Οἱ Οἰκουμενιστὲς διώκουν, γιατὶ φοβοῦνται μήπως καταρρεύσει τὸ καθεστὼς φόβου, ποὺ ἔχουν ἔντεχνα ἱδρύσει.



                                                                          τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ὅλοι οἱ τύραννοι, οἱ δικτάτορες καὶ ὅλα τὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα στηρίζουν τὴν διατήρηση τῆς ἐξουσίας τους στὸν ἔλεγχο καὶ στὸν φόβο. Ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι φοβοῦνται μὴν χάσουν τὴν ἐξουσία, καλλιεργοῦν στοὺς ἀνθρώπους τὸν φόβο, ὅτι, ἂν ἀντιδράσουν, θὰ χάσουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουν.

Ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν οἱ Ποιμένες δὲν εἶναι οἱ «καλοὶ Ποιμένες» (κατὰ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου), ἀλλὰ μισθωτοί, δηλαδὴ ψευδοποιμένες, καταχραστὲς τῶν ρόλων τους καὶ αἱρετικοί, παρόμοια πράττουν καὶ φρονοῦν. Αἰσθάνονται ἐξουσία. Ἀλλὰ μιὰ ἐξουσία ποὺ τὴν δύναμή της τὴ στηρίζει στὸ φόβο καὶ στὴν συμμαχία καὶ διαλλαγὴ μὲ τὴν ἐγκόσμια καὶ διεφθαρμένη πολιτικὴ ἐξουσία, ἀφοῦ γνωρίζουν ὅτι μόνο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μποροῦν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς κακοδοξίες τους, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔχασαν τὴν Μία Ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ ἐκτελοῦσαν διωγμοὺς γιὰ νὰ πατάξουν τοὺς ὁμολογητὲς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ παράδειγμά τους δίδασκαν τὸ ποίμνιο νὰ μὴ φοβᾶται. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς προσωποποίηση ὅλων τῶν παλαιῶν αἱρέσεων, ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς ὕστατης καὶ ἐσχάτης αἱρέσεως δὲν θὰ μπορούσαν νὰ φανοῦν ὑποδεέστεροι τῶν τυράννων καὶ τῶν παλαιοτέρων αἱρετικῶν.

Ἔτσι μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἀναμονῆς, στὴν ὁποία νόμιζαν, ὅτι οἱ ἐναντιούμενες, ὁμολογιακὲς φωνὲς θὰ σιγήσουν ἢ θὰ ὑποταχθοῦν στὰ κοσμικὰ θέλγητρα καὶ στὴν «αὐθεντία» τους, ἀφοῦ συνειδητοποίησαν ὅτι διασώζουν ἀκόμα κάποιοι τὴ μαγιά τῆς Πίστεως, ἀποφάσισαν, συνεργείᾳ τῶν πολιτικῶν, νομικῶν καὶ ἐπικοινωνιακῶν ταγῶν τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, νὰ θέσουν σὲ πράξη τοὺς διωγμοὺς, χωρὶς οἱ τυφλοὶ καὶ πεπωρωμένοι τῇ καρδίᾳ νὰ καταλαβαίνουν, ὅτι βγάζοντας τὴν μάσκα τῆς ἀγαπολογίας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸ πραγματικὸ γεμάτο μῖσος καὶ ἐκδίκηση πρόσωπό τους, ἀποδεικνύουν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ εἶναι, δηλ. ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Σκοπός τους τῶρα εἶναι νὰ πατάξουν μὲν αὐτοὺς πού, ἀκολουθώντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ διακόπτοντας τὴν μνημόνευση τους, τολμοῦν νὰ τοὺς ἀποκαλύπτουν ὡς αἱρετικοὺς χειρίστου εἴδους, νὰ καλλιεργήσουν δὲ παράλληλα τὸν φόβο σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ θὰ θελήσουν νὰ μιμηθοῦν τοὺς Ἁγίους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν μαρτυρικὸ δρόμο τῆς ὁμολογίας.

