Επαναφέρουν στον Πάπα τον τίτλο· "Πατριάρχης της Δύσης"! Άρχισαν οι σκοτεινές μεθοδεύσεις του Οικουμενισμού για κοινό εορτασμό του Πάσχα και ένωση με τους αιρετικούς το 2025!
Ο πραγματικός συνεορτασμός του Πάσχα θα γίνει μόνο με μετάνοια και επιστροφή των Παπικών στην Εκκλησία από την οποία αποστασιοποιήθηκαν και όχι με ανούσια επαναφορά τίτλου που αφορούσε ορθόδοξο Πατριάρχη και όχι αιρετικό!
Ιδού ποιά είναι η προπαγάνδα:
Ο Πάπας ως «Πατριάρχης της Δύσης» – Η σημασία της επαναφοράς ενός αρχαίου τίτλου
του Δημήτρη Κεραμιδά*
Όταν δημοσιεύτηκε το Ημερολόγιο της Αγίας Έδρας του έτους 2006 προξένησε έντονη εντύπωση η απουσία του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσης» από τους τίτλους του Πάπα. Επρόκειτο για μια απρόσμενη εξέλιξη, καθώς δεν είχε προηγηθεί κάποια προηγούμενη ανακοίνωση από την Αγία Έδρα για την απάλειψη αυτού του τίτλου ή κάποια συνεννόηση με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Πράγματι, με την γνωστοποίηση της αφαίρεσης του τίτλου υπήρξαν αντιδράσεις τόσο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και από την Εκκλησία της Ελλάδος, καθώς και από μεμονωμένους ορθόδοξους θεολόγους.
Η παρουσία του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσης» υπενθύμιζε την ύπαρξη μιας περιόδου κατά την α΄ χιλιετία όπου η Εκκλησία της Ρώμης μαζί με τα τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής, ειδικά με την Β΄ (381) και την Δ΄ (451) Οικουμενική Σύνοδο αποτελούσαν μια «Πενταρχία» όπου το κάθε Πατριαρχείο, σε καθορισμένο έδαφος, ασκούσε μια επιμέρους εκκλησιαστική δικαιοδοσία: το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στη Θράκη, τον Πόντο και την [Μικρά] Ασία, το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, το Πατριαρχείο Αντιόχειας στην Ανατολή (που κάλυπτε τις εντός της Αυτοκρατορίας επαρχίες της Μέσης Ανατολής) και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων την ομώνυμη πόλη και την περιοχές πλησίον των Αγίων Τόπων.
Για την Εκκλησία της Ρώμης, η αναγνώρισή της ως Πατριαρχείο της «Δύσης» ήταν, από γεωγραφικής απόψεως, πιο γενική σε σχέση με τους πιο συγκεκριμένους γεωγραφικούς προσδιορισμούς των Ανατολικών Πατριαρχείων, ωστόσο ήθελε να δηλώσει ότι δεν υπήρχε μια αλληλοεπικάλυψη των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Με άλλα λόγια, η Ρώμη ασκούσε εκκλησιαστική εξουσία στα εδάφη εκείνα όπου δεν ασκούσαν διοίκηση τα Πατριαρχεία της Ανατολής. Έτσι, από γεωγραφικής απόψεως, η «Δύση» ήταν η ιταλική χερσόνησος, τα εδάφη της δυτικής Ευρώπης, και το Ανατολικό Ιλλυρικό (Δυτικά Βαλκάνια, ελλαδικός χώρος) – το τελευταίο ήταν μέχρι τα μισά του 8ου αιώνα υπό την εκκλησιαστική εξάρτηση της Ρώμης. Κατά μία άλλη άποψη, πιο προσφιλή στη Ρώμη, η «Δύση» ήταν η μη ελληνική (δηλαδή η λατινική) Χριστιανοσύνη.Επομένως, ο τίτλος «Πατριάρχης Δύσης» στη συνάφεια της α΄ χιλιετίας θα πρέπει να κατανοηθεί σε γενικές γραμμές ως εξής:
1. Η διοίκηση της «Μίας» Εκκλησίας ασκούταν από πέντε Πατριαρχεία ή, κατά άλλη διατύπωση, η μία χριστιανική (ρωμαϊκή/βυζαντινή) «Οικουμένη» είχε στα πέντε σημεία της αντίστοιχα Πατριαρχεία να ασκούν εκκλησιαστική διοίκηση.
2.Ο επίσκοπος Ρώμης δεν διοικούσε μόνος την Εκκλησία, αλλά είχε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία, αφού ο όρος «Δύση» εμπεριέχει κάποιους αντικειμενικούς περιορισμούς (η «Δύση» είναι διάφορη της «Ανατολής»).
3.Τα δικαιώματα των Πατριαρχών αφορούσαν τον γεωγραφικό χώρο όπου ο καθένας ασκούσε δικαιοδοσία, αλλά δεν απεμπολούσαν τους θεσμούς των κατά τόπους Πατριαρχικών Συνόδων ούτε καταργούσαν τη δυνατότητα σύγκλισης Οικουμενικών ή Γενικών Συνόδων με την παρουσία των Εκκλησιών της Ανατολής και των εκπρόσωπων της Ρώμης (όπως και γινόταν μέχρι και τον 9ο αιώνα, βλέπε για παράδειγμα Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο ή Σύνοδος Κων/πόλεως του 879-880).
4.Ο επίσκοπος Ρώμης ήταν ο «Πρώτος» στην τάξη των πέντε Πατριαρχείων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ασκούσε δικαιοδοσία εντός του χώρου των άλλων Πατριαρχείων της Ανατολής, αν και έχει κάποια ηθικά και εκκλησιαστικά δικαιώματα (π.χ. έκκλητο).
Η ιστορία, βέβαια, ευνόησε τη διαρχία Ρώμης-Κων/πολης, λόγω της αραβικής κατάληψης της Αιγύπτου, Συρίας και Παλαιστίνης κατά τον 7ο αιώνα, λόγω της ψυχολογικής και πολιτικής απομάκρυνσης του Βυζαντίου από τη Ρώμη (που αναζήτησε – και βρήκε – πολιτική προστασία στους Φράγκους) και λόγω της γλωσσικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης μεταξύ «ελληνικής» Ανατολής και «λατινικής» Δύσης. Επίσης, στη Ρώμη υπήρχε από τους πρώτους αιώνες η ιδέα περί της πέτρειας αποστολικότητας τριών Εκκλησιών (Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια) και περί του πρωτείου της Ρώμης λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης ταύτισής της με τον Απόστολο Πέτρο, τον πρώτο επίσκοπο, κατά την παράδοση, της Εκκλησίας της Ρώμης, πόλης όπου βρισκόταν ο τάφος του Κορυφαίου των Αποστόλων.
Από τις αρχές της β΄ χιλιετίας οι πάπες είδαν το παπικό αξίωμα ως μια εξουσία που αφορούσε όλη την Εκκλησία. Σ’ αυτό βοήθησε τόσο η γεωγραφική συρρίκνωση του Βυζαντίου όσο και οι ανακαλύψεις του Νέου Κόσμου (Αμερική) και η ευρωπαϊκή ηγεμονία όπου στην πράξη έκανε την Καθολική Εκκλησία παγκόσμια. Κι αν στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) έχουμε αναφορές στην «τάξη» των πέντε Πατριαρχείων, οι παπικοί τίτλοι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται: ο πάπας ήταν ο «αντιπρόσωπος του Χριστού», ο «ποιμένας της παγκόσμιας Εκκλησίας», κτλ. Γι’ αυτό και ο τίτλος «Πατριάρχης της Δύσης» εξέφραζε πλέον μόνο μία διάσταση του κύρους του παπικού αξιώματος. Για την ιστορία, να σημειωθεί πως όταν τον 6ο αιώνα ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωάννης Νηστευτής εισήγαγε τον τίτλο «Οικουμενικός Πατριάρχης», ο Πάπας Γρηγόριος του Διαλόγου αντέτεινε για τον εαυτό του το «υπηρέτης των υπηρετών του Θεού» (servus servorum Dei).
Η εισαγωγή του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσης» στο Παπικό Ημερολόγιο χρονολογείται στα 1863. Μέχρι και την αφαίρεσή του, το 2006, ήταν ένας από τους διάφορους παπικούς τίτλους: Επίσκοπος Ρώμης, Αντιπρόσωπος του Ιησού Χριστού, Διάδοχος του Κορυφαίου των Αποστόλων, Ανώτατος Ποντίφικας της Παγκόσμιας Εκκλησίας, Προκαθήμενος της Ιταλίας, Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης της Επαρχίας της Ρώμης, Ανώτατος Άρχοντας του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, Υπηρέτης των Υπηρετών του Θεού.
Να σημειωθεί πως η παπική Γραμματεία για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας, μετά την αφαίρεση του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσης» και έχοντας υπόψη τις αντιδράσεις κυρίως μεταξύ των ορθοδόξων, έσπευσε να εκδώσει ένα ανακοινωθέν όπου δήλωνε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1.Η έννοια του όρου «Δύση» αναφέρεται σήμερα σε ένα πλαίσιο που δεν περιορίζεται μόνο στη Δυτική Ευρώπη, αλλά εκτείνεται στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Έτσι, η έννοια του όρου «Δύση» δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ορισμός μιας συγκεκριμένης περιοχής.
2.Εκκλησιαστικά, ο όρος «Δύση» θα μπορούσε να γίνει κατανοητός σε σχέση μόνο με τη Λατινική Εκκλησία. Έτσι, ο τίτλος «Πατριάρχης της Δύσης» θα περιέγραφε την σχέση και δικαιοδοσία του επισκόπου της Ρώμης στην Λατινική Εκκλησία.
3.Ο τίτλος «Πατριάρχης της Δύσης» κατέστη παρωχημένος καθώς εξελισσόταν η ιστορία. Επομένως, θα ήταν ανούσια η διατήρησή του, λόγω και των αλλαγών στην Καθολική Εκκλησία (εθνικές και ηπειρωτικές επισκοπικές συνελεύσεις, κτλ.)
4.Η αποκήρυξη αυτού του τίτλου εκφράζει έναν θεολογικό ρεαλισμό και αποτελεί την αποκήρυξη μιας αξίωσης, γεγονός που θα ωφελήσει τον διαχριστιανικό διάλογο.
Με άλλα λόγια, το θεωρητικό υπόβαθρο πίσω από την αφαίρεση του τίτλου ήταν πως: (Α) η Καθολική Εκκλησία, με τον επίσκοπο Ρώμης ως ορατή κεφαλή της, δεν είναι μόνο «δυτική», αλλά «παγκόσμια» και (Β) ο επίσκοπος Ρώμης δεν περιορίζεται σε κάποια γεωγραφικά περιορισμένη δικαιοδοσία (στη «Δύση»), αλλά ασκεί εκκλησιαστική εξουσία εκεί όπου είναι παρούσα η Καθολική Εκκλησία.
Κατά μία άποψη, τα επιχειρήματα αυτά έχουν αντικειμενική επιβεβαίωση· όντως καθολικές Εκκλησίες υπάρχουν σε όλη την υφήλιο, κι όχι μόνο στην Ευρώπη ή τη Δύση (το αντίστοιχο ισχύει και για την Ορθοδοξία που, λόγω της διασποράς, δεν είναι μόνο «Ανατολική», αλλά έχει δικαιοδοσίες στη δυτική Ευρώπη, την Βόρεια, Κεντρική και Νότια Αμερική, την Ωκεανία). Από την άλλη, για την καθολική εκκλησιολογία, ο παπικός θεσμός είναι ένας στοιχείο ορατής συνοχής, ενότητας και συγκράτησης των φυγόκεντρων τάσεων, επομένως δεν έχει ένα γεωγραφικό περιορισμό ανάλογο των Ανατολικών Πατριαρχείων.
Με την εκλογή του νυν πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013) σημειώθηκε μια αξιοσημείωτη αλλαγή: ήδη το ίδιο το βράδυ της εκλογής του, ο Φραγκίσκος απευθύνθηκε στους πιστούς στην πλατεία του Αγίου Πέτρου ως «επίσκοπος Ρώμης». Η χειρονομία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους ορθόδοξους, καθώς υπογράμμιζε την αρχή – βασική στην ορθόδοξη εκκλησιολογία – της προτεραιότητας της τοπικής εκκλησίας έναντι της παγκόσμιας, αλλά και το ότι ο πάπας δεν παύει να έχει ένας επίσκοπος μιας τοπικής εκκλησίας κι όχι ένας επίσκοπος «πάνω» από τους άλλους επισκόπους.
Ακολούθως, στο Παπικό Ημερολόγιο του 2013 ο βασικός παπικός τίτλος ήταν αυτός του «Επισκόπου Ρώμης», με τους λοιπούς «ιστορικούς» τίτλος, που είδαμε παραπάνω, να εκτίθενται σε άλλη σελίδα του Ημερολογίου. Επίσης, η απόφαση του πάπα Φραγκίσκου να εκκινήσει μια διαδικασία (2021-2024) στοχασμού για τη συνοδικότητα της Εκκλησίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σύγκλιση με την Ορθόδοξη Εκκλησία πιο κοντινή (όχι βέβαια ταυτόσημη) στη μορφή της αρχαίας Πενταρχίας. Ήδη το 2018, στο Μπάρι της Ιταλίας ο Πάπας οργάνωσε μια συνάντηση εκκλησιαστικών ηγετών της Μεσογείου (με την παρουσία, από ορθόδοξης πλευράς, του Οικουμενικού Πατριάρχη, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, εκπροσώπων των Εκκλησιών Ιεροσολύμων, Κύπρου και Μόσχας).
Έχοντας αυτά υπόψη, αλλά και το γεγονός πως ο νυν πάπας συνηθίζει να προχωρά σε χειρονομίες που να δίνουν το στίγμα μιας κάποιας δομικής αλλαγής στα πράγματα της Καθολικής Εκκλησίας, δεν ήταν ακριβώς έκπληξη η επαναφορά του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσης» στο Παπικό Ημερολόγιο του 2024. Η κίνηση αυτή δίχως αμφιβολία θα πρέπει να χαιρετιστεί ως μια ειλικρινή πράξη καλής θέλησης, ώστε να επανορθωθεί κάτι που είχε προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ των ορθοδόξων, ακόμα και στο ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο ο πάπας Φραγκίσκος διατηρεί άριστες σχέσεις. Η επαναφορά του τίτλου αυτού δεν σημαίνει, προφανώς, πως επιστρέφουμε στην πραγματικότητας της α΄ χιλιετίας. Κάτι τέτοιο δεν είναι ρεαλιστικό ούτε το ζητούμενο του διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών, διότι ο ανθρώπινος και ο εκκλησιαστικός χρόνος δεν γυρίζει πίσω, αλλά εξελίσσεται προοδευτικά προς μια τελείωση.
Θα ήταν, βέβαια, χρήσιμο να εξηγηθεί από καθολικής πλευράς η σκέψη πίσω από την επαναφορά του τίτλου. Μήπως παύει να ισχύει η επιχειρηματολογία του 2006; Θα ήταν δύσκολο να το υποστηρίξει κανείς. Η θεολογική έρευνα προφανώς θα κάνει και τις αναγκαίες επισημάνσεις με βάση και νεότερα πορίσματα. Επί του παρόντος μπορούμε μονάχα να πούμε πως οι Εκκλησίες (οφείλουν να) συνειδητοποιούν την ανάγκη να συγκλίνουν μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να μιλήσουν από κοινού στον σημερινό άνθρωπο για το Ευαγγέλιο του Χριστού· μπροστά στο υπέρτατο αυτό χρέος, ενέργειες που δημιουργούν αντιδράσεις θα πρέπει να αποφεύγονται. Σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι Εκκλησίες δεν ζουν απομονωμένες η μία από την άλλη, αλλά, είτε το θέλουν είτε όχι, αλληλοεπηρεάζονται – είτε θετικά είτε αρνητικά – και, αντιστοίχως, δίνουν ένα στίγμα αγάπης και ενότητας ή χωρισμού και μισαλλοδοξίας. Συνεπώς, ό,τι μπορεί να υπηρετήσει τη διατήρηση της «ιστορικής» μνήμης της ενότητας του Χριστιανισμού είναι καλοδεχούμενο και πρέπει να γίνει αποδεκτό δίχως προκατάληψη.
*Ο κ. Δημήτριος Κεραμιδάς είναι Δρ. Θεολογίας, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο St Thomas Aquinas «Angelicum» της Ρώμης