Άγ. Λουκάς Κριμαίας: Λόγος στὴ Μεγάλη Τετάρτη

 

Ἡ καρδιὰ ποὺ ἐξευγενίζεται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ μετάνοια

Σήμερα ἀκούσαμε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν τὴ Μεγάλη Τετάρτη. Ταράζομαι ἀκόμα καὶ νὰ μιλάω γιὰ τὸ φοβερὸ κακούργημα, ποὺ ὅμοιό του ποτὲ δὲν ἔγινε στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Τί παραπάνω μπορῶ νὰ προσθέσω; Τίποτα. Θέλω μόνο νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σ’ αὐτὸ ποὺ ἀκούσατε, γιατί ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἀνάγνωσμα μπορῶ νὰ μιλάω χωρὶς τέλος, διεισδύοντας σὲ κάθε λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι καθῆκον μου νὰ σᾶς διδάξω αὐτό, γιατί τὰ εὐαγγελικὰ λόγια εἶναι ἅγια, μεγάλα, λόγια τόσο βαθιὰ καὶ σημαντικὰ δὲν ὑπάρχουν στὰ ἀνθρώπινα βιβλία. Και ἔτσι, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν μας οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς, ποὺ καθόλου δὲν μοιάζουν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη. Ψυχὲς μαῦρες, φοβερὲς καὶ ψυχὲς τρυφερές, γεμάτες ἀγάπη.

Ἰδού, οἱ κακοὶ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι πηγαίνουν κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς νύχτας, σὰν νυχτερίδες, καὶ «κάνουν συμβούλιο κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ Αὐτοῦ». Καὶ ἐκπληρώνεται αὐτὸ ποὺ προλέγει ὁ προφήτης Δαβὶδ, χίλια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονός: «παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ» (Ψάλμ. 2, 2). Πηγαίνουν κρυφά, γιατί φοβοῦνται τὸν λαὸ καὶ Αὐτὸν ποὺ θέλουν νὰ σκοτώσουν. Συσκέπτονται, γιὰ τὸ πῶς θὰ Τὸν σκοτώσουν, σιγοψιθυρίζοντας μὲ τὶς κακές, ἀκόλαστες γλῶσσες τους καὶ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία: «κατ’ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ’ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακὰ μοι» (Ψαλμ. 40, 8).

Καὶ ἰδού, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ στὴν πόρτα τοῦ ἀρχιερέα, ποὺ ὀνομαζόταν Καϊάφας, καὶ πρότειναν στὸ συμβούλιο νὰ πιάσουν τὸν Ἰησοῦ μὲ δόλο καὶ νὰ Τὸν σκοτώσουν. Ὅμως εἶπαν: «μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα μὴ θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. 26, 5), γιατί στὸ βάθος τῶν μαύρων καρδιῶν τους ἔνιωθαν, τί εἴδους ἔγκλημα ὀργάνωσαν, γνώριζαν, ὅτι Αὐτὸν ποὺ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν ὁ λαὸς Τὸν τιμάει καὶ Τὸν ἀγαπάει ὡς Μεγάλο Θαυματουργὸ καὶ ὅτι πολλοὶ Τὸν θεωροῦν Μεσσία.

Γιὰ ποιὸ λόγο θέλετε, καταραμένοι, νὰ Τὸν σκοτώσετε; Μήπως, γιὰ τὸ ὅτι δίδαξε στὸν κόσμο τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀλήθεια; Μήπως, γιὰ τὸ ὅτι φώτισε τὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου μὲ τὸ φῶς τοῦ θεϊκοῦ Πνεύματός Του, μὲ τὸ θεϊκὸ φῶς τῆς διδασκαλίας Του; Μήπως, γιὰ τὸ ὅτι ἔκανε τέτοιο πλῆθος θαυμάτων; Μήπως, γιὰ τὸ ὅτι θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ ἀνέστησε τοὺς νεκρούς; Μήπως, γιὰ τὸ ὅτι διέταξε τὴν θάλασσα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ σωπάσουν καὶ ἐκεῖνα σταμάτησαν ὑπακούοντάς Τον; Ναί, ἀκριβῶς γι’ αὐτά, γιατί ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος» (Ἰωάν. 11, 47-48).

Καὶ ἔτσι, φοβήθηκαν ὅτι, ἐξ’ αἰτίας τοῦ πλήθους τῶν θαυμάτων, ὅλοι θὰ πιστέψουν σὲ Αὐτόν. Ἔτσι καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε γίνει, δηλαδὴ ὅλοι νὰ πίστευαν σὲ Αὐτὸν, λόγω τῶν ἀνεκδιήγητων θαυμάτων καὶ τῶν λόγων, ποὺ ποτὲ δὲν ξανακούστηκαν στὸν κόσμο καὶ ἦταν ἀλήθεια! Αὐτοὶ ὄφειλαν νὰ χαροῦν, μὲ τὸ ὅτι ὁ λαὸς πίστεψε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, στὸν Σωτήρα του, στὸν Μεσσία! Δικαιολογώντας τὴν κάκιστη πρόθεσή τους μὲ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τῶν Ρωμαίων, ἔλεγαν ψέματα, γιατί οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἤδη κατακτήσει ὅλη τὴν Παλαιστίνη, ἦταν κάτι ποὺ συνέβη νωρίτερα. Ἦταν δυνατὸν γιὰ τοὺς Ρωμαίους νὰ καταστρέψουν ὅλη τὴν Παλαιστίνη, μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ ὕψιστος Διδάσκαλος τῆς Ἀλήθειας καὶ τοῦ καλοῦ! Ὄχι, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ κατηγορήσουμε τοὺς Ρωμαίους, αὐτὸ ἦταν συκοφαντία πρὸς αὐτούς.

Ὅμως τί, παρ’ ὅλα αὐτά, ὁδήγησε σ’ αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακούργημα; Γιὰ ποιὸ λόγο ἦταν γεμάτες οἱ καρδιὲς τῶν γραμματέων, φαρισαίων καὶ ἀρχιερέων μὲ τέτοια κακία; Γιὰ ποιὸ λόγο μισοῦσαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Διδάσκαλο τῆς ἀγάπης, τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου; Ἀκριβῶς λόγω τοῦ τιποτένιου καὶ μαύρου φθόνου, γιατί μέχρι τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἦταν οἱ κυρίαρχοι τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, οἱ ἡγέτες καὶ οἱ διδάσκαλοι. Ὁ λαὸς τοὺς θεωροῦσε ἁγίους καὶ δικαίους καὶ ὑποτασσόταν σὲ κάθε λόγο τους. Ὅμως τώρα κατάλαβαν, ὅτι ἡ ἐξουσία τους ποὺ ἦταν θεμελιωμένη στὴν ἄτιμη ὑποκρισία, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει ἡ γνήσια πνευματικὴ δύναμη, γκρεμίζεται ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀληθινὴ θεϊκὴ ἐξουσία τοῦ Σωτήρα. Ἔβλεπαν καὶ ἔνιωθαν, ὅτι τὰ λόγια Του ἦταν τέτοια, ποὺ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποτὲ δὲν εἶπε καὶ φοβήθηκαν, ὅτι θὰ πέσει τὸ κύρος τους καὶ ὅτι ἀπὸ ἡγέτες θὰ γίνουν ὑπηρέτες. Καὶ ἐπιθυμώντας νὰ κρατήσουν τὴν τιποτένια ἐξουσία τους, ἐπεδίωξαν νὰ δώσουν τέλος στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωσε, ὅτι ἡ ἄτιμη καὶ τιποτένια ζήλεια καὶ κακία τοὺς καθοδηγοῦσε, στηλιτεύοντάς τους αὐστηρὰ καὶ δημόσια καὶ λέγοντας κατὰ πρόσωπο αὐτὸ, ποὺ ποτὲ κανεὶς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ σκεφτεῖ γι’ αὐτούς: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν» (Ματθ. 23, 14).

Ὑπῆρχε ἄραγε κάτι καθαρό, εἰλικρινὲς στὶς καρδιές τους; Ἀπολύτως τίποτα. Ἦταν ὁλοκληρωτικὰ σκοτεινές, εἶχαν ὁλοκληρωτικὰ ἀδιαπέραστο σκοτάδι ἁμαρτιῶν, μίσους καὶ κακίας.

Ἀλλὰ ἰδοὺ καὶ μία ἄλλη, ἀκόμη πιὸ φοβερὴ μορφή, τοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰοῦδα, τοῦ ὁποίου ὁ Κύριος ἔπλυνε τὰ πόδια, ὁ ὁποῖος κοινώνησε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ὁποῖος πηγαίνει νὰ Τὸν προδώσει γιὰ τριάκοντα ἀργύρια.

Ὦ φρίκη! Ὦ ἀνείπωτη ποταπότης, ποὺ μὲ καμιὰ ἀτιμία δὲν συγκρίνεται! Πρόδωσε τὸν Διδάσκαλό του, ἀπὸ Τὸν Ὁποῖο εἶδε τόσο καλό! Τί συνέβαινε στὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου; Ἦταν ὅλη ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου τῆς φιλαργυρίας, ζοῦσε μὲ τὴν φιλαργυρία, ἦταν κλέπτης καί, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, κρατοῦσε τὸ κιβώτιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔριχναν τὶς δωρεὲς γιὰ τὸν Σωτήρα καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ ἔκλεβε χρήματα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἡ φιλαργυρία τὸν ὁδήγησε μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ γίνει μισητὸ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰούδα ἔγινε συνώνυμο κάθε προδοσίας, κάθε ἀτιμίας, κάθε ποταπότητος.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει, ὅτι ἡ φιλαργυρία εἶναι ἡ ρίζα κάθε κακοῦ (Α΄ Τιμ. 6, 10). Καὶ ἄραγε, δὲν βλέπουμε τὴν ἀπόδειξη αὐτοῦ στὸν δυστυχῆ Ἰούδα; Μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πιὸ φανερὴ ἀπόδειξη; Ὄχι, δὲν μπορεῖ, γιατί κάθε κακὸ δὲν εἶναι τίποτα σὲ σύγκριση μὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακό, στὸ ὁποῖο τὸν ὁδήγησε ἡ φιλαργυρία του. Καὶ ἦταν ἀπόστολος!

Ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παρουσιάζει σέ μᾶς μόνο τὸ σκοτάδι. Μᾶς παρουσιάζει καὶ τὸ καθαρὸ καὶ εὐλογημένο φῶς. Ἰδού, ἐνώπιόν μας ἡ μορφὴ τῆς μετανοημένης ἁμαρτωλῆς, τῆς σὲ ὅλα καταφρονημένης. Πόσο ἔλαμψε αὐτὴ ἡ μορφή! Ἐδῶ ἐπιδιώκεται ἡ σύγκριση μὲ τὴν ἄλλη ἁμαρτωλὴ, ποὺ ἔπλυνε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια τοῦ Σωτήρα, τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της καὶ ἔλαβε τὴν συγχώρεση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν της ἀπὸ τὸν Κύριο (Λουκ. 7, 38-48). Κινούμενη ἀπὸ τὰ ἴδια συναισθήματα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μετάνοιας, προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. Ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὔτη; (Ματθ. 26, 7-8) καὶ ἄκουσε ὁ κόσμος τὰ ἐκπληκτικὰ λόγια τοῦ Σωτήρα: «τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ» (Ματθ. 26, 10).

Ὦ ἅγια, καθαρὴ ἀγάπη, τὴν ὁποία τόσο πολὺ ἐκτίμησε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τὴν ὁποία τόσο λίγο ἔχουμε καὶ τὴν ὁποία πρέπει νὰ μιμηθοῦμε! Ἐκπληκτικὴ ἀντίθεση ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους τοὺς ἐπίγειους βασιλιάδες (Ψαλμ. 2, 2), σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀπόστολο-προδότη μὲ τὴ μαύρη, ἀκάθαρτη, ἄτιμη ψυχὴ, καὶ στὴν περιφρονημένη ἁμαρτωλὴ, μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ ἐξαγνίστηκε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν μετάνοια.

Ἂς μιμούμαστε αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Κύριο. Μήπως δὲν εἴμαστε ὅλοι ἁμαρτωλοί; Ἄραγε ἔχουμε λιγότερες ἁμαρτίες ἀπὸ τὶς δικές της; Ἄραγε ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη; Πληρώθηκε ἄραγε ἡ καρδιά μας μὲ τέτοια ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ ἐξέχεε ποταμοὺς δακρύων ἢ θὰ συνέτριβε τὸ πολύτιμο δοχεῖο σὲ εὐλαβὲς ξέσπασμα γιὰ τὸν Κύριο;

Ἑπομένως, τέτοιου εἴδους εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πέρασαν κατὰ σειρὰ μπροστὰ στὰ πνευματικὰ μάτια μας, κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ περνοῦν καθημερινὰ μπροστὰ στὰ μάτια μας, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς περιβάλλουν.

Δικαιολογημένα ἀγανακτοῦμε κατὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων, ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς παρουσιάζει τὶς μορφὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ψέματα, κακίες καὶ ἁμαρτίες, ὄχι ἄσκοπα ἀλλὰ σὰν παράδειγμα πρὸς ἀποφυγήν. Πρέπει, ὄχι μόνο νὰ ἀγανακτοῦμε καὶ νὰ θυμώνουμε ἀλλὰ, ἐπίσης, πρέπει μὲ βαθειὰ εἰλικρίνεια νὰ ἐλέγξουμε καὶ τοὺς ἑαυτούς μας, μήπως δηλαδὴ ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἀκολασία αὐτῶν τῶν γραμματέων, φαρισαίων καὶ ἀρχιερέων. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς ὀνόμασε ὑποκριτές, γιατί ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ προσποίηση ἦταν τὰ θεμελιώδη γνωρίσματα τοῦ χαρακτήρα τους. Καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ σκεφτοῦμε, ἐὰν ὑπάρχει μέσα μας τὸ γνώρισμα τῆς ὑποκρισίας. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε, ὅτι αὐτὰ τὰ γνωρίσματα βρίσκονται μέσα μας.

Ἐὰν ὁ Κύριος εἶπε στοὺς φαρισαίους, ὅτι ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸν ἐξωτερικὸ καθαρισμὸ τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι γεμάτοι μὲ δόλους καὶ ἀδικίες, τότε δὲν πρέπει νὰ σκεφτούμε, μήπως δὲν ὑποκρινόμαστε καὶ ἐμεῖς μπροστὰ στοὺς καλούς, καθαρούς, εὐλαβεῖς ἀνθρώπους, ὅπως αὐτοὶ ὑποκρίνονταν;

Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀνάμεσά μας εἶναι ἀκριβεῖς τηρητὲς τοῦ νόμου, φαρισαῖοι, ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι στὸ Εὐαγγέλιο ἀποκαλοῦνται «φίδια, γεννήματα ἐχιδνῶν» (Λουκ. 3, 7) καὶ, παρ’ ὅλα αὐτὰ, χαίρουν μεγάλου σεβασμοῦ καὶ ἐκτιμήσεως στὸν λαό. Ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας καὶ ὅμοιοι τοῦ Ἰοῦδα ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ὅμοιοι τῆς μετανοημένης ἁμαρτωλῆς, μὲ καρδιὰ γεμάτη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό.

Ἂς παρατηροῦμε τὶς καρδιές μας, ἂς κρίνουμε αὐτὸ, ποὺ ἐξέρχεται ἀπό μᾶς καὶ ἀπὸ τὰ στόματά μας καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ εἰσέρχεται. Ἂς ζοῦμε ὑπακούοντας στὴν ἁγία ἀγάπη, γιατί ὅλος ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ ἐμπεριέχεται σὲ ἕναν λόγο: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Ματθ. 22, 39, Μαρκ. 12, 31, Λουκ. 10, 27). Ἂς τὸ θυμόμαστε αὐτὸ καὶ τότε θὰ μᾶς εὐλογήσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ συγχωρέσει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας. Ἀμήν.

Πηγή