ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ





«ΠΟΡΕΥΘΕΝΤΕΣ» ΣΥΜΒΙΒΑΣΘΗΤΕ ΜΕ «ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΘΝΗ»
ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΘΕΤΕΙΝ
«ΠΑΝΤΑ ΟΣΑ ΕΝΕΤΕΙΛΑΜΗΝ ΥΜΙΝ»

     Μὲ ἀφορμὴ τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο
 

πισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πώς, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς βρισκόταν συστηματικὰ ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ συνέρρεαν στὰ Ἱεροσολύμα, γιὰ νὰ γιορτάσει μαζί τους καί, διὰ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς διδασκαλίας Του, νὰ ἑλκύσει τὸν ἄδολο καὶ ἁπλὸ λαό. Διότι ὁ Χριστὸς εἶχε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον νὰ τοὺς ἰατρεύσει καὶ νὰ τοὺς προσφέρει τὴν σωτηρία, ἀπ’ ὅσο οἱ ἴδιοι ἐπιθυμοῦσαν τὴν θεραπεία.
 «Τίνος οὖν ἕνεκεν τὰ Ἱεροσόλυμα συνεχῶς ὁ Χριστὸς καταλαμβάνει, καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς ἐπιχωριάζει τοῖς Ἰουδαίοις; ὥστε ἐπιλαβέσθαι τῶν ἀσθενούντων, ἵνα τὸ πλῆθος ἐπισπάσηται τὸ ἄδολον; Οὐ γὰρ τοσαύτην οἱ κάμνοντες εἶχον ἐπιθυμίαν ἀπαλλαγῆναι τῶν νοσημάτων, ὅσην ὁ ἰατρὸς ἐπεποίητο σπουδὴν ἀπαλλάξαι αὐτοὺς τῆς ἀρρωστίας. Ὅτε τοίνυν πλήρης ὁ σύλλογος αὐτῶν ἦν, τότε εἰς μέσον ἐρχόμενος τὰ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῆς ἐκείνων ψυχῆς ἐπεδείκνυτο».
(Χρυσοστόμου Ἰω., Πρὸς Ἀνόμοιους, ὁμιλ. 12, καὶ Ὑπόμνημα εἰς Ἰωάννην).

Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ βροῦν τὴν Μία Ἀλήθεια, ἀναζητοῦν νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν παράλυση τῆς κάθε ἁμαρτίας καὶ κακοδοξίας. Μὰ τὸ δυστύχημα εἶναι πὼς δὲν ὑπάρχουν οἱ θεραπευτές! Ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων «εἰς τύπον καὶ τύπον Χριστοῦ» ποιμένων ἔχουν καταντήσει ἀπὸ μαθητὲς Χριστοῦ, διεκπεραιωτὲς ἱεροπραξιῶν ἢ ἕνα εἶδος κοινωνικῆς πρόνοιας μὲ θρησκευτικὸ ἐπίχρυσμα, ἐκκοσμικευμένοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ ἦρθε νὰ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο.

Ὑπάρχουν, ἀσφαλῶς, καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ δίνουν ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀλλὰ περιπίπτουν σὲ ἕνα ἄλλο «ἐκ δεξιῶν» πειρασμό: δείχνουν νὰ «ἀδιαφοροῦν» γιὰ τοὺς σύγχρονους «ἐντὸς τῶν τειχῶν» αἱρετικούς, τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ δυστύχημα, ὅμως, εἶναι, πὼς αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ «ἀδιαφορία», δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μιὰ δειλία νὰ ἀντιπαρατεθοῦν μὲ τὴν ὀλιγομελῆ, ἀλλὰ καλὰ ὀργανωμένη οἰκουμενιστικὴ φατρία· καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ τῆς συνωμοσίας σιωπῆς ποὺ ἔχει ἐπιβάλει πρωτίστως τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε νὰ μὴν ἐνημερώνονται οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν αἱρετίζουσα πολιτικὴ τοῦ Φαναρίου!!! Ἀρνοῦνται, δηλαδή, οἱ πνευματικοὶ πατέρες, ἐπικαλούμενοι τὴν «διάκριση», νὰ προσεγγίσουν, νὰ κηρύξουν καὶ νὰ θεραπεύσουν, ὅσους ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν παραλυσία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἀλλὰ καὶ τοῦ Παπισμοῦ, καὶ τοῦ Π.Σ.Ε.).

Ἀγνοοῦν ἄραγε τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὅτι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ μολυσματικὴ καὶ δυσθεράπευτη ἀσθένεια; «Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ...ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περ μετανοας κα κατανξεως). «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ). Καί: «Τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον  καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. 3ος, σελ. 318-319).

Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν, στρουθοκαμηλίζοντας, νὰ ἀντιπαρέρχονται οἱ ποιμένες τὴν ζημίαν ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοί, ἐπικοινωνοῦντες μὲ ἐγχώριους αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς (τῶν ὁποίων ἀγνοοῦν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν αἵρεση), ἀλλὰ καὶ τὴν «βλασφημία» ποὺ ἔγκειται στὴν διαστρέβλωση τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῆς δογματικῆς ἀλήθειας ποὺ διαπράττουν οἱ Οἰκουμενιστές; Πῶς ἀνέχονται τὴν ἐπίκληση φτηνῶν δικαιολογιῶν, ὥστε νὰ μὴ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὲς οἱ «δικαιολογίες» ἐκφράζουν τὴν πεμπτουσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἔχουν ὑποβάλει οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές;

1) Λέγουν π.χ. ἔνιοι πνευματικοὶ ὅτι ὁ Πατριάρχης διδάσκει «καὶ» ὀρθόδοξα πράγματα· λὲς καὶ δὲν διάβασαν ποτὲ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, λὲς καὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι οἱ περισσότεροι αἱρετικοὶ ξεκίνησαν «κατὰ τὰ ἄλλα» ὡς ὀρθόδοξοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο ποὺ ἐδίδασκαν κακοδόξως· λές καὶ δὲν γνωρίζουν (καὶ μᾶς ἔχουν οἱ ἴδιοι διδάξει), ὅτι ἡ αἵρεση συνίσταται στὴν ἀθέτηση «ἰῶτα ἑνὸς ἢ μιᾶς κεραίας», κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου!

2) Λέγουν, ἐπίσης (ἀναλόγως σὲ ποιοὺς κάθε φορὰ ἀπευθύνονται): ἂς κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη (κι αὐτὸ εἶναι πολὺ σωστό)· τὰ θέματα Πίστεως καὶ τῶν σχέσεών μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι τῆς ἁρμοδιότητος τῶν ποιμένων (αὐτό, ὅμως, εἶναι μεγάλο λάθος καὶ σαφῶς ἀντιπατερικὴ θέση). Πῶς δὲν ἀντιλαμβάνονται, οἱ κληρικοί, ὅτι ἔτσι καταλύουν τὴν ἑνότητα τοῦ ὀρθόδοξου κηρύγματος καὶ τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς;

Ὥστε, λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ποὺ συνέδεαν ἄρρηκτα τὴν Πίστη καὶ τὸ Ἦθος, ποὺ θεωροῦσαν ἀδιανόητο τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή, χωρὶς τὴν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁμολογία αὐτῆς τῆς Πίστεως καὶ τὴν διατήρηση ἀπαραχάρακτων τῶν Δογμάτων –ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, ἔσφαλαν; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι.

Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: Ὁ Κύριος εἶπε: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς, οὐχὶ τὰ μὲν τηρεῖν, τῶν δὲ ἀμελεῖν, ἀλλὰ τηρεῖν πάντα», χωρὶς νὰ παραβλέπετε οὔτε καὶ ἕνα μικρό «τῶν διατεταγμένων», ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία σας. «Ἡμεῖς δὲ μίαν που τῶν ἐντολῶν πεποιηκέναι νομίσαντες (οὐ γὰρ ἂν φαίην ὅτι ποιήσαντες· πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται, κατὰ τὸν ὑγιῆ τοῦ σκοποῦ λόγον, ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι), οὐκ ἐπὶ τοῖς παρεθεῖσι τὴν ὀργὴν ἐκδεχόμεθα, ἀλλ' ἐπὶ τῷ κατορθωθέντι δῆθεν τὰς τιμὰς ἀναμένομεν» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικοὶ λόγοι, Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, λόγ. α΄).

Κι ἐδῶ βρίσκεται ὅλη ἡ εὐθύνη, τὸ προσωπικὸ δρᾶμα καὶ ἡ πτώση συγχρόνων κληρικῶν: ἐνῶ τὰ γνωρίζουν αὐτά, ἀποδέχονται σιωπηρὰ τέτοιες ἀντιπατερικὲς «λογικὲς» καὶ υἱοθετοῦν αὐτὴ τὴ στάση, διασπώντας καὶ καταλύοντας ἔτσι ὀφθαλμοφανῶς –καθ΄ ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτοὺς– τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὡς ἑνότητα Πίστεως καὶ Ἤθους, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει μὲ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐμποδίζοντας –ἀντὶ νὰ διευκολύνουν– τὴν ἀληθινὴ ἕνωσή μας μὲ τὸν Κύριο.

Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ ἀρκεῖ μία μόνον ἀρετὴ παραστῆσαι τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ μετὰ παρρησίας ἡμᾶς, ἀλλὰ πολλῆς δεῖ καὶ ποικίλης καὶ παντοδαπῆς καὶ πάσης αὐτῆς. Ἄκουε γὰρ αὐτοῦ λέγοντος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐκλογαὶ ἀπὸ διαφόρων λόγων).

Ἀρνοῦνται οἱ Ποιμένες ἐπίσημα καὶ –παρὰ τὶς ἐπισημάνσεις– ἐπίμονα, ὅτι ἡ ἑνότητα ὑπάρχει ὅπου συναντᾶται ἡ ὀρθὴ Πίστη καὶ ἐφαρμόζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, δηλ. στὴν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, ἀφήνοντας ἔτσι νὰ διεισδύουν στὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν οἱ πρακτικὲς τῶν ἑκατοντάδων αἱρετικῶν ὁμολογιῶν, συνισταμένη τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ὁ Οἰκουμενισμός. Τοῦτο σημαίνει ὅτι συμβιβάζονται μὲ τὴν αἵρεση καὶ παραδίδονται ἀμαχητὶ στοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξοικειώνονται οἱ ἀκατήχητοι πιστοὶ μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἐμποδίζεται ἡ θεραπεία τῶν αἱρετικῶν. Συμβαίνει, ὅμως, καὶ ἄλλη μιὰ ἀθέτηση· ἀρνοῦνται μιὰ βασικὴ Ἐντολή, ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπάρχουν πολλοί, ποὺ διψοῦν τὴν γνώση τῆς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ διδασκαλίας.

Ἀρνοῦνται νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν ἀγνοοῦντα λαὸ τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως ἔκανε ὁ Κύριος, καὶ ἀντιθέτως –«ἀγαλλομένῳ ποδὶ»– διαλέγονται ἐπὶ δεκαετίες μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τὶς σκληρυμένες δομὲς τῆς κάθε αἵρεσης, τοὺς «ἀρχιερεῖς» δηλαδή, τοὺς «Σαδδουκαίους» καὶ τοὺς «Φαρισαίους» τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καὶ τοὺς συνδαιτυμόνες τους.

Καὶ ἀρνοῦνται ἐπί δεκαετίες τώρα, νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ κηρύξουν Χριστὸ πρὸς τοὺς λαούς, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ χαλάσουν μὲ τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, τοὺς ἄθεους Πάπες καὶ ὁμοφυλόφιλους ἱερεῖς καὶ ἱέρειες τῶν ἑτεροδόξων, αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς συνευωχούμενους συνομιλητές τους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰσαγάγει πληθώρα κακοδοξιῶν (ποιά νὰ πρωτομνημονεύσουμε;), ἔχουν καταλύσει πολλὲς ἀπὸ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ οὐδεμία διάθεση δείχνουν νὰ ἐπανορθώσουν καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἔχουν πάθει ἀμνησία καὶ δὲν ἐνθυμοῦνται τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, «ὅστις λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Ἔχουν, μὲ ἄλλα λόγια, ἐμπιστευθεῖ τὴν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν στοὺς ἀρχηγοὺς τῶν αἱρέσεων(!), κατὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἐξαπέλυσε τὰ «οὐαί». Ἀρνοῦνται οἱ ἴδιοι νὰ μιμηθοῦν τὸ Χριστό, νὰ παρευρεθοῦν στοὺς χώρους τῶν ἁπλῶν αἱρετικῶν, νὰ διδάξουν πὼς μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσφέρει ἀληθινὴ ζωὴ καὶ σωτηρία, καὶ ἔτσι, νὰ ὁμολογήσουν Χριστό. Καὶ τὸ ἀρνοῦνται, γιατὶ ἔχουν συμφωνήσει μὲ τοὺς συνομιλητὲς τους ἑτερόδοξους, νὰ μὴ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ μὴ καλοῦν πρὸς σωτηρία τοὺς αἰρετικοὺς τῆς Δύσεως!

Κάνουν δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε Ἐντολὴ νὰ πορευτοῦν σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ὄχι συμβιβαζόμενοι εἰς τὰ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ κηρύττοντες «Μίαν πίστιν», «ἓν βάπτισμα», «Μίαν Ἐκκλησίαν».

Ἔτσι, ἐμποδίζουν οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ μὲ τὴ θεσμικὴ ἐξουσιαστικὴ παρουσία τους, κάποιους ἐλάχιστους Ποιμένες, ποὺ ἐπιμένουν ὀρθόδοξα, καὶ προσπαθοῦν νὰ  ἐφαρμόσουν τὴν Ἐντολὴν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ πρὸς εὐαγγελισμὸ τῶν μὴ ὀρθῶς πιστευόντων.

Γράφει, ὅμως, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος:

«...Ἐδίδαξε (ὁ Κύριος) βασιλείαν οὐρανῶν κηρύσσειν ἐν ἀληθείᾳ, ...καὶ λέγων “μαθητεύσατε τὰ ἔθνη”, τουτέστιν μεταβάλετε τὰ ἔθνη ἀπὸ κακίας εἰς ἀλήθειαν, ἀπὸ αἱρέσεων εἰς μίαν ἑνότητα, “βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς ὄνομα πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος”, εἰς τὴν κυριακὴν ὀνομασίαν τῆς τριάδος, ...ἵνα δείξῃ ἐκ τοῦ ὀνόματος μηδεμίαν ἀλλοίωσιν εἶναι τῆς μιᾶς ἑνότητος. ὅπου γὰρ οἱ βαπτιζόμενοι κελεύονται ὑπ' αὐτοῦ <σφραγίζεσθαι> εἰς ὄνομα... ”ἁγίου πνεύματος” οὐ διῃρημένος ὁ σύνδεσμος οὐδὲ ἀπηλλοτριωμένος, τῆς μιᾶς θεότητος ἔχων τὴν σφραγῖδα» (Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον).

Καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Εὐσέβιος: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη”. Βούλεται γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον συντόνῳ καὶ ἀδιαστάτῳ σπουδῇ ἐπιτελεῖν αὐτοὺς τὸ εὐαγγελικὸν ἔργον· τῇ γάρ, “ἡμέρᾳ ἐξ ἡμέρας”, τοῦτο παρίστησι, τὸ διηνεκῶς αὐτοὺς εὐαγγελίζεσθαι τὸ σωτήριον...» (Εὐσεβίου, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, Ἑρμηνεία τινῶν κατ’ ἐπιλογήν).

χω συνείδηση πὼς ἐπιρρίπτω εὐθύνη (μὲ ὅσα, ὄχι γιὰ πρώτη φορά, γράφω) σὲ σεβαστοὺς πνευματικοὺς πατέρες. Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀναρωτηθεῖ: ποιός εἶμαι ἐγώ, ποὺ τολμῶ νὰ ἐπισημαίνω κάποιες παραλείψεις τους; Νιώθω, ὅμως, μέσα μου ἰσχυρὴ τὴν πεποίθηση, πὼς ὅ,τι γράφω, δὲν εἶναι δικές μου θέσεις (γιατὶ τότε δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ τὶς θέσω κἀν), ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Καὶ παρόλο ποὺ παρόμοιες σκέψεις ἔχουν γραφεῖ πολλὲς φορές, δὲν ἔχω δεῖ κάποιο ἀντίλογο. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι οἱ πνευματικοί μας πατέρες, ἢ δὲν ἔχουν νὰ ἀπαντήσουν στὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ παρατίθενται, ἢ ἀδιαφοροῦν, ὡς διδάσκαλοι, νὰ παρουσιάσουν καὶ νὰ διδάξουν τὴν ἀκριβῆ καὶ ἀναντίρρητη τοποθέτηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα, ὡς ποιμένες δὲ καὶ πατέρες νὰ διορθώσουν καὶ μένα μὲ τὸν γνήσιο πατερικὸ λόγο καὶ ὄχι μὲ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ποὺ διαφέρουν ἀπὸ γέροντα σὲ γέροντα, ὥστε νὰ ἀντιληφθῶ (ὅπου σφάλλω) τὴν σωστή θέση.
Σημάτης Παναγιώτης
 

ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ και ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ



ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Τί ἀπαντᾶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα

Διερχόμαστε τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες, τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα μᾶς βοηθοῦν νὰ προσεγγίσουμε τὸ μυστήριο καὶ νὰ οἰκειωθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν νὰ δέχεται κανεὶς τὴν θείαν χάρη, παριστάμενος σὲ ἑορτασμούς, καὶ μάλιστα πανηγυρικούς, γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν γνωρίζει γιὰ τὴν ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἐκφράσει ὁ μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας;
Ὅταν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἄν βραβεύεται ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀντὶ νὰ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὶς κακοδοξίες του; Καὶ μάλιστα, ὅταν βραβεύεται, ὄχι ἀπὸ ἕνα σύλλογο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλος τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, μητροπολίτη Βόλου κ. Ἰγνάτιο καὶ τὴν ὑπὸ τὴν προεδρία του Θεολογική(!) Ἀκαδημία;
Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι, ἐνῶ ἔχει κατατεθεῖ καταγγελία στὴν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς βλασφημίες τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἀντὶ νὰ ἐρευνήσουν τὸ θέμα καὶ νὰ δώσουν ἀπάντηση στοὺς 300 περίπου καταγγέλλοντες, ἀπαντοῦν διὰ τῆς σιωπῆς(!), περιφρονοῦντες σκαιῶς τὰ μέλη αὐτὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως;
Ὅταν ὁ μητροπολίτης Περγάμου (σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα) παρίσταται καὶ πάλι «θριαμβευτικὰ» στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ κ. Ἰγνάτιου «διδάσκει» μὲ αὐθεντία τοὺς πιστούς, ὁ «μή ἐν αἰσθήσει καί γνώσει λαβὼν τήν χάριν τοῦ Πνεύματος μηδέ διδακτός Θεοῦ γενόμενος δι᾿ αὐτῆς, μηδέ λόγον λαβὼν σοφίας καί γνώσεως ἄνωθεν, τά δέ τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν ἀναιδῶς διερμηνεύων... τῇ ψευδωνύμῳ γνώσει πρός τοῦτο χρώμενος»; (Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, ιβ΄).
Παραθέτουμε α) τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ μητροπολίτη κ. Ζηζιούλα καὶ στὴν συνέχεια παραθέτουμε συμπληρωματικά, β) ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ ἕως τώρα ἔχουμε καταθέσει καὶ ἀποδεικνύουν τὶς αἱρέσεις του, καὶ νέα κείμενα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ καταδεικνύουν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι κακόδοξη καὶ ἀποτελεῖ ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὀ δυστύχημσα εἶναι πώς, παρόλο ποὺ ὑπεδείχθη ἡ κακοδοξία του, ὄχι μόνο δὲν προσπάθησε νὰ δώσει κάποιες ἐξηγήσεις, ἀναιρώντας τὶς κατηγορίες, ἢ νὰ δικαιολόγησει τὶς θέσεις του (ὅπως τουλάχιστον ἔκαναν ὅλοι οἱ αἱρετικοί), ἀλλὰ ἐπιδεικνύοντας μιὰ ἀδικαιολόγητη περιφρόνηση πρὸς αὐτοὺς ποὺ τοῦ προσάγουν πατερικὰ κείμενα (τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὶς ἄστοχίες του) συνεχίζει νὰ διδάσκει τὶς βλασφημίες του.
Εἶναι τόσο σίγουρος ὅτι ἡ παναιρετικὴ οἰκουμενιστικὴ φατρία τῆς ὁποίας εἶναι ὁ μέντωρ, ἔχει πλέον ἐπιβληθεῖ-ἐπικρατήσει, ὥστε, δὲν χρειάζεται κἀν νὰ δίδει ἐξηγήσεις στοὺς ἀντιδρῶντες; (ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίσουν;). Θεωρεῖ ὅτι ἡ πατριαρχικὴ «εὐλογία» γιὰ τὸ φθοροποιὸ ἔργο του καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἑλλαδιτῶν ἐπισκόπων (ἀνοχὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ συνυπεύθυνους) ἔχει ἄρει κάθε ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐπέκταση –μὲ ταχύτατους ρυθμούς, πλέον– τῶν δαιμονικῶν οἰκουμενιστικῶν σχεδιασμῶν;
Ὅ,τι κι ἂν νομίζει ἢ πιστεύει, ἔχει ξεχάσει τὸ σημαντικότερο: ξεχνᾶ, πὼς ἔρχεται κάποια στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς –ὁ Ὁποῖος ὅλους μᾶς ἀνέχεται πρὸς καιρὸν– ἐπεμβαίνει δραστικά. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Διὸ καὶ παράκλησή μας, νὰ οἰκονομήσει τὸ Παράκλητον Πνεῦμα τὴν μετάνοιά μας, δι’ εὐχῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ποὺ μεθαύριο ἑορτάζουμε.
Α) Παραθέτουμε, πρῶτα, τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
 «Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγία Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεί πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε.
»Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἴρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων». [σ.σ.: Ἐδῶ ἀκριβῶς συναντᾶμαι τὴν θεολογία τοῦ filioque καί, ἑπομένως, ὅλη ἡ εὐχαριστιακή θεολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς προσωπικῆς ἱεράρχισης, εἶναι ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque. Διότι στὴν πατερικὴ διδασκαλία αἴτιο εἶναι καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κύριος αἴτιος τῆς υἱοθεσίας μας (στὴν ἐνσάρκωση) εἶναι ὁ Κύριος, αἴτιος τῆς ἀληθείας (Πεντηκοστή) εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ συνεχίζει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω, «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Β) Ἀκολουθοῦν: ἡ μετάφραση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ποὺ ἀναιροῦν τὶς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἀρχαῖο  κείμενο.
ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ Α΄.
Μετάφραση:
(Ι) «Ἐὰν πράγματι εἴπῃς, ὅτι τὸ Πνεῦμα ἀριθμεῖται εἰς τὴν σειρὰν μετὰ τὸν Υἱόν, τὸ ὁποῖον σοῦ φαίνεται ὡς τὸ ἀσφαλέστερον ἐπιχείρημα, ὅπως δὲ θὰ ἠδυνάμην νὰ εἴπω ἐγώ, δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἐσφαλμένον ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ ἐκεῖνα θὰ σοῦ δείξουν ὅτι ἐνίοτε ὁ Υἱὸς ἀναφέρεται μετὰ τὸ Πνεῦμα, ὅτι δηλαδὴ προαριθμεῖται τὸ ἅγιον Πνεῦμα... Ἡμεῖς δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα οὔτε προκαταρκτικὸν οὔτε πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὅπως σεῖς, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, ἂν καὶ λόγῳ τοῦ δημιουργικοῦ αἰτίου οὕτω καλεῖται ὁ Υἱός. Καὶ ἐπειδὴ δι’ αὐτὸ καλεῖται οὕτως, ἐνίοτε ἀπὸ τοὺς θεολόγους  καλεῖται οὕτω καὶ ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν ἀκτίστων, ὅπως καὶ Πατὴρ καλεῖται λόγῳ τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ὅταν ὁμιλοῦμεν διὰ τὰ κάτω οὕτω τὸν ὀνομάζομεν· διότι δὲν λατρεύομεν πρῶτον μὲν Θεὸν τὸν Πατέρα, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, τρίτον δὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε πάντοτε μετὰ τὸ πρῶτον νὰ λέγωμεν τὸ δεύτερον καὶ μετ’ αὐτὸ τὸ τρίτον, ὑπερβάλλοντες ἀναγκαστικῶς εἰς τάξιν τὰ ὑπερβαίνοντα πᾶσαν τάξιν ὅπως καὶ πᾶσαν ἄλλην κατάστασιν (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 145).
(ΙΙ) «33. Πράγματι ὁ χρυσοῦς εἰς τὴν γλῶσσαν Ἰωάννης ...λέγει· “ἂς κηρύττεται τὸ ἅγιον Πνεῦμα· ἂς ὑψώνεται ὁ μονογενής· ἂς δοξάζεται ὁ Πατήρ. Κανεὶς ἂς μὴ νομίζῃ ὅτι ἔχει ἀνατραπῆ ἡ ἀξία, ἂν μνημονεύωμεν πρῶτον τὸ Πνεῦμα, ἔπειτα τὸν Υἱόν, ἔπειτα τὸν Πατέρα· ἢ πρῶτον τὸν Υἱόν, ἔπειτα τον Πατέρα· διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει τάξιν, ὄχι ὡς ἄτακτος ἀλλ’ ὡς εὑρισκόμενος ὑπεράνω τάξεως. Οὔτε σχῆμα ἄλλωστε ἔχει ὁ Θεός, ὄχι ὡς ἀσχήμων, ἀλλ’ ὡς ἀσχημάτιστος” (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ ρητὸν τοῦ Ἀβραάμ 2, PG 56, 56, 555)» (ὅπ. παρ., σελ. 145).
(ΙΙΙ) «Ὑπεράνω τάξεως λοιπὸν ὁ Θεός, ἀλλ’ ὄχι ὑπὸ τάξιν. Ἐὰν δὲ ὑπάρχῃ καὶ τάξις ἐπὶ τοῦ Θεοῦ λόγῳ τοῦ τρισυποστάτου τῆς θεότητος, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ διότι εἶναι ἐπάνω ἀπὸ πᾶν εἶδος τάξεως. Βεβαίως γνωρίζομεν τάξιν κατὰ τὴν ἐκφώνησιν, διδαχθέντες ἀπὸ τὴν θεόπνευστον Γραφήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν διδασκόμεθα εὐσεβῶς ὅτι αὕτη ἐναλλάσσεται. Τὴν δὲ ἐνυπάρχουσαν ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας, καὶ μάλιστα εἰς τὰ δύο πρόσωπα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, δὲν γνωρίζομεν καθόλου. Διὸ καὶ ὁ θεολογικώτατος τῶν Γρηγορίων εἰς τὸν δεύτερον εἰρηνικὸν λέγει, “οὕτω φρονοῦμεν καὶ οὕτω δεχόμεθα, ὅτι ποίαν σχέσιν καὶ τάξιν ἔχουν τὰ πρόσωπα ταῦτα, πρέπει νὰ τὸ ἀφήνωμεν εἰς τὴν Τριάδα νὰ τὸ γνωρίζῃ καὶ εἰς τοὺς κεκαθαρμένους εἰς τοὺς ὁποίους θὰ τὸ ἀποκαλύψῃ ἡ Τριὰς ἢ τώρα ἢ ὕστερα” (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 23, 11)»  (ὅπ. παρ., σελ. 145, 147).
(ΙV) «Βεβαίως γνωρίζομεν καὶ ἡμεῖς αὐτὴν τὴν παραδεδεγμένην τάξιν ἐπὶ τοῦ Θεοῦ· ὅτι δηλαδὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοῦ ἐκ τοῦ ἀϊδίου, ὑπάρχοντα εἰς ἄλληλα καὶ εἰς ἄλληλα ἀνήκοντα καὶ δι’ ἀλλήλων προβαίνοντα ἀσυγχύτως καὶ ἀμιγῶς... Τὴν ἄλλην ὅμως τάξιν, ἡ ὁποία θέτει τὸ ἅγιον Πνεῦμα δεύτερον ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δὲ ἐκ τοῦ Πατρός, οὔτε ἡμεῖς γνωρίζομεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καὶ προασπισταὶ τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν... Διὰ τοῦτο τὸ Πνεῦμα λέγεται μετὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός· ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡμεῖς δὲν δυνάμεθα νὰ προφέρωμεν συγχρόνως διὰ τῆς γλώσσης καὶ τὰ δύο, ὅπως ἀκριβῶς προῆλθον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐὰν θέσωμεν τὸ Πνεῦμα συναπτόμενον μὲ τὸν Πατέρα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, τὸ Πνεῦμα θὰ ἐφαίνετο Υἱός...» (ὅπ. παρ., σελ. 149, 151).
(V) «Διότι ὅλα τοῦ Πατρός ἔχουν ἐξ ἴσου ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πλὴν τῆς αἰτίας, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει ἀμφοτέρας τὰς ὑπαρκτικὰς καθ’ ὑπόστασιν διαφοράς. Διὰ τοῦτο ἐνίοτε θέτομεν τὸ Πνεῦμα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, μολονότι σπανιώτερον, συχνότερον δὲ μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα...» (ὅπ. παρ., σελ. 157).
(VΙ) «36. Ὁ Εὐνόμιος δὲ καὶ μετ’ αὐτὸν οἱ λατινόφρονες, μὴ ἀκούσαντες μὲ σύνεσιν τὴν τοιαύτην πρὸς τὸν Θεὸν εὐχαριστίαν τῶν πατέρων καὶ μὴ δυνηθέντες νὰ κατανοήσουν τὴν μέθοδον κατὰ τὰς ἀντιρρήσεις πρὸς τοὺς ἑτερόδοξους, συνήγαγον ἀπὸ ἐδῶ κακῶς ὅτι τὸ ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δὲν κατανόησαν οὔτε αὐτό, ὅτι ἂν συνέβαινε τοῦτο καὶ διὰ τούτου ἐδεικνύετο ἡ φυσικὴ τάξις τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τοῦ θείου Πνεύματος πρὸς τὸν Υἱόν, δὲν θὰ ἐτίθετο ἐνίοτε ὁ Υἱὸς μετὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον προαριθμεῖται, ἀφ’ ὅσον ἡ συνεκφώνησις τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων ἐναλλάσεται εἰς τὴν θείαν Γραφήν, καθὼς καὶ ὁ Μέγας εἰς τὴν θεολογίαν Γρηγόριος λέγει, ὅτι “τὰ ἴδια καὶ προαρθμοῦνται καὶ ὑπαριθμοῦνται εἰς τὴν Γραφὴν λόγῳ τῆς ἰσοτιμίας τῆς φύσεως (Λόγος 31, 20)». Καὶ ἀλλοῦ (συνεχίζει ὁ ἅγ. Γρηγόρος ὁ Παλαμᾶς), ὁ ἴδιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Θεολόγησε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον..., ἄλλοτε μὲν συναριθμοῦντα τὰς τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ μάλιστα κατὰ ἐναλλακτικὴν σειράν, χωρὶς νὰ τηρῇ αὐστηρῶς τὴν τάξιν, προαριθμοῦντα, ἐναριθμοῦντα, ὑπαριθμοῦντα τὸ ἴδιον (Λόγος 34, 15)» (ὅπ. παρ.,  σελ. 157-159).
(VΙΙ) «Χωρὶς νὰ λαμβάνει αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν ὁ Εὐνόμιος καὶ τὸ γένος τῶν Λατίνων, ἐδογμάτισαν κακῶς ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τρίτον εἰς τὴν τάξιν καὶ τὸ ἀξίωμα, ὄχι κατὰ τὴν ὁμολογίαν τάξιν ἀλλὰ κατὰ τὴν φυσικήν. Ἀπὸ ἐδῶ βέβαια ὁ μὲν Εὐνόμιος ἐδογμάτισεν ὅτι εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν φύσιν, ὡς διαφέρον δῆθεν κατ’ αὐτὴν ἀπὸ ἀμφότερα, οἱ δὲ Λατῖνοι κατασκευάζουν ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θέτομεν τὸ Πνεῦμα μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα, οὕτως ὥστε καθ’ ὅλα νὰ ἀποδίδωμεν συντομωτάτην τὴν δοξολογίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν ἀνάμνησιν διὰ τὰ τρία μέγιστα ὑπὲρ ἡμῶν ἔργα καὶ τὰς θεοπρεπεῖς καὶ προνοητικωτάτας οἰκονομίας· ὄχι διότι εἶναι δεύτερα καὶ τρίτα εἰς τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν –ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμα– οὔτε διότι καθιστῶμεν τὴν δυάδα ἀρχὴν τοῦ ἑνὸς οὔτε διότι ἀναφέρομεν εἰς τὴν δυάδα τὸ ἕν, ἀλλὰ διότι εἷς εἶναι δι’ ἡμᾶς ὁ Θεός, ἀφοῦ  ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀναφέρονται εἰς ἓν αἴτιον, ἀπὸ μόνον τὸν ὁποῖον ἔχει καὶ τὴν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(ΙΧ) «33. Ἔπειτα, ὁμιλοῦντες περὶ τῆς τάξεως ἐντὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπεδείξαμεν ὅτι δὲν εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἁγίους ποίαν σχέσιν ἀπὸ ἀπόψεως τάξεως ἔχουν μεταξύ των ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 177).
(Χ) «36. Ἐπίσης δεικνύομεν ὅτι μὴ ἀκούσαντες συνετῶς τοῦτο παλαιότερον ὁ Εὐνόμιος καὶ ὕστερον οἱ Λατινόφρονες ἐδογμάτισαν τὸ ἅγιον Πνεῦμα τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ ἐν συνεχείᾳ προεδογμάτισαν ὁ μὲν Εὐνόμιος ὅτι εἶναι τρίτον καὶ κατὰ τὴν φύσιν, οἱ δὲ Λατῖνοι ὅτι ἔχει τὴν ὕπαρξιν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 179).
 Κείμενο:
(Ι) «Εἰ γάρ ὅτι μετά τόν Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα ὑπαριθμούμενον ἐρεῖς, ὅ σοι δοκεῖ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀσφαλέστερον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην οὐχ ἧττον τῶν ἄλλων σφαλερόν, κἀκεῖνοί σοι τόν Υἱόν δείξουσιν, ἔστιν οὐ λεγόμενον μετά τό Πνεῦμα, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος... Οὐδὲ γὰρ προκαταρκτικόν, οὐδὲ πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὡς ὑμεῖς, τὸν Πατέρα λέγομεν, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, εἰ καὶ διὰ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον ταῦτα καλεῖται ὁ Πατήρ. Κἀκεῖθεν οὕτω κεκλημένος, ἔσθ᾿ ὅτε παρά τῶν θεολόγων οὕτως ὀνομάζεται καί περί τῶν ἀκτίστων τόν λόγον ποιουμένων, ὥσπερ καί Πατήρ διά τόν Υἱόν καλεῖται. Ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί περί τῶν κάτω ποιούμενοι τούς λόγους, οὕτω τοῦτον ὀνομάζομεν˙ οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵν᾿ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ᾿ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων ((Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 144).
(ΙΙ) «33. Ὁ γάρ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ...φησί˙ “κηρυττέσθω Πνεῦμα ἅγιον˙ ὑψούσθω ὁ μονογενής˙ δοξαζέσθω ὁ Πατήρ. Μηδείς ἀνατετράφθαι τήν ἀξίαν νομιζέτω, εἰ Πνεύματος πρῶτον μνημονεύομεν, εἶτα Υἱοῦ, εἶτα Πατρός˙ ἤ Υἱοῦ πρῶτον, εἶτα Πατρός. Οὐ γάρ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπέρ τάξιν ὤν. Οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος”» (ὅπ. παρ., σελ. 144).
(ΙΙΙ) «Ὑπέρ τάξιν οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό τάξιν ὁ Θεός. Εἰ δ᾿ ἔστι καί τάξις ἐπί τοῦ Θεοῦ διά τό τρισυπόστατον τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διά τό ὑπέρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι. Τήν μέν γάρ κατά τήν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρά τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καί ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα. Τήν δ᾿ ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καί μάλιστα τοῖς δυσί προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν. Διό Γρηγορίων ὁ θεολογικώτατος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Εἰρηνικῶν φησιν, “οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς ὅπως μέν ἔχει ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον” (ὅπ. παρ., σελ. 146, 148).
 (IV) «Ὅτι μέν γάρ ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι᾿ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα· ...τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὔθ᾿ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς Ἐκκλησίας... Διά τοῦτο μετά τόν τοῦ Πατρός Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα˙ μή δυναμένων γάρ ἡμῶν ἄμφω προφέρειν διά γλώττης ἅμα, ὥσπερ ἄρα καί ἐκ τοῦ Πατρός προῆλθον, εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συννημένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 148, 150).
(V) «Πάντα γάρ τοῦ Πατρός ὁμοίως ἔχει ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς αἰτίας, συμπεριβαλλούσης ἄμφω τάς ὑπαρκτικάς καθ᾿ ὑπόστασιν διαφοράς. Διό καί πρό τοῦ Υἱοῦ ἔστιν οὗ τίθεμεν τό Πνεῦμα, εἰ καί ὡς ἐπ᾿ ἔλαττον, ὡς δέ ἐπί πλεῖστον μετά τόν Υἱόν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον...» (ὅπ. παρ., σελ. 156).
(VΙ) «36. Εὐνόμιος δέ καί μετ᾿ αὐτόν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μή συνετῶς ἀκηκοότες τῆς πρός τόν Θεόν τοιαύτης εὐχαριστίας τῶν Πατέρων καί τῆς ἐν ταῖς πρός τούς ἑτεροδόξους ἀντιρρήσεσιν οἰκονομίας μή δυνηθέντες συνιδεῖν, συνήγαγον κακῶς ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μηδέ τοῦτο συνιδόντες, ὡς εἴγε  τοῦτο ἦν καί διά τοῦτο “ἡ φυσική τάξις τοῦ τε Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Υἱόν ἐδείκνυτο, οὐκ ἄν, ἐπαλλαττομένης ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ τῆς συνεκφωνήσεως τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων, ἔστιν οὗ μετά τό Πνεῦμα ὁ Υἱός ἐτίθετο, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθάπερ καί ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ φησί Γρηγόριος, ὅτι “τά αὐτά καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως...”. “Θεολόγησον, τοῦ πρός τρίτον οὐρανόν ἀναχθέντος, ποτέ μέν συναριθμοῦντος τάς τρεῖς ὑποστάσεις, καί τοῦτο ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι, προαριθμοῦντος, ἐναριθμοῦντος, ὑπαριθμοῦντος τό αὐτό”» (ὅπ. παρ., σελ. 156-158).
(VΙΙ) «Τούτων οὖν Εὐνόμιός τε καί τό τῶν Λατίνων γένος, μηδένα ποιησάμενοι λόγον, τρίτον εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐδογμάτισαν, οὐ τῇ κατά τήν ὁμολογίαν τάξει ἀλλά τῇ φυσικῇ, κακῶς. Ὅ γε μήν Εὐνόμιος ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός εἶναι καί τῇ φύσει, ὡς ἀμφοτέρων κατ᾿ αὐτήν διαφέρον, προσεδογμάτισεν, οἱ δέ Λατῖνοι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατασκευάζουσιν» (ὅπ. παρ., σελ. 158).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ σύν τοῖς ἱεροῖς πατράσιν ὡς ἐπί τό πλεῖστον τό Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν τιθέαμεν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων καί θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν συντομωτάτην ἀποδιδῶμεν διά πάντων τήν δοξολογίαν καί τήν εὐχαριστίαν καί τήν ἀνάμνησιν˙ οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ - καί γάρ ὁμότιμα – οὐδέ τήν δυάδα ποιοῦντες τοῦ ἑνός ἀρχήν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέροντες τό ἕν, ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ., παρ., σελ. 158).
(ΙΧ) «Εἶτα περί τῆς ἐν Θεῷ τάξεως ποιησάμενοι τόν λόγον προσαπεδείξαμεν μή γνωστόν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρός ἄλληλα σχέσεώς τε καί τάξεως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον...» (ὅπ. παρ., σελ. 176).
(Χ) Καί ὅτι τοῦτο μή συνετῶς ἀκούσαντες Εὐνόμιός τε πρότερον καί οἱ λατινικῶς πεφρονηκότες ὕστερον, τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός ἐδογμάτισαν τόν Πνεῦμα τό ἅγιον˙ κἀντεῦθεν ὁ μέν Εὐνόμιος τρίτον καί τῇ φύσει, Λατῖνοι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχειν προσεδογμάτισαν» (ὅπ. παρ., σελ. 178).
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΘΗΡΩΝ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ



ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΕ,  ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΜΑΣ  ΑΠΑΙΤΟΥΝ
ΚΑΘΑΡΕΣ  ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ
ΔΕΝ  ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ  Η  ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ,
ΣΕ ΚΑΙΡΟ  ΑΙΡΕΣΕΩΣ
Μερικὲς ἑκατοντάδες ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, γιὰ χάρη τῆς ἐπαγγελματικῆς ἐξελίξεώς τους –ὅπως μπορεῖ νὰ συμπεράνει κανεὶς παρακολουθώντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων– ἀφήνουν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη νὰ κακοποιεῖται στὰ χέρια τῶν ὀλίγιστων αἱρετικῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, διακινητῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ δυστυχῶς, αὐτοὺς τοὺς καθηγητές, οἱ περισσότεροι ἐπίσκοποι τοὺς ὑπολήπτονται ὑπερβολικὰ καὶ μερικοὶ συμπεριφέρονται ἀπέναντί τους μὲ τὸ κόμπλεξ τοῦ μαθητῆ, ἐπειδὴ αἰσθάνονται ἐλλιπεῖς ἀπέναντί τους στὸν τομέα τῆς ἐπιστημονικῆς κατάρτισης, καθόσον τὴν Πίστη τὴν ἀντιλαμβάνονται ὡς ἐξουσία καὶ γνώση καὶ ὄχι κυρίως ὡς θεία ἐμπειρία, καὶ ἐπειδή, ἐπίσης, δὲν εἶναι λίγοι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἀγνοοῦν στὴν οὐσία τους τὰ δογματικὰ καὶ ἱεροκανονικὰ θέματα.  Ὡς ἐκ τούτου, θεωροῦν ἀδιακρίτως ὅλους σχεδὸν τοὺς πανεπιστημιακοὺς καθηγητές ὡς ὑπηρέτες τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης τῆς θεολογίας καὶ ἐλογιμότατους, καὶ τοὺς προσαγορεύουν μὲ κολακευτικὰ λόγια σὲ διάφορα συνέδρια, ἢ ὅταν τοὺς προσκαλοῦν γιὰ νὰ μιλήσουν στὸ λογικὸ ποίμνιό τους· κι αὐτὸ τὸ κάνουν, ἀσχέτως ἂν οἱ ἐν λόγῳ καθηγητὲς ἔχουν διατυπώσει ὀρθολογικὲς περὶ Πίστεως καὶ Ἐκκλησίας θέσεις, ἢ εἶναι ζηλωτὲς καὶ φανατικοὶ ὀπαδοὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Αὐτὴν τὴν θεολογική/ἀκαδημαϊκὴ ἀνεπάρκεια ἐπισκόπων τινῶν, ἐπανειλημμένως τὴν ἔχουν ἐπιβεβαιώσει πανεπιστημιακοὶ θεολόγοι, ἀφοῦ, ὅταν ἦσαν (οἱ ἐπίσκοποι), φοιτητές, ἐκλιπαροῦσαν τὴν βοήθειά τους, ὥστε νὰ πάρουν τὸ πτυχίο τῆς θεολογίας. Κατὰ τὴν μαρτυρία δὲ τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεου, ὅταν σὲ συνεδρία Συνόδου προσπάθησε ὁ Ναυπάκτου νὰ ἀναλύσει θεολογικῶς κάποιο θέμα, εἰσέπραξε ἔκπληκτος τὴν διαμαρτυρία συνοδικῶν ἀρχιερέων: «Καλά, τοῦ εἶπαν, γιὰ νὰ ἀκούσουμε θεολογίες ἤρθαμε ἐδῶ;»!
Θὰ μνημονεύσουμε ἀκόμη, μία μαρτυρία θεολόγου-συνεργάτη μας, ὁ ὁποῖος, ὅταν παρότρυνε Μητροπολίτη μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα (ἀλλὰ ἐκ φόβου(!) σιωπῶντα) νὰ ἀγωνισθεῖ κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Θέλω νὰ μιλήσω ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα. Θὰ μὲ κατατροπώσουν». Ὡσὰν ὁ Χριστὸς νὰ μὴν ἔχει πεῖ: «ἐγὼ γὰρ δώσω ὑμῖν στόμα καὶ σοφίαν, ᾗ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι» (Λουκ. 21, 14).
Αὐτοί, λοιπόν, οἱ καθηγητὲς μὲ τὴν ἀκαδημαϊκὴ πανοπλία ὡς ὅπλο, μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ μὲ τὴν συστηματικὴ μέθοδο ὡς ἐφόδιο καὶ τὸν παντεπόπτη ἐπαινετικὸ ὀφθαλμὸ τοῦ Πατριαρχείου ὡς σκέπη –καὶ ὄχι μόνον–, φαντάζουν στὰ μάτια πολλῶν ἐπισκόπων ὡς «αὐθεντίες» καὶ ὡς αὐθέντες, ἐνώπιον τῶν ὁποίων παραλύει κάθε σκέψη ἀντίδρασης τῶν ὀρθοδόξως φρονούντων ἐπισκόπων (στὴν πλειονότητά τους), ἀλλὰ καὶ πολλῶν πιστῶν.
Κρίναμε ἀναγκαία αὐτὴν τὴν εἰσαγωγή, πρὶν παραθέσουμε τὴν ἀνοικτὴ ἐπιστολή ποὺ ἀκολουθεῖ, πρὸς τὸν Μητροπολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ, σχολιάζοντας τὴν ἐπιστολή ποὺ προσφάτως (23/5/2012) ἀπέστειλε πρὸς τοὺς οἰκουμενιστὲς καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, γιατὶ διακρίναμε στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἕνα δισταγμὸ νὰ διατυπώσει ξεκάθαρα Ὀρθόδοξο λόγο πρὸς τοὺς πανεπιστημιακοὺς καθηγητές, τοὺς αὐθέντες καὶ «κατακυριεύοντες» τῆς Πίστεως (Α' Πέτρ. 5, 3). Ἡ ἐπιστολή του εἶχε τίτλο «Ὀφειλομένη  ἀπάντησις πρός “θεράποντας τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας”».
Σεβασμιώτατε,
σφαλῶς ἀξίζετε ἐπαίνων καὶ συγχαρητηρίων, διότι τολμήσατε –ἐκεῖ ἔχουμε φτάσει!– νὰ ἀπαντήσετε στοὺς κατηγόρους σας οἰκουμενιστὲς καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Τολμήσατε νὰ ἐπιβεβαιώσετε ὅτι, αἱρετικὲς οἰκουμενιστικὲς θεωρίες, διδάσκονται ἀπὸ Ἕλληνες Ἐπισκόπους(!) στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί, ἐπίσης, τολμήσατε νὰ καταγγείλετε τὶς αἱρετικὲς ἐνέργειες τοῦ Φαναρίου.
Ὅμως, ἐπειδὴ σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπιτρέπεται ἡ διγλωσσία, ἰδιαιτέρως σὲ καιρὸ αἱρέσεως –καὶ μάλιστα ἐν ὄψει τῆς ἐσχατολογικῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ– διότι ἡ διγλωσσία, ὄχι μόνον ἀκυρώνει τὴν ἀξία ἑνὸς ἀγωνιστικοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ διότι, διὰ τῆς συγχύσεως ποὺ προκαλεῖ στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεργεῖ ὑπὲρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’ αὐτὸ θεωροῦμε πὼς εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη, Σεβασμιώτατε, νὰ μᾶς διευκρινίσετε κάποια διφορούμενα σημεῖα τῆς ἀπαντήσεώς σας στοὺς καθηγητές τοῦ Α.Π.Θ. ποὺ δημιουργοῦν εὔλογα ἐρωτήματα. Στὴν παροῦσα ἀνοικτὴ ἐπιστολή μας ἀρκούμαστε νὰ ἐπισημάνουμε ἐνδεικτικὰ μόνον τὰ παρακάτω.
1. Γράφετε, Σεβασμιώτατε, ὅτι πρέπει νὰ ἐνεργήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ «τὴν ταχεία κατάργηση τῆς Οὐνίας... καὶ τὴν ἐν καιρῷ ἀναίρεσι ὅλων τῶν κακοδοξιῶν, αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καὶ πεπλανημένων δοξασιῶν τῶν ἑτεροδόξων (π.χ. θεωρία τῶν κλάδων, θεωρία περὶ δύο πνευμόνων, θεωρία ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὑπάρχει Ἐκκλησία, θεωρία περὶ διῃρημένης Ἐκκλησίας καὶ τῆς μὴ ὑπάρξεως μετὰ τὸ σχῖσμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...)».
Μᾶς προκαλεῖ ἀπορία ἡ παραπάνω διατύπωση, Σεβασμιώτατε, γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
α) Ὅλες αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς θεωρίες ποὺ ἀναφέρετε, ἐκφέρονται ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἑτερόδοξους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς «ὁμόδοξους» συνεπισκόπους σας. Π.χ., ἀπὸ τὸν «ὀρθόδοξο» συνεπίσκοπό σας, τὸν Μεσσηνίας κ. Σαββᾶτο, ὑποστηρίχθηκε ἡ μία ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, τὶς ὁποῖες ἐσεῖς ἀποδίδετε σὲ ἑτερόδοξους· κι αὐτὴ εἶναι ἡ «θεωρία περὶ διῃρημένης Ἐκκλησίας», γιὰ τὴν ὁποία πρὸς στιγμὴν καὶ ἀντιδράσατε καὶ τὴν καταγγείλατε.
Ἐπίσης, ἡ «θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία περὶ δύο πνευμόνων καὶ ἡ βαπτισματικὴ θεολογία» διδάσκονται καὶ προωθοῦνται ἀπὸ τὸν Περγάμου κ. Ζηζιούλα καὶ τοὺς περὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους.
Πῶς τώρα, αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς θεωρίες, τὶς ἀποδίδετε μόνον στοὺς ἑτερόδοξους; Δὲν εἶναι σὰν νὰ καλύπτετε καὶ ἀθωώνετε τοὺς αἱρετικοὺς «ὁμόδοξους» συνεπισκόπους σας, ποὺ πρεσβεύουν αὐτὲς τὶς κακόδοξες θεωρίες καὶ τὶς διδάσκουν μάλιστα “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἐνεργώντας ἔτσι, διεξάγετε καθαρὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ ἀγῶνα κατὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἔτσι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τῶν ὁποίων τὴν μνήμη πανηγυρικὰ ἑορτάζουμε; Ἢ μὲ «θυμὸν δικαιότατον ...τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος»;
β) Ἐφόσον, λοιπόν, καταγγέλλετε ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς αἱρέσεις στὸν ὀρθόδοξο χῶρο, οἱ ὁποῖες διακινοῦνται ἀπὸ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πῶς εἶναι δυνατόν, ἐσεῖς ὡς Ὀρθόδοξος καὶ μάλιστα Ἐπίσκοπος νὰ τοὺς ἀνέχεσθε, νὰ συμπράττετε καὶ νὰ συμβιώνετε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς αὐτοὺς συνεπισκόπους σας;
Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀκόμη ἀπὸ Σύνοδο, αὐτὸ δὲν τοὺς κάνει ὀρθόδοξους. Ἀντίθετα αὐξάνει τὴν εὐθύνη τῶν ὑπόλοιπων Ἐπισκόπων νὰ ἀγωνίζονται, ὥστε νὰ διαφυλάξουν τὸ λογικὸ ποίμνιό τους ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς αἱρέσεως, καὶ ὄχι νὰ τοὺς ἀποδέχονται, ἐνῶ ἔχουν διαπιστώσει ὅτι διδάσκουν κακόδοξες διδασκαλίες· διότι, μὴ ἀποκαλύπτοντας τὴν αἱρετική τους ἰδιότητα, προκαλοῦν ἐφησυχασμὸ στοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς δίδουν τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι καὶ οἱ αἱρετίζοντες ἀξιόπιστα πρόσωπα, πὼς εἶναι κι αὐτοὶ ποιμένες, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι ψευδοποιμένες καὶ «λύκοι ἅρπαγες»!!!
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονταν κατὰ τῶν διδασκόντων κακόδοξα καὶ κατονόμαζαν τοὺς αἱρετικοὺς πρὶν συγκληθεῖ κάποια Σύνοδος γιὰ νὰ τοὺς καταδικάσει, συνιστοῦσαν δὲ στοὺς πιστοὺς νὰ τοὺς ἀποφεύγουν παντὶ τρόπῳ.
2. Ἐν ἀρχῇ τῆς ἀπαντήσεώς σας, Σεβασμιώτατε, δηλώνετε κατὰ τὸν πλέον ἐπίσημο τρόπο, ὅτι: «Οὐδεμία γραπτὴ ἢ προφορική μου μαρτυρία ὑφίσταται, ἡ ὁποία τάσσεται κατὰ τῶν διαχριστιανικῶν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διαλόγων». Μὲ αὐτή σας τὴν τοποθέτηση θέλετε νὰ ἀποσείσετε τὴν κατηγορία ποὺ σᾶς προσῆψαν οἱ καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, ἐννοώντας προφανῶς (δι’ αὐτῆς τῆς τοποθετήσεώς σας), ὅτι εἶστε ὑπὲρ τῶν Διαλόγων.
Δὲν κατανοήσατε, ὅμως, Σεβασμιώτατε, ὅτι ἡ ἀπάντησή σας δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος· γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ αὐξάνετε μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο, δὲν ἀρκεῖ μιὰ θεωρητικὴ τοποθέτηση γενικὰ γιὰ τοὺς Διαλόγους, ἀλλὰ μιὰ τοποθέτηση γιὰ τοὺς συγκεκριμένους Διαλόγους καὶ τὸν ἀντι-εὐαγγελικὸ τρόπο ποὺ σήμερα διεξάγονται· γιὰ τοὺς Διαχριστιανικοὺς καὶ Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους ποὺ μὲ περισσὴ ἀσέβεια πρὸς τὶς ἐντολὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πραγματοποιοῦνται.
Ἄρα δὲν σᾶς ἐζητεῖτο ἡ τοποθέτησή σας γιὰ τὸ δέον γενέσθαι, ἀλλὰ ἡ ἐπὶ τοῦ πρακτέου ἐδῶ καὶ τώρα ποιμαντικὴ θέση καὶ καθοδήγησή σας πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Καὶ ἐπ’ αὐτοῦ δὲν τοποθετηθήκατε, ἀλλὰ πάλι ἀπαντήσατε δίγλωσσα, προκαλώντας σύγχυση στοὺς πιστούς.
Γράφετε, ὅτι «βασική μου θέσις, ὡς καὶ παντὸς ὀρθοδόξου πιστοῦ, εἶναι ὅτι οἱ ἐν θέματι διάλογοι δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετοι, δηλ. χωρὶς τὰς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτους θεολογικὰς προϋποθέσεις, ὅπερ συμμερίζεται ἀπολύτως καὶ ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία. Οἱ διαχριστιανικοὶ διάλογοι δέον νὰ εἶναι τίμιοι, εἰλικρινεῖς καὶ ἀληθινοί».
Ἂς θεωρήσουμε σωστὴ αὐτὴ τὴν θεωρητικὴ τοποθέτησή σας κι ἂς ἔρθουμε στὴν πραγματικότητα, στὸν πόλεμο ποὺ ἔχουν κηρύξει οἱ οἰκουμενιστὲς κατὰ τῆς «εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν». Ρωτᾶμε:
α) Οἱ διεξαγόμενοι Διάλογοι πραγματοποιοῦνται μὲ «τὰς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτους θεολογικὰς προϋποθέσεις»; Ἀσφαλῶς ὄχι, Σεβασμιώτατε. Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Πρῶτον δὲν εἶναι τίμιοι, δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ δὲν εἶναι ἀληθινοί! Μήπως θὰ μᾶς διδάξετε τὸ ἀντίθετο;
Γιὰ θυμηθεῖτε: Ἡ πρώτη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου ἀθετήθηκε σκανδαλωδῶς. Δὲν θὰ τὸ ἀρνηθεῖτε, γιατὶ εἶναι ἱστορικὸ γεγονός. Δηλαδή, ἐνῶ ἡ Πανορθόδοξος Διάσκεψη τῆς Ρόδου, ποὺ ἀποφάσισε γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Παπικούς, ἔθεσε ὡς ἀπαραίτητο ὅρο (προϋπόθεση), ὅτι γιὰ νὰ γίνει ὁ Διάλογος πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ Οὐνία, ἡ Οὐνία, ὄχι μόνον δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ σὲ πρώτη φάση ἀναβαθμίστηκε, καὶ σὲ δεύτερη φάση οἱ Οὐνῖτες ...συμμετέχουν(!) πλέον στὸν Διαλόγο καὶ μάλιστα ἰσότιμα!!! Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀλλὰ μένουμε μόνον σ’ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν ἐπεκταθοῦμε πολύ.
β) Ἡ διδασκαλία σύνολης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Σεβασμιώτατε, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, θέτει καὶ ἄλλη μία καθοριστικὴ προϋπόθεση γιὰ τοὺς Διαλόγους, ἡ ὁποία δὲν τηρεῖται. Κι αὐτὴ ἡ προϋπόθεση διατυπώνεται καὶ ἐκφράζεται διαυγέστατα στὴ γνωστὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. γ΄ 10-11). Ἂν μάλιστα θέλετε αὐστηρότερη διατύπωση, θὰ ἀναφέρουμε ἐκείνη τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος, ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς διδάσκει: «Μὴ λέγετε αὐτοῖς χαίρειν». Καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τίμησαν αὐτὴν τὴν προϋπόθεση καὶ τὴν ἐφάρμοσαν πλήρως καὶ διαχρονικῶς.
Ἀντίθετα, ἐνῶ ἐσεῖς μᾶς διαβεβαιώνετε, ὅτι αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τάχα, τὶς «συμμερίζεται ἀπολύτως καὶ ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία», στὴν πράξη συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Οἱ Διάλογοι γίνονται καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, παρόλο ποὺ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες ἔχουν ἀπορρίψει ὄχι μόνο «μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν» ἀλλὰ ἑκατοντάδες νουθεσίες. Καὶ τὸ φοβερότερο (ποὺ ἀποκτᾶ σημασία ὕβρεως πρὸς τὸν Θεόν): ὄχι μόνον δὲν διορθώνουν οἱ Δυτικοὶ τὶς ἤδη ὑπάρχουσες αἱρέσεις τους, ἀλλὰ προσέθεσαν καὶ προσθέτουν συνεχῶς νέες αἱρέσεις!!!
Μπορεῖτε, Σεβασμιώτατε, νὰ μᾶς διαβεβαιώσετε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, θὰ δέχονταν νὰ συμμετέχουν ἐπὶ δεκαετίες σὲ αὐτὸ τὸ καραγκιοζιλίκι ποὺ λέγονται Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι;
Ἀκόμη· οἱ διαλεγόμενοι μαζί μας –τάχα «ἐπὶ ἴσοις ὅροις»– δὲν τηροῦν οὔτε αὐτὸν τὸν ὅρον τῆς ἰσότητος, ποὺ ἀπὸ συγκατάβαση ἀποδέχτηκε ἡ Ἐκκλησία μας (ὅπως ἔπεισαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ὅτι πρέπει νὰ κάνει, οἱ οἰκουμενιστὲς “ὀρθόδοξοι” ἐκπρόσωποί μας). Καὶ ἐνῶ ἐμεῖς –κακῶς, κάκιστα– τοὺς δεχτήκαμε ὡς «ἀδελφὴ Ἐκκλησία», αὐτοὶ –ἀνταποδίδοντας «ἀντὶ τοῦ μάννα χολὴ»– μᾶς ὑποβάθμισαν σὲ «Ἐκκλησία μὲ ἐλλείψεις»!
Στὰ πλαίσια τοῦ Διαλόγου ἐπίσης, Σεβασμιώτατε, ξεχνᾶτε ὅτι ἀνάγκασαν παρασκηνιακὰ (παραπλανητικὰ) τὴν Ἐκκλησία μας νὰ γίνει ἱδρυτικὸ μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν; Κάνουν λάθος ὅσοι ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ ἰσότιμη ἔνταξη τῆς Μίας Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕνα Συμβούλιο αἱρετικῶν «ἐκκλησιῶν», ἀκυρώνει πλῆθος εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ Ἱερῶν Κανόνων; Ἄραγε, δὲν ἀρνούμεθα –διὰ τῆς ἐντάξεως αὐτῆς– τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη τὴν δισχιλιετῆ ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως διακήρυξαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ὁ εὐσεβὴς κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τὸ 2004 στὴν Θεσσαλονίκη καὶ διαβάζουμε στὰ «Πορίσματα τοῦ Διορθοδόξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό»;
Ἔπειτα· ἀποτέλεσμα τῶν Διαλόγων δὲν εἶναι καὶ ἡ προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν 9η Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Porto Alegre (2006);  Ξεχνᾶτε ὅτι ἐκεῖ ἀποδεχτήκαμε (χωρὶς ἀντίδραση τῶν παρόντων ἐπισκόπων μας καὶ ἀργότερα τῆς Ἱ. Συνόδου) ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀποτελοῦν ἀπὸ κοινοῦ οἱ 350 αἱρετικὲς “ἐκκλησίες” τοῦ Π.Σ.Ε.», ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἀριθμεῖται ὡς ἰσότιμος τῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ξεχνᾶτε ὅτι ἀποδεχτήκαμε ὅτι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε., εἶναι “διαφορετικοὶ τρόποι διατυπώσεως τῆς ἰδίας Πίστης καὶ ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνευματος”!
Ἐνῶ, λοιπόν, αὐτὰ τὰ τραγελαφικὰ γεγονότα συμβαίνουν, μᾶς κρατεῖ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δεμένους, ἐκεῖ στὸ Π.Σ.Ε., καὶ ἔρχεσθε ἐσεῖς τώρα καὶ ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἡ «Ἁγία ἡμῶν Ἑλλαδική Ἐκκλησία» (κι ἐσεῖς ποὺ ταυτίζεσθε, ὅπως φαίνεται, μὲ τὴν στάση της) συμμερίζεται τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τοῦ Διαλόγου;
Ἂν συμμεριζόταν ἡ Ἐκκλησία, Σεβασμιώτατε, τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τοῦ διαλόγου, ἁπλούστατα δὲν θὰ συμμετεῖχε στὸ Π.Σ.Ε. Καμία ἀξία δὲν ἔχουν ὅσες διαβεβαιώσεις καὶ ἀνακοινώσεις ἐκδίδονται, ὅταν ἡ πράξη εἶναι ἀντίθετη.
γ) Τέλος, Σεβασμιώτατε, ρωτᾶμε: Δὲν γίνονται κατὰ τοὺς Διαλόγους συμπροσευχές, ποὺ συνιστοῦν κατάφορη  παράβαση τῶν Ἱ. Κανόνων; Γνωρίζετε πολὺ καλὰ ὅτι γίνονται. Καὶ δυστυχῶς, αὐτὸ τὸ «συμμερίζεται ἀπολύτως καὶ ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία». Ἄρα,  δὲν συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ ἐσεῖς δηλώνετε; Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας πῆρε ἀπόφαση, νὰ μὴ λάβουν μέρος σὲ συμπροσευχὲς στὴν Κύπρο οἱ ἀντιπρόσωποί μας στὴν Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπή, ἐνθυμεῖσθε ὅτι, τὴν ἀπόφαση αὐτή, ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Σαββᾶτος τὴν ἔγραψε «στὰ παλιά του τὰ παπούτσια» καὶ συμπροσευχήθηκε μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Οὐνῖτες στὴν Κύπρο! Καὶ ἡ «Ἁγία ἡμῶν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία» τὸν ἐτίμησε(!) γι’ αὐτό, διατηρώντας τον, τότε, ὡς ἐκπρόσωπό της στοὺς Διαλόγους, παρὰ τὶς πολλὲς καὶ ἔντονες διαμαρτυρίες καὶ καταγγελίες τῶν μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας!
Θὰ ἦταν παράλειψή μας, κλείνοντας, νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε μὲ μιὰ πρόταση στὸν Μητροπολίτη Ράσκας Ἀρτέμιο.
Δυστυχῶς ἡ διγλωσσία παρατηρεῖται καὶ ὡς πρὸς τὴν ὑπόθεση τῆς ἄδικης, παράνομης καὶ ἀντικανονικῆς καθαιρέσεώς του, ἡ ὁποία ἀφορᾶ ὄχι μόνο τὸ πρόσωπό του, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Κι ἐσεῖς, τὸν ὑπερασπιστήκατε μὲν δι’ ἐγγράφων σας, ἀρνηθήκατε ὅμως νὰ τὸν συναντήσατε, ὅταν ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, «διὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ τοῦτο (ὅπως γράψατε) σύμπηξις παρασυναγωγῆς». Ὅμως κάνετε κάτι συγκριτικὰ χειρότερο (καὶ δὲν θέλετε νὰ τὸ ἐξετάσετε μὲ κριτήριο τὴν γραμμὴ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ μὲ ἀνθρώπινη συλλογιστική): συλλειτουργεῖτε καὶ συναντᾶστε μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι συμπροσεύχονται μὲ αἱρετικούς, μνημονεύουν αἱρετικοὺς καὶ διδάσκουν κακοδοξίες, ἐνῶ οἱ αἱρετικοὶ κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἀκοινώνητοι. Κι ἀκόμη, μὴ ξεχνᾶτε τὴν ἀπόφαση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (στοὺς ὁποίους ἀνήκετε, Ἐγκύκλιος 2913/8-4-2011) διὰ τῆς ὁποίας ἀποδέχεται τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση κατὰ τοῦ Ἀρτεμίου!
Ἀλήθεια, Σεβασμιώτατε, ἂν δὲν γνωρίζαμε τὴν ἀγαθότητα τῶν προθέσεών σας, θὰ λέγαμε πὼς μᾶς περιπαίζετε. Ὅμως ἡ τοποθέτησή σας ἀποδεικνύει τὴν τεράστια καὶ καταλυτικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ οἰκουμενιστὲς ἀσκοῦν ὄχι μόνον στὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (ποὺ ὁ Κύριος σᾶς ἐμπιστεύθηκε), ἀλλὰ καὶ στοὺς εὐσεβεῖς ἐπισκόπους, ὥστε νὰ σᾶς κάνει νὰ βλέπετε μὲ καλὸ λογισμό, κραυγαλέες ἀντι-εὐαγγελικὲς πρακτικές.
Δὲν ἀρκοῦν μόνον τὰ λόγια καὶ τὰ κείμενα, κι αὐτὰ μάλιστα ἄτολμα, ἀσαφῆ, ἐπαμφοτερίζοντα, διπλωματικά. Χρειάζονται κυρίως ἔργα, ὥστε νὰ ἀφυπνιστεῖ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ –ποὺ οἱ προπαγανδιστὲς τῆς πανθρησκείας καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου τὸν θέλουν πνευματικὰ νὰ καθεύδει– καὶ νὰ ἀντισταθεῖ ἐνεργὰ κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν. Χρειαζόμαστε πνευματικοὺς ταγούς, κατὰ Χριστὸν ὁδηγοὺς καὶ καθοδηγητὲς τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ ἔπραξαν οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, τοῦ εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ εὑρισκομένου· διότι αὐτὸν τὸν ρόλο ἀνέλαβε ἀπαράσαλευτα νὰ ὑπηρετεῖ μὲ φοβεροὺς ὅρκους καὶ ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Κύριο.
Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλὰ καὶ καθαρά, ὅπως τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Του καὶ τῶν μαρτύρων Του: ἢ μὲ τὸν Χριστὸ ἢ μὲ τὸν Ἀντίχριστο!
Κι ἐπειδή, Σεβασμιώτατε, (παρὰ τὸν ἀμφίσημο λόγο ποὺ χρησιμοποιήσατε στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολή), πιστεύουμε πὼς εἶστε –καὶ προσευχόμαστε νὰ εἶστε– μὲ τὸν Χριστό, μιμηθεῖτε τοὺς ἁγίους Του καὶ ὁδηγεῖστε τὸ λογικὸ ποίμνιό Του στὴν ὁδὸ τῆς Σωτηρίας, ποὺ μόνον ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία διασφαλίζει κι ὄχι ἡ Οἰκουμενιστικὴ «Ἐκκλησία» ποὺ μὲ ζῆλο μᾶς ἑτοιμάζουν. Αὐτὸ ἐλπίζουμε κι αὐτό, μὲ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, προσδοκοῦμε ἀπὸ ἐσᾶς!...
Δι’ εὐχῶν σας
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»