Schmemann Alexander
Protopresbyter (1921-1983)
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ ἀμέσως ὅτι αὐτὲς οἱ δύο στάσεις (διαθέσεις) – ἀπέναντι στὴ ζωή, ἀπέναντι στὴν κοινωνία, καὶ ἀπέναντι στὸν πολιτισμὸ-Οὐτοπία καὶ Διαφυγὴ- φυσικὰ ὑπῆρχαν καὶ πρίν. Τὶς βρίσκουμε παροῦσες σχεδὸν σὲ κάθε κοινωνία ἢ σὲ κάθε πολιτισμό. Ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, κατατρυχόμενοι ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερο ὅραμα καὶ μένοντας φανατικὰ πιστοὶ σ’ αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸ κύριο ρεῦμα τοῦ πολιτισμοῦ. Ὑπάρχουν ἐπίσης πάντοτε, σὲ κάθε πολιτισμὸ καὶ σὲ κάθε κοινωνία αὐτοί, ποὺ μποροῦν νὰ ὀνομαστοῦν οἱ παρατημένοι ἀπὸ τὴ συμβατικὴ ζωὴ (dropouts),ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γιὰ διαφόρους λόγους προσπαθοῦν νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὶς πιέσεις τῆς κοινωνίας τους. Ἐκεῖνο ποὺ νομίζω εἶναι καινούργιο, εἶναι ὅτι σήμερα, αὐτὴ ἡ Οὐτοπία, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ, καὶ αὐτὴ ἡ Διαφυγὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν εἶναι πιὰ περιθωριακὰ φαινόμενα.
Τώρα τί ἐννοῶ μὲ τὴν Οὐτοπία; Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα Οὐτοπία εἶναι ἕνα εἶδος μαξιμαλιστικῆς (ἐπιζητούσης τὰ μέγιστα) προβολῆς πρὸς τὸ μέλλον. Εἶναι μία ὑπόσχεση ἢ μία ἰδέα, ὅτι ἡ ἱστορία σὰν ὅλο καὶ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὰν προσωπικὸς προορισμός, προχωρεῖ πρὸς τὴν τελειότητα καὶ τὴν ἐκπλήρωση, πρὸς ἕνα κάτι ἐξαιρετικὸ-ὄχι μόνο ἐξαιρετικὸ ἀλλὰ ἐπίσης ἄμεσο, στὸ θρίαμβο ἐπάνω σὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν κινδύνων καὶ τῶν ἐλλείψεων.
Ἀμφότερα, Οὐτοπία καὶ Δραπέτευση εἶναι ριζωμένα σὲ μία μοναδικὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία, ποὺ μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε, Ἰουδαῖο-Χριστιανική. Ἀτυχῶς, ἔχοντας συμφωνήσει μὲ τὸν κόσμο πάνω σ’ αὐτὸ τὸν δυϊσμὸ Οὐτοπίας καὶ Δραπέτευσης, οἱ χριστιανοὶ- ἐκεῖνοι ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται πιστοὶ- ἔχουν τελικὰ παραδοθεῖ, εἴτε στὴν Οὐτοπία εἴτε στὴν Δραπέτευση.
Ταυτόχρονα, ἔχουμε μιὰ ἐκ θεμελίων ἀναβίωση τῆς τάσης γιὰ Δραπέτευση, ἡ ὁποία, παίρνει πολλὲς μορφὲς στὴ θρησκεία, σήμερα. Ἄνθρωποι γυρίζουν τὴν πλάτη τους στὸν κόσμο καὶ βυθίζονται μέσα σχεδὸν σὲ κάθε τι. Σὰν ὀρθόδοξος ἱερέας μπορῶ νὰ δῶ τὶς μορφές, ποὺ παίρνει στὴν Ἐκκλησία μας: ἔχουμε ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ τί συμβαίνει στὸν κόσμο. Ἔχουν ἀνακαλύψει Τὴν Εἰκόνα.
Ὁ κόσμος εἶναι λυτρωμένος (ἀνακαινισμένος). Ἀλλὰ εἶναι λυτρωμένος, ὄχι γιὰ νὰ ἐγγυηθεῖ τὴν ἐπιτυχία, ἀκόμη καὶ τῆς ἐξαιρετικῆς δημοσιονομικῆς πολιτικῆς τοῦ Δρ. Στόκμαν. Εἶναι λυτρωμένος, ὄχι γιὰ νὰ βεβαιώση ὅτι θὰ ἔχουμε “αὔριο, ποὺ θὰ τραγουδοῦν”. Ἡ λύτρωση συμβαίνει τώρα, ἀμέσως τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ Χριστιανικὴ ἐσχατολογία. Δὲν εἶναι μία ἐσχατολογία τοῦ μέλλοντος. Ναί, κάθε μέρα, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, λέμε: “Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου.” Καὶ ἔρχεται τώρα.
«Ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ ἐπιστρέψει, θὰ εὕρει τὴν πίστη στὴ γῆ;» (Λκ.18:8) Ἴσως νὰ κατευθυνόμεθα πρὸς μία καταστροφή. Δὲν εἶναι γιὰ τὴν Χριστιανικὴ ἐκκλησία νὰ ἐγγυηθεῖ, ὅτι κάθε τι θὰ γίνει μεγαλύτερο καὶ καλλίτερο. Αὐτὸ εἶναι Οὐτοπισμός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, πρέπει ἐπίσης νὰ ἀποκλείσουμε τὴν Δραπέτευση, σὰν μία προδοσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο. Αὐτὲς οἱ δύο πραγματικότητες- ὁ πεσμένος κόσμος ποὺ δημιουργήθηκε καλὸς- πρέπει νὰ φυλαχθοῦν μαζὶ ἀντινομικά. Αὐτὴ εἶναι ἡ συνθήκη, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, τὴν ὁποία, οἱ Χριστιανοὶ ἦσαν πάντα ἱκανοὶ νὰ βροῦν στὶς ἀληθινὲς πράξεις μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία προσδιοριζόταν.
Ἔγινε ἄνθρωπος, ὅταν ἔγινε Homo Adoratus, ἄνθρωπος ποὺ εὐχαριστεῖ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν λέει στὸν Θεό, εἶμαι καθορισμένος (ὀνοματισμένος) γι’ αὐτό, εἶναι συνταγματικό μου δικαίωμα νὰ ἔχω πάντοτε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ξαφνικὰ ἀναφωνεῖ: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ εἶναι γεμάτα μὲ τὴν δόξα Σου.» Μόνον ἐὰν θὰ ἐπιστρέψουμε- ἀπὸ τὴν πτώση μας, ἀπὸ τὴν ὁμολογία μας, ἀπὸ τὴν νοσηρότητά μας, ἢ ἀπὸ τὴν φθηνὴ αἰσιοδοξία μας- στὸ πνευματικὸ ὀξυγόνο αὐτῆς τῆς κοσμικῆς εὐχαριστίας, ἡ ὁποία, μᾶς παρέχει τοὺς ὅρους τῆς ἀναφορᾶς, τὸ περιβάλλον τῆς ὕπαρξής μας, ἡ ὁποία, μεταμορφώνει, αὐτὸ τὸ περίφημο, Metro, boulot, dodot! Ἐὰν μόνο μπορέσουμε νὰ ξαναβροῦμε αὐτὴ- καί, ὤ!, δὲν λείπουν καθόλου τὰ μέσα,- τότε ἐμεῖς δὲν θὰ εἴμαστε παθητικοὶ ὀπαδοὶ αὐτῆς τῆς αὐξανόμενης πόλωσης: εἴτε Οὐτοπία, εἴτε Δραπέτευση ( καὶ μὲ τὸ «ἐμεῖς» ἐννοῶ οἱ πιστοί, γιὰ τοὺς ὁποίους, ὁ Θεὸς εἶναι, ἀκόμη, μία Πραγματικότητα).Θὰ συμμετάσχουμε ἐνεργά, στὴ σταθερὴ διαδικασία, τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς δημιούργησε,τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε, τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνακαινισθεῖ (ἀπολυτρωθεῖ) – μαζὶ μ’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὴν ἀνακαίνιση.