Ὁ φόβος αὐτὸς ποὺ ἔχουν ἔντεχνα καλλιεργήσει, δὲν εἶναι ὁ φόβος Θεοῦ, μία ἀπὸ τὶς ὕψιστες ἀρετές, ποὺ διαφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν κρατάει στὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ φόβος ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ὕψιστα ἀνθρώπινα πάθη ποὺ καταργεῖ τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐλογημένη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, σβήνει τὸ ὁμολογιακό του πνεῦμα, τὸν ὑποτάσσει στὸν ἰδιοτελὴ συμβιβασμὸ καὶ τὸν σπρώχνει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἕνας φόβος «παρὰ φύσιν» καὶ «παρὰ λόγον».

Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ διωγμοῦ ἢ τιμωρίας, μήπως χάσει ἕνα αἰσθητὸ ἀντικείμενο (Μοναστῆρι, Κελλί, Ναό, Μισθό κλπ.), ἢ μία αἰσθητὴ ἱκανοποίηση (κοινωνικὴ ἀναγνώριση, κῦρος, μετοχὴ στὴν ἐξουσία), ἡ κατοχή τῶν ὁποίων τοῦ παρέχει συγκεκριμένη αἰσθητὴ ἀπόλαυση. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ὁ φοβούμενος ἄνθρωπος χάνει τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ προσκολλόμενος σὲ ὑλικὲς ψευδαισθήσεις ἀποδυναμώνεται πνευματικὰ καὶ αὐτοκαταδικάζεται ὡς ἕρμαιο τῆς ἀνασφάλειας του, γινόμενος ταυτόχρονα ἄβουλος ἀκόλουθος τῶν ἑκάστοτε ἐκμεταλλευτῶν καὶ δὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Οἱ Οἰκουμενιστὲς δούλεψαν μεθοδικὰ δεκαετίες γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν αὐτὸ τὸ καθεστὼς φόβου. Μιλοῦσαν συνέχεια γιὰ ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο καὶ πρόσφατα στὸν Γέροντα (μετατρέποντας τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ πιστούς, σὲ ἕνα ἐκτρωματικὸ παρὰ φύσιν Μοναστήρι), γιὰ τὸν φόβο νὰ χάσουμε τὴν ψυχή μας ἂν δὲν κάνουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς λένε αὐτοὶ καὶ ὄχι ὁ Χριστός, ἂν μείνουμε λόγω τῆς ἀντιδράσεως μας γιὰ τὰ κακῶς κείμενα στὸν χώρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκτὸς Αὐτῆς, κρύβοντας παράλληλα τὸν λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων ἢ διαστρεβλώνοντάς τον. Ὑπόθαλπταν τὸν φόβο μόνο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὰ προσωπικὰ πάθη κρύβοντας πονηρά, τὸν φόβο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὸν χωρισμὸ μέσῳ τῆς ἀπώλειά της ἀπὸ τὸν Θεό. Παράλληλα ἐπέτρεπαν κάθε εἴδους σκάνδαλα καὶ πνευματικὲς πτώσεις, ὥστε μέσῳ τῆς ἀπειλῆς μίας ἐνδεχόμενης ἀποκάλυψής τους νὰ κρατοῦν δέσμιους τοὺς φοβισμένους ἐνόχους, οἱ ὁποῖοι ξέχασαν, ὅτι ὑπόλογοι εἶναι πρῶτα στὸν Θεὸ καὶ μετὰ στοὺς ἀνθρώπους. Μέσῳ αὐτῆς τῆς τακτικῆς κατάφεραν νὰ σβήσουν τὰ πνευματικὰ ἀντανακλαστικὰ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὶς φοβερὲς κακοδοξίες τους.

Μοναδικὸ μέσο καταπολέμησης αὐτοῦ τοῦ φόβου, ποὺ πλέον στοὺς περισσότερους χριστιανοὺς ἐπικρατεῖ, εἶναι ἡ γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων, ἡ δύναμη τῆς Πίστεως καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅτι θὰ μᾶς δοκιμάσει ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.

Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος καὶ οἱ Ἅγιοί Του γνωρίζοντας αὐτὴν τὴν μέθοδο τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως, γνωρίζοντας ὅτι θὰ προσπαθήσουν νὰ φοβήσουν τοὺς πιστούς καὶ νὰ τοὺς κάνουν ἐξαρτημένους ἀπὸ ὑλικά -κενὰ πίστεως- πράγματα, θέλησε πολλὲς φορὲς νὰ στηρίξει τὸ ποίμνιο, ὥστε νὰ μὴ φοβηθεῖ νὰ καὶ νὰ μὴ χάσει σὲ δύσκολους καιροὺς τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς διαβεβαίωσε ὁ Χριστός μας: «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ιβ΄ 32 - 40), «καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶμα· τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβεῖσθε δὲ μᾶλλον, τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. 10, 28).

Καὶ ἡ διδασκαλία Του αὐτὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη. Στὸ Δευτερονόμιο (31, 6) διαβάζουμε «μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσης μηδὲ πτοηθῆς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος μεθ’ ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε μὴ σὲ ἀνῇ, οὔτε μὴ σὲ ἐγκαταλίπῃ».

Ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέει στὸν Ψαλμ. 26,1: «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωής μου· ἀπό τίνος δειλιάσω»; Στὸν Ψαλμ. 22,4 «ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ». Καὶ σίγουρος τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ δηλώνει στὸν Ψαλμ. 22,1: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει».

Ἰδίως αὐτὸς ὁ τελευταῖος στίχος φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀφοβίας τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ. Ὁ ἄφοβος πιστός εἶναι βέβαιος, πὼς ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ, ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν ἀφήσει. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πεποίθηση καὶ ἡ ἀνάλογη ἀφοβία καὶ ἀνδρεία τρομάζει τοὺς αἱρετικούς. Πῶς θὰ πετύχει ὁ διωγμὸς ἂν τὸ ποίμνιο δὲν φοβηθεῖ; Πῶς θὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ αἴρεση ἂν τὸ ποίμνιο δὲν συμβιβαστεῖ;

Τοὺς τρομάζει ὁ πιστὸς ποὺ ἄφοβα ἀγωνίζεται ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ θέλει νὰ μιμηθεῖ τοὺς γονεῖς τοῦ Μωϋσῆ, ποὺ ἄφησαν τὸ παιδί τους μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὸν Νεῖλο γνωρίζοντας, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φροντίσει γι’ αὐτόν. Καὶ πράγματι ὁ Θεὸς τὸν ἔκανε υἱὸ τοῦ Φαραώ.

Τοὺς τρομάζει ὁ πιστὸς ποὺ ἄφοβα ἀγωνίζεται ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ θέλει νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖο οἱ ἀδελφοί του πούλησαν σκλάβο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέδειξε στὸν δεύτερο στὴν ἐξουσία ἄνδρα στὴν Αἴγυπτο.

Τοὺς τρομάζει ὁ πιστὸς ποὺ ἄφοβα ἀγωνίζεται ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ θέλει νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἠλία, τὸν ὁποῖο ἔτρεφε ἕνα κοράκι καὶ μάλιστα μὲ κρέας (πράγμα ἀπίστευτο γιὰ ἕνα σαρκοβόρο ὄρνεο).

Τοὺς τρομάζει ὁ πιστὸς ποὺ ἄφοβα ἀγωνίζεται ἐμπιστευόμενος τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ θέλει νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ποὺ δὲν νοιάστηκαν οὔτε γιὰ μοναστήρια, οὔτε γιὰ ἀξιώματα, οὔτε γιὰ ναούς, παρὰ μόνο πῶς νὰ κρατήσουν τὴν πίστη τους ἀνόθευτη.

Τοὺς τρομάζουν ὅλα αὐτά, γι’ αὐτό, ἐνῶ μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία, ἀπειλοῦν· ἐνῶ μιλοῦν γιὰ δικαιώματα, διώκουν· ἐνῶ μιλοῦν γιὰ σεβασμό, φυλακίζουν· ἐνῶ μιλοῦν γιὰ τὴν ἐπιστημονική τους αὐθεντία, φοβοῦνται τὸν διάλογο, φοβοῦνται «ἀγράμματους» ἱερεῖς, ἁπλοὺς μοναχούς καὶ μοναχές, βιοπαλαιστὲς πιστούς.

Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. Ἂς μὴν ὑποκύψουμε Χριστιανοί, στὸ καθεστὼς τοῦ φόβου τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν ἀρωγῶν τους. Ποιμὴν μας ἀληθινὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ οἱ ἀληθινοὶ δοῦλοι του. Αὐτὸς θὰ μᾶς δοκιμάσει, ἀλλὰ δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου