Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής
Υπ. Διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
Για την ζωή της Εκκλησίας, η οποία σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο «εἰκών ἐστι καί τύπος Θεού»[1], η θέαση της πραγματικότητας φέρει πάντοτε το χαρακτηριστικό της καθολικότητας. Η συνοδική πράξη της Εκκλησίας, κάθε φορά που καταδικάζει μία αίρεση, καταδικάζει ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα και την σωτηριολογική συνέπεια της διαρχικής αποσπασματικότητας, των διπολικών προσεγγίσεων και τον μερικό υπερτονισμό στοιχείων του καθόλου της πίστεως. Κάθε αίρεση που εμφανίζεται ιστορικά και απαιτεί την επανερμηνεία του πυρήνα της δογματικής διδασκαλίας, επιχειρεί -συνειδητά ή ασυνείδητα- τη διάβρωση της καθολικότητας, δηλ. αυτό τούτο το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ενότητας. Σε αυτήν τη βάση γίνεται κατανοητό ότι όλα τα σωτήρια γεγονότα, από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου έως καί την Πεντηκοστή, εντάσσονται συναρτώμενα στο ενιαίο του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, δίχως υπερτονισμούς και εξαιρέσεις, δεδομένου ότι ο στρεβλός υπερτονισμός στοιχείων της καθολικότητας αποτελεί ψεύδος και κακία, που αντιστρατεύεται το όλον της αληθείας.
Το ενιαίο και αδιάσπαστο της θείας Οικονομίας αποτυπώνεται με σαφή τρόπο στην λειτουργική ευχή του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, λίγο πριν τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, στην οποία μάλιστα περιλαμβάνεται και αυτή η μέλλουσα επάνοδος του Χριστού: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας»[2].
Από την άλλη πλευρά, στον δυτικό χριστιανισμό, λόγω των εντελώς διαφορετικών ερμηνευτικών κριτηρίων του θεολογείν, δόθηκε ιδιαίτερο σωτηριολογικό περιεχόμενο και βάρος σε συγκεκριμένα γεγονότα της ένσαρκης παρουσίας του Θεού Λόγου (Γέννηση, Σταύρωση), γεγονός το οποίο όμως μοιραία διασπά το ενιαίο της θείας Οικονομίας. Ο τονισμός όμως συγκεκριμένων γεγονότων, ως των κατεξοχήν σωτηριωδών, σιωπηρά δηλώνει την υποτίμηση όλων των υπολοίπων, πράγμα το οποίο αναπόφευκτα συνεπάγεται την διάκριση των γεγονότων σε σωτήρια, λιγότερο σωτήρια και μη σωτήρια.
Σε αντίθεση με τους δυτικούς, όμως, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, θέλοντας να επιδείξει την ενότητα και το ομοταγές όλων των γεγονότων της ένσαρκης παρουσίας του Θεού Λόγου, σημειώνει: «Ὃ γὰρ γέγονε δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος, ἀγέννητός τε καὶ ἄκτιστος ὢν κατὰ τὴν οἰκείαν θεότητα, καὶ ὃν ἔζησε βίον δι’ ἡμᾶς ἔζησε, τρίβον ἡμῖν ὑποδεικνὺς τὴν πρὸς τὴν ὄντως ζωὴν ἐπανάγουσαν· καὶ ἅπερ ἔπαθε τῇ σαρκί, δι’ ἡμᾶς ἔπαθε, τὰ ἡμῶν ἐξιώμενος πάθη, καὶ διὰ τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθη εἰς θάνατον, καὶ δι’ ἡμᾶς ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη, προοικονομῶν ἡμῖν τὴν εἰς ἀπείρους αἰῶνας ἀνάστασιν καὶ ἀνάληψιν· πάντες γὰρ οἱ κληρονόμοι τῆς ζωῆς ταύτης μιμοῦνται, καθόσον ἐστί, τὴν πολιτείαν τῆς ἐπὶ γῆς οἰκονομίας αὐτοῦ»[3].
Σε όσα αφορούν την δυτικότροπη θέαση του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, η οποία σαφώς διαφοροποιείται από την θεολογία της Εκκλησίας, πρέπει να σημειωθεί πως, επειδή το μυστήριο της σωτηρίας κατανοείται επί τη βάσει ιστορικών σχημάτων και ιδιωμάτων (δικανική λύτρωση)[4], είναι απολύτως αναγκαίος για τα δεδομένα και τις προϋποθέσεις της δυτικής θεολογίας ο υπερτονισμός κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος της ζωής του Χριστού και μάλιστα ερμηνευμένου με συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου να τεθεί ως θεμέλιο η απαιτούμενη θεολογική τεκμηρίωση. Και η πλέον αποφατική διατύπωση έχει ως βάση την κατάφαση του παρόντος αιώνος. Σε κάθε περίπτωση, η δυτική θεολογική σκέψη, έχοντας την τριπλή σύγχυση (Θεολογίας-Οικονομίας, κτιστού-ακτίστου, Ουσίας-ενεργειών) δεδομένα παρούσα στη βάση της δογματικής της διδασκαλίας, φέρει ήδη εντός της το χαρακτηριστικό της διάσπασης και του μερισμού. Συνεπώς δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν, λόγω των ερμηνευτικών της κριτηρίων, να αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε ζήτημα καθολικά, ενώ σε κάθε περίπτωση τελεί σε σχέση εξάρτησης με τα ιστορικά εμφανιζόμενα φιλοσοφικο-θεολογικά δεδομένα. Εξ’ ου και η αλλεπάλληλη εμφάνιση θεολογικών ρευμάτων, που αφενός έρχονται να ακυρώσουν ένα προηγούμενο ρεύμα και ταυτόχρονα να απαντήσουν μονομερώς και αποσπασματικώς σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό παρόν, μέχρις ότου έλθει μία επόμενη αφορμή, για την απάντηση της οποίας δεν θα είναι επαρκής η έως τότε θεολογική παρακαταθήκη με αποτέλεσμα να απαιτείται η γέννηση ενός νέου ανανεωτικού ρεύματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλείται και συντηρείται μία μόνιμη εξέλιξη και προσαρμογή της δογματικής διδασκαλίας στις εκάστοτε χωροχρονικές συντεταγμένες, όπου το μέχρι πρότινος ρηξικέλευθο και ανανεωτικό ρεύμα απώλεσε την ζωτικότητά του και επιζητά και το ίδιο ανανέωση[5].