ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ και ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ



ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Τί ἀπαντᾶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Περγάμου κ. Ἰω. Ζηζιούλα

Διερχόμαστε τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες, τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα μᾶς βοηθοῦν νὰ προσεγγίσουμε τὸ μυστήριο καὶ νὰ οἰκειωθοῦμε τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς, ὅμως, εἶναι δυνατὸν νὰ δέχεται κανεὶς τὴν θείαν χάρη, παριστάμενος σὲ ἑορτασμούς, καὶ μάλιστα πανηγυρικούς, γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν γνωρίζει γιὰ τὴν ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ἔχει ἐκφράσει ὁ μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας;
Ὅταν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ἄν βραβεύεται ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀντὶ νὰ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὶς κακοδοξίες του; Καὶ μάλιστα, ὅταν βραβεύεται, ὄχι ἀπὸ ἕνα σύλλογο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέλος τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας, μητροπολίτη Βόλου κ. Ἰγνάτιο καὶ τὴν ὑπὸ τὴν προεδρία του Θεολογική(!) Ἀκαδημία;
Ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι, ἐνῶ ἔχει κατατεθεῖ καταγγελία στὴν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὶς βλασφημίες τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἀντὶ νὰ ἐρευνήσουν τὸ θέμα καὶ νὰ δώσουν ἀπάντηση στοὺς 300 περίπου καταγγέλλοντες, ἀπαντοῦν διὰ τῆς σιωπῆς(!), περιφρονοῦντες σκαιῶς τὰ μέλη αὐτὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως;
Ὅταν ὁ μητροπολίτης Περγάμου (σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα) παρίσταται καὶ πάλι «θριαμβευτικὰ» στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ κ. Ἰγνάτιου «διδάσκει» μὲ αὐθεντία τοὺς πιστούς, ὁ «μή ἐν αἰσθήσει καί γνώσει λαβὼν τήν χάριν τοῦ Πνεύματος μηδέ διδακτός Θεοῦ γενόμενος δι᾿ αὐτῆς, μηδέ λόγον λαβὼν σοφίας καί γνώσεως ἄνωθεν, τά δέ τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν ἀναιδῶς διερμηνεύων... τῇ ψευδωνύμῳ γνώσει πρός τοῦτο χρώμενος»; (Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, ιβ΄).
Παραθέτουμε α) τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ μητροπολίτη κ. Ζηζιούλα καὶ στὴν συνέχεια παραθέτουμε συμπληρωματικά, β) ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ ἕως τώρα ἔχουμε καταθέσει καὶ ἀποδεικνύουν τὶς αἱρέσεις του, καὶ νέα κείμενα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ καταδεικνύουν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι κακόδοξη καὶ ἀποτελεῖ ἀσέβεια πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὀ δυστύχημσα εἶναι πώς, παρόλο ποὺ ὑπεδείχθη ἡ κακοδοξία του, ὄχι μόνο δὲν προσπάθησε νὰ δώσει κάποιες ἐξηγήσεις, ἀναιρώντας τὶς κατηγορίες, ἢ νὰ δικαιολόγησει τὶς θέσεις του (ὅπως τουλάχιστον ἔκαναν ὅλοι οἱ αἱρετικοί), ἀλλὰ ἐπιδεικνύοντας μιὰ ἀδικαιολόγητη περιφρόνηση πρὸς αὐτοὺς ποὺ τοῦ προσάγουν πατερικὰ κείμενα (τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὶς ἄστοχίες του) συνεχίζει νὰ διδάσκει τὶς βλασφημίες του.
