«῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ
ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς
ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν
ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο (:Ο Ιησούς λοιπόν στάθηκε
μπροστά στον ηγεμόνα. Και ο ηγεμόνας Τον ρώτησε: “Εσύ είσαι ο βασιλιάς των
Ιουδαίων;” Ο Ιησούς τότε του αποκρίθηκε: “Εσύ λες ότι είμαι βασιλιάς των
Ιουδαίων, χωρίς όμως να κατανοείς και τον πνευματικό χαρακτήρα της βασιλείας
μου”. Και ενώ Τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, δεν έδωσε καμία
απάντηση)» [Ματθ. 27,11-12].
Βλέπεις τι εξετάζεται πρώτα; Εκείνο γύρω από το οποίο συνεχώς περιστρέφονταν· διότι όταν είδαν ότι ο Πιλάτος δεν κάνει λόγο για τις νομικές παραβάσεις, στρέφουν την κατηγορία στα δημόσια εγκλήματα. Έτσι έκαναν και για τους αποστόλους προβάλλοντας πάντοτε αυτά και λέγοντας ότι περιφέρονται κηρύσσοντας ως βασιλέα κάποιον Ιησού, μιλώντας για αυτόν σαν να επρόκειτο για κάποιο απλό άνθρωπο, προσάπτοντας σε αυτούς και κάποια υποψία εξέγερσης κατά της εξουσίας. Από αυτό είναι φανερό, ότι και το ότι ξέσκισε τον χιτώνα του και το ότι εξεπλάγησαν ήταν πρόσχημα. Και όλα τα ανακάτευαν και τα διέστρεφαν έτσι, ώστε να τον οδηγήσουν στον θάνατο.
Αυτό λοιπόν ρώτησε τότε και ο Πιλάτος: «Σὺ
εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; (:εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;)».
Και τι απάντησε ο Χριστός; «Σὺ λέγεις (:εσύ λες ότι είμαι
βασιλιάς των Ιουδαίων, χωρίς όμως να κατανοείς και τον πνευματικό χαρακτήρα της
βασιλείας μου”)». Ομολόγησε ότι είναι βασιλιάς, αλλά βασιλιάς
ουράνιος˙ αυτό το οποίο και αλλού το έλεγε με περισσότερη σαφήνεια,
όταν απαντούσε στον Πιλάτο ότι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ
ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν
ἐντεῦθεν (:η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτόν,
ούτε στηρίζεται πάνω σε κάποια ανθρώπινη θέληση ή κοσμική δύναμη. Εάν ήταν από
τον κόσμο αυτόν η βασιλεία μου, οι υπηρέτες μου θα έκαναν αγώνα για να μην
παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως βλέπεις κι εσύ ότι η βασιλεία μου δεν
προέρχεται από εδώ, όπως οι άλλες βασιλείες του κόσμου αυτού, αλλά από τον
ουρανό. Και γι’ αυτό ούτε επιβάλλεται με επανάσταση και πόλεμο, ούτε
χρησιμοποιεί τη δύναμη της βίας και των υλικών όπλων)» [Ιω. 18,36], για
να μην έχουν δικαιολογία ούτε αυτός, ούτε αυτοί που του απέδιδαν αυτές τις
κατηγορίες. Διατυπώνει μάλιστα και συλλογισμό αναντίρρητο λέγοντας
ακριβώς τα παραπάνω λόγια. Ακριβώς μάλιστα γι’ αυτόν τον λόγο, για να
αποκρούσει αυτήν την υπόνοια ότι ήταν επίγειος βασιλιάς, κατέβαλε και φόρο, και
τους άλλους προέτρεπε να καταβάλλουν, και όποτε ήθελαν να τον ανακηρύξουν
βασιλέα, έφευγε.
«Γιατί λοιπόν δεν τα ανέφερε όλα αυτά»,
αναρωτιέται ίσως κάποιος, «τότε που κατηγορούνταν ότι επιβουλεύονταν την
εξουσία;». Διότι αν και είχε μύριες αποδείξεις της δύναμης και της
πραότητας και της ηπιότητάς Του, εν γνώσει τους τυφλώνονταν και
κακουργούσαν, και το δικαστήριο ήταν διεφθαρμένο. Γι΄ αυτά ακριβώς δεν
απαντά σε τίποτε, αλλά σιωπά ή αποκρίνεται σε λίγα, για να μην θεωρηθεί
αυθάδης από τη συνεχή σιωπή, όπως όταν Τον όρκισε ο αρχιερέας και Τον
ρώτησε ο ηγεμόνας· προς τις κατηγορίες όμως αυτών τίποτε πλέον δεν λέει· διότι δεν
επρόκειτο να τους πείσει. Όπως και ο προφήτης εκφράζοντας αυτό άνωθεν,
έλεγε: «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ
τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ
μου ἤχθη εἰς θάνατον (:μέσα στην ταπείνωση και τον
εξευτελισμό, όπου βυθίστηκε, παραγνωρίστηκε και καταπατήθηκε το δίκαιό Του εν
τη κρίσει. Ύστερα λοιπόν από τα παθήματά Του και τον άδικο θάνατο Του, ποιος θα
υπάρξει και ποιος θα τολμήσει να διηγηθεί την γενεά Αυτού; Διότι αφαιρέθηκε
βίαια και άδικα από τη γη η ζωή Αυτού. Αλλά οδηγήθηκε σε θάνατο εξαιτίας των
αμαρτιών του λαού μου)» [Ησ. 53,8].
Για όλα αυτά ο ηγεμόνας απορούσε· διότι πράγματι ήταν άξιο θαυμασμού να βλέπει να επιδεικνύει τόση ηπιότητα και
να σιωπά, Αυτός
που έχει να πει άπειρα. Άλλωστε ούτε εκείνοι Τον κατηγορούσαν
επειδή γνώριζαν κάτι πονηρό σε βάρος Του, παρά μόνο από κακολογία και φθόνο.
Όταν λοιπόν βρήκαν ψευδομάρτυρες, διότι όταν δεν είχαν να πουν τίποτα,
επέμεναν ακόμη, και γιατί, αφού είδαν ότι ο Ιούδας απέπνευσε, δεν συγκινήθηκαν,
καθώς και όταν ο Πιλάτος ένιψε τα χέρια του; Διότι πολλά είχε κάνει ο Κύριος κατά τον προηγούμενο καιρό για
να ανανήψουν και να συνέλθουν, αλλά με κανένα από αυτά δεν έγιναν καλύτεροι.
Τι λέγει λοιπόν ο Πιλάτος; «Οὐκ
ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; (:Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον
σου;)» [Ματθ. 27,13]· διότι ήθελε να απαλλαγεί αφού απολογηθεί, για
αυτό τα είπε αυτά. Επειδή όμως ο Ιησούς δεν απάντησε, επινόησε και κάτι άλλο.
Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Υπήρχε συνήθεια σε αυτούς να απελευθερώνουν έναν από
τους καταδίκους, και με αυτήν επιχείρησε να Τον γλυτώσει. «Διότι εάν
δεν θέλετε», λέει, «να τον αφήσετε ελεύθερο ως αθώο, έστω και ως
κατάδικο χαρίστε του τη ζωή λόγω της εορτής».
Βλέπεις πώς αναστράφηκε η κατάσταση; Διότι η
μεν αίτηση υπέρ των καταδίκων ήταν συνήθεια να γίνεται από τον λαό, ενώ η
απόλυση από τον άρχοντα· ενώ τώρα έγινε το αντίθετο και ο άρχοντας κάνει
αίτηση στον λαό, και ούτε έτσι γίνονται ήμεροι, αλλά εξαγριώνονται περισσότερο
και Τον φονεύουν από το πάθος βακχικής μανίας· διότι δεν είχαν με τι να
Τον κατηγορήσουν, παρά το γεγονός ότι Εκείνος σιωπούσε, αλλά ελέγχονταν
και με τη σιωπή από την κατάχρηση των δικαιωμάτων τους, και ενώ σιωπούσε,
νικούσε αυτούς οι οποίοι έλεγαν μύρια και εμαίνοντο.
«Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ
βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ
ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν (:και
ενώ καθόταν στη δικαστική του έδρα, η γυναίκα του τού έστειλε αυτό το μήνυμα:
“Μην αναλάβεις ευθύνες για τον δίκαιο αυτόν άνθρωπο και μην κάνεις τίποτε
εναντίον αυτού του αθώου· διότι εξαιτίας του πολλές ανησυχίες και φόβους είχα
σήμερα στο όνειρό μου”)» [Ματθ. 27,19]. Κοίταξε τι συνέβη πάλι
ικανό να τους επαναφέρει όλους· διότι μετά από την εκ των πραγμάτων
απόδειξη, και το όνειρο δεν ήταν μικρής σημασίας. Και για ποιο λόγο δεν βλέπει
το όνειρο ο ίδιος ο Πιλάτος αλλά η γυναίκα του; Ή διότι εκείνη ήταν περισσότερο
άξια, ή διότι εάν το έβλεπε αυτός, δεν θα γινόταν πιστευτός όπως εκείνη ή δεν
θα το αποκάλυπτε. Γι΄ αυτό οικονομείται να το δει η γυναίκα, για να γίνει
γνωστό σε όλους. Και όχι μόνο βλέπει το όνειρο, αλλά και υποφέρει πολλά, ώστε
και από την συμπάθειά του προς την γυναίκα να γίνει πιο διστακτικός ο άντρας
της σχετικά με τον φόνο του δικαίου.
Αλλά και ο καιρός δεν συνέβαλε λίγο· διότι το
είδε κατά τη διάρκεια της νυκτός. «Αλλά δεν ήταν γι’ αυτόν ακίνδυνο»,
θα ισχυριζόταν ίσως κάποιος, «να Τον αφήσει ελεύθερο, επειδή είπαν ότι ο
Ιησούς ανακήρυττε τον εαυτό του βασιλέα». Έπρεπε λοιπόν να ζητήσει να
βρει από τη δράση του Ιησού αποδείξεις και επιχειρήματα και όσα άλλα αποτελούν
τεκμήρια της επίγειας εξουσίας· εάν συνάθροιζε στρατιώτες, εάν συγκέντρωνε
χρήματα, εάν κατασκεύαζε όπλα, εάν επιχειρούσε τίποτε άλλο σχετικό· ενώ
αυτός απλά αποσύρεται. Γι’ αυτό ούτε αυτόν θεωρεί ο Χριστός
απαλλαγμένο της ευθύνης, λέγοντας: «ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα
ἁμαρτίαν ἔχει (:ο Καϊάφας και το συνέδριο των Ιουδαίων έχουν
μεγαλύτερη αμαρτία από σένα· διότι αυτοί με παρέδωσαν σε σένα από φθόνο
κα μίσος και σε πιέζουν να με καταδικάσεις. Κι εσύ τώρα, επειδή τους φοβάσαι,
κάνεις κατάχρηση της εξουσίας σου)» [Ιω. 19,11]. Ώστε η συγχώρηση
και η μετά από τη μαστίγωση παράδοση στους Ιουδαίους ήταν ενέργειες
αδυναμίας.
Ο Πιλάτος μεν λοιπόν αποδείχθηκε
άνανδρος και ασθενικού χαρακτήρα, ενώ οι αρχιερείς πονηροί και κακούργοι·
διότι όταν επινόησε κάποια δικαιολογία, τον νόμο της εορτής, ο οποίος όριζε να
ελευθερώνουν έναν κατάδικο, τι μηχανεύονται; «Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν
ἀπολέσωσιν (:οι αρχιερείς όμως και οι πρεσβύτεροι έπεισαν στο μεταξύ
τα πλήθη του λαού να ζητήσουν να ελευθερωθεί ο Βαραββάς, ενώ ο Ιησούς να
θανατωθεί)» [Ματθ. 27,20].
Βλέπεις πόση φροντίδα λαμβάνει
Εκείνος για να τους απαλλάξει από το έγκλημα, και πόση προσπάθεια καταβάλλουν
αυτοί, ώστε να μην αφήσουν ούτε ίχνος δικαιολογίας για τους εαυτούς τους; Διότι τι έπρεπε να γίνει; Να αφεθεί
ελεύθερος ο αποδεδειγμένος ληστής ή ο αμφισβητούμενος; Διότι εάν
έπρεπε να αφήνονται ελεύθεροι οι κατηγορούμενοι για αποδεδειγμένα εγκλήματα, πολύ
περισσότερο έπρεπε να αφήνονται όσοι κατηγορούνται με αμφιβολία· διότι
βέβαια δεν εθεωρείτο ότι Αυτός ήταν χειρότερος από τους αποδεδειγμένους
δολοφόνους. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είπε απλώς «είχαν κάποιον ληστή», αλλά «δέσμιον
ἐπίσημον (: έναν φυλακισμένο ξακουστό για τα εγκλήματά του)»,
δηλαδή περιβόητο σε κακία, ο οποίος είχε κάνει άπειρους φόνους.
Αλλά όμως και εκείνον τον προτίμησαν να τον
απελευθερώσουν παρά τον Σωτήρα της οικουμένης και ούτε την περίοδο του Πάσχα
σεβάστηκαν η οποία ήταν άγια, ούτε τους νόμους της φιλανθρωπίας, ούτε τίποτε
άλλο από αυτά· αλλά τους αποτύφλωσε τελείως ο φθόνος. Και μαζί
με τη δική τους κακία διαφθείρουν και τον λαό, για να υποστούν την
εσχάτη των ποινών, εξαιτίας της απάτης εκείνων.
Όταν λοιπόν ζήτησαν τον Βαραββά να
απελευθερώσει, ο Πιλάτος τότε λέει: «τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον
Χριστόν; (:Τι λοιπόν να τον κάνω τον Ιησού, που λέγεται Χριστός;)»
[Ματθ. 27,22]. Και με αυτό ήθελε πάλι να τους κάνει να αλλάξουν
γνώμη, με το να τους κάνει υπεύθυνους της προτίμησής τους, με τρόπο ώστε έστω και από
ντροπή να ζητήσουν την απελευθέρωση του Χριστού και το παν να γίνει από τη
φιλοτιμία τους· διότι με το «δεν αμάρτησε», που είπε,
τους έκανε περισσότερο να πεισμώσουν· ενώ η αξίωσή του να σωθεί ο Χριστός
από φιλανθρωπία, προδίκαζε αναντιρρήτως την πειθώ και την αίτηση για
απελευθέρωση.
Αυτοί όμως και πάλι όλοι έλεγαν:
«Σταυρωθήτω (:Να σταυρωθεί)». ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί
γὰρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω (:Ο
ηγεμόνας όμως ρώτησε: “Μα γιατί; Ποιο κακό έκανε;” Αυτοί όμως περισσότερο
κραύγαζαν κι έλεγαν: “Να σταυρωθεί”). ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν
ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι
τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε
(:Σαν είδε λοιπόν ο Πιλάτος ότι δεν πετύχαινε τίποτε, αλλά αντίθετα γινόταν
μεγαλύτερη αναστάτωση, πήρε νερό κι ένιψε καλά τα χέρια του μπροστά στο πλήθος
και είπε: “Είμαι αθώος απ’ το αίμα αυτού του δικαίου ανθρώπου. Σε σας θα πέσει
η ευθύνη κι εσείς θα φροντίσετε να απαλλαγείτε απ’ την ενοχή για το άδικο
αυτό”)» [Ματθ. 27,23-24].
Γιατί λοιπόν Τον παραδίδεις, Πιλάτε; Γιατί
δεν Τον άρπαξες όπως ο εκατόνταρχος τον Παύλο; [βλ. Πράξ. 23,10: «Πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ
ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου
αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν (:Και επειδή
δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση, ο χιλίαρχος φοβήθηκε μήπως τον κομματιάσουν
τον Παύλο. Γι’ αυτό διέταξε τους στρατιώτες του να κατεβούν και να τον αρπάξουν
από ανάμεσά τους και να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδο)» [Πράξ.
23,10]· διότι και εκείνος γνώριζε να χαρίζεται στους Ιουδαίους, και έγινε στάση
και θόρυβος γι’ αυτόν, αλλά όμως αντιστάθηκε προς όλα αυτά. Αυτός όμως όχι,
αλλά αποδείχθηκε άνανδρος και πολύ ασθενικού χαρακτήρα, και καταστρέφονταν
όλοι μαζί· διότι ούτε αυτός αντέδρασε προς το πλήθος, ούτε το
πλήθος προς τους Ιουδαίους· και από παντού η δικαιολογία τους ανατράπηκε,
διότι «περισσῶς ἔκραζον (:περισσότερο κραύγαζαν)»,
δηλαδή φώναζαν περισσότερο και πιο επίμονα «να σταυρωθεί»· διότι δεν
ήθελαν μόνο να Τον φονεύσουν, αλλά και με πονηρή δικαιολογία και, επειδή ο
δικάζων είχε αντίρρηση, επέμεναν φωνάζοντας τα ίδια.
Είδες πόσα έκανε ο Χριστός για να τους κερδίσει
και πάλι; Διότι όπως αναχαίτιζε τον Ιούδα πολλές φορές, έτσι και αυτούς
τους ανέκοπτε, και με ολόκληρο το Ευαγγέλιο και κατά την περίοδο της δίκης·
διότι όταν είδαν τον άρχοντα και δικαστή να νίπτει τα χέρια και να λέγει «ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου
(:είμαι αθώος απ’ το αίμα αυτού του δικαίου ανθρώπου)», έπρεπε να
συγκινηθούν και από τα λόγια και από την πράξη· και όταν είδαν τον Ιούδα
που απαγχονίστηκε, και όταν ο Πιλάτος παρακαλούσε να πάρουν άλλον αντί αυτού·
διότι όταν ο κατήγορος και προδότης καταδικάζει τον εαυτό του, και ο
δικαστής απεκδύεται την ευθύνη του εγκλήματος, και εμφανίζεται τέτοιο όνειρο
κατά την ίδια νύχτα, και ζητεί την απαλλαγή Του ως καταδίκου, ποια δικαιολογία
θα έχουν; Διότι εάν δεν ήθελαν να είναι αθώος, δεν έπρεπε όμως να
προτιμήσουν αντί Αυτού έναν ληστή, αυτόν που ήταν αποδεδειγμένος και πολύ
διαβόητος για τα εγκλήματά του.
