ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ΛΟΥΚΑ [:Λουκά 8, 40-56]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1997] (Β 365)
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την Γαλιλαία στην Ιουδαία. Και ο λαός Τον υποδέχεται με ενθουσιασμό, γιατί «ἦσαν», όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, « ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν». Τον περίμεναν με χαρά -το «προσδοκῶ», επί αγαθών πραγμάτων. Τον περίμεναν με χαρά. Τα πλήθη είχαν αναγνωρίσει την αξία της παρουσίας του Χριστού, έστω κι αν ακόμη δεν εγνώριζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.
Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας αρχισυνάγωγος, που το όνομά του ήταν Ιάειρος. Αυτός ήλθε, αφού γονάτισε μπροστά εις τον Ιησούν, και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την δωδεκαετή θυγατέρα του, μονογενές παιδί, δεν είχε άλλο παιδί, που εκινδύνευε να πεθάνει. Κι ενώ ο Κύριος επορεύετο προς το σπίτι του Ιαείρου, κάποιος υπηρέτης του φθάνει λέγοντας ότι «Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς περισσότερο τον διδάσκαλον». Δηλαδή «να μην έρθει στο σπίτι, μην τον ενοχλείς».
Μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, τα αισθήματα, την καρδιά του Ιαείρου, εκείνη την στιγμή; «Δεν πρόλαβε να πάει ο Κύριος; Δεν πρόλαβε να την θεραπεύσει; Πέθανε;…». Πολύ οδυνηρά αισθήματα πραγματικά. Επόμενον, λοιπόν, ήταν να κλονιστεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθήσεται». «Μόνον να πιστεύεις και θα σωθεί». Αλήθεια, τι παρήγορος είναι αυτή η φωνή του Χριστού την ώρα εκείνη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνιστά αυτή η φράσις του Κυρίου; Τι ήθελε να πει; Να πιστεύει. Την πίστιν ήθελε να πει. Διότι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Τοῖς πιστεύουσιν ἐχαρίζετο (:Σε εκείνους που πίστευαν, εχαρίζετο) ἵνα τὴν πίστιν καὶ τὴν χάριν κατασχεῖν δυνηθῶσιν, γνώρισμα γὰρ τῆς προαιρέσεως τῆς ψυχῆς ἡ πίστις ἐστίν». Ώστε με την πίστιν να μπορέσουν να αποκτήσουν και την χάριν. «Δηλαδή αν θέλεις, ω Ιάειρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέπει να πιστεύεις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύεις όμως. Θα πιστεύεις σε τι; Σε μένα. Προσέξτε: Σε μένα, στο θεανθρώπινο πρόσωπό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώρισμα, λέει ο Μέγας Αθανάσιος, της προαιρέσεως της ψυχής. Γιατί η πίστις είναι πράγματι ένα στοιχείο, ένα γνώρισμα της προαιρέσεως της ψυχής. Βλέπετε; Της προαιρέσεως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπορεί να είναι αναγκαστικά, μπορεί να είναι… το μόνο που εκφράζει την προαίρεση είναι η πίστις.
Ωστόσο ο Κύριος κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάειρος ήταν επίσημον πρόσωπο. Ήτο αρχισυνάγωγος. Και όλο αυτό το συγκεντρωμένο πλήθος τι έκανε; «Ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». «Κόπτομαι» θα πει χτυπάω το στήθος μου, ξεριζώνω τα μαλλιά μου, κλαίω, οδύρομαι, ολοφύρομαι, ολολύζω. Όλα αυτά όταν πενθώ· και εκφράζονται όλα αυτά με το «κόπτομαι». Και ο Κύριος απευθυνόμενος στο πλήθος λέγει: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Παράξενος λόγος! Μέσα σε εκείνον τον κοπετόν, που υπήρχε, να ακουστεί η φωνή: «Μη κλαίτε. Και γιατί να μην κλαίτε; Γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Τι φυσικότερον, βεβαίως, του πένθους και των δακρύων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαίουν, το είπε εν όψει της αναστάσεως του κοριτσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ἐξεκομίζετο», λέει, «ὁ νεκρός». Δηλαδή μετεφέρετο από το σπίτι εις το νεκροταφείον, εις τον τάφον. Δεν υπήρχε νεκροταφείο στους Εβραίους, με την έννοιαν που έχομε εμείς έναν τόπον περιγραμμένον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνήματα, στους πολυπληθείς εκείνους βράχους που υπήρχαν. Έσκαβαν κι έβαλαν… μέσα εκεί. Θυμηθείτε τον τάφο του Χριστού. Ή ήταν, αν θέλετε, τεχνητός ο τάφος αυτός· είτε φυσικός είτε τεχνητός.