Για να μην ξεχνούμε, πως λειτουργούν και ποιοί είναι οι αληθινοί επίσκοποι, οι όντως οφθαλμοί της Εκκλησίας

Μέγας Βασίλειος πρός τον Αρειόφρονα

Έπαρχο Μόδεστο.

Ποτέ σου δεν συνάντησες αληθινό

επίσκοπο..»



Το 371 ο αρειανόφιλος αυτοκράτορας Ουάλης, έκανε τα πάντα για να εξαπλώσει και να στερεώσει την αίρεση του Αρείου σ’ όλο το βασίλειό του. Οι περισσότεροι των υπηκόων του, είτε με διωγμούς, είτε με δημεύσεις περιουσιών, είτε με βασανιστήρια και με Θανατώσεις, υποτάσσονται στη θέλησή του.

Μόνος ανυπότακτος ο επίσκοπος Καισαρείας. Ο Ουάλης έστειλε εναντίον του τον έπαρχο Μόδεστο για να τον συνετίσει.

– Πώς τολμάς Βασίλειε, του λέει άγρια ο Μόδεστος, να αντιτάσσεσαι στις βασιλικές διαταγές; Πώς τολμάς να περιφρονείς τον αυτοκράτορα; Μόνο εσύ αντιδράς! Ποιός νομίζεις ότι είσαι;

– Βασίλειος: Για ποιό πράγμα με κατηγορείς, Έπαρχε;

– Μόδεστος: Για το ότι δεν ακολουθείς την πίστη του Βασιλιά!

– Βασίλειος: Ο βασιλιάς δεν έχει τη σωστή πίστη! Πιστεύει πως ο Υιός του Θεού είναι ένα κτίσμα, ένα δημιούργημα, ένα κατασκεύασμα του Θεού και όχι Θεός αληθινός, όπως εγώ τον προσκυνώ.

– Μόδεστος: Και εμείς δηλαδή, που ακολουθούμε την πίστη του αυτοκράτορα, τι είμαστε;

– Βασίλειος: Αιρετικοί!

– Μόδεστος: Γιατί μιλάς έτσι Βασίλειε; Δεν Θα ήταν καλύτερα για σένα να ήσουν μαζί μας; Δεν Θα προτιμούσες να μας έχεις φίλους σου;

– Βασίλειος: Σαν χριστιανός προτιμώ να έχω φίλους που να είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα χριστιανοί. Το αν έχουν ή όχι αξιώματα μ ΄αφήνει αδιάφορο…

– Μόδεστος : Μα δεν φοβάσαι λοιπόν τη δύναμη της εξουσίας μου;

– Τι να φοβηθώ; Δημεύσεις περιουσίας; Δεν έχω τίποτα που να μου ανήκει. Εξορία; «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής». Βασανιστήρια; Το ασθενικό μου κορμί Θα υποκύψει αμέσως. Θάνατο; Αυτόν ποθώ κι εγώ, για να ενωθώ το συντομότερο με το Θεό μου!

– Μόδεστος: Ποτέ κανείς Βασίλειε, δεν μου μίλησε με τόσο Θάρρος.

– Βασίλειος : Ναι, γιατί ποτέ δε συνάντησες αληθινό επίσκοπο! του απαντάει θαρρετά ο Βασίλειος.

«Μεγαλειότατε, ηττηθήκαμε!» ομολόγησε αργότερα στον Ουάλη, ο έπαρχος Μόδεστος.

Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Η ζωή ενός Μεγάλου (Βασίλειος Καισαρείας)

Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1979, σ. 309- 320, αποσπάσματα.

Ο Μέγας Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας

 



Απολυτίκιο. Ήχος α'.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου,
ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου
δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας,
τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας,
τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρῆσθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἒλεος.


Με τη φράση «τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας» εκ του απολυτικίου, εκφράζεται απολύτως η κοινωνική προσφορά του Αγίου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων, καθώς η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή, παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του έργο.

Ο Άγιος Βασίλειος, Μέγας πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή.

Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από τη Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες - καθοριστικής σημασίας - πνευματικές βάσεις του Αγίου. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και του δίδαξε τα πρώτα γράμματα.

Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική πνευματική ανοδική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια.

Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό παράδειγμα, ήταν ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος ήταν ο προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία του Αγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.

Από την Αθήνα επέστρεψε στη Καισάρεια το καλοκαίρι του 356 μ.Χ. και επιδόθηκε στη δικηγορία και στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης. Το 358 μ.Χ. βαπτίζεται Χριστιανός και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους. Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Αυτή η άρτια κατάρτισή του αποτέλεσε εφόδιο ώστε να χειροτονηθεί διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιερωσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.).

Μ. Βασίλειος: Μεγαλύτερη η φθορά από την κοινωνία με αιρετικούς, από εκείνη με τους ηθικώς αμαρτάνοντες.


Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ρίχνουν ὅλο τὸ βάρος τοῦ Νόμου στὴν στενὴν ἔννοιαν τῆς ἠθικῆς καὶ προσέχουν τὴν κοινωνία μετὰ τῶν παρεκτρεπομένων ἠθικῶς. Ἀδιαφοροῦν, ὅμως, διὰ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν, κάνοντες ἕναν ἀδιανόητον διὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας διαχωρισμὸν τῶν αἱρετικῶν· τοὺς διαχωρίζουν εἰς ἐκείνους ποὺ ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπὸ Συνόδου καὶ εἰς ἐκείνους πού, ἂν καὶ πεισμόνως κηρύττουν αἱρετικὲς κακοδοξίες, δὲν ἔχουν εἰσέτι καταδικασθεῖ, παρόλο ποὺ ὑπὸ ἁγίων ἀνδρῶν χαρακτηρίζονται ὡς παναιρετικοί.

Ἔτσι μὲ τοὺς μὲν πρώτους ἀποφεύγουν τὴν κοινωνίαν, μὲ τοὺς δευτέρους δέ (τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους ἐν προκειμένῳ) ἐπικοινωνοῦν, καὶ συλλειτουργοῦν, καὶ ἐπιτρέπουν ὡς πνευματικοί, νὰ ἐπικοινωνοῦν καὶ νὰ εὐλογοῦνται τὰ πνευματικά τους παιδιὰ ἀπὸ τοὺς

αἱρετικοὺς αὐτούς. Διαγράφουν ἔτσι τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, καὶ ἀπὸ μιὰ κακὴ νοοτροπία (ἀπόδειξη ὅτι ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰό)  ἀγωνίζονται κατὰ τῆς αἱρέσεως, τὴν ὁποία φέρουν μεθ’ ἑαυτῶν.

Εἶναι δὲ ἀξιοσημείωτον, ὅτι στὸ παρατιθέμενο κείμενο τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ Ἅγιος θεωρεῖ περισσότερον ἐπικινδύνους τοὺς αἱρετικούς, ἀπ’ ὅ,τι τοὺς ἠθικῶς ἁμαρτάνοντας!

Πρὸς ἐνημέρωσή τους καὶ ἀφορμὴ ἀφυπνίσεως καταθέτουμε τὸ σχετικὸ κείμενο τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀναλογιζόμενοι τὴν εὐθύνη τῶν ψυχῶν ποὺ καθοδηγοῦν καί, φυσικά, τῆς δικῆς τους ψυχῆς, ἂς

μελετήσουν τὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου, καὶ ὁ Θεὸς ἂς τοὺς φωτίσει νὰ ἀποκομίσουν πνευματικὸν ὄφελος.

 





Κείμενο:
ΕΡΩΤΗΣΙΣ Κʹ.
Εἰ χρὴ τὸν ἐν ἁμαρταις ἐξετασθντα φεγειν τὴν πρὸς τοὺς ἑτεροδξους κοινωναν, ἢ καὶ πρὸς τοὺς κακῶς ζῶντας διακρνεσθαι.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.
Τοῦ Ἀποστλου εἰπντος, Στλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτκτως περιπατοῦντος, καὶ μὴ κατὰ τὴν παρδοσιν, ἣν παρλαβον παρ' ἡμῶν, καθλου παντὶ πᾶσα κοινωνα παντὸς ἀπηγορευμνου πργματος κατ τε νοῦν καὶ λγον, καὶ πρᾶξιν ἐπιβλαβὴς καὶ ἐπικνδυνος. Τοὺς δὲ ἐν ἁμαρταις ἐξετασθντας καὶ πλον ἀκριβεεσθαι χρ.
Πρῶτον μὲν, ὅτι ὀλισθηροτρα ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν ἁμαρταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστν ἐστιν, ἡ ἐν συνηθεᾳ τατης γενομνη· ἔπειτα δὲ, ὅτι, καθπερ ἐπὶ τῶν τὰ σματα ἀσθενοντων ἡ ἐπιμλεια τὴν ἐπιτρησιν ἀκριβεστραν ἔχει, ὡς καὶ τὰ ὠφελοῦντα τοὺς ὑγιανοντας παραιτεῖσθαι πολλκις· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν τὴν ψυχὴν ἀῤῥωστησντων πολὺ πλεονος χρεα τῆς παραφυλακῆς καὶ τῆς ἐπιμελεας. Ὅση δ ἐστιν ἐκ τῆς πρὸς τοὺς ἁμαρτνοντας κοινωνας ἡ βλβη, παρστησιν ὁ αὐτὸς Ἀπστολος ἐπὶ τοιατης ὑποθσεως εἰπν· Μικρὰ ζμη ὅλον τὸ φραμα ζυμοῖ. Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομνων τοσατη ἐστὶν ἡ βλβη, τ χρὴ λγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξοντων, οὓς ἡ κακοδοξα οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιανειν ἐᾷ, παραδιδομνους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμας πθεσιν;
(Μ. Βασιλείου, Κεφάλαια τῶν Ὅρων τῶν κατὰ Ἐπιτομήν)

Για όσους μιλώντας για άλλα πράγματα "θυμούνται", αλλά στο θέμα της αιρέσεως "ξεχνοῦν τον Μ. Βασίλειο

«Είναι ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας και εν εν μέρει την ομολογία της Εκκλησίας. Η αθέτησις αυτή θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας».

 


Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἔχει δημοσιευθεῖ στὸ «apostoliki-diakonia.gr».

Ἐκτὸς τῶν ἄλλων σημαντικῶν στοιχείων ποὺ περιέχει, παρουσιάζει καὶ κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποτειχίσεις τοῦ Μ. Βασιλείου, τὶς ὁποῖες, φυσικά, πραγματοποίησε πρὸ συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν –διαχρονικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία συνοψίζει καὶ ὁ ΙΕ΄ κανόνας.

Τὸ ὑπενθυμίζουμε σαὐτοὺς ποὺ περίμεναν(!) οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ συγκαλέσουν Σύνοδο καὶ νὰ ...ἀνακηρύξουν τοὺς ἑαυτούς τους οἱ ἴδιοι ὡς αἱρετικούς!

 

Τὸ ὑπενθυμίζουμε καὶ σ' αὐτοὺς ποὺ περίμεναν, πὼς οἱ λεγόμενοι ἀντι-Οἰκουμενιστὲς θὰ καταδικάσουν τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ βλέπουν τώρα, ὅτι αὐτοὶ συμπλέουν μαζί τους, ἀκόμα καί ...μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης!


Τὸ ὑπενθυμίζουμε καὶ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὰ ἐμβόλια ὡς θέμα Πίστεως, ἀλλὰ τὸ κατ’ εξοχὴν θέμα τῆς Πίστεως, τὴν αἵρεση, τὸ ξέχασαν διὰ μαγείας!!!


Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρο:


* «Δια τον αρχιεπίσκοπον της Καισαρείας η
κοινωνία δεν είναι απλή λέξις, αλλά κατάστασις υπάρξεως του εκκλησιαστικού οργανισμού ως σώματος του Χριστού και έδρας του Αγίου Πνεύματος, είναι κατηγορία της Εκκλησίας».

* «Εφ' όσον ο Χριστός ως κεφαλή είναι ες, μία είναι και η Εκκλησία ως σώμα αυτού. Το δε σώμα δεν είναι δυνατόν να ευρίσκεται εις κατάστασιν διασπάσεως...

Η Εκκλησία αποτελεί επίσης την κοινότητα του Αγίου Πνεύματος, καθ' όσον είναι το κατ' εξοχήν πεδίον ενεργείας αυτού».

* «Η αίρεσις διαταράσσει την ενότητα και την ειρήνην της Εκκλησίας. Φυσικά δεν την διασπά, αλλ' αποσπά μέλη, τα οποία τότε χάνουν τον θεανθρώπινον χαρακτήρα των...

...πί μέρους τμήματα της Εκκλησίας ήσαν αι αυτοτελείς επισκοπαί, η δε ενότης αυτής κατά τας εγκοσμίους σχέσεις της εξεφράζετο δια της επικοινωνίας των επισκόπων μεταξύ των·τούτο είναι ό,τι συνήθως καλούμεν κοινωνίαν των Εκκλησιών.

* Μ. Βασίλειος «διέκρινε μεταξύ κοινωνίας αγάπης και κοινωνίας πίστεως..., η ορθή πίστις είναι το θεμέλιον της κοινωνίας και η κοινωνία με τους ορθοδόξους σημαίνει τοποθέτησιν εις την μερίδα των δικαίων κατά την ημέραν της κρίσεως».

* «Η κοινωνία με τους αιρετικος είναι ανεπίτρεπτος. Η ομολογία των Πατέρων τούτων, διατυπωθείσα δι' ενεργείας του Αγίου Πνεύματος επ' αυτούς, αποτελεί γνησίαν έκφρασιν της χριστιανικής διδασκαλίας και η αποδοχή της εν συνόλω, χωρίς παράλειψιν ούτε λέξεως, είναι θεμελιώδες καθήκον παντός χριστιανού, πολύ δε περισσότερον του επισκόπου. Είναι δε ως ελέχθη, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας».

* «Δια τούτο ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας. Συνεδέετο από της νεανικής του ηλικίας, και μάλιστα οικογενειακώς, με τον Ευστάθιον Σεβαστείας, τον οποίον επηρέαζε σοβαρώς εις τα φρονήματα επί τίνα χρόνον, ενώ ο ίδιος επηρεάζετο από αυτόν εις τα θέματα του μοναχικού βίου. Αι υποδείξεις πολλών ομοφρόνων του περί υπόπτων φρονημάτων αυτού δεν ήρκεσαν δια να τον οδηγήσουν εις μεταβολήν αισθημάτων. Όταν όμως επείσθη ότι πράγματι ο Ευστάθιος ηκολούθει αιρετικήν γραμμήν, δεν εδίστασε να διακόψη πάσαν επαφήν μαζί του».

«Η αλήθεια είναι υπεράνω πάσης φιλίας. “Δεν αγνοείς πόσον μεγάλην έκτίμησιν είχομεν προς αυτούς (δηλαδή τον Ευστάθιον και τους οπαδούς του) όσον χρόνον ήσαν με το μέρος της υγιούς μερίδος. Τώρα όμως θα μας συγχωρεθή να μη ακολουθούμεν αυτούς, αλλά και να αποφεύγωμεν τους έχοντας το ίδιον με αυτούς φρόνημα, εφ' όσον δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να θεωρούμεν
προτιμότερον από την αλήθειαν και την σωτηρία μας”».

* «Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν απομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους και αντιστρόφως δε επάνοδος ενός επισκόπου από την αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν συνεπάγεται απόδοσιν της κοινωνίας».

* «Μία από τας οδυνηροτέρας πρώιμους εμπειρίας του Βασιλείου ήτο η περιπλοκή των σχέσεων του με τον επίσκοπον Καισαρείας, Διάνιον, ο οποίος τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησεν εις διάκονον. Γράφων προς τον Βοσπόριον, ομολογεί ότι είχε διακόψει την κοινωνίαν με τον Διάνιον, το έτος 361, και είχε φύγει εις την ερημίαν του Πόντου. Έπραξε δε τούτο δια τον λόγον ότι εκείνος είχεν υπογράψει ομολογίαν πίστεως την οποίαν έφεραν οι περί τον Γεώργιον Λαοδικείας και η οποία ήτο πράγματι σύμβολον της συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (360.

λόκληρο τ κείμενο το καθηγητ Π. Χρήστου: