Ἡ καρδιὰ ποὺ ἐξευγενίζεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ μετάνοια
Σήμερα ἀκούσαμε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν τὴ Μεγάλη Τετάρτη. Ταράζομαι ἀκόμα καὶ νὰ μιλάω γιὰ τὸ φοβερὸ κακούργημα, ποὺ ὅμοιό του ποτὲ δὲν ἔγινε στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Τί παραπάνω μπορῶ νὰ προσθέσω; Τίποτα. Θέλω μόνο νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σ’ αὐτὸ ποὺ ἀκούσατε, γιατί ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀνάγνωσμα μπορῶ νὰ μιλάω χωρὶς τέλος, διεισδύοντας σὲ κάθε λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι καθῆκον μου νὰ σᾶς διδάξω αὐτό, γιατί τὰ εὐαγγελικὰ λόγια εἶναι ἅγια, μεγάλα, λόγια τόσο βαθιὰ καὶ σημαντικὰ δὲν ὑπάρχουν στὰ ἀνθρώπινα βιβλία. Και ἔτσι, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν μας οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς, ποὺ καθόλου δὲν μοιάζουν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη. Ψυχὲς μαῦρες, φοβερὲς καὶ ψυχὲς τρυφερές, γεμάτες ἀγάπη.
Ἰδού, οἱ κακοὶ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι πηγαίνουν κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς νύχτας, σὰν νυχτερίδες, καὶ «κάνουν συμβούλιο κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ Αὐτοῦ». Καὶ ἐκπληρώνεται αὐτὸ ποὺ προλέγει ὁ προφήτης Δαβὶδ, χίλια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονός: «παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ» (Ψάλμ. 2, 2). Πηγαίνουν κρυφά, γιατί φοβοῦνται τὸν λαὸ καὶ Αὐτὸν ποὺ θέλουν νὰ σκοτώσουν. Συσκέπτονται, γιὰ τὸ πῶς θὰ Τὸν σκοτώσουν, σιγοψιθυρίζοντας μὲ τὶς κακές, ἀκόλαστες γλῶσσες τους καὶ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία: «κατ’ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ’ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακὰ μοι» (Ψαλμ. 40, 8).