Εἶναι τόσο σίγουρος ὅτι ἡ παναιρετικὴ οἰκουμενιστικὴ φατρία τῆς ὁποίας εἶναι ὁ μέντωρ, ἔχει πλέον ἐπιβληθεῖ-ἐπικρατήσει, ὥστε, δὲν χρειάζεται κἀν νὰ δίδει ἐξηγήσεις στοὺς ἀντιδρῶντες; (ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίσουν;). Θεωρεῖ ὅτι ἡ πατριαρχικὴ «εὐλογία» γιὰ τὸ φθοροποιὸ ἔργο του καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἑλλαδιτῶν ἐπισκόπων (ἀνοχὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ συνυπεύθυνους) ἔχει ἄρει κάθε ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐπέκταση –μὲ ταχύτατους ρυθμούς, πλέον– τῶν δαιμονικῶν οἰκουμενιστικῶν σχεδιασμῶν;
Ὅ,τι κι ἂν νομίζει ἢ πιστεύει, ἔχει ξεχάσει τὸ σημαντικότερο: ξεχνᾶ, πὼς ἔρχεται κάποια στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς –ὁ Ὁποῖος ὅλους μᾶς ἀνέχεται πρὸς καιρὸν– ἐπεμβαίνει δραστικά. Καὶ «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Διὸ καὶ παράκλησή μας, νὰ οἰκονομήσει τὸ Παράκλητον Πνεῦμα τὴν μετάνοιά μας, δι’ εὐχῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ποὺ μεθαύριο ἑορτάζουμε.
Α) Παραθέτουμε, πρῶτα, τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
 «Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγία Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεί πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε.
»Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἴρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων». [σ.σ.: Ἐδῶ ἀκριβῶς συναντᾶμαι τὴν θεολογία τοῦ filioque καί, ἑπομένως, ὅλη ἡ εὐχαριστιακή θεολογία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς προσωπικῆς ἱεράρχισης, εἶναι ἐφαρμογὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque. Διότι στὴν πατερικὴ διδασκαλία αἴτιο εἶναι καὶ τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος. Κύριος αἴτιος τῆς υἱοθεσίας μας (στὴν ἐνσάρκωση) εἶναι ὁ Κύριος, αἴτιος τῆς ἀληθείας (Πεντηκοστή) εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα]. Καὶ συνεχίζει ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω, «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Β) Ἀκολουθοῦν: ἡ μετάφραση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ποὺ ἀναιροῦν τὶς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἀρχαῖο  κείμενο.
ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ Α΄.
Μετάφραση:
(Ι) «Ἐὰν πράγματι εἴπῃς, ὅτι τὸ Πνεῦμα ἀριθμεῖται εἰς τὴν σειρὰν μετὰ τὸν Υἱόν, τὸ ὁποῖον σοῦ φαίνεται ὡς τὸ ἀσφαλέστερον ἐπιχείρημα, ὅπως δὲ θὰ ἠδυνάμην νὰ εἴπω ἐγώ, δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἐσφαλμένον ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ ἐκεῖνα θὰ σοῦ δείξουν ὅτι ἐνίοτε ὁ Υἱὸς ἀναφέρεται μετὰ τὸ Πνεῦμα, ὅτι δηλαδὴ προαριθμεῖται τὸ ἅγιον Πνεῦμα... Ἡμεῖς δὲ λέγομεν τὸν Πατέρα οὔτε προκαταρκτικὸν οὔτε πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὅπως σεῖς, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, ἂν καὶ λόγῳ τοῦ δημιουργικοῦ αἰτίου οὕτω καλεῖται ὁ Υἱός. Καὶ ἐπειδὴ δι’ αὐτὸ καλεῖται οὕτως, ἐνίοτε ἀπὸ τοὺς θεολόγους  καλεῖται οὕτω καὶ ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν ἀκτίστων, ὅπως καὶ Πατὴρ καλεῖται λόγῳ τοῦ Υἱοῦ. Ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ὅταν ὁμιλοῦμεν διὰ τὰ κάτω οὕτω τὸν ὀνομάζομεν· διότι δὲν λατρεύομεν πρῶτον μὲν Θεὸν τὸν Πατέρα, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, τρίτον δὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε πάντοτε μετὰ τὸ πρῶτον νὰ λέγωμεν τὸ δεύτερον καὶ μετ’ αὐτὸ τὸ τρίτον, ὑπερβάλλοντες ἀναγκαστικῶς εἰς τάξιν τὰ ὑπερβαίνοντα πᾶσαν τάξιν ὅπως καὶ πᾶσαν ἄλλην κατάστασιν (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 145).
(ΙΙ) «33. Πράγματι ὁ χρυσοῦς εἰς τὴν γλῶσσαν Ἰωάννης ...λέγει· “ἂς κηρύττεται τὸ ἅγιον Πνεῦμα· ἂς ὑψώνεται ὁ μονογενής· ἂς δοξάζεται ὁ Πατήρ. Κανεὶς ἂς μὴ νομίζῃ ὅτι ἔχει ἀνατραπῆ ἡ ἀξία, ἂν μνημονεύωμεν πρῶτον τὸ Πνεῦμα, ἔπειτα τὸν Υἱόν, ἔπειτα τὸν Πατέρα· ἢ πρῶτον τὸν Υἱόν, ἔπειτα τον Πατέρα· διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει τάξιν, ὄχι ὡς ἄτακτος ἀλλ’ ὡς εὑρισκόμενος ὑπεράνω τάξεως. Οὔτε σχῆμα ἄλλωστε ἔχει ὁ Θεός, ὄχι ὡς ἀσχήμων, ἀλλ’ ὡς ἀσχημάτιστος” (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ ρητὸν τοῦ Ἀβραάμ 2, PG 56, 56, 555)» (ὅπ. παρ., σελ. 145).
(ΙΙΙ) «Ὑπεράνω τάξεως λοιπὸν ὁ Θεός, ἀλλ’ ὄχι ὑπὸ τάξιν. Ἐὰν δὲ ὑπάρχῃ καὶ τάξις ἐπὶ τοῦ Θεοῦ λόγῳ τοῦ τρισυποστάτου τῆς θεότητος, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ διότι εἶναι ἐπάνω ἀπὸ πᾶν εἶδος τάξεως. Βεβαίως γνωρίζομεν τάξιν κατὰ τὴν ἐκφώνησιν, διδαχθέντες ἀπὸ τὴν θεόπνευστον Γραφήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν διδασκόμεθα εὐσεβῶς ὅτι αὕτη ἐναλλάσσεται. Τὴν δὲ ἐνυπάρχουσαν ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας, καὶ μάλιστα εἰς τὰ δύο πρόσωπα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, δὲν γνωρίζομεν καθόλου. Διὸ καὶ ὁ θεολογικώτατος τῶν Γρηγορίων εἰς τὸν δεύτερον εἰρηνικὸν λέγει, “οὕτω φρονοῦμεν καὶ οὕτω δεχόμεθα, ὅτι ποίαν σχέσιν καὶ τάξιν ἔχουν τὰ πρόσωπα ταῦτα, πρέπει νὰ τὸ ἀφήνωμεν εἰς τὴν Τριάδα νὰ τὸ γνωρίζῃ καὶ εἰς τοὺς κεκαθαρμένους εἰς τοὺς ὁποίους θὰ τὸ ἀποκαλύψῃ ἡ Τριὰς ἢ τώρα ἢ ὕστερα” (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 23, 11)»  (ὅπ. παρ., σελ. 145, 147).
(ΙV) «Βεβαίως γνωρίζομεν καὶ ἡμεῖς αὐτὴν τὴν παραδεδεγμένην τάξιν ἐπὶ τοῦ Θεοῦ· ὅτι δηλαδὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοῦ ἐκ τοῦ ἀϊδίου, ὑπάρχοντα εἰς ἄλληλα καὶ εἰς ἄλληλα ἀνήκοντα καὶ δι’ ἀλλήλων προβαίνοντα ἀσυγχύτως καὶ ἀμιγῶς... Τὴν ἄλλην ὅμως τάξιν, ἡ ὁποία θέτει τὸ ἅγιον Πνεῦμα δεύτερον ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δὲ ἐκ τοῦ Πατρός, οὔτε ἡμεῖς γνωρίζομεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καὶ προασπισταὶ τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν... Διὰ τοῦτο τὸ Πνεῦμα λέγεται μετὰ τὸν Υἱὸν τοῦ Πατρός· ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡμεῖς δὲν δυνάμεθα νὰ προφέρωμεν συγχρόνως διὰ τῆς γλώσσης καὶ τὰ δύο, ὅπως ἀκριβῶς προῆλθον ἐκ τοῦ Πατρός, ἐὰν θέσωμεν τὸ Πνεῦμα συναπτόμενον μὲ τὸν Πατέρα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, τὸ Πνεῦμα θὰ ἐφαίνετο Υἱός...» (ὅπ. παρ., σελ. 149, 151).
(V) «Διότι ὅλα τοῦ Πατρός ἔχουν ἐξ ἴσου ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα πλὴν τῆς αἰτίας, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει ἀμφοτέρας τὰς ὑπαρκτικὰς καθ’ ὑπόστασιν διαφοράς. Διὰ τοῦτο ἐνίοτε θέτομεν τὸ Πνεῦμα πρὸ τοῦ Υἱοῦ, μολονότι σπανιώτερον, συχνότερον δὲ μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα...» (ὅπ. παρ., σελ. 157).
(VΙ) «36. Ὁ Εὐνόμιος δὲ καὶ μετ’ αὐτὸν οἱ λατινόφρονες, μὴ ἀκούσαντες μὲ σύνεσιν τὴν τοιαύτην πρὸς τὸν Θεὸν εὐχαριστίαν τῶν πατέρων καὶ μὴ δυνηθέντες νὰ κατανοήσουν τὴν μέθοδον κατὰ τὰς ἀντιρρήσεις πρὸς τοὺς ἑτερόδοξους, συνήγαγον ἀπὸ ἐδῶ κακῶς ὅτι τὸ ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα. Δὲν κατανόησαν οὔτε αὐτό, ὅτι ἂν συνέβαινε τοῦτο καὶ διὰ τούτου ἐδεικνύετο ἡ φυσικὴ τάξις τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τοῦ θείου Πνεύματος πρὸς τὸν Υἱόν, δὲν θὰ ἐτίθετο ἐνίοτε ὁ Υἱὸς μετὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον προαριθμεῖται, ἀφ’ ὅσον ἡ συνεκφώνησις τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων ἐναλλάσεται εἰς τὴν θείαν Γραφήν, καθὼς καὶ ὁ Μέγας εἰς τὴν θεολογίαν Γρηγόριος λέγει, ὅτι “τὰ ἴδια καὶ προαρθμοῦνται καὶ ὑπαριθμοῦνται εἰς τὴν Γραφὴν λόγῳ τῆς ἰσοτιμίας τῆς φύσεως (Λόγος 31, 20)». Καὶ ἀλλοῦ (συνεχίζει ὁ ἅγ. Γρηγόρος ὁ Παλαμᾶς), ὁ ἴδιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Θεολόγησε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον..., ἄλλοτε μὲν συναριθμοῦντα τὰς τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ μάλιστα κατὰ ἐναλλακτικὴν σειράν, χωρὶς νὰ τηρῇ αὐστηρῶς τὴν τάξιν, προαριθμοῦντα, ἐναριθμοῦντα, ὑπαριθμοῦντα τὸ ἴδιον (Λόγος 34, 15)» (ὅπ. παρ.,  σελ. 157-159).
(VΙΙ) «Χωρὶς νὰ λαμβάνει αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν ὁ Εὐνόμιος καὶ τὸ γένος τῶν Λατίνων, ἐδογμάτισαν κακῶς ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τρίτον εἰς τὴν τάξιν καὶ τὸ ἀξίωμα, ὄχι κατὰ τὴν ὁμολογίαν τάξιν ἀλλὰ κατὰ τὴν φυσικήν. Ἀπὸ ἐδῶ βέβαια ὁ μὲν Εὐνόμιος ἐδογμάτισεν ὅτι εἶναι τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν φύσιν, ὡς διαφέρον δῆθεν κατ’ αὐτὴν ἀπὸ ἀμφότερα, οἱ δὲ Λατῖνοι κατασκευάζουν ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θέτομεν τὸ Πνεῦμα μετὰ τὸν Υἱὸν καὶ τοῦτον μετὰ τὸν Πατέρα, οὕτως ὥστε καθ’ ὅλα νὰ ἀποδίδωμεν συντομωτάτην τὴν δοξολογίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν ἀνάμνησιν διὰ τὰ τρία μέγιστα ὑπὲρ ἡμῶν ἔργα καὶ τὰς θεοπρεπεῖς καὶ προνοητικωτάτας οἰκονομίας· ὄχι διότι εἶναι δεύτερα καὶ τρίτα εἰς τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν –ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμα– οὔτε διότι καθιστῶμεν τὴν δυάδα ἀρχὴν τοῦ ἑνὸς οὔτε διότι ἀναφέρομεν εἰς τὴν δυάδα τὸ ἕν, ἀλλὰ διότι εἷς εἶναι δι’ ἡμᾶς ὁ Θεός, ἀφοῦ  ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀναφέρονται εἰς ἓν αἴτιον, ἀπὸ μόνον τὸν ὁποῖον ἔχει καὶ τὴν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ. παρ., σελ. 159).
(ΙΧ) «33. Ἔπειτα, ὁμιλοῦντες περὶ τῆς τάξεως ἐντὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπεδείξαμεν ὅτι δὲν εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἁγίους ποίαν σχέσιν ἀπὸ ἀπόψεως τάξεως ἔχουν μεταξύ των ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 177).
(Χ) «36. Ἐπίσης δεικνύομεν ὅτι μὴ ἀκούσαντες συνετῶς τοῦτο παλαιότερον ὁ Εὐνόμιος καὶ ὕστερον οἱ Λατινόφρονες ἐδογμάτισαν τὸ ἅγιον Πνεῦμα τρίτον ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ ἐν συνεχείᾳ προεδογμάτισαν ὁ μὲν Εὐνόμιος ὅτι εἶναι τρίτον καὶ κατὰ τὴν φύσιν, οἱ δὲ Λατῖνοι ὅτι ἔχει τὴν ὕπαρξιν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 179).
 Κείμενο:
(Ι) «Εἰ γάρ ὅτι μετά τόν Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα ὑπαριθμούμενον ἐρεῖς, ὅ σοι δοκεῖ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀσφαλέστερον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην οὐχ ἧττον τῶν ἄλλων σφαλερόν, κἀκεῖνοί σοι τόν Υἱόν δείξουσιν, ἔστιν οὐ λεγόμενον μετά τό Πνεῦμα, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος... Οὐδὲ γὰρ προκαταρκτικόν, οὐδὲ πρῶτον αἴτιον ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὡς ὑμεῖς, τὸν Πατέρα λέγομεν, δεύτερον δὲ τὸν Υἱόν, εἰ καὶ διὰ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον ταῦτα καλεῖται ὁ Πατήρ. Κἀκεῖθεν οὕτω κεκλημένος, ἔσθ᾿ ὅτε παρά τῶν θεολόγων οὕτως ὀνομάζεται καί περί τῶν ἀκτίστων τόν λόγον ποιουμένων, ὥσπερ καί Πατήρ διά τόν Υἱόν καλεῖται. Ἀλλ᾿ ἔσθ᾿ ὅτε καί περί τῶν κάτω ποιούμενοι τούς λόγους, οὕτω τοῦτον ὀνομάζομεν˙ οὐδέ γάρ πρῶτον μέν Θεόν τόν Πατέρα σέβομεν, δεύτερον δέ τόν Υἱόν, τρίτον δέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵν᾿ ἀεί τό δεύτερον μετά τό πρῶτον λέγωμεν καί μετ᾿ αὐτό τό τρίτον, ὑπό τάξιν ἐξ ἀνάγκης ἄγοντες τά ὑπεράνω τάξεως, ὥσπερ καί τῶν ἄλλων πάντων ((Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 1, Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρ. Παλαμᾶς”, σελ. 144).
(ΙΙ) «33. Ὁ γάρ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ...φησί˙ “κηρυττέσθω Πνεῦμα ἅγιον˙ ὑψούσθω ὁ μονογενής˙ δοξαζέσθω ὁ Πατήρ. Μηδείς ἀνατετράφθαι τήν ἀξίαν νομιζέτω, εἰ Πνεύματος πρῶτον μνημονεύομεν, εἶτα Υἱοῦ, εἶτα Πατρός˙ ἤ Υἱοῦ πρῶτον, εἶτα Πατρός. Οὐ γάρ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπέρ τάξιν ὤν. Οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος”» (ὅπ. παρ., σελ. 144).
(ΙΙΙ) «Ὑπέρ τάξιν οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό τάξιν ὁ Θεός. Εἰ δ᾿ ἔστι καί τάξις ἐπί τοῦ Θεοῦ διά τό τρισυπόστατον τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διά τό ὑπέρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι. Τήν μέν γάρ κατά τήν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρά τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καί ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα. Τήν δ᾿ ἐκ τῆς φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καί μάλιστα τοῖς δυσί προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν. Διό Γρηγορίων ὁ θεολογικώτατος ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Εἰρηνικῶν φησιν, “οὕτω φρονοῦμεν καί οὕτως ἔχομεν, ὡς ὅπως μέν ἔχει ταῦτα σχέσεώς τε καί τάξεως, αὐτῇ μόνῃ τῇ Τριάδι συγχωρεῖν εἰδέναι καί οἷς ἄν ἡ Τριάς ἀποκαλύψῃ κεκαθαρμένοις, ἤ νῦν ἤ ὕστερον” (ὅπ. παρ., σελ. 146, 148).
 (IV) «Ὅτι μέν γάρ ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα καί ἀλλήλων ἐχόμενα καί δι᾿ ἀλλήλων ἀφύρτως τε καί ἀμιγῶς χωροῦντα· ...τήν δέ δεύτερον μέν ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τρίτον δέ ἀπό Πατρός τιθεῖσαν τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὔθ᾿ ἡμεῖς ἴσμεν οὔτε οἱ διδάσκαλοι καί προασπισταί τῆς Ἐκκλησίας... Διά τοῦτο μετά τόν τοῦ Πατρός Υἱόν λέγεται τό Πνεῦμα˙ μή δυναμένων γάρ ἡμῶν ἄμφω προφέρειν διά γλώττης ἅμα, ὥσπερ ἄρα καί ἐκ τοῦ Πατρός προῆλθον, εἰ πρό τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συννημένον θείημεν, δόξαι ἄν Υἱός τό Πνεῦμα» (ὅπ. παρ., σελ. 148, 150).
(V) «Πάντα γάρ τοῦ Πατρός ὁμοίως ἔχει ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα ἄνευ τῆς αἰτίας, συμπεριβαλλούσης ἄμφω τάς ὑπαρκτικάς καθ᾿ ὑπόστασιν διαφοράς. Διό καί πρό τοῦ Υἱοῦ ἔστιν οὗ τίθεμεν τό Πνεῦμα, εἰ καί ὡς ἐπ᾿ ἔλαττον, ὡς δέ ἐπί πλεῖστον μετά τόν Υἱόν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον...» (ὅπ. παρ., σελ. 156).
(VΙ) «36. Εὐνόμιος δέ καί μετ᾿ αὐτόν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μή συνετῶς ἀκηκοότες τῆς πρός τόν Θεόν τοιαύτης εὐχαριστίας τῶν Πατέρων καί τῆς ἐν ταῖς πρός τούς ἑτεροδόξους ἀντιρρήσεσιν οἰκονομίας μή δυνηθέντες συνιδεῖν, συνήγαγον κακῶς ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό Πατρός εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μηδέ τοῦτο συνιδόντες, ὡς εἴγε  τοῦτο ἦν καί διά τοῦτο “ἡ φυσική τάξις τοῦ τε Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί τοῦ θείου Πνεύματος πρός τόν Υἱόν ἐδείκνυτο, οὐκ ἄν, ἐπαλλαττομένης ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ τῆς συνεκφωνήσεως τῶν τριῶν προσκυνητῶν προσώπων, ἔστιν οὗ μετά τό Πνεῦμα ὁ Υἱός ἐτίθετο, προαριθμουμένου δηλαδή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθάπερ καί ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ φησί Γρηγόριος, ὅτι “τά αὐτά καί προαριθμεῖται καί ὑπαριθμεῖται παρά τῇ Γραφῇ διά τήν ἰσοτιμίαν τῆς φύσεως...”. “Θεολόγησον, τοῦ πρός τρίτον οὐρανόν ἀναχθέντος, ποτέ μέν συναριθμοῦντος τάς τρεῖς ὑποστάσεις, καί τοῦτο ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως ταῖς τάξεσι, προαριθμοῦντος, ἐναριθμοῦντος, ὑπαριθμοῦντος τό αὐτό”» (ὅπ. παρ., σελ. 156-158).
(VΙΙ) «Τούτων οὖν Εὐνόμιός τε καί τό τῶν Λατίνων γένος, μηδένα ποιησάμενοι λόγον, τρίτον εἶναι τῇ τάξει καί τῷ ἀξιώματι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐδογμάτισαν, οὐ τῇ κατά τήν ὁμολογίαν τάξει ἀλλά τῇ φυσικῇ, κακῶς. Ὅ γε μήν Εὐνόμιος ἐντεῦθεν τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός εἶναι καί τῇ φύσει, ὡς ἀμφοτέρων κατ᾿ αὐτήν διαφέρον, προσεδογμάτισεν, οἱ δέ Λατῖνοι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατασκευάζουσιν» (ὅπ. παρ., σελ. 158).
(VΙΙΙ) «37. Ἡμεῖς δέ σύν τοῖς ἱεροῖς πατράσιν ὡς ἐπί τό πλεῖστον τό Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν τιθέαμεν καί μετά τόν Πατέρα τοῦτον, ἵνα τῶν τριῶν ὑπέρ ἡμῶν μεγίστων ἔργων καί θεοπρεπῶν καί προμηθεστάτων οἰκονομιῶν συντομωτάτην ἀποδιδῶμεν διά πάντων τήν δοξολογίαν καί τήν εὐχαριστίαν καί τήν ἀνάμνησιν˙ οὐχ ὅτι δεύτερα καί τρίτα τῇ τιμῇ καί τῇ ἀξίᾳ - καί γάρ ὁμότιμα – οὐδέ τήν δυάδα ποιοῦντες τοῦ ἑνός ἀρχήν, οὐδ᾿ εἰς τήν δυάδα ἀναφέροντες τό ἕν, ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός, εἰς ἕν αἴτιον καί Υἱοῦ καί Πνεύματος ἀναφερομένων, ἐξ οὗ μόνου ἔχει τήν ὕπαρξιν ἑκάτερον αὐτῶν...» (ὅπ., παρ., σελ. 158).
(ΙΧ) «Εἶτα περί τῆς ἐν Θεῷ τάξεως ποιησάμενοι τόν λόγον προσαπεδείξαμεν μή γνωστόν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρός ἄλληλα σχέσεώς τε καί τάξεως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον...» (ὅπ. παρ., σελ. 176).
(Χ) Καί ὅτι τοῦτο μή συνετῶς ἀκούσαντες Εὐνόμιός τε πρότερον καί οἱ λατινικῶς πεφρονηκότες ὕστερον, τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός ἐδογμάτισαν τόν Πνεῦμα τό ἅγιον˙ κἀντεῦθεν ὁ μέν Εὐνόμιος τρίτον καί τῇ φύσει, Λατῖνοι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχειν προσεδογμάτισαν» (ὅπ. παρ., σελ. 178).
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»