Φραγκίσκο, γιά νά παραστεῖ αὐτοπροσώπως στούς ἑορτασμούς. Μέ τήν ἀντίδραση, ὅμως, τοῦ Σερβικοῦ κλήρου καί λαοῦ ματαιώθηκε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ποντίφηκος στή Σερβία. Παρ’ ὅλ’ αὐτά δέν ἀποφεύχθηκαν οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές τῶν οἰκουμενιστῶν μέ τούς αἱρετικούς παπικούς, προτεστάντες καί μονοφυσῖτες, καί τούς ἀλλοθρήσκους ραββίνους καί μουσουλμάνους[10].
Τήν ὀγδόη καί τελευταῖα ἡμέρα (Δευτέρα 14 Ἰουλίου), ἀπό τήν πόλη τοῦ Νις πήραμε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀφοῦ περάσαμε τά σερβικά, τά σκοπιανά καί τά ἑλληνικά σύνορα καί ἀφοῦ κάναμε τίς ἀπαραίτητες στάσεις καθ’ ὁδόν γιά καφέ καί ξεκούραση, ἔπειτα ἀπό 11ωρο ταξίδι, φθάσαμε τό βράδυ με γεμάτες τις «μπαταρίες» στήν ἀγαπημένη μας πατρίδα, τήν ἁγιοτόκο καί ἡρωοτόκο Ἑλλάδα.
Μ’αὐτόν τόν τρόπο ἔληξε μία ἀπό τίς πιό θαυμάσιες καί ὠφέλιμες ἀπό κάθε πλευρά προσκυνηματική ἐκδρομή.  



[1] Ἐκταφή καί μεταφορά λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, 16 Ιουνίου 2014, http://www.diakonima.gr/2014/06/16/ἐκταφή-καί-μεταφορά-λειψάνων-τοῦ-αγίο/
[2] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ,  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί  Οἰκουμενισμός, Θεσ/κη 1974, σ. 224. http://www.impantokratoros.gr/ag_ioystinos-pse.el.aspx
[3] Ὅ.π.
[4] Μτθ. 17, 4.
[5] http://katanixis.blogspot.gr/2014/07/blog-post_31.html
[6] http://romfea.gr/epikairotita/25701-2014-08-01-19-05-17
[7] Γέν. 3, 19.
[8] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, «Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται...», Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α', ἐκδ. «Ἐν πλῶ», Ἀθήνα 2008, σσ. 33-36. Ὁ τίτ­λος τοῦ πρωτοτύπου εἶναι : «Στόν παπα-Κάραν γιά τήν κρίση τοῦ κόσμου», 
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1057
[9] Α΄ Κορ. 9, 27.
[10] «Ἐματαίωσαν τήν ἐπίσκεψιν τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Σερβίαν αἱ άντιδράσεις κλήρου-λαοῦ», Ὀρθόδοξος Τύπος (4-10-2013) 1, 7 και http://romfea.gr/patriarxeia/tapatriarxeia/patriarxeio-servias/19373-2013-09-28-19-18-16.