Ἡ μηλιὰ μὲ τὰ χρυσᾶ μήλα
Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια κοντόθωρα· καὶ τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἔλεγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδᾶτα γαρίφαλα, χαρὰ τ’ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα ―α! καὶ νά ‘μαστε κεί― κάτι Μεγάλα Δέντρα, π’ ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ παραμικρό.
Γιατί ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ’ τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ’ ἀρπάζαν καὶ σ’ ἀμπαροκλείδωναν στὴν πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν. Γιατί τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ καθισμένος στ’ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ’ ὅλη τή γή, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoύσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ’ τὴ μεγάλη του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατί ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Γεμᾶτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα ―ώπ! ἀστράφτανε μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς…
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ παραμικρό.
Γιατί ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ’ ἑκατὸ μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ ―χράπ! σου ‘κοβε ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Τί, φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ κίτρινο χρυσάφι. Kι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν’ ἁρπάξει τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ ―αυτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.