Τοῦ
Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Γιὰ
μία ἀκόμη χρονιὰ θὰ τιμήσουμε τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ χρόνου τὸν φωστῆρα τῆς
τρισηλίου Θεότητος, τὸν Μ. Βασίλειο. Γιὰ μία ἀκόμα χρονιὰ θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ
μεγαλεῖο του, γιὰ τὴν διδασκαλία του, γιὰ τὸ ἔργο του. Θὰ μιλήσουμε καὶ θὰ ἐπαναπαυθοῦμε
ὡς ἄλλοι Φαρισαῖοι μὲ τὰ λόγια μας μὴ ἀναλογιζόμενοι τὸ ἑξῆς: Ἀφοῦ τιμοῦμε τὸν
Μ. Βασίλειο, γιατὶ δὲν τὸν μιμούμαστε, γιατὶ δὲν πράττουμε αὐτὰ ποὺ ἔπραξε καὶ δὲν
λέμε αὐτὰ ποὺ εἶπε;
Θὰ δοῦμε στὰ παρακάτω χωρία πῶς
φαίνεται ὅτι δὲν τὸν μιμούμαστε, δὲν πράττουμε καὶ δὲν μιλοῦμε ὅπως ἐκεῖνος.
Γράφει
ὁ Ἅγιος:
«Ἀκόμα
δὲ κι ἡ δῆθεν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας ἔχει ἐπινοηθεῖ ἀπὸ μερικοὺς σὰν ὅπλο
στὴ μεταξύ τους διαμάχη καὶ κρύβοντας τὶς δικές τους ἔχθρες, καμώνονται πὼς ἐχθρεύονται
γιὰ χάρη τῆς ὀρθοδοξίας. Κι ἄλλοι, ξεφεύγοντας τὸν ἔλεγχο γιὰ τὶς
μεγάλες ντροπές τους, ἀνάβουν στὰ πλήθη μανία στὴ μεταξύ τους φιλονεικία, ὥστε
νὰ σκεπάσουν μὲ τὰ γενικὰ κακὰ τὸ δικό τους... Κι ἔτσι, μᾶς περιγελοῦν
οἱ ἄπιστοι. Κλονίζονται οἱ λιγόπιστοι. Ἀμφίβολη γίνεται ἡ πίστη. Ἡ ἄγνοια
ξεχύνεται στὶς ψυχές, μὲ τὸ νὰ μιμοῦνται τὴν ἀλήθεια οἱ κακοποιοὶ ποὺ δολιεύουν
τὴ διδασκαλία. Σιγοῦν τὰ στόματα τῶν ὀρθοδόξων καὶ λύνεται κάθε βλάσφημη
γλώσσα. Βεβηλώθηκαν τὰ ἅγια. Ἀποφεύγουν τοὺς ναοὺς τὰ ὀρθόδοξα πλήθη σὰν
σχολεῖα τῆς αἵρεσης καὶ στὶς ἐρημιὲς ὑψώνουν τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐράνιο Δεσπότη
μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα» (Ἐπιστολή 92, πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 2).
Ὁ
Ἅγιος ἔβλεπε τὴν αἵρεση νὰ προχωράει καὶ παράλληλα ἔβλεπε τοὺς Ὀρθόδοξους ἢ νὰ μὴν ἀντιδροῦν ἢ νὰ βρίσκονται
σὲ διχόνοια καὶ διαμάχες εἰς βάρος τῆς Πίστεως καὶ τοῦ ποιμνίου. Δὲν φοβήθηκε ὁ
Μέγας αὐτὸς ἀνὴρ νὰ ὀνομάζει τὰ αἵτια. Ἐμεῖς τίποτα δὲν βλέπουμε, τίποτα δὲν ἀναλογιζόμαστε,
τίποτα δὲν πράττουμε γιὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὅποῖα συμβαίνουν καὶ σήμερα. Ἀντιθέτως ἐφευρίσκουμε
συνεχῶς καὶ νέες αἰτίες ἐφησυχασμοῦ, διαμάχης και διχασμοῦ.
Καὶ
σὲ ἀντίθεση μὲ ἐμᾶς ὁ μέγας αὐτὸς ἀνὴρ πονοῦσε και ὑπέφερε:
«Τίς
θρῆνος τῶν συμφορῶν τούτων ἄξιος; Ποῖαι πηγαὶ δακρύων κακοῖς τοσούτοις ἐξαρκέσουσιν;
Ἕως οὖν ἔτι δοκοῦσιν ἑστάναι τινές, ἕως ἔτι ἴχνος τῆς παλαιᾶς καταστάσεως διασώζεται,
πρὶν τέλεον ταῖς Ἐκκλησίαις ἐπελθεῖν τὸ ναυάγιον, ἐπείχθητε πρὸς ἡμᾶς, ἐπείχθητε
ἤδη, ναὶ δεόμεθα, ἀδελφοὶ γνησιώτατοι· δότε χεῖρα τοῖς εἰς γόνυ κλιθεῖσι.
Συγκινηθήτω ἐφ' ἡμῖν τὰ ἀδελφικὰ ὑμῶν σπλάγχνα, προχυθήτω δάκρυα συμπαθείας. Μὴ
παρίδητε τὸ ἥμισυ τῆς οἰκουμένης ὑπὸ τῆς πλάνης καταποθέν, μὴ ἀνάσχησθε ἀποσβεσθῆναι
τὴν πίστιν παρ' οἷς πρῶτον ἐξέλαμψε... καὶ μὴ μόνον τὰ παρ' ἑτέροις μακαρίζωμεν
ἀγαθά, ὅπερ νῦν ποιοῦμεν, ἀλλὰ καὶ τὰς ἡμετέρας αὐτῶν Ἐκκλησίας ἐπίδωμεν τὸ ἀρχαῖον
καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀπολαβούσας» (Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους,
3).