Γαλατία (Μικρά Ασία)
Γαλατία ονομάζονταν κατά την αρχαιότητα, η περιοχή στα υψίπεδα της κεντρικής Ανατολίας στη Μικρά Ασία, στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα η πρωτεύουσα της Τουρκίας, η Άγκυρα. Πήρε το όνομά της από το μεταναστευτικό ρεύμα κελτικών φυλών Γαλατών κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.: μια ομάδα περίπου 10.000 Κελτών πολεμιστών με δούλους και γυναικόπαιδα διέσχιζαν τη Θράκη και κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία, έπειτα από έκκληση του βασιλιά του ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας, Νικομήδη Α' του Φιλέλληνα, στη διαμάχη ενάντια στον αδερφό του. Τελικώς, η ομάδα αυτή εγκαταστάθηκε στις περιοχές της ανατολικής Φρυγίας και Καππαδοκίας στην κεντρική Ανατολία, στην περιοχή που πήρε και το όνομά τους. Τα εδάφη της επαρχίας διαιρούνταν ανάμεσα στις 3 φυλές των Γαλατών, καθεμία από τις οποίες είχε τον ηγέτη της. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει τις φυλές αυτές με τα λατινικά ονόματα Τεκτόσαγες, Τολιστοβόγιοι και Τρόκμοι.
Μετά το θάνατο του Αμύντα το 25 π.Χ., η ελληνιστική επαρχία της Γαλατίας ενσωματώνεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Οκταβιανό Αύγουστο.
Η Επιστολή προς Γαλάτες του Αποστόλου Παύλου, που είναι ένα από τα 27 βιλία της Καινής Διαθήκης, αναφέρεται σε αυτή την επαρχία και όχι στους κατοίκους της ομώνυμης ιστορικής περιοχής της Δυτικής Ευρώπης. (el.wikipedia)
1. Εισαγωγή
Η κατάρρευση της μακεδονικής κυριαρχίας που προήλθε με το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού το 280 π.Χ. επέτρεψε σε ομάδες Γαλατών να εισβάλουν στη Μακεδονία, τη Θράκη και κυρίως στην κεντρική Ελλάδα. Το 279 π.Χ., μία μεγάλη δύναμη με αρχηγό το Βρέννο επιτέθηκε χωρίς επιτυχία στους Δελφούς. Το ιερό σώθηκε με την επέμβαση των Αιτωλών, που από εκείνη τη στιγμή απέκτησαν κυρίαρχο πολιτικό ρόλο στις υποθέσεις του μαντείου. Οι Έλληνες, γενικώς, απέδιδαν στον Απόλλωνα την προστασία τους από τη βαρβαρική απειλή.
Δύο ομάδες Γαλατών, το 278/277 π.Χ., πέρασαν στη Μικρά Ασία κατόπιν προσκλήσεως του Νικομήδη Α΄ της Βιθυνίας και πολέμησαν ως σύμμαχοί του εναντίον του αδελφού του Ζιποίτη αρχικά και στη συνέχεια των Σελευκιδών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 270 π.Χ. δυνάμεις Γαλατών όργωναν τη δυτική Μικρά Ασία λεηλατώντας ιερά και πόλεις και παίρνοντας ομήρους για να τους ανταλλάξουν με λύτρα. Επιγραφές και άλλες πηγές μαρτυρούν την απειλή που αποτελούσαν οι Γαλάτες για την Κύζικο, το Ίλιο, τα Θυάτειρα, τις Ερυθρές, την Έφεσο, την Πριήνη, τη Μίλητο, τα Δίδυμα και όλο το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ως την κοιλάδα του Λύκου. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι ελληνικές πόλεις έπρεπε να υπερασπιστούν εαυτούς όσο καλύτερα μπορούσαν. Στράφηκαν, ωστόσο, για προστασία στο Σελευκίδη Αντίοχο Α΄, ο οποίος νίκησε τους Γαλάτες περί το 270 π.Χ. στη μάχη των Ελεφάντων, λαμβάνοντας έτσι το προσωνύμιο Σωτήρ. Ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς είχε ήδη τιμηθεί ως Σωτήρ το 277 π.Χ. για τη νίκη του κατά των Γαλατών στη Λυσιμάχεια της Θρακικής χερσονήσου. Γύρω στο 240 π.Χ., ο Άτταλος Α΄ της Περγάμου είχε επιτύχει να αποκαλείται με τον ίδιο τρόπο μετά τη νίκη του εναντίον μιας μεγάλης γαλατικής δύναμης στις πηγές του ποταμού Κάικου στη Μυσία. Είναι επομένως φανερό ότι ως ένα βαθμό οι ελληνιστικοί βασιλείς του 3ου αι. π.Χ. είχαν αποκτήσει τόσο νόμιμη ιδιότητα στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας όσο και αποδοχή από αυτές ως αναγνώριση της προστασίας που τους παρείχαν από τους Κέλτες «βαρβάρους».
2. Οι εγκαταστάσεις των Γαλατών
Αν και οι αρχαίες πηγές δίνουν έμφαση στις επιδρομές και στις λεηλασίες των Γαλατών, εκείνοι φαίνεται ότι είχαν βασικό τους στόχο την απόκτηση γης για μόνιμη κατοικία. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην κεντρική Ανατολία γύρω από την Άγκυρα στη νοτιοανατολική Βιθυνία και η περιοχή, που ανήκε παλαιότερα στη Φρυγία, ονομαζόταν τώρα Γαλατία. Τόσο τα αρχαιολογικά όσο και τα φιλολογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι νεοφερμένοι κατοίκησαν χωριά –τα οποία ελέγχονταν από οχυρά στους γύρω λόφους όπου έμεναν οι ντόπιοι αρχηγοί– και εξελίχθηκαν σε έναν ισχυρό, μόνιμο γεωργικό πληθυσμό. Ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε και σταδιακά εξαπλώθηκε σε γειτονικές περιοχές της κεντρικής Μικράς Ασίας, όπως η Καππαδοκία και η Λυκαονία. Υπήρχαν τρεις γαλατικές φυλές, οι Τολιστοβόγιοι στη δύση, των οποίων η περιοχή συνόρευε με τη Βιθυνία, οι Τεκτόσαγες που εγκαταστάθηκαν γύρω από την Άγκυρα, και οι Τρόκμοι, που κατέλαβαν την περιοχή ανατολικά του ποταμού Άλυος (Άλυς). Ο αρχαίος περιηγητής Στράβων δίνει μια συνοπτική αναφορά για την οργάνωσή τους.
Ο όρος Δρυνέμετον (βλ. παράθεμα 1) είναι κελτικός. Η φυλετική οργάνωση που περιγράφεται από το Στράβωνα είναι όμοια με την πολιτική δομή των κελτικών φυλών στη δυτική Ευρώπη. Οι Γαλάτες χρησιμοποιούσαν τη δική τους κελτική γλώσσα η οποία χρησιμοποιούνταν στην περιοχή ως την Ύστερη Αρχαιότητα. Πολλά κελτικά ονόματα προσώπων και τόπων μαρτυρούνται στις φιλολογικές και επιγραφικές πηγές που έχουν βρεθεί στη Γαλατία. Γαλάτες έχουν εμφανιστεί και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας λόγω της ευρείας χρήσης τους από τους ελληνιστικούς βασιλείς ως μισθοφόρων.
Την περίοδο 240-220 π.Χ. οι Γαλάτες, που βρίσκονταν συχνά σε συμμαχία με τους Σελευκίδες, απείλησαν το νεοσύστατο βασίλειο των Ατταλιδών. Ο Άτταλος Α΄ πανηγύρισε τις νίκες του εναντίον των Γαλατών με την ανέγερση μνημείων στο ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη της Περγάμου. Σε αυτά περιλαμβάνονταν τα περίφημα γλυπτά –γνωστά από ρωμαϊκά μαρμάρινα αντίγραφα των πρωτότυπων χάλκινων– που αναπαριστούν το θνήσκοντα Γαλάτη και τον αυτόχειρα Γαλάτη που προηγουμένως έχει σκοτώσει τη σύζυγό του. Ο Άτταλος, στο πλαίσιο της νικηφόρας προπαγάνδας του, έδωσε έμφαση στη «βαρβαρική φύση» των αντιπάλων του. Επίσης, για να γιορτάσει τις νίκες του, πρόσφερε αφιερώματα και σε άλλα κέντρα του ελληνικού κόσμου, όπως στη Δήλο, στην Αθήνα και πιθανότατα στους Δελφούς. Με αυτόν τον τρόπο, στήριξε την αξίωσή του ότι ήταν ένας υπερασπιστής του ελληνικού πολιτισμού στη Μικρά Ασία και στον ελληνικό κόσμο εν γένει.
Μετά τη συνθήκη της Απάμειας το 189 π.Χ., σύμφωνα με την οποία οι Σελευκίδες αποκλείστηκαν από τη Μικρά Ασία βόρεια του ποταμού Ταύρου και η ρωμαϊκή κυριαρχία καθιερώθηκε στη δυτική Ανατολία, ο ύπατος Γναίος Μάνλιος Ουόλσων ανέλαβε μία εκστρατεία στη νότια και κεντρική Μικρά Ασία που κατέληξε σε δύο μάχες εναντίον των Γαλατών. Στην πρώτη νίκησε τους Τολιστοβόγιους στον Όλυμπο κοντά στο Γόρδιο. Στη δεύτερη νίκησε τους Τρόκμους και τους Τεκτόσαγες στο όρος Μαγάβα, ανατολικά της Άγκυρας. Για πρώτη φορά οι Γαλάτες βρέθηκαν στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης αλλά κατόρθωσαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι από την κυριαρχία του βασιλείου της Περγάμου. Την περίοδο 185-166 π.Χ. ήρθαν για άλλη μία φορά σε διαμάχη με το βασίλειο των Ατταλιδών, ώσπου υπέστησαν μεγάλη ήττα στα Σύνναδα της Φρυγίας από τα χέρια του Ευμένη Β΄ και του αδελφού του Αττάλου Β΄. Για τη νίκη αυτή οργανώθηκαν μεγάλες γιορτές προς τιμήν του Ευμένη και πιθανότατα να αποτέλεσε την αφορμή για την κατασκευή του μεγάλου Βωμού στην Πέργαμο. Η ζωφόρος του Βωμού, όπου απεικονίζεται η μάχη των ολύμπιων θεών εναντίον των Γιγάντων, φαίνεται να είναι μεταφορική αναπαράσταση του θριάμβου του ελληνισμού εναντίον των «βαρβάρων» εχθρών του πολιτισμού, ιδιαίτερα εναντίον των Γαλατών.
Κατά τον 1ο αι. π.Χ., οι Γαλάτες πολέμησαν εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορος ως σύμμαχοι των Ρωμαίων. Το ισχυρό βασίλειο του Μιθριδάτη βρισκόταν ανατολικά της Γαλατίας στη βόρεια Καππαδοκία προς τον Πόντο. Το 86 π.Χ. ο Μιθριδάτης ξεγέλασε τους Γαλάτες αρχηγούς και τους έπεισε να συναντηθούν μαζί του στην Πέργαμο. Εκεί τους δολοφόνησε σχεδόν όλους. Μόνο τρεις γλίτωσαν, από τους οποίους ο Δηιόταρος της φυλής των Τολιστοβογίων απέλασε το σατράπη του Μιθριδάτη στη Γαλατία και έτσι σταθεροποίησε τον έλεγχο των Γαλατών στην κεντρική Ανατολία. Ως τη στιγμή του θανάτου του το 43 π.Χ., ο Δηιόταρος έλεγχε ολόκληρη τη Γαλατία. Τον διαδέχθηκαν πρώτα ο Κάστωρ και στη συνέχεια ο τελευταίος Γαλάτης βασιλιάς Αμύντας. Ο τελευταίος, ένας από τους ισχυρότερους συμμάχους της Ρώμης στη Μικρά Ασία, κατά τη διάρκεια της τριανδρίας και της πρώιμης περιόδου της εξουσίας του Αυγούστου είχε υπό τον έλεγχό του μια τεράστια περιοχή της κεντρικής Ανατολίας, που εκτεινόταν στο βορρά ως την Παφλαγονία και στο νότο ως την οροσειρά του Ταύρου – ως και τη Σίδη στην Παμφυλία.
Μετά το θάνατο του Αμύντα το 25 π.Χ., η Ρώμη προσάρτησε το βασίλειό του και το μετέτρεψε στην επαρχία της Γαλατίας. Αρκετά από τα παλιά γαλατικά φυλετικά σχήματα διατηρήθηκαν στη νέα επαρχία. Οι τρεις φυλές των Τολιστοβογίων, των Τεκτοσάγων και των Τρόκμων αποτέλεσαν τη βάση για την οργάνωση των περιφερειών στο βόρειο μέρος της επαρχίας, γύρω από τις πόλεις Πεσσινούς, Άγκυρα και Τάβιον. Δημιουργήθηκε το κοινό των Γαλατών που προώθησε την αυτοκρατορική λατρεία στη Γαλατία. Ναοί που ήταν αφιερωμένοι στη λατρεία της Ρώμης και του θεϊκού Αυγούστου χτίστηκαν στην Πεσσινούντα και την Άγκυρα, ενώ το πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο των Res Gestae του Αυγούστου είχε χαραχθεί στους τοίχους του ναού στην Άγκυρα. Σε μία άλλη σημαντική επιγραφή αναφέρονται οι αρχιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας, αρκετοί από τους οποίους είναι Γαλάτες με κελτικά ονόματα. Στην ίδια επιγραφή γίνεται μνεία των υπηρεσιών αυτών των ατόμων και των ευεργεσιών τους στις φυλετικές κοινότητές τους, όπως οι κοινές γιορτές που ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό της κελτικής κοινωνίας.
Η επιρροή του γαλατικού πολιτισμού παρέμεινε ισχυρή την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αν και σταδιακά άρχισε να μετριάζεται καθώς οι κάτοικοι της περιοχής αρχικά εξελληνίστηκαν και αργότερα εκρωμαΐστηκαν. Ωστόσο, από πληροφορίες που προέρχονται από Βίους Αγίων, φαίνεται ότι ακόμη και τον 6ο αιώνα οι κάτοικοι της περιοχής διέθεταν συνείδηση της κελτικής καταγωγής και κληρονομιάς τους.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού