Ἔχουν
συνειδητοποιήσει ἄραγε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι “καταπίνουμε” ἕνα-ἕνα τὰ ἀντιπατερικά-αἱρετικὰ ἀνοίγματα τῶν
Οἰκουμενιστῶν; Τοὺς ἀντιπατερικοὺς διαλόγους, τὶς ἁπλὲς συμπροσευχές, τὶς ἀπὸ κοινοῦ συμπροσευχὲς σὲ "ὀρθόδοξες" ἢ ἑτερόδοξες (δηλ. αἱρετικές) ἱερὲς ἀκολουθίες (ἀρτοκλασίες, Ἑσπερινοὺς ἀγάπης, Ἁγιασμούς κ.λπ.),
τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν
ὡς «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τὰ ἡμισυλλείτουργα;
Κι ὄχι μόνο αὐτό. Οἱ
Οἰκουμενιστὲς πλέον, δὲν κρύβονται, ὑποστηρίζουν ἀνοικτᾶ καὶ
χωρὶς ἐπιφυλάξεις τὶς αἱρετικὲς πρακτικές τους, οἱ δὲ ἄλλοι Ἐπίσκοποι δὲν
αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη οὔτε νὰ διαφοροποιηθοῦν, οὔτε νὰ διορθώσουν, οὔτε βέβαια
νὰ ἐπιτιμήσουν τὶς κακόδοξες πρακτικές.
Παρουσιάσαμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀνάρτηση τὴν ἄθλια συνέντευξη στὸ «Ἁγιορείτικο
Βῆμα» τοῦ Οἰκουμενιστὴ Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ, μὲ τίτλο «Ναι στους διαλόγους, Όχι στους “ταλιμπάν” της Ορθοδοξίας».
Δι’ αὐτῆς τῆς
δημοσιεύσεως παρουσιάζει στὸν πολὺ κόσμο ὡς φυσικὸ καὶ ἀναγκαῖο τὸν ἐπὶ
δεκαετίες μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο διεξαγόμενο διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς. Οἱ
θέσεις του –φτηνὲς καὶ τετριμμένες– ἔχουν ἀπαντηθεῖ καὶ ἀνασκευασθεῖ ἀπὸ καιρό,
ἀλλὰ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπανέρχονται στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια εὐλογοφανῆ ἐπιχειρήματα, σπέρνοντας τὴν ἀμφιβολία καὶ
τὴν σύγχυση στοὺς ἀγνοοῦντας πιστοὺς καὶ ὑπολογίζοντας ὅτι, χάρις στὴν ἀφωνία
τῶν Ποιμένων, τελικὰ θὰ περάσουν τὰ μηνύματά τους.
Σὲ ἐκείνη τὴν ἀνάρτηση
παραθέσαμε τὶς δόλιες καὶ πονηρὲς θέσεις τοῦ Ζιμπάμπουε, ποὺ μὲ τέχνη
ἑωσφορικὴ σερβίρει, ὅπως τὸ νὰ ταυτίζει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν φατρία τῶν
Οἰκουμενιστῶν, π.χ. οἱ Πατριάρχες Βαρθολομαῖος καὶ Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ
ἀφεντιά του! Τολμᾶ δὲ νὰ παρουσιάζει, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (καὶ τὸν ἀπ. Παῦλο) νὰ εὐλογεῖ τοὺς
σύχρονους ἀντί-Χριστους
Διαλόγους! Τοποθετήσαμε δὲ καὶ κατάλληλες φωτογραφίες ποὺ -καὶ μόνο
αὐτές- ἀποδεικνύουν τὶς ἀνακρίβειες καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ κ. Σεραφείμ.
Δὲν πρέπει νὰ μένουν ἀναπάντητα τέτοια κείμενα, γιατὶ μὲ τὴν προβολὴ τέτοιων κακόδοξων θέσεων ἀνεπαισθήτως κατεδαφίζονται κυριολεκτικὰ ἡ Ὀρθόδοξη
αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ στάση μας
ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς. Ὑβρίζει δὲ ἐκεῖ ὁ κ. Ζιμπάμπουε, ὡς «ταλιμπάν», ὅσους ἀκόμα ἀγωνίζονται
ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Σ' αὐτὴ τὴν
ἀνάρτηση γίνεται μιὰ προσπάθεια παρουσίασης τῆς Ὀρθόδοξης Πατερικῆς διδασκαλίας
γιὰ τὸ θέμα, γιὰ νὰ φανεῖ ποιός εἶναι (ὄχι "ταλιμπάν") ἀλλὰ βομβιστὴς ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ γκρεμίσει τὴν ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας. Θὰ ἔπρεπε, βέβαια, νὰ γραφεῖ ὁλόκληρη πραγματεία γιὰ νὰ
ἀντικρούσουμε ὅλα τὰ σημεῖα της. Ἀρκούμαστε, ὅμως, νὰ ἀπαντήσουμε μόνο σὲ ὅσα παραπλανητικὰ
γράφει, περὶ τῶν διεξαγομένων Διαλόγων., ποιά δηλ. εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Στὶς
συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος
ποιμένας ἔχει τὸν πρῶτο λόγο, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν
αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ
κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ
νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν
του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς
ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος
α΄, line 278-279).
«Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον
αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα.
Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν
λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ
ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον
ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ
ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον
πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ
καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι, vol 56, pg 166, ln 58-pg 167, ln 13).
Εἶναι
φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν,
τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς
κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους–, ἀλλὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς κακόδοξες προσθῆκες τῶν αἱρετικῶν, εἶναι σύμφωνη μὲ
τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ
Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ
πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῶν Ἀποστόλων, (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον…
παραιτοῦ”)· στηρίζεται γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν
Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξες –πρὶν τὸ
σχίσμα– ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ
Βατικανό.
Αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ζ. εἶναι ἐπανάληψη ὅσων ἔχει πεῖ
ὁ Πατριάρχης, καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀναιρεθεῖ. Καὶ μὲν ὁ Κύριος συνομίλησε μὲ τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε, καὶ ἔστειλε τοὺς μαθητές του γιὰ Ἱεραποστολή, ἀλλὰ ποτὲ
δὲν ἔκανε «Διάλογο» μὲ τὶς προϋποθέσεις τῶν συγχρόνων διαλεγομένων. Κατὰ δὲ τὸ
παράδειγμά Του, οὔτε οἱ Ἅγιοι ἔκαναν τέτοιους «Διαλόγους».
Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐδίδαξε καὶ κάποια ἄλλα πράγματα. Ἤλεγξε,
καυτηρίασε, ἐπιτίμησε, μίλησε περὶ ἐθελοτυφλούντων, ἀμετανοήτων,
ψευδοδιδασκάλων, περὶ ὑποκριτῶν Φαρισαίων, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐξαπέλυσε τὰ
φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί». Δὲν ἐμπόδισε νὰ
φύγουν τοὺς ἀκροατὲς μιᾶς ὁμιλίας Του ποὺ παρεξήγησαν τοὺς λόγους Του· δὲν τοὺς
παρακάλεσε νὰ γυρίσουν πίσω γιὰ νὰ τοὺς δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀφοῦ
γνώριζε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκτήσει πνεῦμα μαθητείας (μετάνοια)· δὲν τοὺς
παρακάλεσε νὰ μείνουν γιὰ νὰ ξανασυζητήσουν τὸ θέμα, νὰ κάνουν ἕνα εὐρύτερο
«θεολογικὸ Διάλογο ἀγάπης»· προέτρεψε μάλιστα καὶ τοὺς μαθητές του νὰ φύγουν
μαζί τους -ἂν θέλουν-, ἀφοῦ ἀπαιτοῦσε ἐν ἐλευθερίᾳ
καὶ ταπεινώσει τὴν ἀποδοχὴ ἀτόφιων καὶ ὅλων τῶν Ἐντολῶν καὶ Ὑποθηκῶν Του (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε καὶ τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»).
Ἂς θυμηθοῦμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Χριστὸς συμβούλεψε
τοὺς μαθητές Του νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνων ποὺ δὲν θὰ ἀποδέχονταν τὴν
διδασκαλίαν Του, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψη, τινάζοντας μάλιστα καὶ
τὴν σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μαζί
τους. Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη, ὅταν ὁ Ἀδάμ
καὶ ἡ Εὔα παρήκουσαν τὸ Θεό, συζήτησε μαζί τους, περιμένοντας τὴν μετάνοιά
τους. Καὶ ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἀνταποκρίθηκαν, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «παραιτήθηκε»
ἀπ’ αὐτούς, «οἰκονομῶν», βέβαια, ἐν καιρῷ τὴν σωτηρία τους. Δὲν συνέχισε τὸν
Διάλογο μαζί τους.
Παρόμοια τακτικὴ βλέπουμε νὰ τηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς
Ἰουδαίους τῆς Ἀντιοχείας. Ὅταν αὐτοὶ ἀντέλεγαν σὲ ὅσα ἐδίδασκε ὁ Παῦλος στὸ
συγκεντρωμένο πλῆθος, καὶ παρουσίαζαν συνεχῶς νέες σοφιστικὲς ἀντιλογίες, «ὑβρίζοντες καὶ βλασφημοῦντες τὸν Χριστὸν
καὶ τοὺς Ἀποστόλους», ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἐφαρμόζουν τὸ «μετὰ μίαν… νουθεσίαν παραιτοῦ» δὲν συνέχισαν
τὸν Διάλογο, ἀλλὰ ἔφυγαν,
τοὺς ἐγκατέλειψαν λέγοντάς τους: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Πράξ. 13, 44-46).
τοὺς ἐγκατέλειψαν λέγοντάς τους: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Πράξ. 13, 44-46).
Εἶναι,
λοιπόν, καὶ θέμα στοιχειώδους ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας, ὅπως λέγει ὁ Εὐγένιος
Βούλγαρις, νὰ μὴ τρέχωμεν ὀπίσω τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἀδιακρίτως καὶ ἀφόβως: «Μὴ γίνου ὅμως αὐτὸς ζητητὴς ὀχληρός τε καὶ ἄκαιρος, εἰς τρόπον ὅτι νὰ
τρέχῃς ὀπίσω τῶν ἑτεροδοξούντων» (Βουλγάρεως
Εὐγενίου, Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 36).
Ἐνῶ σήμερα, οὐσιαστικὰ ὁ
Διάλογος ἔχει ἄλλες προϋποθέσεις καὶ δόλιες σκοπιμότητες, φανερὲς καὶ στὸν πιὸ
στραβό, καὶ μόνο ὁ Ζ. καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ ἔχουν συνειδητὰ καταταγεῖ στὴν
παράταξη τῶν παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, δὲν τὶς βλέπουν. Σήμερα ὁ Διάλογος
ἔχει συνειδητὰ ὑποβαθμιστεῖ, ἀφοῦ τὸν πρῶτο λόγο ἔχουν οἱ μυστικὲς
διαβουλεύσεις, ποὺ διεξάγουν ὀλίγιστοι γραφειοκράτες ἱερωμένοι καὶ ἀκαδημαϊκοί,
ἐρήμην μάλιστα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συνοδεύεται δὲ ἀπὸ φανερὲς πλέον θεομίσητες
καὶ ἀντικανονικὲς ἐκκλησιαστικὰ συμπροσευχὲς.
Ἀλλὰ κι ἂν ὁ Διάλογος
διεξάγετο τηρουμένων τῶν συμφωνηθέντων, ἐδίδετο δηλαδὴ τὸ βάρος τῆς ὅλης προσπαθείας
στὴν πειθὼ διὰ τοῦ διαλόγου, καὶ πάλι δὲν θὰ ὁδηγοῦσε πουθενά, ὅπως ἔχει
ἀποδείξει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Μόνο ὅταν ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς Πίστεως τῆς
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνεται «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» (Ρωμ. 1, 5), ὅπως
θὰ ἀπαιτοῦσε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ εἶχε κάποια περιθώρια ἐπιτυχίας. Γράφει ὁ
ἅγιος, πὼς καθῆκον τῶν Ἀποστόλων ἦταν τὸ νὰ ἐπισκέπτονται τὶς πόλεις ὄχι γιὰ νὰ
διαλέγονται, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύττουν∙ «τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ»,
ὁ ὁποῖος καὶ διανοίγει τὴν καρδιὰ τῶν καλοπροαίρετων καὶ ὑπάκουων. Ἂς
παρακολουθήσουμε ὁλόκληρη τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου τοῦ θεοπνεύστου πατρὸς
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Οὐκ ἄρα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν οἱ κατορθοῦντες, ἀλλ' ἡ προοδοποιοῦσα χάρις
αὐτοῖς. Ἐκείνων
μὲν γὰρ ἦν τὸ περιιέναι καὶ κηρύττειν, τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς
Θεοῦ· καθὼς καὶ ὁ Λουκᾶς φησιν, ὅτι Διήνοιξε
τὴν καρδίαν αὐτῶν.... Εἰς ὑπακοήν. Οὐκ
εἶπεν, Εἰς ζήτησιν
καὶ κατασκευὴν, ἀλλ', Εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν, φησί,
συλλογίζεσθαι, ἀλλ' ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι. Ὅταν γὰρ ὁ Δεσπότης
ἀποφήνηταί τι, τοὺς ἀκούοντας οὐ περιεργάζεσθαι χρὴ τὰ λεγόμενα καὶ
πολυπραγμονεῖν, ἀλλὰ δέχεσθαι μόνον» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν
πρὸς Ρωμαίους, vol 60, pg 398, ln 23-42).
Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Θεοσεβείας
μὲν γὰρ ἴδιον μὴ ἀναγκάζειν, ἀλλὰ
πείθειν, ὥσπερ εἴπαμεν. καὶ γὰρ ὁ Κύριος αὐτὸς οὐ βιαζόμενος, ἀλλὰ τῇ
προαιρέσει διδοὺς ἔλεγε πᾶσι μέν· “εἴ
τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν”, τοῖς δὲ μαθηταῖς· “μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε
ἀπελθεῖν”; αὕτη παντελῶς ἀλλοτρία τῆς θεοσεβείας ἐστί» (Μ.
Ἀθανασίου, Historia Arianorum, TLG, c. 66, s. 3, l. 6 - c. 67, s. 3, l. 1.
Γι’ αὐτὸ καὶ σταθερὴ
ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν
μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν
τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν
αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων,
παρὰ μόνο κάποια
παραδείγματα∙ ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν
Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν
γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα, σὲ ἕνα
Διάλογο μὲ Ὀρθόδοξες προοπτικές. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της, λοιπόν, ἡ
Σύνοδος, καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν ἕνωσιν»
ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., Ἡ
αἵρεσις τοῦ Filioque, σελ. 630.
Καὶ ἡ Σύνοδος κάνει τὴν ἑξῆς σημαντική, λογικότατη καὶ ἀφοπλιστικὴ πρόταση: Δὲν ὑποχωρεῖ νὰ
δεχθεῖ συζήτηση εἰς τὰ τῆς Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ
δέχεται νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη ἔχει παραβεῖ τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στὸν μεταξύ μας Διάλογο ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε προσθέσει κάποια
καινοτομία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «ἐπὶ τῷ ἱερῷ σκοπῷ τῆς ἑνώσεως ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος…Ἐκκλησία ἐστὶν ἑτοίμη ἀποδέξασθαι ὁλοψύχως, εἰ τυχὸν παρέφθειρεν ἢ μὴ κατέχοι, πᾶν ὅ,τι πρὸ τοῦ ἐνάτου αἰῶνος ὡμολόγουν ὁμοφώνως ἥ τε Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία…» (Εἰς Ψαλτάκη
Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15).
Καὶ συνεχίζει: Ἂν ὅμως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «κρατεῖ τὰ ἀρχαιοπαράδοτα δόγματα», ἀντίθετα δὲ ἡ «Δυτικὴ διέστρεψεν αὐτὰ διὰ ποικίλων νεωτερισμῶν, τότε καὶ τοῖς νηπίοις δῆλον, ὅτι ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσίν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ.
παρ., σελ. 541-542).
Παρόμοια ἀπάντηση εἶχε δώσει
στὴν Α΄ Σύνοδο Βατικανοῦ καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ϛ΄, ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Παπικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχει στὴ Σύνοδό
τους, καθόσον οἱ Παπικοὶ μένουν ἀμετανόητοι στὶς αἱρετικὲς προσθῆκες τους. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ
Βουτηρᾶ Σ., Ἡ Παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1902. Ἀξίζει νὰ ἀποδοθεῖ ἐν περιλήψει:
Τὸ 1868 ὁ Πάπας, ἔστειλε στὸ Φανάρι ἐκπροσώπους
του καὶ ἐπέδωσε Προσκλητήριον Ἐπιστολὴν στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ϛ΄. Ὁ
Πατριάρχης δέχτηκε μὲν τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Πάπα, δὲν παρέλαβε δὲ τὴν Ἐπιστολή.
Γιατί (τοῦ ἐξήγησε), μάθαμε διὰ τοῦ «Τύπου» τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, πὼς
δηλαδὴ μὲ τὴν Ἐπιστολὴ καλεῖται τὸ Πατριαρχεῖο μας νὰ λάβει μέρος στὴν «Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο» ποὺ ἑτοιμάζει ἡ Ρώμη, διαδικασία ἀντίθετη μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας∙
ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ δὲν συμφωνοῦμε.
Περιμέναμε, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, «ν’ ἀκούσωμεν νέον τι», κάποια ἀλλαγὴ
στάσεως τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ Πάπας ἐπαναλαμβάνει στὴν Ἐπιστολὴ «τὰς ἰδίας ἀντιχριστιανικὰς ἀρχὰς ἀντιστρατευομένας
εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου». Μᾶς καλέσατε (ὑπενθυμίζει στὸν παπικὸ ἐκπρόσωπο)
καὶ τὸ 1848 σὲ «Συνοδικὸ Διάλογο» στὴ
Ρώμη καί, λόγω τῶν ἀντιθέτων πρὸς τὴν πατροπαράδοτη πίστη προτάσεων καὶ τότε ἀρνηθήκαμε.
Πρὸς τί λοιπόν, ὁ Διάλογος, ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἐπιμένει πεισμόνως στὶς ἀρχές του;
Ἐμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμε «ἀναξέσαι παλαιὰς πληγάς… διὰ συζητήσεων καὶ λογομαχιῶν… οὔτε
ἔστι δυνατὴ συνενόησις καὶ συνδιάλεξις Συνοδικὴ μὴ ὑπάρχοντος κοινοῦ ὁρμητηρίου
τῶν αὐτῶν ἀρχῶν».
Καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ ἀποστολικὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον
…παραιτοῦ» καὶ ἀρνούμενος Διάλογον «ἐπὶ “ἴσοις” ὅροις» καταλήγει: «Ἡμεῖς φρονοῦμεν ὅτι ἡ ἐπιτυχεστάτη καὶ ἀπαθεστάτη
τῶν τοιούτων ζητημάτων λύσις ἐστὶν ἱστορική. Ἐπειδή, ὑπῆρξεν Ἐκκλησία πρὸ δέκα
αἰώνων τὰ αὐτὰ ἔχουσα δόγματα ἔν τε Ἀνατολῇ καὶ Δύσει,… ἀναδράμωμεν ἑκάτεροι εἰς
ἐκείνην καὶ ἴδωμεν ὁπότεροι προσέθεντο ἢ ἀφεῖλον∙ ἐκκοπτέσθω ἡ προσθήκη, ἐὰν ὑπάρχῃ
καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ προστιθέσθω τὸ ἀφαιρεθέν, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ καὶ
τότε σύμπαντες ἀνεπαισθήτως εὑρεθησόμεθα εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον τῆς καθολικῆς ὀρθοδοξίας,
ὁπόθεν ἡ Ρώμη τῶν κάτω αἰώνων μακρυνομένη ἐπὶ μᾶλλον ἀρέσκεται νὰ πλατύνῃ τὸ
χάσμα διὰ νέων ἀεὶ δογμάτων καὶ θεσπισμάτων, ἐκτρεπομένων τῆς ἱερᾶς παραδόσεως»
(Χρυσοστόμου, Ἐπισκόπου Ροδοστόλου, Ἰδοὺ ὁ παπισμός,
σελ. 477-480).
Ἂς ξαναδιαβάσει ὁ Ζ. τὴν καθαρὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ
Γρηγορίου κι ἂς πάψει -Ἐπίσκοπος ἄνθρωπος- νὰ ἐκτίθεται.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
εἶναι γνωστότατο ὅτι ὑποστήριζε πώς, οἱ Διάλογοι
μὲ τοὺς ἑτερόδοξους –ποὺ μάλιστα
ἔχουν παγιωμένη καὶ μακροχρόνια τὴν αἱρετικὴ δοξασία– ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικὸν ἄνθρωπον…παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ
τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους
ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι
ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς
τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ
τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον».
Καί· «Ἐπεὶ
δὲ περὶ Θεοῦ καὶ εἰς Θεὸν ὁ λόγος, οὐχ ὁ τίσδε ἢ τίσδε, ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καὶ
Παῦλος οὐδ' ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἂν κἂν τὸ βραχύτατον
παρακινῆσαι, ὡς διὰ τούτου τοῦ παντὸς εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου· πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν
ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ
παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι
πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν
κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν» (Στουδίτου Θεόδ., Ἐπιστολὴ Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν καὶ Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς
Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α).
Στὴν β’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Πατρόφιλον, ὁ Μ.
Βασίλειος, τονίζει: α) πὼς εἶναι ἀντίθετος στὶς συμφωνίες μὲ τοὺς ἐπιβλαβεῖς
αἱρετικοὺς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εἰρήνης, διότι προξενεῖται μεγάλη βλάβη: «Εἰ δὲ ἡ πρὸς τοὺς βλαβεροὺς συμφωνία ἐν
εἰρήνης προσχήματι τὰ τῶν πολεμίων τοὺς προσδεχομένους ἐργάζεται, σκόπησον
τίνες εἰσὶν οἷς ἀνέμιξαν ἑαυτούς, οἳ τὸ ἄδικον μῖσος ἐμίσησαν ἡμᾶς, ἀλλ' οἱ τῆς
μερίδος τῶν ἀκοινωνήτων ἡμῖν» (Μ. Βασιλείου,
Πατροφίλῳ, Ἐπισκόπῳ Αἰγῶν, ἐπιστ. 250
(σν΄).
Στὶς
ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ ἁγίου Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο βλέπουμε
τὴν ἴδια γραμμή. Μετὰ τὶς πρῶτες συζητήσεις, σταματοῦν τὸν διάλογο, δὲν συνεχίζουν
ἐπ’ ἀόριστον τὸν «Διάλογο» μὲ τὸν ἐμένοντα στὶς κακοδοξίες αἱρετικό. Τοῦ λέγει
κατὰ πρόσωπον, ὅτι ἑρμηνεύει διεστραμμένως τὸ Σύμβολοκαὶ τοῦ θέτουν μάλιστα καὶ
ὅριο: ἐντὸς ...10 ἡμερῶν(!) νὰ ἀπαντήσει, ἀλλιῶς θὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία! Καὶ προτρέπει τὸν Νεστόριο νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τοῦ
ἀνακοινώνει δὲ καὶ τοὺς ὅρους ἐπιστροφῆς (ὁμολογία, μετάνοια). Δὲν φτάνει, τοῦ
λέγει, μόνο νὰ ὁμολογήσεις μαζί μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ αὐτή σου τὴν
ὁμολογία νὰ τὴν καταθέσεις ἐγγράφως καὶ μὲ ὅρκο καί, ἐπίσης, νὰ ἀναθεματίσεις
τὰ «μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματά» σου:
«Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ
τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τὸ ἐκτεθὲν κατὰ καιροὺς ἐν ἁγίῳ
πνεύματι παρὰ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ
Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευσας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον,
κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως
ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα,
φρονήσεις δὲ καὶ διδάξεις ἃ καὶ ἡμεῖς ἅπαντες οἵ τε κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν
Ἑῴαν ἐπίσκοποι καὶ διδάσκαλοι καὶ λαῶν ἡγούμενοι».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν
Θεσ/νίκης «οὐ πᾶσι διδόναι λόγον
ἀνάγκη..., ἀλλὰ τοῖς μὲν ζητοῦσι μαθεῖν διαλέγεσθαι μετ’ εἰρήνης, τῶν δ’ αὗ
(πάλι) φιλονικεῖν αἱρουμένων ἀφίστασθαι».
Τὴν ἀνωτέρω ἄποψη συνιστοῦν
ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, συμβουλεύοντες νὰ μὴ παρασυρόμαστε στὴν λογομαχία τῶν
αἱρετικῶν καὶ ἰδίως, ὅταν καθίσταται φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ μετανοήσουν.
Ἐὰν δηλαδὴ οἱ ἑτερόδοξοι ἀπειθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμμένουν στὶς ἀπόψεις
τους, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς Διαλόγους καὶ τὴν προσπάθεια διαφωτίσεως
καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ἐκκλησία, πρὸς καιρόν, διότι αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ
Κύριος καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐντολή Του «ὅστις θέλει ὀπίσω μου
ἐλθεῖν» καὶ ἀκόμα, διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἐξοικιώσεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ
ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Ἡ διακοπὴ τῶν Διαλόγων πρέπει νὰ γίνεται
σύντομα, (συμπεραίνουν οἱ Πατέρες τῆς μονῆς του Ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους) σύμφωνα
μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή: “Αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ …δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”) (Ἱ. Μ.
Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν, ὅπ. παρ., σελ. 371).
Στὸ ἴδιο μοτίβο κινεῖται καὶ
ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.
«Ὅταν καταλάβαμε (γράφει)
ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐνδιαφέροντο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας, παύσαμε νὰ ἀντιπαραθέτουμε πρὸς τὶς πλάνες τους τὶς ὀρθόδοξες θέσεις, καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία· ἀλλὰ σὰ νὰ μιλούσαμε σὲ ντουβάρια. Οἱ Λατῖνοι, δηλ, δυσανασχετοῦσαν μὲν ἐλεγχόμενοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἀδιόρθωτοι καὶ μᾶς παρακινοῦσαν νὰ παρακάμψουμε τὸ θέμα τοῦ filioque καὶ νὰ συζητήσουμε τὰ ἄλλα δογματικὰ θέματα, νομίζοντες ὅτι, μὲ ἑπόμενες θεολογικές τους διαλέξεις, θὰ ἔκαναν νὰ ξεχαστεῖ τὸ θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque στὸ Σύμβολο. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ (Πατριάρχης, Ἐπίσκοποι, συνοδοί) ἐπέμεναν νὰ συζητηθεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ πρῶτον ἡ προσθήκη τοῦ
filioque.
Ὅταν μεταφέρθηκε ἡ Σύνοδος στὴν Φλωρεντία ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε τὰ θεολογικὰ θέματα καὶ οἱ Λατῖνοι παρουσίαζαν στὴ συζήτηση νοθευμένα καὶ ἀλλοιωμένα κείμενα καὶ πάνω σ’ αὐτὰ στήριζαν τὶς κακοδοξίες τους. Τότε καὶ πάλι ἐγώ ἐνεπλάκην στὴ συζήτηση, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραθέτουν νοθευμένα κείμενα ὡς Πατερικά, ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἦσαν ἀμετάπιστοι κι ἔτσι χάναμε –συζητώντας μαζί τους– τὸν καιρό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ σταμάτησα τὶς ὁμιλίες βεβαιώνοντάς τους
πὼς δὲν θὰ συμμετέχω στὴ Σύνοδο ἢ θὰ μετέχω σιωπῶν. Ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἐπίεζαν
τοὺς δικούς μας να συνεχίσουν τὶς συζητήσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ πιέσεις, ἔκαναν
τοὺς δικούς μας νὰ καμφθοῦν, νὰ χάσουν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ θάρρος ποὺ
εἶχαν, ἐπηρεαζόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν τὴν ἕνωση, καὶ γιατὶ
ἐπίσης ἐφοβοῦντο τὶς περαιτέρω διαμάχες. Οἱ Λατῖνοι, λοιπόν, τὴν σιωπήν μας
ἐκλαμβάνοντες ὡς ὑποχώρηση καὶ ἀδυναμία, μᾶς προκαλοῦσαν πρὸς συζήτηση καί,
καθὼς ἐμεῖς ἀποφεύγαμε νὰ ἐμπλακοῦμε σὲ μιὰ νέα συζήτηση, θριαμβολογοῦσαν ὡς
νικηταί, ὡς ἔχοντες αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια.
(Μπροστὰ
λοιπόν, σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ἐγώ, λέγει ὁ ἅγ. Μᾶρκος), ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀνατολικούς, παραμένω ἐν ἑαυτῷ, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ συνεχίσω νὰ εἶμαι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους μου Πατέρες καὶ διδασκάλους (ἀφοῦ, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους). (Ἔ κ θ ε σ ι ς τοῦ
ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατοτό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα,
Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σ. 304-308, Τὸ κείμενο στὸ τέλος1).
Σὲ
ἀντίθετη περίπτωση οἱ Ποιμένες ποὺ «ἀεὶ διαλέγονται»: ἢ ἀρνοῦνται τὸ καθῆκον
τῆς Ὁμολογίας, ἢ κάποιους κοροϊδεύουν. Καὶ οἱ διαδικασίες Διαλόγου ποὺ μὲ
εὐθύνη τοῦ Πατριαρχείου ἔχουν δρομολογηθεῖ
καὶ μὲ ἐπιμονὴ διεξάγονται (παρὰ τὴ φθορὰ καὶ τὸ σκανδαλισμὸ ποὺ
προξενοῦν), ἀφήνουν νὰ πλανῶνται στὸν ἀέρα πολλὲς ὑποψίες γιὰ τὶς σκοπιμότητες
ποὺ κρύβουν οἱ Διάλογοι αὐτοί.
Γιατὶ
ἀκριβῶς εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν ἀποδέχεται κάποιος τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς Διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν ἀποκλείει τὴν
πιθανότητα, ὅτι εἶναι δυνατὸ κατὰ τὴν πορεία τοῦ διαλόγου νὰ ἀποδειχτεῖ, πὼς τὸ
λάθος βρίσκεται στὴ δική του Ἐκκλησία. Ἔτσι, καλλιεργεῖ ἢ ὑποθάλπει στοὺς ἑτερόδοξους
τὴν κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ τὸ δίκιο. (Στὴν περίπτωση δὲ τῆς
θεομπαιξίας τοῦ Πάπα καὶ τῆς διπλωματίας τοῦ Βατικανοῦ, τροφοδοτεῖ τὴν ἐλπιδα,
ὅτι γρήγορα τὸ ἀπὸ αἰώνων ὄνειρό τους, γιὰ τὴν παγκόσμια κυριαρχία, θὰ εἶναι
πραγματικότητα). Ταυτόχρονα, ἐνσπείρει στοὺς ὁμοδόξους μία σύγχυση καὶ
προξενεῖ ἕνα φοβερὸ σκανδαλισμὸ τῆς
συνειδήσεως –ἀποδομητικὸ τῆς πίστεώς τους–, ἀφοῦ ἀφήνει νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία,
ὅτι ἐνδεχομένως νὰ μὴ βρίσκεται ἡ ὅλη Ἀλήθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ ὅσα
αἰῶνες τώρα αὐτὴ διδάσκει.
Ἂν πρὸς στιγμήν θελήσουμε να
διαλεχθοῦμε «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», μὲ τί ἰσοῦται αὐτό, ἢ μὲ τὸ διαλέγεσθαι χωρὶς
τὴν βάση τῆς Ἱ. Παραδόσεως; Δὲν θὰ εἶναι ἡ συζήτηση αὐτή, συζήτηση χωρὶς πυξίδα;
Ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἔχουμε βάση τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ τοῦ ἀπαντούσαμε πὼς αὐτὸ δὲν
φτάνει. Ἀπὸ τὴν κατ’ ἄνθρωπο, τὴν διανοητικὴ μελέτη καὶ ἐξήγηση τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ξεπήδησαν ὅλες οἱ αἱρέσεις καὶ ἐκεῖ στηρίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί∙ καὶ ὁ
Παπισμός. Πῶς λοιπόν, θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὀρθολογισμὸ ὡς βάση; Βάση σταθερὴ
εἶναι ἡ Ἱερὰ παράδοση καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ συζήτηση χωρὶς αὐτὴν ὡς βάση
σημαίνει ἄρνηση τῆς Πίστεως.
Ἐρωτᾶ ὁ Μ. Βασίλειος τὸν
Εὐνόμιο: Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ἐμεῖς δὲν θὰ σεβαστοῦμε τοὺς Πατέρες, πὼς θὰ
κλείσουμε τὰ μάτια στὶς καινοτομίες σου καὶ θὰ τὶς ἀνεχθοῦμε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι,
ὄχι: «Μὴ νείμωμεν τὸ πλέον τοῖς προλαβοῦσι; μὴ αἰδεσθῶμεν τὸ πλῆθος τῶν τε νῦν
ὄντων Χριστιανῶν, καὶ τῶν ὅσοι γεγόνασιν ἀφ' οὗ κατηγγέλη τὸ Εὐαγγέλιον; μὴ
λογισώμεθα τὸ ἀξίωμα τῶν ἐν παντοίοις χαρίσμασι διαφανέντων πνευματικοῖς, οἷς
ἅπασιν ἐχθρὰν καὶ πολεμίαν τὴν πονηρὰν ὁδὸν ταύτην τῆς ἀσεβείας ἐκαινοτόμησας;
ἀλλὰ μύσαντες ἁπαξαπλῶς τοὺς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμούς, καὶ παντὸς ἁγίου μνήμην τῆς
διανοίας ὑπερορίσαντες, σχολάζουσαν καὶ σεσαρωμένην τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν ἕκαστος
ταῖς παραγωγαῖς σου καὶ τοῖς σοφίσμασι φέροντες ὑποθῶμεν;» (Μ. Βασιλείου,
Ἀπολογητικὸς δυσεβοῦς Εὐνομίου, λόγ. Αʹ, (libr. 5), v. 29, p. 508, l. 5-16).
Τὸ
λογικὸ συμπέρασμα τοῦ διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» εἶναι, ὅτι ἀποδεχόμαστε πὼς
δὲν γνωρίζουμε ποιά Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ συμφωνήσαμε–ἐννοεῖται οἱ
Οἰκουμενιστές– ὅτι τὴν ἀπάντηση θὰ πάρουμε μὲ τὴν διαδικασία τῆς διαλεκτικῆς!
Ἔτσι, ἡ ἀληθινὴ πίστη, τὴν ὁποία κατέχουμε καὶ πρὸς τὴν ὁποία καλοῦμε,
ἀπονευρώνεται.
Εἶναι
ἀξιοπρόσεκτα μερικὰ ἀκόμα παραδείγματα.
Μιὰ παρόμοια κατάσταση μᾶς τὴ διηγεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος: σ’ ἕνα Διάλογο μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι διελέγοντο μὲ βάση τὴν Γραφή, οἱ αἱρετίζοντες παρουσίασαν ἕνα Ἔγγραφο ποὺ περιεῖχε τὴν Ὁμολογία τῆς ἀληθοφανοῦς Πίστεώς τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν
τὶς ἀπόψεις τους, ζητώντας, ὅσα τὸ Ἔγγραφο περιελάμβανε, νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση Πίστεως γιὰ
ὅλους· μάλιστα,
ἀπαιτοῦσαν νὰ μὴ ζητηθεῖ τίποτε παραπάνω ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν, οὔτε νὰ ἐξετάζουν οἱ Πατέρες, ὅσες καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς δοξασίες εἶχαν διατυπωθεῖ στὸ Ἔγγραφο. (Δὲν μοιάζουν πολὺ
αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις;).
Ὅταν
διαβάστηκε τὸ Ἔγγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους
φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ
ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν:
Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε
ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια
τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν), ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ,
ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις
ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή: «εἰ μὲν οὖν ὑμεῖς ὡς νῦν ἀρχόμενοι πιστεύειν ἐγράψατε ταῦτα, οὔπω ἐστὲ κληρικοὶ ἀρχὴν ἔχοντες τοῦ κατηχεῖσθαι». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ.
Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν
Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, TLG, c, 8, s. 2, l.
1-c 9, s. 3, l.
6).
Καὶ
ἕτερο περιστατικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καὶ
πρακτικῆς στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς:
«Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος προσπάθησε νὰ
προσεταιρισθεῖ τὸν Ἐπισκόπου Ρώμης Λιβέριον «μισοῦντα μὲν τὴν ἀρειανὴν αἵρεσιν, σπουδάζοντα δὲ πάντας πείθειν ἀποστρέφεσθαι καὶ ἀναχωρεῖν ἀπ' αὐτῆς». Ὁ ἀξιωματοῦχος ποὺ ἔστειλε
ὁ αὐτοκράτορας στὴν Ρώμη «πρῶτον παρεκάλει τὸν Λιβέριον κατὰ Ἀθανασίου μὲν ὑπογράψαι, τοῖς δὲ Ἀρειανοῖς κοινωνῆσαι». Καὶ
ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε μὲν νὰ
ὑπογράψει, ἐπρότεινε δὲ νὰ γίνει «ἐκκλησιαστικὴ σύνοδος μακρὰν τοῦ παλατίου», ὥστε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ
λάβουν μόνοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (γιατὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν
εἶναι δυνατὸ νὰ συναποφασίζουν τὰ τῆς πίστεως, παρὰ μόνο νὰ ἀποδέχονται –ἂν
θέλουν– τὴν ἐτυμηγορία τῶν ὀρθοδοξούντων Πατέρων) ἡ ἀπόφαση λοιπὸν αὐτή,
νὰ εἶναι ἐλεύθερη, χωρὶς τὴν ἐπέμβαση τῆς αὐτοκρατορικῆς φιλοαρειανῆς ἐξουσίας.
Μόνο τότε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ληφθεῖ εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτή.
Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις «κρίσεως γενομένης …οἱ μὲν ὑπεύθυνοι (τῆς αἱρέσεως) ἐκβάλλωνται, οἱ δὲ καθαροὶ παρρησίαν ἔχωσιν. οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ πρότερον ἐθεράπευε τοὺς πάσχοντας, πρὶν ἂν δείξωσι καὶ εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. ταῦτα παρὰ τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γὰρ καὶ αὐτῷ συμφέρει καὶ τὴν ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. μὴ ἀκουέσθω δὲ Οὐρσάκιος καὶ Οὐάλης, καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς προτέροις μετενόησαν καὶ νῦν λέγοντες οὐκ εἰσὶ πιστοί“» (Μ.
Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ
τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου, TLG, c. 33, s. 6,
l. 4-c. 36, s. 5, l. 3).
Ὅμως,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, στοιχειώδης λογικὴ καὶ ἐντιμότης
ὑπαγορεύει, οἱ διεξάγοντες τοὺς Διαλόγους νὰ ὁμολογοῦν πρὸς κάθε κατεύθυνση τὴν
μοναδικότητα τῆς Ἀλήθειας τῆς ὁποίας εἶναι «μάρτυρες» καὶ νὰ δηλώνουν καθαρά,
ὄχι μόνο μὲ λόγια μὰ καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δὲν διαπραγματεύονται τὰ τῆς Πίστεως,
μιμούμενοι τὴν συμβιβαστικὴ τακτικὴ τῶν πολιτικῶν. Ἀντίθετα, ὑπηρετοῦντες τὸ
μυστήριο τῆς σωτηρίας, νὰ ὁμολογοῦν, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὴν πίστη στὴν
ὕπαρξη ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας καὶ νὰ καλοῦν πρὸς αὐτὴν ἐλεύθερα ὅποιον τὴν ἀναζητεῖ.
Πολλοὶ «προοδευτικοὶ»
θεολόγοι σήμερα, ἐπισημαίνουν καὶ καταδικάζουν αἱρετικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουν
εἰσχωρήσει στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴ Δυτικὸ χριστιανισμό. Ἂν ὅμως, ἡ
Πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἀντίθετη μὲ κάθε Δυτικὴ παρέκκλιση καὶ τοὺς καρπούς
της –ὅπως τὸν κάθε εὐσεβισμό, τὸν ὁποῖο καλῶς, ἀλλὰ μονόπλευρα καταδικάζουν–,
τότε εἶναι ἀντίθετη καὶ μὲ τὴν κάθε Οἰκουμενιστικὴ θεωρία καὶ πρακτική, τὸν
κάθε Διάλογο ποὺ συμβάλλει στὴν ἐξίσωση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν αἵρεση· εἶναι
ἀντίθετη μὲ τοὺς Διάλογους τῶν “εἰδικῶν” καὶ τὴν ἀδιάκριτη ἐπικοινωνία, ποὺ
συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀμβλύνουν τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ· εἶναι
ἀντίθετη μὲ τὶς ἐπινοήσεις καὶ τοὺς πειραματισμοὺς μεμονωμένων ἀξιωματούχων
(Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων, ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων)· εἶναι ἀντίθετη μὲ κρυφὰ σχέδια
καὶ τὶς μυστικὲς διαβουλεύσεις ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει
ὅλο τὸν κλῆρο καὶ ὅλο τὸν λαό καὶ δὲν ποδηγετεῖται ἀπὸ
κάποια ὁμάδα “εἰδικῶν” κληρικῶν ἢ λαϊκῶν, ἀδιάφορο.
Εἶναι, ἐπίσης, ἀντίθετη μὲ
τοὺς Διαλόγους ποὺ στηρίζονται σὲ μεθοδολογίες δυτικότροπες καὶ ὀρθολογιστικές,
οἱ ὁποῖες π.χ. «ξεχνοῦν» τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπακοῆς, τῆς
μετανοίας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν
ἑτεροδόξων ἢ διαγράφουν τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὸ “παραιτοῦ” τῶν
ἀμετανόητων αἱρεσιαρχῶν, οἱ ὁποῖοι –εἶναι γνωστό– πὼς γνωρίζουν καλύτερα ἀπὸ μᾶς
τὴν ἐγκεφαλικὴ καὶ ἄνευ Ἁγίου Πνεύματος θεολογία. Ἴσως στὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα
ἀντιτάξει κανεὶς τὴ θέση, «μὰ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ γίνεται ὁ Θεολογικὸς Διάλογος,
γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ λάθος τους. Χωρὶς τοὺς Διαλόγους πῶς θὰ τὸ καταλάβουν;».
Μὰ σὲ ἕνα Διάλογο ποὺ
γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς ὁ ἔχων τὴν
Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν διαδικασία
τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς πίστεως,
ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ
σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ
κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙
καὶ ἡ συζήτηση γίνεται διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς
ἐμπειρίες, καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν
Ἐκκλησία.
Νὰ ἐπαναλάβω ὅμως, πὼς ἀπὸ τὴν
περίοδο τῆς παραδείσιας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὣς ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν
Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, ἡ εἰσδοχὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἐν ἐλευθερίᾳ, ὑπακοῇ
καὶ μετανοίᾳ. Δὲν ἀναφέρεται στὴν Παράδοσή μας ἄλλος τρόπος. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέληση
τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς εἶναι οἱ πρακτικὲς τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων, αὐτὸ ἐντέλλεται
ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κάθε τι ἄλλο εἶναι βεβιασμένο, ἀντιπατερικὸ καὶ ἐκ
τοῦ πονηροῦ. Σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, παρέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία
Πίστεως, προσφέρεται ἡ “νουθεσία”, ἀπαιτεῖται ἡ καλὴ διάθεση, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο
λόγο καὶ ἡ ὀρθὴ πίστη, καὶ ὄχι ἡ ἀπροϋπόθετη διαλογικὴ συζήτηση γιὰ τὴν εὕρεση
τῆς Ἀλήθειας ἢ τὴν ἐπιβολὴ διὰ τῆς πειθοῦς, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται, ποτὲ δὲν εὑρίσκεται ἀπὸ ἀνθρώπους κακοπροαίρετους.
Ἡ περαιτέρω διερεύνηση τῆς Ἀλήθειας, οἱ ἀποδείξεις καὶ ὁ Διάλογος ἕπονται,
ἀποτελοῦν δευτερεύοντα στοιχεῖα καὶ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση.
Ὡς ἐκ τούτων, ὁ τρόπος ποὺ γίνονται
οἱ Διάλογοι σήμερα, ἀποτελεῖ ὕβρι, ἀφοῦ δὲν δὲν ἀκολουθεῖται πιστὰ κάποια μεθοδολογία
(ὅσες ἐφαρμόστηκαν ἀπέτυχαν), δὲν τηρεῖται κάποια ἀρχή, ἔστω αὐτὴ ἡ “ἐπὶ ἴσοις
ὅροις”, ὁπότε τουλάχιστον θὰ ἐσώζοντο τὰ προσχήματα.
Σημάτης Παναγιώτης
__________________
(*) Τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος".
(1) Τὸ κείμενο Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
"Ὡς δὲ ἑωρῶμεν τοὺς Λατίνους σαφῶς ἤδη παραγυμνώσαντας ἐν ταῖς πρὸς ἡμᾶς διαλέξεσιν, ὡς οὐ πρὸς ἀλήθειαν αὐτοῖς ὁ σκοπὸς οὐδὲ τὸ ταύτην εὑρεθῆναι διὰ σπουδῆς τίθενται, μόνον δέ γε τὸ δόξαι τι λέγειν καὶ τὰς ἀκοὰς τῶν οἰκείων προκατασχεῖν, τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ λέγειν παυσάμενοι, παρεκαλοῦμεν αὐτοὺς ἐπανελθεῖν πρὸς τὴν καλὴν συμφωνίαν ἐκείνην, ἣν εἴχομεν πρότερον. Ταῦτα λέγοντες, κενὴν ἐῴκημεν ψάλλειν, ἢ λίθον ἕψειν, ἢ κατὰ πετρῶν σπείρειν, ἢ καθ’ ὑγρῶν γράφειν, ἢ ὅσα ἄλλα ἐπὶ τοῖς ἀδυνάτοις αἱ παροιμίαι φασίν· ἐκεῖνοι μὲν τοῖς μὲν ἐλέγχοις στενοχωρούμενοι, διόρθωσιν δὲ οὐδαμῶς οὐδεμίαν παραδεχόμενοι διὰ τὸ ἀνιάτως ἔχει ὡς ἔοικε, παρεκάλουν ἡμᾶς ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν μεταβῆναι τοῦ δόγματος, ὡς ἱκανῶν ἤδη ῥηθέντων τῶν ἐπὶ τῇ προσθήκῃ λόγων, οἰόμενοι δι’ ἐκείνων τῶν λόγων ἐπισκιάσειν τὸ τοῦ συμβόλου τόλμημα, τῆς δόξης ὑγιοῦς δεικνυμένης. Ἀλλ’ οἱ ἡμέτεροι οὐν ἠνείχοντο καὶ ἀμεταθέτως εἶχον πρὸς τὴν τῆς δόξης ἐξέτασιν, εἰ μὴ διορθωθείη πρότερον ἡ προσθήκη.
Ἔνθα (εἰς Φλωρεντίαν ἀπὸ τῆς Φερράρας) γενόμενοι, τῶν ἀπὸ τῆς δόξης διαλέξεων ἀπηρξάμεθα, τῶν Λατίνων προσενεγκόντων ῥητά, τὰ μὲν ἐξ ἀποκρύφων τινῶν καὶ ἀγνώστων βιβλίων, τὰ δὲ ἐκ νενοθευμένων καὶ διεφθαρμένων, ἐν οἷς ἰσχυρίζοντο τὴν ἑαυτῶν δόξαν συνίστασθαι. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐγὼ συμπλεκόμενος καὶ τὸ τῆς δόξης ἄτοπον διελέγχων καὶ νενοθευμένας εἶναι τὰ βίβλους προφανῶς παριστῶν, οὐδὲν ἤνυον εἰς πειθώ, πλὴν ὅσον τὸν καιρὸν ἀναλίσκειν εἰκῇ καὶ μάτην.
Ἐπὶ τούτοις κατέλυσα τὰς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας, ἢ μηκέτι συνελεύσασθαι μετ’ αὐτῶν, ἢ γοῦν αὐτὸς σιωπήσειν βεβαιωσάμενος.
Ἐγὼ δὲ χωρισθεὶς αὐτῶν ἔκτοτε καὶ ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδε μου τῆς γραφῆς...».