Τι κάνουν λοιπόν εκείνοι; Όταν είδαν τον δικαστή να
νίπτει τα χέρια και να λέει «είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου αυτού
ανθρώπου», φώναζαν «τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν(:η
ενοχή και η ευθύνη για το χύσιμο του αίματός του ας πέσει πάνω μας και πάνω στα
παιδιά μας)» [Ματθ. 27,25]. Τότε ακριβώς λοιπόν, όταν
εξέδωσαν εναντίον τους δικαστική απόφαση, επέτρεψε να γίνουν όλα αυτά. Και
κοίταξε και εδώ την μεγάλη παραφροσύνη· διότι τέτοια είναι η βία
και η πονηρή επιθυμία· δεν αφήνει να δουν τίποτα από όσα πρέπει·
διότι έστω· καταταράσσετε τους εαυτούς σας· γιατί επεκτείνετε την κατάρα και
στα παιδιά σας;
Αλλά όμως ο φιλάνθρωπος Θεός, αν και
χρησιμοποίησαν τόση μανία και εναντίον των εαυτών τους και εναντίον των παιδιών
τους, δεν επικύρωσε την απόφασή τους όχι μόνο σε βάρος των παιδιών, αλλά και σε
βάρος αυτών, αλλά αντιθέτως και από αυτούς και από εκείνα δέχθηκε όσους
μετανόησαν και τους αξίωσε απείρων αγαθών· διότι και ο Παύλος από αυτούς ήταν και οι
μυριάδες εκείνων που πίστευαν στα Ιεροσόλυμα(διότι λέει: «οἱ δὲ
ἀκούσαντες ἐδόξαζον τὸν Κύριον, εἶπόν τε αὐτῷ· θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες
εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι (:αυτοί,
όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Κύριο για τα όσα είχαν επιτευχθεί, και του είπαν:
“Βλέπεις, αδελφέ, πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των Ιουδαίων που έχουν
πιστέψει στον Κύριο κι έγιναν Χριστιανοί. Κι όλοι αυτοί με ζήλο
υπερασπίζονται το κύρος του νόμου”)» [Πράξ. 21,20]) από αυτούς ήταν.
Εάν λοιπόν απέμεναν μερικοί, ας αναλογιστούν την τιμωρία για τους εαυτούς τους.
«Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας
παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ (:τότε τους απελευθέρωσε τον
Βαραββά, ενώ τον Ιησού, αφού διέταξε και τον μαστίγωσαν, τον παρέδωσε για να
σταυρωθεί)» [Ματθ. 27,26].Και γιατί Τον μαστίγωσε; Ή ως
κατάδικο, ή επειδή ήθελε να προσδώσει στη δίκη κάποια επίφαση, ή για να
χαριστεί σε εκείνους. Αν και βεβαίως έπρεπε να αντιδράσει· διότι και
πριν από αυτό είπε: «λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε
αὐτόν (:αφού λοιπόν έχετε την αξίωση να είστε μόνοι σας δικαστές
στην υπόθεση αυτή, πάρτε τον εσείς και σύμφωνα με το νόμο σας δικάστε τον)»
[Ιω. 18,31]. Και πολλά ήταν εκείνα τα οποία μπορούσαν και αυτόν και εκείνους
να αναχαιτίσουν, και τα προμηνύματα και τα θαύματα και η μεγάλη ανεξικακία
Εκείνου ο οποίος έπασχε όλα αυτά και προπαντός η απερίγραπτη σιωπή Του·
διότι αφού έδειξε την ανθρώπινη φύση Του με όσα απολογήθηκε και με όσα
προσευχήθηκε, επιδεικνύει πάλι την ανωτερότητα και την ευγένεια των αισθημάτων
Του με τη σιωπή και την περιφρόνηση όσων λέγονταν, ωθώντας αυτούς με όλα αυτά
προς το δικό Του θαύμα· αλλά με τίποτε από αυτά δεν θέλησαν να υποχωρήσουν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος