Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ἡ ὀνομασία «Χριστιανός» χρησιμοποιήθηκε ἀρχικὰ
ὡς ὑποτιμητικὸς καὶ χλευαστικὸς ὅρος ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς
μαθητές Του, γι’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν πίστευσαν καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἡ πρώτη χρήση τοῦ ὅρου «Χριστιανός» ἀναφέρεται στὶς
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11:26): «Ἐγένετο
δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι
τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς». Οἱ Χριστιανοὶ δέχθηκαν τὸν ὑποτιμητικὸ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
τους ὅρο ὡς τιμητικὸ καὶ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Πίστεψαν ὅτι μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ
ἐπαληθευόταν ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «δώσω αὐτοῖς ἐν τῷ οἴκῳ μου καὶ
ἐν τῷ τείχει μου τόπον ὀνομαστὸν κρείττω υἱῶν καὶ θυγατέρων, ὄνομα
αἰώνιον δώσω αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐκλείψει» (56, 5-7). Οἱ
Χριστιανοὶ ἦταν ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ νέος ἀγαπημένος λαός/τέκνο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
δὲν θὰ ἐκλείψει εἰς τὸν αἰῶνα.
Τὸ παραπάνω τὸ διετύπωσε μὲ ὅλη του τὴν
σημασία ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος λέγοντας: «Γιατί θεωρῶ σπουδαῖο πράγμα
τὸ ὅτι ἀξιώθηκα νὰ ὀνομαστῶ Χριστιανός, ὅπως μοῦ λέγει ὁ Κύριος μέσῳ
τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα: “Εἶναι μεγάλη σου τιμὴ νὰ ὀνομαστεῖς παιδί Μου”.
(Ἀπὸ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμος Α, σελ. 329-350). Ἔτσι τὸ ὄνομα
«Χριστιανός» ἔγινε ἀπὸ ὑποτιμητικὸς ὅρος, ὀνομασία τιμῆς καὶ ἐκλογῆς ἀπὸ τὸν
Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ παρὰ τοὺς ἀνηλέητους διωγμοὺς τὸ Εὐαγγέλιο διαδόθηκε καὶ ὁ
λαὸς τοῦ Θεοῦ αὐξήθηκε καὶ στερεώθηκε. Ὁ ἄνθρωπος προτίμησε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν
κόσμο.
Ὅμως καὶ σήμερα βιώνουμε τὸ ἀπίστευτο
γεγονός, πὼς παρότι τὸ Εὐαγγέλιο κηρύχθηκε σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τὸ ὄνομα
«Χριστιανός» χλευάζεται πάλι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του καὶ θεωρεῖται ὑποτιμητικὴ καὶ
ἐχθρικὴ ὀνομασία, ἐξ οὗ καὶ τὰ μέτρα ἐναντίον τῆς Πίστεως.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ διαφορὰ μὲ τὸ παρελθόν; Οἱ
ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ οὔτε ἔλλειψαν, οὔτε θὰ λείψουν. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι ἐμεῖς, οἱ
σημερινοὶ Χριστιανοί, δὲν εἴμαστε περήφανοι, δὲν θεωροῦμε τὸν ὅρον αὐτὸν ὡς
τιμὴ καὶ εὐλογία καὶ ἡ στάση μας δὲν εἶναι ἡ ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τῶν προγόνων
μας.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος τοῦ Τζόρνταβιλ εἶπε
σὲ μία στιγμὴ μεγάλης ἀνησυχίας γιὰ τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας σ’ αὐτὸν τὸν ὅλο
καὶ περισσότερο διαστρεβλωμένο κόσμο, ὅτι ἀνησυχοῦσε, ἂν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι
σήμερα κάτι τὸ βαρυσήμαντο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τὸ ἀνορθόδοξο εἶναι κάτι
ποὺ συγκαλύπτεται πίσω ἀπὸ τὴν ἐξωτερική μάσκα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ
ἀνορθόδοξο λοιπόν, δουλεύοντας ἀνεπαίσθητα ἀλλὰ μεθοδικὰ δεκαετίες ὁλόκληρες,
ἔχει κατακλύσει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν καὶ βρίσκοντας τοὺς Χριστιανοὺς
ἀναπαυμένους στὶς δάφνες τῶν κατορθωμάτων τῶν προγόνων τους καὶ μαγεμένους ἀπὸ
τὴν σύγχρονη ζωὴ τῆς εὐκολίας καὶ τῶν ἀνέσεων, ἔχει ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ ζωή μας τὸ
σταυρικὸ ἦθος, τὸν ἐσχατολογικὸ καὶ μαρτυρικὸ χαρακτῆρα καθὼς καὶ τὸ ὁμολογιακὸ
πνεῦμα καὶ στὴν θέση τους ἐγκαθίδρυσε τὴν χλιαρὴ τυπολατρία καὶ τὴν εὐσεβοφάνεια,
ὥστε πιὰ νὰ ἔχουμε μείνει στοὺς τύπους. Φοροῦμε δηλαδὴ πιὰ μία μάσκα μὲ
ὀρθόδοξα χαρακτηριστικά, ἡ ὁποία κρύβει τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο τῆς ἀπιστίας καὶ
τῆς ἀποστασίας.
Νὰ ὁ πρῶτος καὶ κυριότερος λόγος τῆς εὐθύνης
μας ὡς Χριστιανῶν γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση: Ἐμεῖς ποὺ διαμαρτυρόμαστε ἐνάντια
στὴν μάσκα -καὶ καλὰ κάνουμε- εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἐπιτρέψαμε,
φορῶντες ἐδῶ καὶ καιρὸ τὴν δική μας ὀρθόδοξη μάσκα κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρυβόταν μιὰ ἐκκοσμικευμένη
ζωὴ ἀνέσεων καὶ συμβιβασμῶν, ποὺ δὲν εὐαγγελιζόταν, δὲν ἔπειθε τοὺς γύρω μας γιὰ τὴν
ὀρθοδοξία μας. Παράλληλα παρουσιάσαμε ἄλλη μία μάσκα ἑνότητας ποὺ ὅμως ἔκρυβε
ἀπὸ κάτω της τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴν ἰδιοτέλεια. Αὐτὸ ἐπέτρεψε στοὺς ἐχθροὺς τοῦ
Χριστοῦ νὰ διασπάσουν τὸ ποίμνιο καὶ νὰ διχάσουν τοὺς πιστοὺς κάθε βαθμίδος.
Αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη μάσκα εἶχε πιστοποιηθεῖ ὡς
μέγιστη αἰτία πτώσεως, πολὺ πρὶν τὸν Ἀβέρκιο, ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης σὲ
ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἁρμόνιο μὲ τὸν τίτλο «Περὶ τοῦ τί τὸ τοῦ Χριστιανοῦ
ἐπάγγελμα ἢ ὄνομα» (PG 46, 248C), δηλαδή, «Τί σημαίνει τό ὄνομα
Χριστιανός». Ὁ ἅγ. Γρηγόριος εἶπε μεταξὺ ἄλλων (τὰ παραθέτω περιφραστικά, ἀπὸ ἐδῶ) ὅτι πολλοί πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, τό
φέρουν ὡς προσωπεῖο. Ὁ διάβολος λοιπόν μέ τίς μεθοδεῖες καί τόν πόλεμό του
ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ἀφαιρεῖ τό πλασματικό προσωπεῖο καί ἀποδεικνύει τήν φύσι
τους, τόν ἀληθινό χαρακτῆρα τους. Ρίπτει, λέγει, ὁ διάβολος ἐνώπιον τῶν
ἀνθρώπων, τήν κενοδοξία, τήν φιληδονία, τήν φιλαργυρία καί τήν φιλοδοξία καί
ἀφαιρεῖ ἀπό πάνω τους τό προσωπεῖο τῆς σωφροσύνης ἤ τῆς πραότητος ἤ κάποιας
ἄλλης ἀρετῆς χριστιανικῆς καί ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι παρά τό ὅτι φέρουμε τό
ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ παραμένουμε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ἐξωτερικά φαίνεται. Κι᾿
ὅπως παρατηρεῖ, ὅσοι δέν διαμορφώνουν «ἀληθῶς τήν ἑαυτῶν φύσιν» σύμφωνα μέ τήν
πίστι, εὔκολα ἀποκαλύπτονται πώς εἶναι κάτι ἄλλο «παρ᾿ ὅ ἐπαγγέλλονται».
Ὡς παράδειγμα γιὰ τὰ παραπάνω ὁ Ἅγιος παρουσίασε
μία ἱστορία παρμένη ἀπὸ τὸν Λουκιανό: «Κάποιος θεατρίνος σὲ ἕνα θέατρο πῆρε
ἕναν πίθηκο, τοῦ φόρεσε στολὴ καὶ προσωπεῖο, τοῦ ἔμαθε χοροὺς κ.λπ. καὶ
διασκέδαζε τὸν κόσμο. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ὁ πίθηκος ἦταν ἄνθρωπος. Ὅταν κάποιος
ὅμως ἔριξε στὸ μέρους ὅπου χόρευε ὁ πίθηκος ἕνα εἶδος τροφῆς, ὁ πίθηκος ἀμέσως
ξέχασε τοὺς χοροὺς καὶ ἔτρεξε στὸ φαγητό. Καὶ γιὰ νὰ τρώει καλύτερα, ἔσκισε
καὶ τὴν μάσκα (προσωπεῖο) ἀποκαλύπτοντας στὸν κόσμο ποιὸς πραγματικὰ ἦταν… Ἂν
κάποιος ὑποκριθεῖ τὸν Χριστιανὸ καὶ στὴ ζωή του δὲν ζεῖ χριστιανικά, ψεύδεται
καὶ φοράει προσωπεῖο σὰν τὸν πίθηκο» (εδώ).
Ἂν λοιπόν, θέλουμε νὰ πολεμήσουμε τὴν
μάσκα καὶ ὅλα ὅσα αὐτὴ συνεπάγεται, πρέπει πρῶτα νὰ πολεμήσουμε τὴν προσωπική
μας μάσκα. Πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν προσωπική μας εὐθύνη γιὰ τὴν πορεία
τῶν πραγμάτων, νὰ ἀποβάλουμε τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ νὰ προχωρήσουμε στὴν
βαθύτητα. Ἀσκώντας αὐτοκριτικὴ νὰ δεχθοῦμε πώς εἴμαστε κάτι ἄλλο «παρ᾿ ὅ
ἐπαγγελλόμαστε». Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ νὰ κατανοήσουμε ἐπιτέλους, τί πρέπει νὰ
γίνουμε. Ἂς ἀκούσουμε τὸν ἅγ. Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο
ἀπέχουμε ἀπὸ τὸν πραγματικὸ Χριστιανό:
«Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀνθρωπαρεσκῆσαι, ἀλλὰ
θεῷ· ἀρέσαι, ὥσπερ καὶ ἀρέσκετε… μόνον μοι δύναμιν αἰτεῖσθε ἔσωθέν τε καὶ
ἔξωθεν, ἵνα μὴ μόνον λέγω ἀλλὰ καὶ θέλω, ἵνα μὴ μόνον λέγωμαι Χριστιανὸς
ἀλλὰ καὶ εὑρεθῶ. ἐὰν γὰρ εὑρεθῶ, καὶ λέγεσθαι δύναμαι, καὶ τότε πιστὸς εἶναι,
ὅταν κόσμῳ μὴ φαίνωμαι. οὐδὲν φαινόμενον καλόν· ὁ γὰρ θεὸς ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς ἐν πατρὶ ὢν μᾶλλον φαίνεται. οὐ πεισμονῆς τὸ ἔργον, ἀλλὰ μεγέθους
ἐστὶν ὁ Χριστιανισμός, ὅταν μισῆται ὑπὸ κόσμου… παρακαλῶ ὑμᾶς, μὴ εὔνοια
ἄκαιρος γένησθέ μοι. ἄφετέ με θηρίων εἶναι βοράν, δι ̓ ὧν ἔνεστιν θεοῦ
ἐπιτυχεῖν. σῖτός εἰμι θεοῦ καὶ δι’ ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρὸς ἄρτος
εὑρεθῶ τοῦ Χριστοῦ… Οὐδέν μοι ὠφελήσει τὰ πέρατα τοῦ κόσμου οὐδὲ αἱ βασιλεῖαι
τοῦ αἰῶνος τούτου. καλόν μοι ἀποθανεῖν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, ἢ βασιλεύειν τῶν
περάτων τῆς γῆς. ἐκεῖνον ζητῶ, τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα· ἐκεῖνον θέλω, τὸν δι ̓
ἡμᾶς ἀναστάντα. ὁ δὲ τοκετός μοι ἐπίκειται. 2 σύγγνωτέ μοι, ἀδελφοί· μὴ
ἐμποδίσητέ μοι ζῆσαι, μὴ θελήσητέ με ἀποθανεῖν· τὸν τοῦ θεοῦ θέλοντα εἶναι
κόσμῳ μὴ χαρίσησθε, μηδὲ ὕλῃ ἐξαπατήσητε· ἄφετέ με καθαρὸν φῶς λαβεῖν· ἐκεῖ
παραγενόμενος ἄνθρωπος ἔσομαι. ἐπιτρέψατέ μοι μιμητὴν εἶναι τοῦ πάθους τοῦ θεοῦ
μου. εἴ τις αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ· ἔχει, νοησάτω ὃ θέλω, καὶ συμπαθείτω μοι εἰδὼς τὰ
συνέχοντά με… μὴ λαλεῖτε Ἰησοῦν Χριστόν, κόσμον δὲ ἐπιθυμεῖτε» (Πρὸς Ρωμαίους, ἀπό: Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός,
'Πατρολογία', τόμ. Α', έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 173-180).
Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ φροντίζουμε, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου περισσότερο ἀπὸ τὸ ἔσωθεν. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἀρνούμαστε τὸν Χριστὸ προτιμώντας τὸν κόσμο. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἀρκούμαστε στὸ ὄνομα, ἀλλὰ ὄχι στὴν πράξη. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἀρνούμαστε τὸν διωγμό, προτιμώντας τὴν κοινωνικὴ ἀσφάλεια καὶ ἀναγνώριση. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτρέπουμε στὶς τάξεις μας τὴν παναίρεση νὰ ἀλωνίζει καὶ νὰ θηρεύει ψυχές. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ συμβιβαζόμαστε προβάλλοντας ὅλο καὶ πιὸ πολλὲς δικαιολογίες ἀφήνωντας τὰ πάντα στὸν Θεό καὶ ἀρνούμενοι τὴν προσωπική μας σύμπραξη. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ χαριζόμαστε στὸν κόσμο ἀπαρνούμενοι τὸν Θεό. Δὲν μποροῦμε νὰ λεγόμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ μὴν ὁμονοοῦμε, παρὰ νὰ διχαζόμαστε ἐπιζητώντας πρωτεῖα, τίτλους, ἀναγνωρίσεις, πλήθη ἀκολούθων καὶ ἐπαίνους.
Ἂς ἀναλογιστοῦμε: ἂν εἴμασταν πραγματικοὶ
Χριστιανοί, ποιό ἀντίθεο μέτρο θὰ μποροῦσε νὰ περάσει, ποιός ναὸς θὰ ἔκλεινε,
ποιός πολιτικός ἢ ποιό ἀνδρείκελο θὰ μᾶς φοβέριζε, ποιός ἐπίσκοπος θὰ τολμοῦσε
νὰ κακοδοξεῖ καὶ νὰ μᾶς χλευάζει, ποιός αἱρετικὸς θὰ παρέμενε μὲ δόξες καὶ
τιμὲς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, ποιός θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διασπάσει;
Ἂς ἀποβάλλουμε τὴν μάσκα μίας ψευδοῦς,
ἐκκοσμικευμένης, συμφεροντολογικῆς καὶ ἐπιφανειακῆς πίστεως καὶ ἔτσι θὰ
μπορέσουμε νὰ πολεμήσουμε θεάρεστα, τὴν ὅποια μάσκα καὶ τὰ ἐπακόλουθά της
θέλουν νὰ μᾶς ἐπιβάλλουν. Τὰ χειρότερα ἔρχονται. Δὲν ἔχουμε δεῖ ἀκόμα τίποτα.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου