Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐὰν δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος.
Ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος ἄνθρωπος γεμᾶτος αἰσιοδοξία, τὸν ὁποῖο ἔχω δεῖ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. Εἶναι ἕνας στρατιώτης ποὺ πληγώθηκε στὸν πόλεμο. Μιὰ ἐχθρικὴ σφαῖρα διαπέρασε τὸ σῶμα του, τὸν πλήγωσε δίπλα στὴ μέση του. Μὲ κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Μπήκαμε μέσα στὸ μισοσκότεινο δωμάτιο. Σὲ μία μεγάλη καρέκλα, μὲ πλάτη δίπλα στὸ παράθυρο, καθόταν ὁ γνωστός μου. Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε:
«Κάθομαι ἐδῶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ παρατηρῶ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ ἕνα πρωὶ ὡς τὸ ἄλλο πρωί. Ξέρετε πὼς ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος βρεθεῖ μέσα σ’ ἕνα ἄδειο πηγάδι καὶ ἀπὸ κεῖ παρατηρήσει μέρα μεσημέρι τὸν οὐρανό, θὰ δεῖ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ; Καὶ ἐγὼ παρατηρῶ μέσα ἀπὸ τὸ μισοσκόταδό μου τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοῦ φαίνονται σὰν ἀστέρια λαμπερὰ ποὺ φέγγουν, κινοῦνται κυκλικὰ καὶ ἀδιάκοπα. Ὅσο συμμετεῖχα στὸν στρόβιλο τῆς ζωῆς δὲν ἤξερα ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τόσο ὡραία καὶ τόσο γλυκεῖα. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔχασα τὰ πόδια μου, κέρδισα τὰ μάτια μου. Ναὶ βλέπω αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ τότε ποὺ κάθισα σ’ αὐτὴν τὴν καρέκλα. Ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία καὶ γεμάτη ἁρμονία.
Ἡ ἀρρώστια δὲν εἶναι μεγάλο κακὸ καὶ ὁ θάνατος ἐπίσης δὲν εἶναι οὔτε μεγάλο οὔτε μικρὸ κακό. Δὲν αἰσθάνομαι τὰ πόδια μου καθόλου. Δὲν στηρίζουνε αὐτὰ ἔμενα ἀλλὰ ἐγὼ αὐτά. Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ στηρίζει ἐμένα ὅπως ἐγὼ κρατῶ τὰ παράλυτα πόδια μου. Ἄν δὲν ὑπῆρχε αὐτό, θὰ ἤμουν ὅλος παράλυτος. Αὐτὸ ποὺ μὲ κρατᾷ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ψυχική μου αἰσιοδοξία. Ἡ ψυχή μου γιὰ καιρὸ ἦταν παράλυτη. Ἡ ὀπτικὴ τῆς ψυχῆς μου κυρίως ἦταν παράλυτη, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Ἡ ψυχή μου περιφερόταν στὸ σκοτάδι καὶ τῆς φαινόταν ὅλος ὁ κόσμος σκοτεινός. Ἡ μοναδική της δραστηριότητα ἦταν ἡ ὑποταγὴ στὸ σῶμα, ἡ σκλαβιὰ στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα μου ἔσερνε τὴν ψυχὴ πίσω του, ὅπως τραβᾷ ὁ κυνηγὸς τὸν σκύλο του ἀπὸ τὸ λουρί. Ἡ ψυχή μου χοροπηδοῦσε, χόρευε στὴ σκόνη καὶ στὴ λάσπη, ἀκολουθῶντας τὸ σῶμα, ὑπακούοντας πάντα στὴν θέληση τοῦ σώματος.
Ἤμουν ὑγιὴς ἀλλὰ δὲν τὸ αἰσθανόμουν. Εἶχα μάτια ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ἐνῶ μὲ ἄγγιζαν χαρούμενα, ἐγὼ κατσούφιαζα καὶ δὲν τίς ἔβλεπα. Τὰ ἀστέρια μὲ ἔβλεπαν, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἀπεχθανόμουν καὶ τὰ φοβόμουν. Ἤμουν σὰν τυφλοπόντικας, ποὺ κάποιος μὲ ἔβγαλε ἔξω στὸ φῶς καὶ στὸν ἀέρα καὶ μπερδεμένος τριγύριζα ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ. Τρέμοντας ἔσκαβα τὴ γῆ γιὰ νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ νὰ χωθῶ πάλι στὸ σκοτεινὸ χῶμα τῆς γῆς.
Δόξα τῷ Θεῷ ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος! Καὶ δόξα τῷ Θεῷ ὁ ἐχθρὸς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μὲ ἔκανε παράλυτο! Αὐτὸς ὁ ἐχθρὸς εἶναι γιὰ μένα ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης. Ἔχασα τὰ πόδια ἀλλὰ κέρδισα τὴν ψυχή. Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ! Χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ αὐστηρὰ μέσα γιὰ τὸ καλό μας. Ἐγὼ ἔδωσα μόνο τὰ πόδια μου γιὰ τὴν ψυχή. Ποῦ νὰ ξέρετε πόσο περισσότερο ἀξίζει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ πόδια!
Ἀπὸ τότε ποὺ κάθομαι σ’ αὐτὴν τὴν καρέκλα καὶ παρατηρῶ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ παράθυρο, τακτοποίησα τίς σκέψεις μου καὶ τὰ αἰσθήματα μου. Γιὰ πολὺ καιρὸ μέσα στὸ κεφάλι μου καὶ στὴν καρδιά μου ἐπικρατοῦσε χάος. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴν ἁρμονία στὴν ζωὴ καὶ στὸν κόσμο, μόνον ὅταν τὴν βρεῖ μέσα του. Αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ἁρμονία μόλις τώρα τὴν βρῆκα. Ἀπομάκρυνα τὸ χάος καὶ τὸν φόβο ἀπὸ μέσα μου. Παλιὰ αἰσθανόμουν φόβο ἀκόμη καὶ γιὰ ἕνα ἁπλὸ συνάχι. Σήμερα ὑπάρχουν δίπλα μου δύο παράλυτα πόδια, ποὺ κάποτε ἦταν βασικὰ μέλη τοῦ σώματος μοῦ, καὶ δὲν φοβᾶμαι καθόλου. Μιὰ ἀνατροπὴ συνέβῃ μέσα στὴν ψυχή. Τώρα ποὺ ἔγινα πιὸ ἄσχημος, ὁ κόσμος μου φαίνεται πιὸ ὄμορφος. Ὅταν μὲ συμπονᾷ ὅλος ὁ κόσμος, τότε ἀρχίζω νὰ λυπᾶμαι ὅλο τὸν κόσμο».
Ἔτσι μοῦ μίλησε ὁ παράλυτος ἄνθρωπος. Πόσοι ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ ἔλεγαν: Ἐγὼ στὴ θέση του θὰ αὐτοκτονοῦσα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν αὐτοκτονιῶν στὴν ἐποχή μας αὐξάνει ἀνησυχητικὰ καὶ γιὰ λόγους λιγότερο σοβαροὺς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι δύο παράλυτα πόδια. Ἡ ἀγωγὴ καὶ ἡ διαπαιδαγώγηση παίζει σημαντικὸ ρόλο στὸ θέμα αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος διαπαιδαγωγεῖται ἢ γιὰ νὰ γίνει αἰσιόδοξος ἢ γιὰ νὰ γίνει αὐτόχειρας. Ἡ γενιά μας ἔχει διαπαιδαγωγηθεῖ γιὰ τὸ δεύτερο. Οἱ γονεῖς εἶναι οἱ πρῶτοι ποὺ προετοιμάζουν τοὺς αὐτόχειρες.
Ἡ μάνα γιὰ παράδειγμα ψιθυρίζει κάθε πρωὶ στὸν γιό της: «ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι κακός». «Οἱ ἄνθρωποι, συνεχίζει ἡ μάνα, εἶναι ἐγωιστές, φθονεροὶ καὶ ψεῦτες». «Ἀπόφευγε τοὺς ἀνθρώπους, γιέ μου». «Νὰ κοιτᾷς μόνο τὸν ἑαυτό σου». Μετὰ τὴ μάνα ὁ πατέρας ἐπαναλαμβάνει στὸ γιό: «Τί κακὸς καιρὸς γιὰ τὸ χωράφι». «Πόσο ἄσχημη εἶναι ἡ φύση». «Πόσο ἀηδιαστικὰ εἶναι τὰ ἀνθρώπινα ἔργα». «Πόσο βαρετὸς εἶναι ὁ ἥλιος». «Πόσο θλιβερὴ εἶναι ἡ ζωή». Ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ἐπαναλαμβάνουν στὸ γιό τους συχνὰ τὰ τρελὰ λόγια ἑνὸς ἀπαισιόδοξου ποιητῆ: «Ἀδελφέ μου, στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἀγάπη».
Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀπὸ αὐτήν. Ὁ κόσμος ἐπιβιώνει λόγῳ τῆς ἀγάπης. Ἄν πεῖ κανεὶς πὼς στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, αὐτὸ εἶναι ἡ πιὸ φρικτὴ καὶ ψευδὴς καταδίκη τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν παραπάνω φράση τοῦ ἀποτυχημένου καὶ ἀπαισιόδοξου ποιητῆ διαπαιδαγωγεῖται ὁλόκληρη ἡ γενιά μας. Θὰ βρεῖτε ἑκατοντάδες νέους καὶ ἡλικιωμένους ποὺ δὲν ξέρουν το «Πάτερ ἡμῶν» καὶ δὲν διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖτε οὔτε μερικὲς δεκάδες ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἐπαναλαμβάνουν καθημερινά: Ἀδελφέ μου, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ὅποιος ὅμως ἐπαναλαμβάνει αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν σκέφτεται πὼς ὑπάρχει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸ χαμόγελο καὶ ἡ χαρά. Ἀκόμη καὶ οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγητὲς συνεχίζουν νὰ ὑποτιμοῦν τοὺς μαθητὲς κρατῶντας τοὺς ἐπίτηδες σὲ μιὰ μεγάλη ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Μὲ μία λέξη σερνόμαστε καὶ δὲν προχωρᾶμε. Μελαγχολικοί, χλωμοί, συντετριμμένοι ἄνθρωποι περπατοῦν. Ἡ χαρά μας εἶναι μισὴ λύπη. Τὸ χαμόγελο μας δὲν μοιάζει μὲ τὸ χρυσαφένιο φῶς τοῦ ἡλίου, ἀλλὰ μὲ τὸ χλωμό, μελαγχολικὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ. Οἱ πολλοὶ εἶναι συνηθισμένοι στὴν κλειστὴ ζωὴ τοῦ δωματίου. Ἡ διασκέδασή μας φθάνει στὰ ὅρια τῆς ἁμαρτίας. Ἐξαιτίας τῆς ἀγωγῆς καὶ τῆς διαπαιδαγώγησής μας, ὁλόκληρη ἡ χώρα μας εἶναι «παράλυτη». Σ’ αὐτὸ ὀφείλεται ἡ ἀπαισιοδοξία μας, ἡ μελαγχολία καὶ ἡ θλίψη μας, ἡ ἔλλειψη χαρᾶς. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μελαγχολίας μας προέρχεται ἀπὸ τίς ἐσωτερικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν στὰ σχολεῖα, στὴν ἐκκλησία, στὴν οἰκογενειακὴ καὶ στὴ δημόσια ζωή. Σπάνιο νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα παράλυτο ποὺ νὰ εἶναι αἰσιόδοξος.
Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἔτσι ἁπλᾶ κάποιος εἶναι αἰσιόδοξος καὶ κάποιος ἀπαισιόδοξος. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Αἰσιοδοξία σημαίνει εὐτυχία, ἐνῶ ἀπαισιοδοξία σημαίνει δυστυχία. Μεγαλύτερη εὐτυχία γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ ὑγεία, ὁ πλοῦτος, οἱ φίλοι καὶ ἡ δόξα. Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία γιὰ ἕναν ἄνθρωπο εἶναι νὰ ἔχει αἰσιοδοξία. Οὔτε μεγαλύτερη δυστυχία γιὰ ἕναν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ἡ μοναξιά, ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ ἀδικία, ἡ ὁποιαδήποτε δυσκολία καὶ ἀπώλεια. Ἡ μεγαλύτερη δυστυχία γιὰ ἕναν ἄνθρωπο εἶναι νὰ εἶναι ἀπαισιόδοξος, γιατί ἐνῶ ἡ αἰσιοδοξία ἀποτελεῖ ὕμνο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπαισιοδοξία ἀποτελεῖ ὕμνο στὸν θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν μὲ τίποτε νὰ συνηθίσουν νὰ παρατηροῦν τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς αἰωνιότητος. Ὅλα ὅσα παράγει αὐτὸς ὁ κόσμος, τὰ παράγει γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ἀγάπη μας καὶ ἡ φιλία μας εἶναι ἀξεπέραστες στὸν χρόνο, ὅπως καὶ ὁ κόσμος. Τὰ μάτια μας κάνουν λάθος ὅταν μᾶς λένε πὼς ὅλα περνᾶνε, ὅπως μᾶς ἐξαπατοῦν γιὰ τὴν κίνηση τοῦ ἡλίου. Ὑπάρχει ἕνα περιβάλλον πνευματικὸ ὅπου ὅλα ζοῦν καὶ κινοῦνται. Αὐτὸ τὸ περιβάλλον εἶναι σταθερὸ καὶ ἀκίνητο. Ὅλα ὅσα ἔζησαν στὴ γῆ, ζοῦν καὶ σήμερα σ’ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ περιβάλλον. Ὅλα ὅσα ζοῦν σήμερα, θὰ ζοῦν αἰώνια σ’ αὐτὸν τὸν πνευματικὸ τόπο. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ φιλία δὲν χάνονται μὲ τὸν θάνατο, ἀλλὰ συνεχίζουν νὰ ὑπάρχουν σὲ μιὰ πολὺ πιὸ καθαρὴ καὶ ἔξοχη μορφὴ στὸν ἄλλο κόσμο.
Ἀνάμεσα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ ζοῦμε ὑπάρχουν σύνορα ἐξαιτίας τῆς μυωπίας μας, καὶ δὲν βλέπουμε τὴν συνέχεια, τὴν προέκταση αὐτῆς τῆς ζωῆς μετὰ τὸν θάνατο. Καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ πνευματικὰ μάτια τὸ «τώρα».
Ὅλοι ἐμεῖς ὑφαίνουμε τὸ ὑφαντὸ τῆς ἱστορίας, ἀδέλφια μου. Εἴμαστε ὑφαντὲς τῆς ἱστορίας ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας μεγαλύτερος ἀπό μᾶς Ὑφαντῆς. Ὅλες οἱ ἡμέρες ποὺ συναποτελοῦν τὸ παρελθόν, ἀπὸ μόνες τους δὲν θὰ σήμαιναν τίποτε, ἂν δὲν ἀποτελοῦσαν καὶ αὐτὲς μέρος ἑνὸς ὑφαντοῦ ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας. Ὁ χρόνος ὅλων τῶν ἀνθρώπων στὸν κόσμο ἀπὸ μόνος του δὲν θὰ ἦταν τίποτε, ἂν δὲν εἶχε σὰν στόχο του καὶ περιεχόμενό του τὴν δημιουργία μιᾶς παγκόσμιας σύνθεσης, ἑνὸς παγκοσμίου ἐργόχειρου ὑφαντοῦ. Κάθε ἔργο μας μέχρι αὐτὴν τὴν στιγμή, κάθε λέξη καὶ κάθε συναίσθημα διατηρεῖται καὶ δὲν χάνεται ὡς μέρος τῆς προσωπικῆς μας σύνθεσης. Ὅλος ὁ ἡρωισμός μας καὶ ὅλη ἡ φαυλότητα μας στέκονται ἀκίνητα στὴν ὕφανση τοῦ παρελθόντος μας.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀποτελοῦμε θεματοφύλακες τῆς ἱστορίας μας, εἴμαστε μόνο οἱ ὑφαντές της. Τὸ παρελθὸν διαφυλάσσεται ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ δὲν λησμονεῖ τίποτε. Τὰ κλειδιὰ τοῦ παρελθόντος κρατᾷ ὁ Ὕψιστος Ὑφαντῆς, ποὺ προσεκτικὰ ἄγρυπνα πάνω ἀπὸ κάθε νῆμα ποὺ πλέκεται στὸ ἐργόχειρο Του. Ἀναλογιστεῖτε φίλοι μου, ποιά εἶναι ἡ συμβολή σας στὸ τεράστιο αὐτὸ ὑφαντὸ τοῦ Θεοῦ; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι λόγος τῆς αἰσιοδοξίας.
Ἡ αἰσιοδοξία ἀποτελεῖ τὸ φωτοστέφανο τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας. Αἰσιόδοξος ἦταν ὁ Θεμελιωτὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ πιὸ Αἰσιόδοξος ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰσιόδοξους στὸν κόσμο. Παρέμενε αἰσιόδοξος καὶ ὅταν ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλους προσευχόταν μόνος στὸν Θεό, ἐκείνη τὴν μοιραία νύχτα πρὶν ἀρχίσει ἡ τραγωδία. Καὶ τότε ποὺ τὸν σύρανε ἀπὸ τὸν Ἡρώδη στὸν Πιλάτο χλευάζοντάς τον. Καὶ τότε ποὺ Τοῦ ἔβαλαν ἀγκάθινο στεφάνι, ποὺ Τοῦ ἔσχιζε τὸ θεϊκό Του κεφάλι, καὶ τότε ὅταν ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ ἔβγαινε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ Τὸν ἀποχαιρετοῦσαν μὲ γέλια, μὲ κατάρες καὶ μὲ τὸν ἦχο τῶν ἀδύναμων δακρύων τῶν γυναικῶν. Καὶ τέλος ὅταν τὸ ποτήρι τῆς πίκρας ξεχείλισε καὶ εἰσῆλθε στὴν ἱστορία ἡ λέξη Γολγοθᾶς, πάλι παρέμεινε αἰσιόδοξος.
Αἰσιόδοξοι ἦταν καὶ οἱ Χριστιανοὶ μάρτυρες. Ἀφοῦ οἱ μάρτυρες καὶ οἱ μεγαλομάρτυρες ἦταν αἰσιόδοξοι, πῶς ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι; Αἰσιόδοξοι ἦσαν ὅσοι στὶς ρωμαϊκὲς ἀγορὲς πάλαιψαν μὲ ἄγρια θηρία, γιὰ νὰ διασκεδάσει ὁ Καίσαρας. Αἰσιόδοξοι ἦσαν ὅσοι καίγονταν στὴν πίσσα στὶς πλατεῖες γιὰ τὴν ψυχαγωγία τοῦ Καίσαρα καὶ τῶν γυναικῶν του. Αἰσιόδοξοι ἦσαν ὅσοι γύριζαν δεμένοι στὸν τροχὸ καὶ ὅσοι θάφτηκαν ζωντανοὶ στὴν γῆ. Αἰσιόδοξοι ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν γνώρισαν τὴν ἰσότητα οὔτε τὴν ἐλευθερία τοῦ τύπου. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς νὰ γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι; Γιατί νὰ γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι; Οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅταν καίγονταν στὴ φωτιὰ φώναζαν: Ἐμεῖς καὶ πάλι πιστεύουμε. Αὐτοὶ καὶ ὅταν τοὺς ἔσχιζαν τὰ θηρία ψιθύριζαν: Ἐμεῖς πάλι ἐλπίζουμε. Πάνω στὸν σταυρό, κλαίγοντας μὲ λυγμοὺς ἔλεγαν: Ἐμεῖς καὶ τώρα σᾶς ἀγαπᾶμε. Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν μαρτυρικὴ ζωή μας καὶ προσδοκοῦμε μιὰ καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στὸν Ἕνα καὶ Παντοδύναμο Θεὸ ποὺ κυβερνᾷ τὸν ἥλιο καὶ μετρᾷ ὅλους τοὺς πόνους μας καὶ ὅλες τίς ἀδικίες τῶν βασανιστῶν μας.
Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς κλώτσησαν σὰν ἄχρηστες πέτρες, τοὺς πῆρε ὁ Θεός, ὁ Κτίστης τῶν πάντων, νὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας Του. Ἡ ἐκκλησία Του ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο οἰκοδόμημα αἰσιοδοξίας ποὺ κτίστηκε στὴ γῆ. Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀποτελεῖ μία ἁπλῆ πνευματικὴ θεωρία, γιατί εἶναι δοκιμασμένη καὶ τεκμηριωμένη.
«Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐὰν δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος. Καὶ ἂν ἀποκαλοῦσα τὸν ἑαυτό μου Χριστιανὸ καὶ δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος, δὲν θὰ ἤμουν εἰλικρινὴς Χριστιανός. Καὶ ὅλοι ἐσεῖς ματαίως ἀποκαλεῖσθε Χριστιανοί, ἐὰν δὲν εἶσθε αἰσιόδοξοι. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο κάστρο αἰσιοδοξίας. Ὁ Χριστιανισμὸς θεμελιώνεται στὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατί αὐτὰ τὰ τρία μόνο σώζουν: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη.
Ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη συναποτελοῦν τὴν αἰσιοδοξία. Μόνον ἡ αἰσιοδοξία μᾶς σώζει. Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε πίστη. Χωρὶς πίστη εἴμαστε σὰν τὰ ζῶα ποὺ σήμερα τὸ πρωὶ σφαγιάστηκαν στὸ σφαγεῖο. Χωρὶς τὴν αἰσιοδοξία, ὅλοι μας εἴμαστε ἀνάπηροι. Μεγαλύτερη ἀναπηρία ἔχει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αἰσιοδοξία παρὰ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς πόδια. Ὁ Θεὸς ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα ἔκτισε. Στὸ πρόσωπο τοῦ αἰσιόδοξου καθημερινὰ πέφτουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, τοῦ ζεσταίνουν καὶ τοῦ φωτίζουν τὴν ψυχή, ἐνῶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπαισιόδοξου μένει χωρὶς τὸν ἥλιο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχή του νὰ εἶναι κρύα καὶ σκοτεινή. Ὁ πρῶτος καθημερινὰ βλέπει τὰ λουλούδια, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὸν σκουπιδότοπο. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμιὰ δημιουργία χωρὶς αἰσιοδοξία.
Ἀδελφοί μου, ἂς εἴμαστε αἰσιόδοξοι. Ἄς ἀτενίσουμε τὸν κόσμο μας τὴν ἡμέρα, ἂς δοῦμε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὴν νύχτα καὶ ἂς ἔχουμε πίστη στὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Δημιουργός, ὁ Πλάστης τοῦ κόσμου καὶ Πατέρας μας. Ἡ σκέψη αὐτή, ἂς εἶναι ἡ βάση τῆς αἰσιοδοξίας μας. Κάθε σπόρος ἀφοῦ σαπίσει, τότε βλαστάνει καὶ γίνεται λουλούδι. Μὲ τὸν θάνατο ἐμεῖς σαπίζουμε γιὰ νὰ βλαστήσουμε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐπειδὴ εἴμαστε παιδιὰ ἑνὸς ἀθάνατου Πατέρα, γι’ αὐτὸ εἴμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀθάνατοι. Τί εἴδους Πατέρας θὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ δημιουργοῦσε παιδιὰ ὅμοια μ’ Αὐτόν; Ποιός Πατέρας θὰ ζοῦσε δισεκατομμύρια χρόνια καὶ θὰ εἶχε γιους τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ δὲν διαρκεῖ οὔτε ἑκατὸ χρόνια; Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι ἐπειδὴ κανεὶς δίκαιος δὲν θὰ πάει στὴν κόλαση καὶ οὔτε ἕνας μὴ μετανοιωμένος ἁμαρτωλὸς στὸν παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιὰ νὰ κατορθώσει νὰ εἰσέλθει στὸν παράδεισο, πρέπει πρῶτα ὁ παράδεισος νὰ εἰσέλθει μέσα του. Στὴν κόλαση ὁδηγεῖται αὐτὸς ποὺ ἡ κόλαση ὑπάρχει ἤδη μέσα στὴν ψυχή του. Ὁ παράδεισος εἶναι ἀθάνατη χαρὰ καὶ θεϊκὴ ἀνύψωση. Ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια λύπη καὶ ἡ γεμάτη ἔνοχες καὶ τύψεις συνείδηση. Ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἡ ἀνταμοιβὴ τῶν Δικαίων εἶναι οἱ ὑψηλότεροι μαθηματικοὶ νόμοι τῆς οἰκουμένης.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι, ἀκόμη καὶ ὅταν ζημιωνόμαστε, γιατί ἡ ζημιά μας δὲν εἶναι ποτὲ ἄστοχη καὶ χωρὶς λόγο. Τὰ βάσανά μας εἶναι σημαντικὸς παράγοντας στὴν συνολικὴ πορεία ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τὰ βάσανά μας εἶναι μισθὸς μὲ τὸν ὁποῖο πληρώνουμε εἰσιτήριο γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν τόπο τὸν ὁποῖο φωτίζει ὁ Θεὸς μὲ πολλοὺς ἥλιους.
Ἐγὼ προσωπικὰ τρεῖς φορὲς στὴ ζωή μου ἔφθασα κοντὰ στὸν θάνατο καὶ μπορῶ νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ καὶ νὰ σᾶς δώσω τὴν μαρτυρία πὼς τὰ ὅσα πέρασα δὲν ἦταν οὔτε φοβερὰ οὔτε ἀνυπόφορα. Θυμᾶμαι ἐκεῖνες τίς στιγμὲς μὲ χαρά, ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ τρία γεγονότα ὀμορφαίνουν τὴ ζωή μου καὶ σήμερα, καὶ κάνουν τὴν ψυχή μου πιὸ δυνατή. Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καὶ ὅταν μεγαλώνουμε σὲ ἡλικία, ὅπως ὅταν ἤμασταν νέοι. Κάθε ἡλικία ἔχει τὸ μεγαλεῖο της καὶ τὴν ὀμορφιά της.
Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι ὡς Χριστιανοί, γιατί στὴν πίστη μας βρῆκαν παρηγοριὰ καὶ οἱ πιὸ ἀπελπισμένοι. Ἄς αἰσιοδοξοῦμε ὅλοι μας καὶ ὡς λαός. Δὲν μᾶς ξέχασε αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ τὴν Ἱστορία. Ὁ ρόλος μας στὴν Ἱστορία εἶναι σημαντικὸς καὶ ἐξελίσσεται σὲ ἀκόμη πιὸ σημαντικό. Ὅταν παλεύουμε γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἀγωνιζόμαστε γιὰ κάτι θεϊκό, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν ἐλεύθερων καὶ ὄχι τῶν ὑποδουλωμένων ψυχῶν καὶ σωμάτων. Ἄς σκεφτόμαστε αἰσιόδοξα, ἐπειδὴ μόνον ἡ αἰσιόδοξη σκέψη φθάνει μέχρι τὸν Θεό. Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καὶ μὲ τὰ συναισθήματά μας, γιατί ἡ αἰσιοδοξία εἶναι τὸ φάρμακο τῆς λύπης καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ αἰώνιας χαρᾶς. Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι καὶ μὲ τὰ ἔργα μας, ἐπειδὴ τὰ καλὰ ἔργα μας συνυφαίνονται μὲ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, καὶ διατηροῦνται αἰώνια ὅπως καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι γιατί καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι αἰσιόδοξη καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἡ πιὸ ὑψηλὴ ἔκφραση τῆς ζωῆς.
Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς αἰσιόδοξος σημαίνει νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἐκτιμᾷ δίκαια τὸ δῶρο τῆς ζωῆς».