Τί ώρα έγινε η Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού;

«Ὅσα ὥς τώρα ἑορτάζαμε ἦταν μία ψεύτικη Παράδοση;»


Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

          χαίρετε! 

Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, άνθρωποι από διάφορους θρησκευτικούς και ιδεολογικούς χώρους, επιχειρούν να σκανδαλίσουν τους πιστούς με ποικίλα εγχειρήματα. Φέτος, δεν χρειάστηκε κάτι τέτοιο. Την θέση τους πήραν με ζήλο οι «εκκλησιαστικοί». Τον τελευταίο καιρό, εμφανίστηκαν διάφορα, χριστιανικά(;) ιστολόγια, γέροντες, μέχρι και αρχιερείς του Χριστού(;), να μας πουν ότι είναι σωστό να εορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου το Σάββατο. 

Σε μία απόπειρα να δικαιολογήσουν την βδελυρή και βλάσφημη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου και της συνοδείας του για τον εορτασμό του Πάσχα πριν το μεσονυκτικό, στις εννέα το βράδυ του Σαββάτου, μας λένε ότι δεν πειράζει ούτε η διάλυση της νηστείας πριν την Ανάσταση, αφού σύμφωνα με τους Μητροπολίτες και τους Γέροντες, η μέρα αλλάζει στις έξι το απόγευμα, δίνοντας μας ευλογία να φάμε μαγειρίτσα ενώ ο Χριστός είναι ακόμη στο μνήμα.

Τέλος, γνωστός γέροντας άφησε να εννοηθεί ότι οι Βυζαντινοί παππούδες μας δεν ήξεραν ότι η Ανάσταση έγινε μετά τις δώδεκα, γιατί άλλαζαν ώρα στις έξι όπως λέει, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι μία ψεύτικη παράδοση, ένα φολκλορικό γεγονός που ξεκίνησε από τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (+1809). 

Ευσταθούν όμως όσα λένε; Θα ήθελα να πω σε αυτό το σημείο, ότι αυτή η επιστολή απεθύνεται σε ανθρώπους της Εκκλησίας που πιστεύουν στους Αγίους Πατέρες. Όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «Δεν σας έγραψα, λοιπόν, δια τους μη Χριστιανούς, διότι τι δουλειά έχω εγώ να κρίνω τους απίστους, οι οποίοι είναι έξω από την χριστιανική Εκκλησία; Εγώ περιορίζομαι να κρίνω τους Χριστιανούς. Και εσείς δεν κρίνετε αυτούς που είναι μέσα στην Εκκλησίαν του Χριστού;» [1]

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 – Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 Η ανάσταση του Κυρίου είναι ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Ο άγιος Πρόκλος Πατριάρχης Κωσταντινουπόλεως (+446), μας λέει στον λόγο του για το άγιο Πάσχα, πως «Ποτέ ξανά δεν έγινε μέσα σε τρία μερόνυχτα η αναστάση της ανθρώπινης φύσης.» [2] Παρομοίως, οι Άγιοι Πατέρες μας αποκαλύπτουν ότι η τριπλή κατάδυση κατά την ώρα της βαπτίσεως μας, αναδεικνύει τα τρία μερόνυκτα που ο Κύριος ήταν στον άδη [3][4][5][6][7]. 

Ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, θα καταλάβαινε από αυτά και μόνο, ότι εφ’όσον έχουμε τρία μερόνυκτα (Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή) και όχι δύο, δεν δύνανται να εορτάζουμε το Πάσχα πριν τα μεσάνυκτα. 

Για να στηρίξουν οι «εκκλησιαστικοί» την απόφαση του συνεδρίου για την αλλαγή ώρας της Αναστάσεως, χρησιμοποιούν τον άγιο Γρηγόριο επίσκοπο Νύσσης (+395), απ’το έργο του Περί της τριημέρου προθεσμίας της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού:

«Ερεύνησε λοιπόν σε παρακαλώ την ώρα της ανάστασης και θα βρεις την αλήθεια σε αυτά που λέω. Πότε λοιπόν έγινε; «Ὀψὲ σαββάτων» (Ματθ. 28,1), φωνάζει ο Ματθαίος. Αυτή είναι η ώρα της ανάστασης με τη σαφήνεια του Ευαγγελίου, αυτό είναι το όριο της παραμονής του Κυρίου στα βάθη. Ενώ δηλαδή ήταν πια προχωρημένο πολύ το βράδυ (και το βράδυ ήταν αρχή της νύχτας εκείνης που τη διαδέχεται η ημέρα της πρώτης του Σαββάτου) τότε γίνεται ο σεισμός, τότε ο άγγελος εκείνος που άστραφταν τα φορέματά του κυλά την πλάκα του μνημείου του. Οι γυναίκες όμως που σηκώθηκαν αυγή αυγή, ενώ έφεγγε πια το φως της μέρας, ώστε να φαίνεται στον ορίζοντα και κάποιο προμήνυμα από το φως του ήλιου στην ανατολή, ιστορούν τότε την ανάσταση που είχε γίνει, που είχαν βέβαια διαπιστώσει το θαύμα, δεν τους είπαν όμως για την ώρα. Ότι είχε αναστηθεί τους το είχε πει ο άγγελος, στην πληροφορία του όμως δεν πρόσθεσε το πότε. Αλλά ο μέγας Ματθαίος μόνος από όλους τους ευαγγελιστές δήλωσε με ακρίβεια την ώρα, λέγοντας ότι η ώρα της ανάστασης έγινε το βράδυ του Σαββάτου».[8] 

Παρόμοια θέση φαίνεται να έχει και ο άγιος Ιερώνυμος Στριδώνος (+420), στην 120η επιστολή του προς Εβίδιο:

«Κεφ. 3 – Γιατί οι Ευαγγελιστές μιλούν διαφορετικά για την ανάσταση του Κυρίου και τον τρόπο που εμφανίσθηκε στους Αποστόλους;

Πρώτα ρωτάς γιατί ο Ματθαίος λέει ότι ο Κύριος αναστήθηκε «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (Ματθ. 28,1), ενώ ο Μάρκος σε αντίθεση με αυτό το χωρίο, λέει ότι αναστήθηκε το πρωΐ, «Ἀναστὰς δὲ πρωΐ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια.» (Μαρκ. 16,9) «Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν» (Μαρκ. 16,10-11). 

Τούτο το πρόβλημα έχει διττή λύση. Είτε θα αρνηθούμε την μαρτυρία του Μάρκου, γιατί το τελευταίο χωρίο δεν εμπεριέχεται στα περισσότερα Ευαγγέλια που φέρουν το όνομα του (λείπει σχεδόν απ’ όλους τους ελληνικούς κώδικες), ή πρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος είπαν την αλήθεια, ότι ο Κύριος αναστήθηκε το «βράδυ του Σαββάτου», και ότι η Μαρία Μαγδαληνή Τον είδε το πρωΐ της πρώτης μέρας της επόμενης εβδομάδας. 

Οπότε, έτσι πρέπει να διαβάζεται το χωρίο του αγίου Μάρκου: «Ἀναστὰς δέ», τοποθετεί εδώ μία μικρή παύση και μετά προσθέτει, «πρωΐ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ», ώστε αφού αναστήθηκε το βράδυ της τελευταίας μέρας σύμφωνα με τον Ματθαίο, εμφανίσθηκε κατά τον Μάρκο «πρωΐ πρώτῃ σαββάτου» στην Μαγδαληνή. Με τον ίδιο τρόπο αναπαριστά τα γεγονότα και ο Ιωάννης, δηλώνοντας ότι Τον είδαν το πρωΐ της επόμενης ημέρας (Ιω. 20,1)» [9] 

Ο άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος και Βουλγαρίας (+1107), προσπαθώντας να απαριθμήσει τις μέρες, ερμηνεύει την φράση στο κατά Ματθαίον με τα εξής λόγια:

«Αρίθμησε λοιπόν· Το απόγευμα παρέδωσε το σώμα Του· ιδού, εκείνη η νύκτα και η μέρα της Παρασκευής μέχρι την έκτη ώρα είναι ένα ημερονύκτιο· ιδού πάλι απ’ την έκτη ώρα μέχρι την εννάτη και από την εννάτη το πρωΐ μέχρι την εννάτη το βράδυ, είναι το δεύτερο ημερονύκτιο· ιδού η νύκτα πάλι μετά την Παρασκευή και η μέρα του Σαββάτου, είναι το τρίτο ημερονύκτιο. Και «αργά το Σάββατο» («ὀψὲ Σαββάτων») αναστήθηκε· αυτά είναι τρία ολόκληρα ημερονύκτια».[10] 

Ο μοναχός και λόγιος Ευθύμιος Ζιγαβηνός (+1120), από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές των Γραφών της υστεροβυζαντινής περιόδου, μας λέει ότι είναι αδύνατον να μάθουμε την ακριβή ώρα:

«Ο Μάρκος, φροντίζοντας να τα γράψει σύντομα, δεν κατέγραψε ούτε τον σεισμό, ούτε μας δίδαξε ποιος αποκύλισε τον λίθον. Παρομοίως και ο Λουκάς κόβει αυτές τις διηγήσεις, λέγοντας· «εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου» (Λουκ. 24,2). Επομένως, οι Ευαγγελιστές δήλωσαν πότε ήλθαν οι γυναίκες στο μνημείο, αλλά κανείς από αυτούς δεν σημειώνει πότε αναστήθηκε ο Κύριος. Μόνο Ο Ίδιος γνώριζε και αναστήθηκε όπως προγνώριζε».11] 

Το ίδιο καταλαβαίνουμε και από την επιστολή του αγίου ιερομάρτυρος Διονυσίου Πάπα Αλεξανδρείας (+265) πρός τον Βασιλείδη επίσκοπο Πενταπόλεως, η οποία επιστολή είναι αποδεκτή από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (680 μ.Χ – μετετράπη στον 89ο κανόνα). Γράφει λοιπόν ο άγιος ιερομάρτυρας Διονύσιος:

«Μου έστειλες, πιστέ και λόγιε υιέ μου, ερωτούμενος να σου πω τι ώρα πρέπει κανείς να σταματήσει την νηστεία για την ημέρα του Πάσχα. Διότι λες ότι κάποιοι από τους πιστούς θεωρούν ότι πρέπει να νηστεύουν μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, ενώ άλλοι, μέχρι το βράδυ. Οι πιστοί αδελφοί στην Ρώμη, όπως λένε, περιμένουν τον πετεινό. Αλλά εσύ λες ότι όσοι είναι στην Πεντάπολη, σταματούν την νηστεία νωρίτερα. Με ρωτάς λοιπόν, να θέσω ένα συγκεκριμένο όριο και μία ακριβή ώρα, το οποίο είναι δύσκολο και ριψοκίνδυνο. Διότι αναγνωρίζεται από τους πάντες, ότι όποιος θέλει να αρχίσει την χαρμόσυνη εορτή της Αναστάσεως του Κυρίου, πρέπει μέχρι εκείνη την στιγμή να έχει ταπεινώσει την ψυχή του με νηστείες. Απ’ όσα όμως μου έχεις γράψει, μου έδειξες ότι κατανοείς αρκετά καλά τους θείους Ευαγγελιστές, καθιερώνοντας το γεγονός ότι τίποτα ακριβές δεν φαίνεται σε αυτούς για την ώρα την οποία αναστήθηκε».[12] 

Φαινομενικά, καταλαβαίνουμε ότι ο Χριστός αναστήθηκε το βράδυ του Σαββάτου, αν και δεν μιλάει κανείς για συγκεκριμένη ώρα. Άρα, δεν έγινε Κυριακή η ανάσταση; Στην προαναφερθείσα επιστολή, ο άγιος ιερομάρτυρας Διονύσιος (+265), μας διασώζει μία πληροφορία υψίστης σημασίας: Οι Ρωμαίοι, περίμεναν τον πετεινό για να καταλύσουν την νηστεία. Ως γνωστόν, ο πετεινός λαλεί μέσα στα μεσάνυχτα, μεταξύ δώδεκα με τρεις. Δηλαδή, οι Χριστιανοί εφάρμοζαν την πρακτική του εορτασμού του Πάσχα τα μεσάνυχτα πολύ πριν συγκληθεί η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ). 

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της φράσεως «το βράδυ του Σαββάτου» παραμένει.

Εάν αναλύσουμε περισσότερο, θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Πως ερμηνεύεται η φράση «Σάββατο βράδυ» από τους Πατέρες;

Αρχικά όμως, θα πρέπει να δούμε τι σημαίνει η φράση «μία των Σαββάτων» που χρησιμοποιούν οι τέσσερις Ευαγγελιστές.

Για να δούμε τι μαρτυρούν οι περαιτέρω ερμηνείες για την ημέρα της Αναστάσεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 – ΠΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ Η ΦΡΑΣΗ «ΜΙΑ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ» 

Σύμφωνα με τον άγιο Θεοφύλακτο Αχρίδος (+1107), η φράση μία των Σαββάτων που χρησιμοποιείται στο ίδιο χωρίο του Ευαγγελιστή Ματθαίου (Ματθ. 28,1) αλλά και των άλλων Ευαγγελιστών (Ιω. 20,1 – Λουκ. 24,1 – Μαρκ. 16,2) είναι η Κυριακή, γιατί οι μέρες της εβδομάδος ονομάζονταν Σάββατα [13]. Επίσης, ο άγιος Ιερώνυμος Στριδώνος (+420) παρακάτω στην ίδια επιστολή προς Εβίδιο [14] αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (+1359) [15] αναφέρουν ότι η μέρα που αναστήθηκε ο Χριστός είναι Κυριακή. Το ίδιο λέει και ο άγιος Αυγουστίνος επίσκοπος Ιππώνος (+430), στην 120η πραγματεία στο Κατά Ιωάννη.

 

Γράφει ο άγιος Αυγουστίνος:

«6. «Κατά την πρώτη ημέρα του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακή, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείο, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί» (Ιω. 20,1).

Η πρώτη μέρα της εβδομάδος πλέον είναι αυτή που η χριστιανική συνήθεια αποκαλεί ημέρα του Κυρίου, γιατί εκείνη την ημέρα αναστήθηκε ο Κύριος.

«Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σίμωνα Πέτρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς· “επήραν τον Κύριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”» (Ιω. 20,2).

Εδώ, μερικοί ελληνικοί κώδικες γράφουν «Πήραν τον Κύριον μου», που είναι πιο πιθανό να ειπώθηκε, λόγω της συνήθους δυνατώτερης αγαπητικής σχέσης που έχει μία υπηρέτρια στον Κύριο της, αλλά δεν το βρήκαμε στους περισσότερους κώδικες που είχαμε πρόσβαση».[16] 

Άρα υπάρχει αντίθεση των Ευαγγελιστών όταν ο Ματθαίος λέγει «ὀψὲ Σαββάτων»;

Για να δούμε τις ερμηνείες των Πατέρων πιο διεξοδικά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 – ΠΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ Η ΦΡΑΣΗ «ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ» Η «ΟΨΕ ΣΑΒΒΑΤΩΝ» 

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+749), στον λόγο του για το άγιο Σάββατο, μας πληροφορεί ότι το «ὀψὲ Σαββάτων» του Ευαγγελιστή Ματθαίου, σημαίνει την αρχή της Κυριακής και επομένως, έχουμε ανάσταση σε τρία ημερόνυκτα [17]. 

Ο άγιος Αυγουστίνος επίσκοπος Ιππώνος (+430), κάνει μία συναρπαστική ανάλυση και μας εξηγεί ότι το «ὀψὲ» δηλώνει ότι η νύκτα πλησίαζε στο τέλος της. Άρα, αποκλείεται να ήταν πριν τις δώδεκα. Ο συλλογισμός του είναι ορθότατος, εάν αναλογιστούμε ότι όταν αναστήθηκε έγινε μέγας σεισμός που ξύπνησε τους φρουρούς και τις γυναίκες (Ματθ. 28,2).

Γράφει λοιπόν στο έργο του Περί της αρμονίας των Ευαγγελίων, Βιβλίο τρίτο, κεφάλαιο 24:

«65. Η φράση «Ὀψὲ δὲ σαββάτων» (Ματθ. 28,1), χρησιμοποιείται σαν να είπε «την νύχτα του Σαββάτου», ή αλλιώς, την νύχτα που ακολουθεί μετά την μέρα του Σαββάτου. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί, το υποδεικνύουν ξεκάθαρα. Γιατί οι όροι του είναι οι εξής: «Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος» (Ματθ. 28,1) και αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εννοηθεί εάν με την λέξη «Πολύ αργά» (Ὀψέ) εκλαμβάναμε απλώς την αρχή της νύκτας. Γιατί η φράση «όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος» (τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων) δεν είναι αποκλειστικά η αρχή της νύκτας, αλλά η ίδια η νύκτα, καθώς αρχίζει να πλησιάζει με τον ερχομό του φωτός. Επειδή το τέλος του πρώτου μέρους της νύχτας είναι μόνο η αρχή του δεύτερου μέρους, αλλά το τέλος ολόκληρης της νύχτας είναι το φως. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να πούμε ότι το «ὀψὲ» είναι το ξημέρωμα της πρώτης μέρας της εβδομάδας, εκτός εάν με τον όρο «ὀψὲ» κατανοούμε την ίδια την νύχτα, η οποία, στο σύνολό της, πλησιάζει στο τέλος της με το φως. Επίσης οικείος είναι ο τρόπος με τον οποίο μας μιλάει η θεία Γραφή για να εκφράσει το όλον με το μέρος και επομένως, με την λέξη «ὀψέ», ο Ευαγγελιστής σήμανε όλη την νύκτα, που φτάνει στο άκρο της με την αυγή. Διότι αυγή ήταν όταν οι γυναίκες ήρθαν στο μνήμα και με αυτόν τον τρόπο πραγματικά ήρθαν την νύχτα, η οποία εδώ υποδηλώνεται με τον όρο «ὀψέ». Γιατί όπως είπα, η νύχτα στο σύνολο της σημαίνεται με αυτήν την λέξη. Συνεπώς, εάν ήρθαν σε κάποια περίοδο της νύκτας, σίγουρα ήρθαν την εν λόγω νύκτα και συμφώνως, εάν ήρθαν στο τελευταίο σημείο της νύκτας, τότε αδιαμφισβήτητα ήρθαν την εν λόγω νύκτα. Οπότε, ο Ευαγγελιστής δεν θα μπορούσε να πει ότι η πρώτη μέρα της εβδομάδος χάραζε το απόγευμα, εκτός αν κατανοήσουμε όλη την νύκτα με αυτήν την έκφραση. Δεν θα μπορούσε όμως να ειπωθεί η φράση «Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος», εκτός αν με αυτήν την φράση, η έκφραση «νύκτα» κατανοείται ως ολόκληρη [δηλ. βαθιά νύκτα]. Αντιστοίχως, οι γυναίκες που ήρθαν μέσα στην αναφερόμενη νύκτα, ήρθαν το συγκεκριμένο βράδυ και εάν ήλθαν στο τέλος της διάρκειας της νύκτας, σίγουρα ήλθαν μέσα στην ίδια την νύκτα».[18] 

Άγιος Θεοφύλακτος Αχρίδος και Βουλγαρίας (+1107), ερμηνεία στο κατά Ματθαίον:

«Το «ὀψὲ Σαββάτων» (Ματθ. 28,1), είναι ίσο με το λεχθέν του Λουκά «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1) και του Μάρκου «λίαν πρωΐ ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.» (Μαρκ. 16,2)».[19] 

Αξιοσημείωτη είναι και η ερμηνεία του κανόνα ΠΘ΄ (89) της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, απ’ τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (+1809), που καταλήγει και αυτή στο συμπέρασμα ότι η ανάσταση έγινε μεταξύ δώδεκα με τρείς:

«…Ὁ μὲν γὰρ Ματθαῖος, λέγωντας, ὅτι «ὀψὲ Σαββάτων ἦλθον αἱ γυναῖκες νὰ θεωρήσουν τὸν τάφον» (Ματθ. 28,1), ἐφανέρωσεν, ὅτι ἐπέρασε μὲν τὸ Σάββατον, καὶ πολύ μέρος τῆς μετὰ τὸ Σάββατον νυκτός, ὁ δὲ Λουκᾶς, λέγωντας πάλιν, ὅτι «ἦλθον ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), ἐφανέρωσεν ὅτι πολύ μέρος τῆς νυκτὸς ἔμεινεν, ἕως οὗ νὰ ξημερώσῃ ἡ Κυριακή. Ὥστε καὶ ἐκ τῶν δύῳ συνάγεται, ὅτι κατὰ τὸ μεσονύκτιον ἀνέστη ὁ Κύριος, παρελθούσης τῆς στ΄. ὥρας, καὶ ἀρχομένης τῆς ζ΄. (3). Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἐν Κυριακῇ ἡμέρᾳ λέγομεν ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος…..».[20] 

Εδώ ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύει ότι η ανάσταση έγινε μετά την έκτη ώρα και όταν άρχιζε η ένατη, δηλαδή με την σύγχρονη ώρα, τα μεσάνυχτα, μεταξύ δώδεκα με τρεις.

Οι επικριτές του αγίου ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο είναι προϊόν της φαντασίας του.

Όπως ήδη είδαμε στην αρχή, οι Ρωμαίοι κατά την διάρκεια των πρώτων χριστιανικών χρόνων, περίμεναν τον πετεινό που λαλεί μεταξύ αυτών των ωρών.

Στηρίζει όμως κανένας Πατέρας γραπτώς αυτήν την θεωρία για την ώρα της Αναστάσεως;

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 – Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 

Ο άγιος Κύριλλος Πάπας Αλεξανδρείας (+444) επιβεβαιώνει τον άγιο Νικόδημο, με την ερμηνεία του στο κατά Ιωάννη:

«Είναι αξιοσημείωτο, όταν ο μακάριος ευαγγελιστής Ιωάννης μας εξιστορεί την ώρα της αναστάσεως, λέει: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον» (Ιω. 20,1). Ο Ματθαίος όμως, θέλοντας επίσης να μας υποδείξει την ώρα, λέει ότι η ανάσταση έλαβε μέρος όταν είχε περάσει η «βαθιά νύκτα» (Ματθ. 28,1: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων»). Υποθέτω, πως κανείς δεν φαντάζεται ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ των Πνευματοφόρων συγγραφέων, ή ότι ο ένας διορθώνει τον άλλον ως προς την ώρα της αναστάσεως. Εάν κάποιος επιχειρήσει να ψάξει το νόημα αυτών των ενδείξεων, θα βρει σύμφωνες τις φωνές των αγίων Ευαγγελιστών. Διότι, οι λέξεις «όρθρος βαθύς» και «βαθιά νύκτα», δείχνουν το ίδιο πράγμα: τα μεσάνυχτα, δηλαδή, την έλευση του μέσου διαστήματος της νύκτας. Λοιπόν, δεν υπάρχει καμία διαφωνία μεταξύ τους. Ο ένας μετράει την ώρα από το τέλος της νύκτας και ο άλλος από την αρχή της νύκτας, αλλά και οι δύο καταλήγουν στο ίδιο σημείο, όπως μόλις τώρα είπα: το μέσο της νυκτός».21] 

Ο άγιος Ιερώνυμος Στριδώνος (+420) κάνει μία ασύλληπτη συμφιλίωση των Γραφών, στην 120η επιστολή του προς Εβίδιο, εξηγώντας μας την ώρα της Ανάστασης:

«Κεφ. 4 – Πώς μπορεί αυτό που λέει ο Άγιος Ματθαίος, ότι η Μαρία Μαγδαληνή πήγε να δει τον Ιησού Χριστό «Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου» (Ματθ. 28,1: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων») να είναι σύμφωνο με αυτό που είπε ο Ιωάννης, ότι ήλθε και θρήνησε στο μνήμα «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Ιω. 20,1); 

H «μιᾷ τῶν σαββάτων» είναι η Κυριακή, γιατί οι Εβραίοι συμπεριελάμβαναν σε όλες τις μέρες της εβδομάδας το Σάββατο, όπως οι ειδωλολάτρες μετρούσαν την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, πέμπτη και έκτη ημέρα της εβδομάδος με ονόματα των ειδώλων και των πλανητών. Έτσι συμβουλέυει και ο Απόστολος Παύλος στους πιστούς της Κορίνθου να μαζεύουν ελεημοσύνη που καθορίζονταν προς ανακούφιση των πτωχών «κατὰ μίαν σαββάτων» (Προς Κορ. Α΄ 16,2), δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, την Κυριακή. 

Οπότε, μην φαντάζεστε ότι ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγιος Ιωάννης διαφωνούν μεταξύ τους: παρέχουν διαφορετικές εκφράσεις για μία μόνο ώρα, που είναι τα μεσάνυχτα με την πετεινολαλιά. Γιατί ο Άγιος Ματθαίος είπε ότι ο Κύριος εμφανίστηκε στην Μαρία Μαγδαληνή «Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου» (Ματθ. 28,1: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων»), που σημαίνει, όταν ήταν ήδη αργά και η νύχτα δεν είχε απλά αρχίσει, αλλά είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο και είχε σχεδόν τελειώσει. Και προσθέτει, σε περαιτέρω εξήγηση, ότι η πρώτη ημέρα της εβδομάδας ήδη πλησίαζε (Ματθ 28,1: «τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων»). 

Όσο για τον Ιωάννη, δεν λέει μόνο «κατά την πρώτη ημέρα του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακή, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείο», αλλά προσθέτει: «ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι» (Ιω. 20,1: «σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον»). Έτσι και οι δύο συμφωνούν για την νυκτερινή ώρα που φαίνεται με δύο σημεία: Την πετεινολαλιά και τα μεσάνυχτα. Το πρώτο σηματοδότησε την αρχή [της νύκτας] και το δεύτερο σημείωσε το τέλος [της ημέρας]. Μου φαίνεται ότι το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο του Αγίου Ματθαίου που έγραψε το Ευαγγέλιο, είναι «Όταν ήταν ήδη αργά» και όχι «βράδυ», για την οποία έκφραση ο διερμηνέας δεν γνώριζε την πραγματική έννοια και μεταφράστηκε στα λατινικά απλώς ως «βράδυ» αντί να πει, «Όταν ήταν ήδη αργά». 

Στην συνήθη χρήση της λατινικής γλώσσας, η λέξη «βράδυ» σημαίνει «vespere» και όχι «αργά» που είναι «sero», και μπορούμε χρησιμοποιήσουμε την λέξη «αργά» όταν, για παράδειγμα, λέμε σε κάποιον, «Ήρθατε πολύ αργά», που σημαίνει ότι μια προκαθορισμένη ώρα συνάντησης έχει περάσει πολύ καιρό. 

Τώρα συναντάμε την ένσταση: «Πως γίνεται η Μαρία Μαγδαληνή αφού είδε τον αναστημένο Κύριο (Ματθ. 28,9: «ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς…»), να επέστρεψε πίσω στο μνήμα κλαίουσα όπως λέει το Ευαγγέλιο (Ιω. 20,11: «Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω»);». 

Πρέπει να απαντήσουμε σύμφωνα με μια έντονη αίσθηση αντίληψης: αν σκεφτούμε ότι έδινε δώρα και αρώματα στον Χριστό, τότε καταλαβαίνουμε ότι έτρεξε αρκετές φορές στον τάφο Του, είτε μόνη της είτε μαζί με τις άλλες γυναίκες, και ότι μερικές φορές ατένιζε λατρευτικά αυτό που έβλεπε [τον νεκρό Χριστό] και μερικές φορές έκλαιγε καθώς περίμενε. Ωστόσο, μερικοί πιστεύουν, ότι υπήρχαν δύο Μαρίες Μαγδαληνές που έμεναν στο χωριό Μάγδαλα, και εκείνη που συνάντησε τον αναστημένο Χριστό, σύμφωνα με τον Άγιο Ματθαίο, είναι διαφορετική από αυτήν που σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη εμφανίστηκε τόσο θλιμμένη. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το Ευαγγέλιο αναφέρεται σε τέσσερις γυναίκες που ονομάζονται Μαρίες: η πρώτη είναι η μητέρα του Κυρίου μας και η δεύτερη είναι η Μαρία, η σύζυγος του Κλεόπα και θεία του Ιησού Χριστού, που είναι αδερφή της μητέρας του [δηλ. η Σαλώμη], και η τρίτη είναι η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου Αλφαίου και του Ιωσήφ (Ματθ. 27,56), και η τέταρτη είναι η Μαρία Μαγδαληνή. Κάποιοι, ωστόσο, μπερδέψαν τη μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσήφ με την θεία του Ιησού Χριστού. 

Άλλοι, για να απαλλαγούν από αυτήν τη δυσκολία, λένε ότι η αληθινή ανάγνωση μιλάει για την Αγία Μαρία και ότι δεν περιελάμβανε το όνομα της Μαγδαληνής, αλλά οι γραφείς το πρόσθεσαν ακατάλληλα. Όσο για την δική μου γνώμη, μου φαίνεται ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την πρόκληση με έναν απλούστερο και λιγότερο ντροπιαστικό τρόπο, λέγοντας ότι αυτές οι άγιες γυναίκες, ανίκανες να αντέξουν την απουσία του Ιησού Χριστού, πηγαινοέρχονταν όλη τη νύχτα και επομένως, πήγαν να παρατηρήσουν τον τάφο Του όχι μόνο μία και δύο φορές, αλλά συνεχώς. Ειδικά όταν ο ύπνος τους διαταράχθηκε και διακόπηκε από τον σεισμό (Ματθ. 28,2: «καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας»), από τον ήχο των σχισμένων πετρών, από την έκλειψη του ήλιου, δηλ. από κάθε είδους σύγχυση και ταλαιπωρία που πέρασαν εκείνο τον καιρό και ιδιαίτερα από την επιθυμία που είχαν για να δουν τον Σωτήρα».[22] 

Ο μοναχός και λόγιος Ευθύμιος Ζιγαβηνός (+1120), σημειώνει και αυτός στην ερμηνεία του στο κατά Ματθαίον, ότι η ανάσταση έγινε μεταξύ έκτης και ενάτης ώρας, δηλαδή μετά τα μεσάνυκτα:

««Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον» (Ματθ. 28:1). 

Οι Εβραίοι τιμούν το Σάββατο, δηλαδή, την έβδομη ημέρα της εβδομάδας. Σάββατα λέγονται και οι έξι ημέρες πριν από αυτό, προς τιμή αυτής της ημέρας. Την μία των Σαββάτων, την πρώτη, την ονομάζουν Κυριακή· την δεύτερη και την τρίτη Σαββάτων, ονομάζουν την δευτέρα και την τρίτη μέρα της εβδομάδας και ούτω καθεξής. Όταν είπε λοιπόν ο Ματθαίος «ὀψὲ Σαββάτων», εσήμανε το τέλος όλων των Σαββάτων, δηλαδή των επτά ημερών της εβδομάδας. Διότι και εμείς, λέγοντας την φράση «μετά την ημέρα» (ὀψὲ τῆς ἡμέρας), ή «μετά την νύκτα» (ὀψὲ τῆς νυκτός), φανερώνουμε το τέλος αυτών των ημερών. Το τέλος των επτά ημερών της εβδομάδας, δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο Σάββατο, αλλά και το τέλος αυτού. Μη καταλάβεις λοιπόν ότι οι γυναίκες ήλθαν στον τάφο μέσα στο τέλος αυτού του Σαββάτου, αλλά μέσα στην αρχή του όρθρου της Κυριακής, καθώς ο Ευαγγελιστής λέει «Τῇ ἐπιφωσκούσῃ», δηλαδή την φωτίζουσα ημέρα [την αυγή], την απαυγάζουσα, την ανατέλουσα. 

Ακόμη δε, επεξηγώ την επόμενη φράση: «Εἰς μίαν Σαββάτων». Η μία των Σαββάτων, δηλαδή, η πρώτη των επτά ημερών, η Κυριακής, καθώς είπαμε πριν. Αλλά ο Ματθαίος, γράφοντας έτσι, παρουσιάζει την αρχή του όρθρου της Κυριακής. Γιατί κάθε όρθρος αρχίζει μετά την έκτη ώρα της νύκτας [τα μεσάνυκτα], όταν λαλούν οι πετεινοί».[23] 

Συνεπώς, βλέπουμε, ότι ο όσιος Νικόδημος δεν κάνει αυθαίρετες παρατηρήσεις, αλλά μας παραδίδει τις αποστολικές παραδόσεις των προηγούμενων.

Ένα άλλο σημείο που μας φανερώνει την ανάσταση του Κυρίου μετά τα μεσάνυκτα είναι η παύση της νηστείας. 

Ο άγιος ιερομάρτυρας Διονύσιος Πάπας Αλεξανδρείας (+265) γράφει στην επιστολή του προς Βασιλείδη:

«Εκείνοι που βιάζονται και παύουν την νηστεία πριν έλθουν τα μεσάνυχτα, τους επικρίνoυμε ως επιπόλαιους και ασυγκράτητους, γιατί αφήνουν τον αγώνα λίγο πριν το τέλος και όπως λέει ένας σοφός άνδρας· “Το παραμικρό πράγμα στην ζωή δεν είναι μικρό”».[24] 

Ο μοναχός και λόγιος Ευθύμιος Ζιγαβηνός (+1120) επιβεβαιώνει με την σειρά του τον άγιο ιερομάρτυρα Διονύσιο (+265) και γράφει:

«Όλοι οι άγιοι Πατέρες και διδάσκαλοι συμφωνούν για τον καιρό της αναστάσεως που λένε ότι έγινε: με την πρώτη ωδή των πετεινών, η οποία εκτελείται ήδη πριν βγει το φως της Κυριακής. Γι’ αυτό και οι φιλάρετοι καταλύουν την νηστεία μετά την έκτην ώρα της νύκτας [δηλ. μετά τα μεσάνυχτα] και απάρχονται από ευφροσύνη. 

Αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, καθώς έλεγε. Επειδή πέθανε την ενάτη ώρα της Παρασκευής, αριθμείται ως η πρώτη η μέρα. Δεύτερη δε, το Σάββατο και τρίτη, η Κυριακή, μέσα στην οποία, αρχομένου του όρθρου, αναστήθηκε, λίγο πριν τον ερχομό των γυναικών, και συναριθμούνται από το τέλος της Παρασκευής, μέχρι την αρχή της Κυριακής. Γι’ αυτό είπε το παράδειγμα του Ιωνά· «ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ, 12, 40). Περί μεν των ημερών, δεν υπάρχει αμφιβολία, γιατί αριθμήθηκαν».[25] 

Θα πουν όμως οι αντιφρονούντες με μανία: «Πως γίνεται να είναι τρεις μέρες; Πως τις μετράτε;».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 – Η ΩΡΑ ΜΕΤΡΑΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ – ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΙΩΝΑ 

Όπως έλεγε ο αείμνηστος π. Αθανάσιος Μυτιληναίος (+23-5-2006), «σας είπα ότι ονομαστικώς είναι τρεις ημέρες. Δεν είναι όμως πραγματικές τρεις ημέρες με την έννοια του εικοσιτετραώρου. Γι’ αυτό πολλοί λένε: «Μα, πώς είναι τρεις ημέρες;». Είναι όπως σας είπα. Παίρνει από την κάθε ημέρα τμήμα. Αυτό είναι».[26] 

Διαβάζουμε στα «Σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράματα» του π. Κωνσταντίνου Οικονόμου (+1857), σελίδα 323-325.:

«Ἀλλ’ ἰδοὺ πῶς οἱ θεῖοι πατέρες ἀριθμοῦσι τὰ τρία ἡμερονύκτια.

«Τὰς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας (λέγει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος) ἀπὸ μέρους νόησον καὶ μὴ ὁλοκλήρους· ἀπέθανε μὲν γὰρ τῇ παρασκευῇ· μία αὕτη ἡμέρα ἦν· καὶ τῷ σαββάτῳ νεκρός· ἰδοὺ καὶ ἄλλη ἡμέρα· καὶ ἡ νὺξ δὲ τῆς Κυριακῇς ἔτι νεκρὸν αὐτὸν κατέλαβε· τρία οὖν ἡμερονύκτια ἀπὸ μέρους ἀριθμοῦνται· ἐπεὶ καὶ οὕτως εἰώθαμεν πολλάκις ἀριθμεῖν» (Θεοφ. καὶ Ματθ. κη΄). [27] Οὕτω λέγει καὶ ὁ Ἱερώνυμος ὅτι «συνεκδοχικῶς τὸ ὅλον ἀπὸ τοῦ μέρους ἐκλαμβάνεται εἰς τὴν ἀπαρίθμησιν τῶν τριῶν τούτων ἡμερονυκτίων» (Ἱερων. ὑπομνήμ. εἰς Ἰωνᾶ Β.) Ὡσαύτως καὶ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος (ἐπιστολ. Μθ΄. ἐρωτ. 6). Ο δὲ μακάριος Θεοφύλακτος καὶ κατ’ ἄλλον τρόπο ἀριθμεῖ τὰ τρία νυχθήμερα. «Ἕκτῃ ὥρᾳ τῆς παρασκευῇς ἐσταυρώθη· ἀπὸ δὲ ταύτης ἕως ὥρας ἐννάτης σκότος ἐγένετο· τοῦτο νόησον νύκτα· καὶ πάλιν ἀπὸ τῆς ἐννάτης (ἄχρις ἑσπέρας) φῶς· τοῦτο ἡμέρα· καὶ ἰδοὺ ἓν ἡμερονύκτιον. Πάλιν ἡ νὺξ τῆς παρασκευῇς καὶ ἡ τοῦ σαββάτου ἡμέρα, δεύτερον νυχθήμερον. Ἡ νὺξ πάλιν τοῦ σαββάτου καὶ ὁ ὄρθρος τῆς Κυριακῇς – τρίτον ἡμερονύκτιον».[28] Καὶ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας δὲ τῆς πέμπτης ὁ αὐτὸς Θεοφύλακτος ἀπαριθμεῖ τὸ τριήμερον, διότι ὅτε τὸ μυστικὸν δεῖπνον παρεδίδου τοῖς μαθηταῖς ὁ Κύριος, τότε τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐτύθετο (Θεοφυλ. αὐτόθ. Βλ. καὶ Φωτ. Ἀναγν. σλβ). Πλὴν ἀλλὰ πιθανωτάτη ἡ πρώτη τῶν ἁγίων πατέρων γνώμη, τὸ ὅλον ἀπὸ τοῦ μέρος ἐκδεχομένη, καὶ τὰ τρία ἡμερονύκτια ἀπὸ τῆς παρασκευῇς μέχρι τοῦ «βαθέος ὄρθρου» τῆς Κυριακῇς ἀπαρτίζουσα, καθὼς πολλάκις καὶ ἡ συνήθεια εἰς τὰς τοιαύτας ἐκφράζεται περιστάσεις· οὐδὲν λοιπὸν παράδοξον, ἂν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν συνηθέστερον ἐξεφράσθῃ. Καὶ ἄλλως δέ, οὐ μόνον μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστήσεσθαι εἶπεν ὁ Σωτήρ (Μάρκ. θ, 31), ἀλλὰ καὶ ὅτι ἀναστήσεται «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ» (Μαρκ. ι, 34), κατ’ αὐτὴν δηλονότης τὴν ἀπὸ τῆς σταυρωσίμου ἡμέρας τρίτην ἀριθμουμένην, ἥτις ἦν ἡ Κυριακὴ ἀρχομένη. Κἂν δέ, τέλος ὁ Κύριος εὐηργέτησεν ἡμᾶς ταχύτερον παρ’ ὅσον ὑπέσχετο, μήπως διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀπαιτῆται λόγον ὁ Εὐεργέτῃς καὶ Σωτῂρ παρὰ τοῦ σεσωσμένου πλάσματος; 

Ποίαν δὲ ὥραν τῆς εἰς τὴν Κυριακὴν ἐπιφωσκούσης νυκτὸς ἀνέστη ὁ Κύριος, δὲν ἱστοροῦσιν ἀκριβῶς καὶ ῥητῶς οἱ θεῖοι Εὐαγγελισταὶ (βλ. Διονύσ. Ἀλεξ. Καν. Α΄.)· πλὴν ἀλλ’ ἐκ τοῦ «Ὀψὲ Σαββάτων» (Ματθ. κη, 1.) καὶ τοῦ «Ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. κδ, 1) φαίνεται σαφῶς ἡ βραδύτης τῆς νυκτὸς· ὅθεν ἡ Ἐκκλησία περὶ τὰς μέσας νύκτας, ἤτοι μετὰ τὸ μεσονύκτιον εὐθὺς ἀρχομένης τῆς πρώτης ἤ (κατὰ τὸ ἀρχαῖον) τῆς ἑβδόμης ὥρας τῆς νυκτός, τὴν ἀνάστασιν ἑορτάζει (Βλ. στ. Συνόδ. καν. πθ. καὶ Βασλαμ. Σχολ. εἰς Διονυ. Καν. Α΄). Κατὰ ταῦτα καί τινες τῶν νεωτέρων εὐλαβῶς παρατηροῦντες τὰς ἀπὸ τῆς ζωηφόρου νεκρώσεως μέχρι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος διαδραμούσας ὥρας (ἀπὸ τῆς 9 ὥρας τῆς παρασκευῆς μέχρι τοῦ μεσονυκτίου τῆς Κυριακῆς), εὐρίσκουσιν αὐτὰς τὰς πάσας 33, ἴσας δηλονότι πρὸς τὰ ἔτη, ὅσα ἐπὶ γῆς μετὰ σαρκὸς ἔζησεν ὁ θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν. Καὶ προσκυνοῦμεν λοιπὸν τὸν ὑπὲρ ἡμῶν παθόντα καὶ ταφέντα καὶ ἀναστάντα Σωτῇρα τοῦ κόσμου, καὶ τὸ Πάσχα τελοῦμεν τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, ψάλλοντες εὐφροσύνως μετὰ τῆς Ἐκκλησίας “Ὦ πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ, ὦ σοφία καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις· δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ
ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου”».[29] 

Άγιος Ιερώνυμος Στριδώνος (+420), από την Ερμηνεία του για το βιβλίο του Προφήτη Ιωνά, Κεφάλαιο 2:

«καὶ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ιωνάς 2,1).

Ο Κύριος δείχνει αυτόν τον συμβολισμό στο Ευαγγέλιο (Ματθ. 12,40 και 16,4 – Λουκ. 11,29-30) και είναι περιττό να πούμε με τους ίδιους όρους ή ακόμα και με άλλους όρους τι έχει ήδη πει Ο Υποφέρων. Αλλά αναρωτιόμαστε το εξής: πως ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά της γης. 

Ορισμένοι μελετητές αντλούν την άποψη τους από την «Παρασκευή» (Λουκ. 23, 54), λόγω της ηλιακής έκλειψης (όταν ο Κύριος ήταν στον Σταυρό) από τις δώδεκα μέχρι τις τρεις το απόγευμα, όταν η νύχτα ακολούθησε την ημέρα (Ματθ. 27,45: «Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης»). Αυτό θα ήταν δύο μέρες και νύχτες, και προσθέτοντας το Σάββατο, πιστεύουμε ότι πρέπει να το μετρήσουμε ως τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. 

Εγώ όμως προτιμώ να το νοήσω με τον λόγο της συνεκδοχής, βλέποντας το όλο από το μέρος: απ’ το οποίο είναι νεκρός την «Παρασκευή» (Λουκ. 23, 54). Ας μετρήσουμε λοιπόν απ’ αυτό μία μέρα και μία νύχτα και δύο με το Σάββατο. Την τρίτη νύχτα που ανατέλλει η ημέρα του Κυρίου, ας την εκλάβουμε ως την αρχή της επόμενης μέρας, διότι, στην Γένεση (Γεν. 1, 5-8), η νύκτα δεν είναι της προηγούμενης ημέρας, αλλά της επόμενης ημέρας, δηλαδή η αρχή της επόμενης ημέρας και όχι το τέλος της προηγούμενης.

 Για να κατανοηθεί καλύτερα, θα το πω πιο απλά: εάν ένας άνθρωπος εγκαταλείψει τον πρώτο του οίκο στις εννέα και την επόμενη μέρα φτάνει στον δεύτερο του οίκο στις τρεις και πω ότι ταξιδεύει δύο μέρες, δεν επιπλήττομαι ως ψεύτης, γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν έχει χρησιμοποιήσει όλες τις ώρες των δύο ημερών, αλλά μόνο ένα μέρος για το ταξίδι του. Ωστόσο, μου φαίνεται ότι αυτή πρέπει να είναι η ερμηνεία του χωρίου. Εάν κάποιος δεν συμφωνεί με αυτό και μπορεί να εξηγήσει το νόημα με σαφέστερο τρόπο, τότε θα ακολουθήσουμε την ερμηνεία του».[30] 

Άγιος Αυγουστίνος επίσκοπος Ιππώνος (+430), Περί της αρμονίας των Ευαγγελίων, Βιβλίο τρίτο, κεφάλαιο 24:

«66. Το διάστημα των τριών ημερών, που παρέρχεται μεταξύ του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου, δεν μπορεί κατανοηθεί σωστά παρά μόνο υπό το φως της έκφρασης του Ευαγγελιστή, σύμφωνα με το οποίο το μέρος ασχολείται με το όλο. Γιατί Ο Ίδιος είπε, «όπως ακριβώς ο προφήτης Ιωνάς έμεινε εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έτσι και ο Υιός του ανθρώπου θα είναι μέσα στον τάφον και τον Αδην τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. 12, 40). 

Τώρα, με όποιον τρόπο και αν μετρήσουμε τις μέρες, είτε από το σημείο που παρέδωσε το πνεύμα Του, ή απο τον καιρό της ταφής του, το άθροισμα δεν βγαίνει ξεκάθαρα, εκτός αν εκλάβουμε την ενδιάμεση ημέρα, δηλαδή το Σάββατο, ως μια ολόκληρη ημέρα ή με άλλα λόγια, ως μια ολόκληρη μέρα μαζί με το βράδυ. Απ’ την άλλη, καταλάβετε ότι εκείνες τις ημέρες μεταξύ των οποίων η μία μεσολαβεί, δηλαδή η ημέρα της προετοιμασίας και η πρώτη ημέρα της εβδομάδας την οποία ορίζουμε ως ημέρα του Κυρίου, αντιμετωπίζονται ως στοιχεία του μέρους απ’ το όλον.

Συνεπώς, σύμφωνα με τη χρήση που συναντάμε τόσο συχνά στη γλώσσα των Γραφών, η οποία ασχολείται με μέρος του όλου, αφήνει σε εμάς να βρούμε τον χρόνο της προετοιμασίας και να συντάξουμε την ημέρα στο ένα άκρο, πάνω στο οποίο ο Κύριος σταυρώθηκε και θάφτηκε και από αυτό το όριο, να βρούμε μια ολόκληρη μέρα μαζί με τη νύχτα που πέρασε πλήρως. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, πρέπει να λάβουμε το ενδιάμεσο μέλος, δηλαδή την ημέρα του Σαββάτου, όχι σαν να υπολογίζεται απλώς από μέρους, αλλά ως μια πραγματικά ολόκληρη ημέρα. Η τρίτη ημέρα πάλι, πρέπει να υπολογιστεί από το πρώτο μέρος της, δηλαδή, υπολογίζοντας από τη νύχτα, πρέπει να δούμε ότι αποτελεί μια ολόκληρη μέρα όταν το πρώτο τμήμα της ημέρας συνδέεται με αυτή. Έτσι θα έχουμε ένα διάστημα τριών ημερών. Συγκρίνοντας αυτήν την περίπτωση με μια ήδη εξετασμένη υπόθεση, θα αναφέρω εκείνες τις οκτώ μέρες που ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Αναφορικά για εκείνη την περίοδο, βλέπουμε ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος, εστιάζοντας την προσοχή τους απλώς στις πλήρεις ημέρες που μεσολαβούν, το έθεσαν έτσι: «Μετά από έξι ημέρες» (Μαρκ. 9,2 και Ματθ. 17,1), ενώ η αναπαράσταση του ίδιου του Λουκά είναι αυτή: «Οκτώ ημέρες μετά» (Λουκ. 9,28)».[31]

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

Είδαμε πως άνθρωποι με εξωτερική ευλάβεια, μετασχηματίζονται σε άγγελο φωτός με την ελπίδα ότι θα μας παραπλανήσουν. Μας έχει προειδοποιήσει ο Απόστολος Παύλος για αυτούς τους ανθρώπους και μας προτρέπει: «Αλλά προσέξατε τούτο· Εάν και ημείς ακόμη οι Απόστολοι ή και άγγελος από τον ουρανόν σας κηρύττη Ευαγγέλιον διαφορετικόν από εκείνο, το οποίον ημείς απ’ αρχής σας έχομεν κηρύξει, ας είναι αυτός αναθεματισμένος και χωρισμένος από τον Θεόν».[32] 

Γράφει αλλού πάλι ο Απόστολος: «Άρα, λοιπόν, αδελφοί, σταθήτε στερεοί και αμετακίνητοι και κρατείτε σφικτά τας παραδόσεις, που έχετε διδαχθη είτε με το προφορικόν μας κήρυγμα, είτε με επιστολήν μας» [33] και «έχετε καθήκον να καταδικάσετε εις την συνείδησίν σας τον πονηρόν και φαύλον αυτόν αδελφόν σας».[34] Mε μυρίως αυστηρότερο τόνο μας λέει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, «Αφήσατέ τους· είναι τυφλοί, οδηγοί άλλων τυφλών· εάν δε ένας τυφλός οδηγή ένα άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο εις βαθύν λάκκον».[35] 

Ας τρέξουμε μακριά από τους σύγχρονους Φαρισαίους, για να ακούσουμε τον θεόπνευστο λόγο του Αποστόλου Παύλου, «Σας επαινώ δε, αδελφοί, διότι πράγματι εις όλα με ενθυμείσθε και κρατείτε στερεά τας διδασκαλίας, τας οποίας σας έχω παραδώσει προφορικώς».[36] 

Εφ’ όσον η Ανάσταση έγινε κάπου μεταξύ δώδεκα με τρείς τα μεσάνυχτα, το σωστό είναι να εορτάζεται εκείνες τις ώρες, όπως όρισε η πάνσοφη Εκκλησία. Ούτε πριν, ούτε αργότερα, γιατί σύμφωνα με τον έβδομο κανόνα των αγίων Αποστόλων, όποιος επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος εορτάσει το Πάσχα πριν την πρώτη Κυριακή της εαρινής ισημερίας, καθαιρείται [37] και σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα της Συνόδου στην Αντιόχεια (341 μ.Χ.), όποιος αγνοεί τον όρο της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου για τον εορτασμό του Πάσχα, δημιουργεί ταραχή στις εκκλησίες, προκαλεί τον λαό να αμαρτήσει και κρίνεται εκτός Εκκλησίας μαζί με όσους επιμένουν να έχουν κοινωνία μαζί του [38]. Τέλος, γράφει Απόστολος Παύλος, «ο δικός μας πασχάλιος αμνός που θυσιάστηκε για χάρη μας, είναι ο Χριστός» [39] και ο Μέγας Αθανάσιος (+373) στην ερμηνεία του στο κατά Ματθαίον, «εκείνοι που ατιμάζουν το Πάσχα παραβαίνοντας το, ατιμάζουν τον Χριστό, ο οποίος είναι το Πάσχα».[40] 

Το νέο αυτό ατόπημα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία εκπλήρωση των λόγων του αγίου Κοσμά του Αιτωλου (+1779), «Οἱ κληρικοί θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων».[41]

 

Αδελφοί,

ας ευχηθούμε καλή μετάνοια στους Συνοδικούς και τους υποτακτικούς τους.

 

Καλή Ανάσταση. 

 

ΕΝΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 


 

[1] Α΄ Κορ. 5,12: «τί γάρ μοι καὶ τοὺς ἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε;»

[2] PG 65, 792A – Ἅγιος Πρόκλος Πατριάρχης Κωσταντινουπόλεως (+446), Λόγος ιγ΄ Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα:

«Οὐδέποτε τρισὺ νυχθημέροις φύσις εἰς ἀνάστασιν ἐλοχεύθῃ».

[3] Άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (+386), Κατήχηση περί βαπτίσματος:

«και καταδύεσθε τρεις φορές στο νερό, και πάλιν αναδύεσθε· και έτσι, υποδεικνύεται μέσω αυτού του συμβόλου η τριήμερη ταφή του Χριστού».

PG 33, 1080CD – Κατήχησις Κ΄ Μυσταγωγική Β΄ Περἱ βαπτίσματος:

«καὶ κατεδύετε τρίτον εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ πάλιν ἀνεδύετε· καὶ ἐνταῦθα, διὰ συμβόλου τὴν τριήμερον τοῦ Χριστοῦ αἰνιττόμενοι ταφήν.»

[4] Άγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (+395) – Μεγάλη Κατήχηση (Τρίτο μέρος – Τα Μυστήρια), Κεφάλαιο 35:

«Αλλά όπως είπα, μιμούμαστε την υπερβατική Δύναμη τόσο όσο αντέχει η φτώχεια της φύσης μας. Έχοντας ρίξει το νερό τρεις φορές πάνω μας καταδύοντας και ανεβαίνοντας πάλι από το νερό, απεικονίζουμε την σωτήρια ταφή και την ανάσταση που έλαβε μέρος την τρίτη ημέρα. Έχοντας αυτήν την σκέψη στο μυαλό μας, ότι όπως εμείς έχουμε το νερό στην κυριαρχία μας, να ειμαστε μέσα σε αυτό και να αναδυόμαστε απο αυτό, με τον ίδιο τρόπο και Εκείνος, Ο οποίος έχει εξουσία πάνω στα πάντα, βυθίστηκε μέσα στον θάνατο, όπως εμείς στο νερό, για να επιστρέψει στη δική Του μακαριότητα».

PG 45, 89CD – ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ – ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΚΕΦ. 35:

«ἐπεὶ δέ, καθὼς εἴρηται, τοσοῦτον μιμούμεθα τῆς ὑπερεχούσης δυνάμεως, ὅσον χωρεῖ ἡμῶν ἡ πτωχεία τῆς φύσεως· τὸ ὕδωρ, τρὶς ἐπιχεάμενοι, καὶ πάλιν ἀναβάντες ἀπὸ τοῦ ὕδατος, τὴν σωτήριον ταφὴν καὶ ἀνάστασιν τὴν ἐν τριημέρῳ γενομένην τῷ χρόνῳ ἀποκρινόμεθα, τοῦτο λαβόντες κατὰ διάνοιαν, ὅτι ὡς ἡμῖν τὸ ὕδωρ ἐν ἐξουσίᾳ ἐστί, καὶ ἐν αὐτῷ γενέσθαι, καὶ ἐξ αὐτοῦ πάλιν ἀναδύναι, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπ’ ἐξουσίας ἦν ὁ τοῦ παντὸς ἔχων τὴν δεσποτείαν, ὡς ἡμεῖς ἐν τῷ ὕδατι, οὕτως ἐκεῖνος ἐν τῷ θανάτῳ καταδυείς, πάλιν ἐπὶ τὴν ἰδίαν ἀναλύειν μακαριότητα».

[5] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+407), 25η ομιλία στο Κατά Ιωάννη:

«Ποια είναι λοιπόν η χρήση του νερού; Θα σας πω παρακάτω, όταν θα σας αποκαλύψω επίσης το κρυφό μυστήριο. Υπάρχουν και άλλα σημεία της μυστικής διδασκαλίας που σχετίζονται με αυτό το θέμα, αλλά προς το παρόν θα σας αναφέρω ένα από τα πολλά. Τι είναι αυτό;

Στο Βάπτισμα, τελούνται τα σύμβολα: η ταφή και ο θάνατος, και η ανάσταση και ζωή και όλα αυτά γίνονται ταυτόχρονα. Γιατί όταν βυθίζουμε τα κεφάλια μας στο νερό, ο παλαιός άνθρωπος θάβεται και κατεβαίνοντας κάτω, βυθίζεται ολόκληρος για πάντα· τότε καθώς τα ανεβάζουμε ξανά, ο νέος άνθρωπος ανεβαίνει. Καθώς είναι εύκολο για εμάς να βυθιστούμε και να ξανασηκωθούμε, με τον ίδιο τρόπο, είναι εύκολο για τον Θεό να θάψει τον παλαιό άνθρωπο και να αναδείξει τον νέο. Αυτό γίνεται τρεις φορές, για να μάθεις ότι η δύναμη του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος τα εκπληρώνει όλα αυτά».

PG 59, 151 – Ὁμιλία κε΄ εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, β΄:

«Τί οὖν ἐστιν ἡ τοῦ ὕδατος χρεία; Καὶ ταύτην ἤδη λοιπὸν ἐρῶ, τὸ μυστήριον ἐκκαλύπτων ὑμῖν τὸ ἀποκεκρυμμένον. Εἰσὶ μὲν γάρ τινες καὶ ἕτεροι ἀπόῤῥητοι λόγοι τοῦ πράγματος, τέως δὲ ἐκ τῶν πολλῶν ὑμῖν ἐγὼ ἕνα ἐρῶ. Τίς οὖν οὗτός ἐστι;

Θεῖα τελεῖται ἐν αὐτῷ σύμβολα, τάφος καὶ νέκρωσις, καὶ ἀνάστασις καὶ ζωή, καὶ ταῦτα ὁμοῦ γίνεται πάντα. Καθάπερ γὰρ, ἕν τινι τάφῳ, τῷ ὕδατι καταδυόντων ἡμῶν τὰς κεφαλὰς, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος θάπτεται, καί, καταδὺς κάτω, κρύπτεται ὅλος καθάπαξ· εἶτα ἀνανευόντων ἡμῶν, ὁ καινὸς ἄνεισι πάλιν. Ὥσπερ γὰρ εὔκολον ἡμῖν βαπτίσασθαι καὶ ἀνανεῦσαι, οὕτως εὔκολον τῷ Θεῷ θάψαι τὸν ἄνθρωπον τὸν παλαιόν, καὶ ἀναδεῖξαι τὸν νέον. Τρίτον δὲ τοῦτο γίνεται, ἵνα μάθῃς, ὅτι δύναμις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος ἁγίου ἅπαντα ταῦτα πληροῖ».

[6] Άγιος Πάπας Λέων Ρώμης ο Μέγας (+461), επιστολή 16, 3:

«Στο βάπτισμα, ο θάνατος καταστρέφεται μαζί με την αμαρτία: η τριπλή κατάδυση είναι μίμηση της τριήμερης ταφής, ενώ η ανάδυση από το νερό είναι εικόνα του Χριστού που αναστήθηκε από το μνήμα».

PL 54, 698CD-699A – S. LEONIS MAGNI EPISTOLA XVI., CAP. III.:

«dum in baptismatis regula, et mors intervenit interfectione peccati, et sepulturam triduanam imitatur trina demersio, et ab aquis elevatio, resurgentis instar est de sepulcro.»

[7] Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (+749), Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, Κεφάλαιο 82:

«Διότι, αν και λέει ο Απόστολος ότι “βαπτισθήκαμε στο Χριστό και το θάνατό του” (Ρωμ. 6,3), δεν λέει ότι έτσι πρέπει να γίνεται η επίκληση του βαπτίσματος, αλλ’ ότι το βάπτισμα αποτελεί τύπο του θανάτου του Χριστού· διότι το βάπτισμα με τις τρεις καταδύσεις συμβολίζει την τριήμερη ταφή του Κυρίου. Το να βαπτισθούμε, λοιπόν, στο όνομα του Χριστού φανερώνει το να βαπτιζόμαστε σ’ Αυτόν με πίστη. Και είναι αδύνατο να πιστεύσουμε στο Χριστό, αν δεν αποδεχθούμε την ομολογία πίστεως στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα».

PG 94, 1119AB – Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως – ΚΕΦ.82, Περὶ πίστεως καὶ βαπτίσματος:

«Εἰ γὰρ καί φησιν ὁ ἀπόστολος, ὅτι “εἰς Χριστὸν” καὶ “εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν” (Ρωμ. 6,3), οὐχ οὕτω δεῖν γίνεσθαί φησι τὴν ἐπίκλησιν τοῦ βαπτίσματος, ἀλλ᾿ ὅτι τύπος τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ ἐστι τὸ βάπτισμα· διὰ γὰρ τῶν τριῶν καταδύσεων τὰς τρεῖς ἡμέρας τῆς τοῦ Κυρίου ταφῆς σημαίνει τὸ βάπτισμα. Τὸ οὖν εἰς Χριστὸν βαπτισθῆναι δηλοῖ τὸ πιστεύοντας εἰς αὐτὸν βαπτίζεσθαι. Ἀδύνατον δὲ εἰς Χριστὸν πιστεῦσαι μὴ διδαχθέντας τὴν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν».

[8] PG 46, 613AD – Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, Περί τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ:

«ζήτησόν μοι λοιπὸν τὴν ἀναστάσιμον ὥραν καὶ εὑρήσεις τὴν ἐν τοῖς εἰρημένοις ἀλήθειαν. πότε οὖν τοῦτο ἐγένετο; «Ὀψὲ σαββάτων», ὁ Ματθαῖος βοᾷ. αὕτη σοι ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως κατὰ τὴν τοῦ εὐαγγελίου σαφήνειαν, οὗτος ὁ ὅρος τῆς ἐν καρδίᾳ διαγωγῆς τοῦ Κυρίου· ἑσπέρας γὰρ ἤδη βαθείας γεγενημένης (ἀρχὴ δὲ ἦν τῆς νυκτὸς ἐκείνης ἡ ἑσπέρα, ἣν διαδέχεται ἡ μία τῶν σαββάτων ἡμέρα) τότε ὁ σεισμὸς γίνεται. Τότε ὁ καταστράπτων τοῖς ἐνδύμασιν ἄγγελος ἀποκυλίει τὸν λίθον τοῦ μνημείου. Αἱ δὲ γυναῖκες μικρὸν ἐπορθρίσασαι, ὑποφαινούσης ἤδη τῆς ἡμέρας τὸ φέγγος, ὡς καί τινα ἡλιακὴν αὐγὴν τῆς ἀνατολῆς ὑπερφαίνεσθαι, τότε ἱστοροῦσι τὴν ἤδη γεγενημένην ἀνάστασιν· αἵ τὸ μὲν θαῦμα ἔγνωσαν, τὴν δὲ ὥραν οὐκ ἐδιδάχθησαν. Ὅτι μὲν γὰρ ἠγέρθη, εἶπε πρὸς αὐτὰς ὁ ἄγγελος· τὸ δὲ πότε, τῷ ῥήματι οὐ προσέθηκεν. Ἀλλ’ ὁ μέγας Ματθαῖος μόνος τῶν εὐαγγελιστῶν πάντων τὸν καιρὸν δι’ ἀκριβείας παρεσημήνατο εἰπὼν τὴν ἑσπέραν εἶναι τοῦ Σαββάτου ὥραν τῆς ἀναστάσεως».

[9] PL 22, 986-987 – Sancti Hieronymi, Epistola CXX Αd Hedibiam, cap. 3:

«CAP. III. – Quae causa sit, ut de resirrectione Domini et apparitione Evangelistae diversa narraverint.

In quibus primum quaeris, cur Matthaeus dixerit, Vespere autem sabati illucescente in una sabbati Dominum surrexisse (Matth. ult.), et Marcus mane resurrectionem ejus factam esse commemoret, ita scribens: «Cum autem resurrecisset, una sabbati, mane apparuit Mariae Magdalenae, de qua ejecerat septem daemonia: et illa abieus nuntiavit his, qui cum eo fuerant lugentibus, et flentibus. Illique audientes quod viveret, et quod vidisset eum, non crediderunt ei» (Marc. ult. 9. et 10).

Hujus quaestionis duplex solutio est; aut enim non recipimus Mari testimonum, quod in raris fertur Evangeliis, omnibus Graeciae libris pene hoc capitulum in fine noon habentibus, praesertim cum diversa atque contraria Evangelistis caeteris narrare videatur; aut hoc respondendum, quod uterque verum dixerit: Matthaeus, quando Dominus surrexerit vespere sabbati, Marcus autem, quando eum viderit Maria Magdalene, id est, mane prima sabbati. Ita enim distinguendum est: «Cum autem resurrexisset», et parumper spiritu coarctato, inferendum, «prima sabbati, mane apparuit Mariae Magdalenae», ut qui vespere sabbati (juxta Matthaeum) surrexerat, ipse mane primo sabbati (Juxta Marcum) apparuerit Mariae Magdalenae. Quod quidem et Joannes Evangelista (Cap. 20) significat, mane eum alterius diei visum esse demonstrans.»

[10] PG 123, 480BC – Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (+1107), Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ΚΕΦ. ΚΗ΄:

«Ἀρίθμησον οὖν· Τῇ ἑσπέρᾳ διεδίδου τὸ οἰκεῖον σῶμα· νὺξ ἐκείνη, καὶ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς ἄχρι τῆς ἕκτης ὥρας, ἰδοὺ ἓν ἡμερονύκτιον· πάλιν τὸ ἀπὸ τῆς ἕκτης ὥρας σκότος ἕως τῆς ἐννάτης, καὶ τὸ ἀπὸ τῆς ἐννάτης φῶς ἕως τῆς ἑσπέρας, ἰδοὺ δεύτερον ἡμερονύκτιον· νὺξ πάλιν μετὰ τὴν Παρασκευὴν, καὶ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἰδοὺ τρίτον ἡμερονύκτιον. Σαββάτῳ δὲ ὀψὲ ἀνέστη· τρία ταῦτα ὁλόκληρα ἡμερονύκτια».

[11] PG 129, 749ΑΒΕὐθύμιος Ζιγαβηνός (+1120), Ἐρμηνεία τοῦ κατὰ Ματθαῖον, CAP. XXVIII.:

« Μάρκος δέ, φροντίσας τῆς συντομίας, οὔτε τὸν σεισμὸν ἀνέγραψεν, οὔτε, τίς ἀπεκύλισε τὸν λίθον, ἐδίδαξεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λουκᾶς συνέτεμε τὴν περὶ τούτων διήγησιν, εἰπών· «εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου» (Λουκ. 24,2). Πότε μὲν οὖν ἦλθον εἰς τὸ μνημεῖον αἱ γυναῖκες, ἐδήλωσαν οἱ εὐαγγελισταί· πότε δὲ ἀνέστῃ Κύριος, οὐδεὶς αὐτῶν παρεσημειώσατο. Μόνος γὰρ οἶδε τοῦτο, μόνος, ὡς οἶδεν, ἀναστάς».

[12] Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου Ἀλεξανδρείας (+265) πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Βασιλείδη:

«Ἐπέστειλάς μοι, πιστότατε καὶ λογιώτατε υἱέ μου, πυνθανόμενος καθἣν ὥραν ἀπονηστίζεσθαι δεῖ τὴν τοῦ Πάσχα ἡμέραν, τινὰς μὲν γὰρ τῶν ἀδελφῶν λέγειν φής, ὅτι χρὴ τοῦτο ποιεῖν πρὸς τὴν ἀλεκτοροφωνίαν, τινὰς δέ, ὅτι ἀφ΄ ἑσπέρας χρή. Οἱ μὲν γὰρ ἐν Ῥώμῃ ἀδελφοί, ὥς φασι, περιμένουσι τὸν ἀλέκτορα, περὶ δὲ τῶν ἐνταῦθα ἔλεγες, ὅτι τάχιον. Ἀκριβῆ δὲ ὅρον τιθέναι ἐπιζητεῖς καὶ ὥραν πάνυ μεμετρημένην, ὅπερ καὶ δύσκολον καὶ σφαλερόν ἐστί.

Τὸ μὲν γὰρ ὅτι μετὰ τὸν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν καιρὸν χρὴ τῆς ἑορτῆς καὶ τῆς ευφροσύνης ἐνάρχεσθαι, μέχρις ἐκείνου τὰς ψυχὰς ταῖς νηστείαις ταπεινοῦντας, ὑπὸ πάντων ὁμοίως ὁμολογήσεται. Κατασκεύασας δὲ διὧν ἔγραψάς μοι πάνυ ὑγιῶς καὶ τῶν θείων Εὐαγγελιστῶν αἰσθόμενος, ὅτι μηδὲν ἀπηκριβωμένον ἐν αὐτοῖς περὶ τῆς ὥρας, καθἣν ἀνέστη, φαίνεται».

ΠΗΓΗhttp://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/regulations/various_regulations.htm

[13] PG 124, 288CD – Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (+1107), Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, ΚΕΦ. Κ΄:

«Μίαν τῶν Σαββάτων τὴν παρἡμῖν νῦν Κυριακὴν ὀνομάζει. Σάββατα μὲν γὰρ τὰς τῆς ἑβδομάδος ἡμέρας ὀνομάζουσι· μίαν δὲ τῶν Σαββάτων, ἡμερῶν τὴν πρώτην· καὶ γὰρ ὄντως πᾶσαι αἱ ἡμέραι μία εἰσί. Πολλάκις δὲ λαμβανομένη ἡ μία καὶ συντιθεμένη τὰς πολλὰς ποιεῖ. Μία οὖν ἐστιν ἡ πρώτη ἡμέρα, δὶς δὲ λαμβανομένη, γίνεται δευτέρα, καὶ τρὶς τρίτη, καὶ ἐφεξῆς. Καὶ τοῦ μέλλοντος δὲ αἰῶνος τύπος ἐστὶν ἡ τοιαύτη ἡμέρα, ὃς αἰὼν μία ἡμέρα ἐστίν, οὐδέποτε νυκτὶ διακοπτομένη ἢ μεσολαβουμένη. Ὁ Θεὸς γὰρ ἥλιος αὐτοῦ ἐστι, μηδέποτε δυόμενος. Ὥσπερ οὖν ἐν ταύτῃ ἀνέστη ὁ Κύριος, ἀφθαρτίσας τὸ φθαρτὸν αὐτοῦ σῶμα· οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι τὴν ἀφθαρσίαν ἀποληψόμεθα».

[14] Άγιος Ιερώνυμος Στριδώνος (+420), επιστολή 120 προς Εβίδιο, ερώτηση 9:

«Επί πλέον, ο άγιος Ιωάννης αναφέρει στο τέλος του Ευαγγελίου, την μέρα που αναστήθηκε ο Χριστός, δηλαδή την Κυριακή, μπήκε μέσα σε ένα μέρος που βρίσκονταν οι Απόστολοι, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές και τους είπε για δεύτερη φορά, «εἰρήνη ὑμῖν», είπε, «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ιω. 20,21) «καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20,22-23)».

PL 22, 988 – Sancti Hieronymi, Epistola CXX Αd Hedibiam, cap.ix.:

«rursum in fine Evangelii secundum Joannem, eo die quo resurrexerat, id est die Dominica, clausis januis ad Apostolos introisse narratur, et dixisse eis secundo, «Pax vobis;» et intulisse: «Sicut misit me Pater, et ego mitto vos: hoc cum dixisset, insufflavit, et dixit eis: Accipite Spiritum Sanctum: quorum remiseritis peccata, remittuntur eis, et quorum retinueritis, retenta erunt.» (Joan. 2.21 et seqq)».

[15] PG 151, 232BD – Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς (+1359), Ὁμιλία ΙΖ΄:

«Διὸ καὶ Κύριος ταύτην ἡμῖν ἑορτάζειν ἔργῳ καθεκάστην παρελθοῦσαν ἡμερῶν ἑβδομάδα παραδιδούς, ἐπεφάνη μὲν πρῶτον ἐν οἰκίᾳ τοῖς μαθηταῖς, τοῦ Θωμᾶ μὴ παρόντος, καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα, καὶ τὴν εἰρήνην παρέσχεν αὐτοῖς, καὶ διἐμφυσήματος τοῦ οἰκείου τὸ κατἀρχὰς δεδομένον ἀνακαινίσας ἐμφύσημα, τὴν τοῦ θείου Πνεύματος ἐχαρίσατο χάριν, δύναμιν ἐνθεὶς αὐτοῖς θείαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὰς ἁμαρτίας, καὶ συμψήφους αὐτοὺς τῆς ἐν οὐρανῷ δεσποτείας ἀπεργασάμενος, εἰπὼν πρὸς αὐτούς· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Ταύτην μὲν οὖν τὴν δύναμιν καὶ τὴν χάριν παρέσχεν Κύριος ἐπιφανεὶς καταὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς αὐτοῦ ἀναστάσεως, ἥτις Κυριακὴ πάντως ἦν· εἶτα διαλιπὼν τὰς μεταξὺ τῆς ἑβδομάδος ἡμέρας, κατὰ τὴν ὀγδόην, ταυτὸ δεἰπεῖν τὴν Κυριακὴν ἤνπερ σήμερον ἄγομεν, ἐφίσταται πάλιν ὡσαύτως καὶ κατὰ τὴν αὐτὴν οἰκίαν, ἐγκαινίζων ἑαυτῷ τὴν πανήγυριν, καὶ τὸν Θωμᾶν πρὸς πίστιν ἐνάγων διστάζοντα· κατὰ γὰρ τὸν ἠγαπημένον Εὐαγγελιστὴν τοῦ Σωτῆρος καὶ μαθητήν· “Μεθἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ καὶ Θωμᾶς μεταὐτῶν, ἔρχεται Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν” (Ιω. 20, 26). Ὁρᾶτε κατὰ Κυριακὴν καὶ τῶν τοῦ Χριστοῦ μαθητῶν τὴν συνέλευσιν, καὶ τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτοὺς τὴν ἐπέλευσιν; Κυριακὴ γὰρ ἦν, ὅτε πρώτον συνηγμένοις ἐπέστῃ, καὶ μεθἡμέρας ὀκτὼ τὴν Κυριακὴν πάλιν ἐπαναγούσας, ἐφίσταται συνηγμένοις».

[16] PL 35, 1954 – S. AUGUSTINI – IN JOANNIS EVANGELIUM, TRACTATUS CXX.:

«6. «Una autem sabbati Maria Magdalene venit mane, cum adhuc tenebrae essent, ad monumentum; et vidit lapidem sublatum a monumento.»

Una sabbati est, quem jam diem dominicum propter Domini resurrectionem mos Christianus appellat: quem Matthaeus solus in Evangelistis primam sabbati nominavit (Matth. XXVIII, 1).

«Cucurrit ergo, et venit ad Sumonem Petrum, et ad alium discipulum quem amabat Jesus; et dicit eis: Tulerunt Dominum de monumento. et nescimus ubi posuerunt eum.»

Nonnulli codiced etiam graeci habent, «Tulerunt Dominum meum», quod videri dictum potest propensiore charitatis vel famulatus affectu; sed hoc in pluribus codicibus quos in promptu habuimus, non invenimus.»

[17] PG 96, 625CD,628AB – Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός (+749), Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Σάββατον, 26:

«κϛʹ. Ἀλλἐρεῖ τις· Εἰ τῇ Παρασκευῇ τὸν ἑκούσιον ὑπομεμένηκε θάνατον, ἀνεβίω τε τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, πῶς σωθήσεται τὸ τρεῖς νύκτας τῇ καρδία ἐνδιατρίψαι τῆς γῆς;

Ἀλλὰ γὰρ οὑτωσὶ πρὸς ἡμᾶς φησιν θεῖος Μωσῆς, ὡς « Θεός, τὸ μὲν φῶς ἐκάλεσεν ἡμέραν, τὸ δὲ σκότος ἐκάλεσε νύκτα» (Γεν. 1,5). Ἀναρτηθέντος τοίνυν τοῦ Κυρίου ἐν τῷ ἀχράντῳ σταυρῷ, σκότος ἐφὅλην τὴν οἰκουμένην ἐγένετο (Ματθ. 27, 45), οὐ νέφους ἐπιπροσθοῦντος, καὶ τὴν ἡλιακὴν ἀκτῖνα καλύπτοντος, οὐ τοῦ σεληνιακοῦ τειχίζοντος σώματος, ὥσπερ τινὸς διαφράγματος, καὶ τὴν αἴγλην ὡς ἡμᾶς φθάνειν μὴ συγχωροῦντος· οὕτω γὰρ τὰς ἡλιακὰς ἐκλείψεις οἱ περὶ ταῦτα δεινοὶ φάσκουσι γίγνεσθαι· ἀλλὰ σκότους ἁπάσης κατασχεθείσης τῆς γῆς, τοῦ ψηλαφήτου τῆς Αἰγυπτίων πληγῆς λίαν ἀμαυροτέρου. Αὕτη γὰρ πηγάζουσα τοῦ ἡλιακοῦ σώματος φωτιστικὴ ἐξέλιπε δύναμις. Ἔδει γὰρ τὸν τοῦημιουργοῦ σωματικὸν θάνατον πᾶσαν πενθῆσαι τὴν κτίσιν. ∆ιὸ καὶ προφήτης φησί· “∆ύσεται ἥλιος μεσημβρίας, καὶ συσκοτάσει ἐν ἡμέρᾳ τὸ φῶς” (Αμώς 8,9). Καὶ ἕτερος αὖθις· “Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα οὐκ ἔσται φῶς. Καὶ οὐχ ἡμέρα, καὶ οὐ νύξ, καὶ πρὸς ἑσπέραν ἔσται φῶς” (Ζαχαρίας 13, 6-7). Ἐν τῷ σκότει τοίνυν τούτῳ, θεία καὶ παναγία τοῦ Κυρίου ψυχὴ τοῦ ἱεροῦ καὶ ζωοποιοῦ διαιρεθεῖσα σώματος, τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς ἐπεδήμησεν, ὅπερ εἰς νύκτα λογίζεται (Ματθ. 28,1). Εἶτα μετὰ τὸ σκότος αὖθις ἡμέρα πρὸς τοῦ δημιουργοῦ σχεδιάζεται, πρὸς τὸ οἰκεῖον σχῆμα τοῦ ἡλίου πάλιν δρομήσαντος· διὸ καὶ πρὸς ἑσπέραν φῶς ἔσεσθαι προφήτης προέφησεν· εἶτα πρὸ τοῦ Σαββάτου νύξ, καὶ τὸ Σάββατον, ἥτε πρὸ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων, καί αὐτὴ τῆς ἁγίας Κυριακῆς λαμπρὰ καὶ φαεσφόρος ἡμέρα, ἐν τὸ ἄκτιστον φῶς σωματικῶς ἐκ τοῦ τάφου πρόεισιν, ὡς νυμφίος ὡραῖος τῷ κάλλει τῆς ἀναστάσεως· τὸ γὰρ τέλος τῶν Σαββάτων, ὅπερ «ὀψὲ Σαββάτων» φησὶν εὐαγγελιστὴς, ἀρχὴ τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων γίνεται· ἔχεις τῶν τριῶν ἡμερῶν καὶ τοσούτων νυκτῶν σαφῆ τὴν ἀπαρίθμησιν. Ἀλλἐπανίωμεν αὖθις, ὅθεν ἐξέβημεν».

[18] PL 34, 1198-1199 – S. AUGUSTINI – DE CONSENSU EVANGELISTARUM, LIBER TERTIUS:

«CAPUT XXIV. – De his quae circa tempus resurrectionis Domini facta sunt, quemadmodum omnes non inter se dissentiant.

65. Sic enim ait: «Vespere autem sabbati, quae lucescit in primam sabbati»: quod fieri non potest, sitantummodo primam noctis particulam, id est solum initium noctis, intellexerimus dicto vespere significatam; neque enim ipsum initium lucescit in primam sabbati, sed ipsa nox quae luce incipit terminari. Nam terminus primae partis noctis secundae partis initium est; lux autem terminus totius noctis est: unde non potest dici vesper lucescens in primam sabbati, nisi nomine vesperi nox ipsa intelligatur quam lux terminat. Et usitatus loquendi modus divinae Scripturae est, a parte totum significare: a vespere ergo noctem significavit, cujus etremum est diluculum. Diluculo enim venerunt illae mulieres ad monumentum; ac per hoc ea nocte venerunt, quae singificata est nomine vesperi. Tota enim significata est eo nomine, ut dixi; et ideo quacumque ejus noctis parte venissent, ea utique nocte venissent: cum ergo venerunt parte ejus noctis extrema, ea proculdubio nocte venerunt. Vespere autem quae lucescit in primam sabbati, non potest nisi tota ipsa nox intelligi: eo igitur vespere venerunt, quae ipsa nocte venerunt; ipsa autem nocte venerunt, quae noctis ipsius quamvis extrema parte venerunt.»

[19] PG 123, 477C – Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (+1107), Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ΚΕΦΑΛ. ΚΗ΄:

«Τὸ ὀψὲ Σαββάτων” (Ματθ. 28,1), ἴσόν ἐστι τῷ παρὰ τῷ Λουκᾷ εἰρημένῳ, “ὄρθρου βαθέος” (Λουκ. 24,1), καὶ τῷ παρὰ τῷ Μάρκῳ, “λίαν πρωΐ ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου” (Μαρκ. 16,2)».

[20] Πηδάλιον, σελ. 171.

ΠΗΓΗ: https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/3/0/a/metadata-39-0000123.tkl&do=79689.pdf&pageno=188&width=790&height=562&maxpage=504&lang=el

[21] PG 74, 684D-685AB – Ἅγιος Κύριλλος Πάπας Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον (Βιβλίο 12):

«Σημειωτέον δὲ ὅτι ὁ μακάριος εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸν τῆς ἀναστάσεως ἡμῖν καταμηνύων καιρόν, φησί, “Τῇ δὲ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρω σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον” (Ιω. 20,1). Ματθαῖός γε μὴν τὴν αὐτὴν ἡμῖν ποιούμενος δήλωσιν, ἑσπέρας ἔφη βαθείας οὔσης γενέσθαι τὴν ἀνάστασιν (Ματθ. 28,1). Ἀλλ’ οἶμαι μηδένα διαφωνεῖν οἴεσθαι τοὺς Πνευματοφόρους, μήτε μὴν διαφόρους τῆς ἀναστάσεως ἐξηγεῖσθαι καιρούς. Εἰ γάρ τις βούλοιτο τῶν σημαινωμένων ἐννοῆσαι τὴν δύναμιν, εἰς ταυτὸν συμβαινούσας εὑρήσει τὰς τῶν ἁγίων φωνάς. “Ὄρθρος” γὰρ, ὡς ἐγᾦμαι “βαθὺς” καὶ “ἐσπέρα βαθείᾳ”, πρὸς ἕν τι καταφέρει τὸ σημαινόμενον, καὶ εἰς τὸν μεσαίτατον, ἵν’ οὕτως εἴπω, τοῦ τῆς νυκτὸς διαστήματος ἔρχεται τόπον. Οὐδεμία τοιγαροῦν ἡ διαφωνία. Ὁ μὲν γὰρ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς νυκτός, ὁ δὲ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς λαβών, πρὸς τὸ βάθος ἕρπει τῶν ὡρῶν, καὶ εἰς αὐτὸ κάτεισι, καθάπερ ἔφην ἀρτίως, τὸ μεσαίτατον».

[22] PL 22, 987-988 – Sancti Hieronymi, Epistola CXX Αd Hedibiam, cap. 4.:

«CAP. IV. – Quomodo juxta Matthaeum, vespere Sabbati Maria Magdalene vidit Domnum resurgentem, et Joannes Evangelista refert eam mane una sabbati juxta sepulcrum flere (Joan. 20)?

Una sabbati, dies Dominica intelligenda est, quia omnis hebdomada in sabbatum, et in primam, et secundam, et tertiam, et quartam, et quintam, et sextam sabbati dividitur, quam Ethnici, idolorum, et elementorum nominibus apellant. Denique Apostolus collectam pecuniae, quae indigentibus praeparabatur, in una sabbati praeccepit congregandam (1. Cor. 16, 2). Nec putandum est, Matthaeum, et Joannem diversa sensisse, sed unam atque idem tempus, mediae noctis scilicet, et gallorum cantus, diversis appellasse nominibus. Matthaeus enim scribit, «Vespere sabbati», id est, sero, non incipiente nocte, sed jam profunda et magna ex parte transacta, apparuisse Dominum Mariae Magdalenae, et apparuisse vespere sabbati illucescentis in unam sabbati, seipsum interpretans quid dixisset, «vespere sabbati», id est appopinquante jam luce sequentis diei. Et Joannem non absolute dixisse, «Una autem sabbati venit Maria Magdalene mane ad sepulcrum»: sed addidisse, «cum adhuc essent tenebrae.» Ejusdem igitur atque unius temporis id est mediae noctis, atque gallorum cantus, alterum finem, alterum dixisse principium. Mihique videtur Evangelista Matthaeus, qui Evangelium Hebraico sermone conscripsit, non tam «vespere» dixisse, quam «sero», et eum qui interpretatus est, verbi ambiguitate deceptum, non «sero» interpretatum esse, sed «vespere». Quanquam consuetudo humani sermonis teneat, sero non vesperum significare, sed tarde. Solemus enim dicere, sero venisti, id est tarde, et quae facere ante debueras, fac saltem sero, id est tarde.

Sin autem illud objicitur, quomodo eadem Maria quae prius viderat Dominum resurgentem, postea ad sepulcrum ejus flere referatur, hoc dicendum est, quod et sola, et cum altera, sive cum aliis mulieribus memor beneficiorum, quae in se Dominus contulerat, ad sepulcrum ejus frequenter cucurrerit, et nunc adoraverit, quem videbat, nunc fleverit, quem quaerebat absentem: Licet quidam duas Marias Magdalenas de eodem vico Magdalo fuisse contendant, et alteram esse, quae in Joanne eum quaerebat absentem. Quatuor autem fuisse Marias, in Evangeliis legimus, unam matrem Domini Salvatoris, alteram materteram ejus, quae appellata est Maria Cleophe, tertiam Mariam matrem Jacobi et Jose, quartam Mariam Magdalenam. Licet alii matrem Jacobiet et Jose, materteram ejus fuisse contendat.

Nonnulli (ut se liberent quaestione) in Marco volunt unam esse de Mariis, sed non additum cognomen Magdalene, et ex superfluo scriptorum inolevisse vitio, quod primum Evangelista non scripserit. Nobis autem simplex videtur et aperta responsio, sanctas feminas, Christi absentiam non ferentes, per totam noctem, non semel, nec bis, sed crebro ad sepulcrum Domini cucurrisse, praesertim cum terraemotus, et saxa disrupta, et sol fugiens, et rerum natura turbata, et (quod his majus est) desiderium Salvatoris somnum ruperit feminarum.»

[23] PG 129, 745D,748ΑΒΕὐθύμιος Ζιγαβηνός (+1120), Ἑρμηνεία τοῦ κατὰ Ματθαῖον, CAP. XXVIII:

«Ὀψέτάφον (Ματθ. 28:1).

Οἱ Ἑβραῖοι, τὸ Σάββατον τιμῶντες, ἤτοι, τὴν ἑβδόμην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, Σάββατα καὶ τὰς πρὸ αὐτοῦ ἓξ ἡμέρας, εἰς τιμὴν αὐτοῦ, προσηγόρευον. Μίαν μὲν Σαββάτων, ἤγουν, πρώτην, τὴν Κυριακὴν ὀνομάζοντες· δευτέραν δὲ Σαββάτων, καὶ τρίτην Σαββάτων, τὴν δευτέραν, καὶ τρίτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ἐφεξῇς. Εἰπὼν οὖν Ματθαῖος, ὅτι ὀψὲ Σαββάτων”, ἐσήμανε τὸ τέλος ὅλων τῶν Σαββάτων, ἤγουν τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος. Καὶ ἡμεῖς γάρ, ὀψὲ τῆς ἡμέρας λέγοντες, ὀψὲ τῆς νυκτός, τὰ τελευταῖα τούτων δηλοῦμεν. Τέλος δὲ τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος, οὐ μόνον αὐτὸ τὸ κυρίως Σάββατον, ἀλλὰ καὶ τὸ τούτου τέλος. Ἵνα δὲ μὴ νοήσῃς ὅτι ἐν τῷ τέλει τούτου τοῦ Σαββάτου αἱ δηλωθεῖσαι γυναῖκες ἦλθον εἰς τὸν τάφον, ἀλλἐν ἀρχῇ τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς, προσέθηκεν, ὅτι Τῇ ἐπιφωσκούσῃ”, τουτέστι τῇ ἐπιφαινούσῃ ἡμέρᾳ, τῇ ἐπαυγαζούσῃ, τῇ ἐπαναττελούσῃ. Ἔτι δὲ σαφηνίζω τὸν λόγον ἐπήγαγεν· ὅτι Εἰς μίαν Σαββάτων”. Μία δὲ Σαββάτων, ἤγουν, πρώτη τῶν ἑπτά ἡμερῶν, ἡ Κυριακή, καθὼς προειρήκαμεν. Ἀλλὰ Ματθαῖος μέν, οὕτω γράψας, τὴν ἀρχὴν τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῇς ἐνέφηνεν. Ἄρχεται δὲ πᾶς ὄρθρος, μετὰ τὴν ἕκτην ὥραν τῆς νυκτός, ὅτε πρῶτον οἱ ἀλεκτρυόνες φωνοῦσι».

[24] Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου Ἀλεξανδρείας (+265) πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Βασιλείδη:

«Τοὺς μὲν λίαν ἐπιταχύνοντας καὶ πρὸ νυκτὸς ἐγγὺς ἤδη μεσούσης ἀνιέντας, ὡς ὀλιγώρους καὶ ἀκρατεῖς μεμφόμεθα, ὡς παρ᾽ ὀλίγον προκαταλύοντας τὸν δρόμον, λέγοντος ἀνδρὸς σοφοῦ· Οὐ μικρὸν ἐν βίῳ τὸ παρὰ μικρόν».

*ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/regulations/various_regulations.htm

**Το γνωμικό «οὐ γὰρ μικρὸν ἐν βίῳ τὸ παρὰ μικρόν» ανήκει στον Σέξτο Πομπόνιο (Enchiridion Sexti ca. 190 p. Chr. n.10): http://www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Chronologia/S_post02/Sextos/sex_gnom.html

[25] PG 129, 749ΒC – Εὐθύμιος Ζιγαβηνός (+1120), Ἐρμηνεία τοῦ κατὰ Ματθαῖον, CAP. XXVIII.:

«Πάντες δὲ συμφώνως οἱ ἱεροὶ Πατέρες καὶ διδάσκαλοι καιρὸν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ φασι, τὴν πρώτην τῶν ἀλεκτρυόνων ᾡδήν, ἥτις ἤδη τὸ τῆς Κυριακῆς προανεκρούετο φῶς. Διὸ καὶ μετὰ τὴν ἕκτην ὥραν τῆς νυκτὸς οἱ φιλάρετοι τὴν νηστείαν καταλύοντες, τῆς εὐφροσύνης ἀπάρχονται.

Ἀνέστῃ δὲ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καθὼς ἔλεγεν. Ἐπεὶ γὰρ ἐν τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ τῆς Παρασκευῆς ἀπέθανεν, ἀριθμεῖται πρώτη μὲν ἡμέρα ἡ Παρασκευή, δευτέρα δὲ τὸ Σάββατον, τρίτη δὲ ἡ Κυριακὴ, ἐν ᾗ, ἀρχομένου τοῦ ὄρθρου, ἀνέστῃ, μικρόν τι πρὸ τῆς τῶν γυναικῶν ἀφίξεως, καὶ συναριθμοῦνται τῆς μὲν Παρασκευῇς τὸ τέλος, τῆς δὲ Κυριακῇς ἡ ἀρχή. Ἐπεὶ δὲ ἐν τῷ κατὰ τὸν Ἰωνᾶν παραδείγματι ἔφη· «ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ, 12, 40) περὶ μὲν τῶν ἡμερῶν οὐκ ἔστι διαπορεῖν· ἠρίθμηνται γάρ».

[26] π. Αθανάσιος Μυτιληναίος (+23-5-2006):

«Απορία 32η:

Στον Άδη; Τυπικώς είναι τρεις ημέρες. Τυπικώς. Ουσιαστικά είναι 33 ώρες. Αλλά λέω 33, διότι αυτό βγαίνει, ας το πούμε, ερμηνευτικά. Είναι μυστήριο πότε ο Χριστός ανεστήθη. Είναι από τα κεκρυμμένα. Την αρχήν της Αναστάσεως δεν την ξέρομε. Δηλαδή πότε ανεστήθη ο Χριστός δεν το ξέρομε. Ξέρομε μόνο την αρχή…, το τέλος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ξέρομε την αρχή της Αναλήψεως. Αλλά δεν ξέρομε το τέλος της Αναλήψεως. Πού έφθασε ο Χριστός; Καταλάβατε;

Λοιπόν ο Χριστός απέθανε επί του Σταυρού την Παρασκευή στις 3 το μεσημέρι. Και ανεστήθη ξημερώνοντας Κυριακή. Η Κυριακή όμως ξέρετε από πότε άρχιζε; Η δευτέρα ημέρα της εβδομάδος; Μετά τη δύση του ηλίου το Σάββατο. Σε μας η αλλαγή του 24ώρου γίνεται τα μεσάνυχτα. Κατά το εβραϊκό ημερολόγιο εγίνετο από δύση σε δύση ηλίου. Συνεπώς, ο Χριστός έμεινε 3 ώρες την Παρασκευή, 24 ώρες το Σάββατο, 27, και κάποιες ώρες, άγνωστο πόσο, την Κυριακή. Αλλά επειδή πολλές φορές οι Πατέρες θέλουν, οι ερμηνευταί γενικά, θέλουν να ταιριάζουν μερικά πράγματα, ερμηνευτική αδεία, θα λέγαμε, επειδή ο Ιησούς ήτο 33 ετών κατά το ανθρώπινον επί της γης, είπαν 33 ώρες. Συνεπώς προσέθεσαν άλλες 6 ώρες. Αλλά εάν υποτεθεί ότι στις 6 βασιλεύει ο ήλιος το Σάββατο, και 6 ώρες, είναι 12 τα μεσάνυχτα. 12 δηλαδή «Χριστός ανέστη». Καταλάβατε; Αυτό είναι. Αλλά σας είπα ότι ονομαστικώς είναι τρεις ημέρες. Δεν είναι όμως πραγματικές 3 ημέρες με την έννοια του 24ώρου. Γι΄ αυτό πολλοί λένε: Μά, πώς είναι τρεις ημέρες;. Είναι όπως σας είπα. Παίρνει από την κάθε ημέρα τμήμα. Αυτό είναι».

Η μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια έγινε απο την: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογο.

ΠΗΓΗ: http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/apanthseis_aporivn/apanthseis_aporivn_032.mp3

[27] PG 123, 477D,480AB – Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἀχρίδος καὶ πάσης Βουλγαρίας (+1107), Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, ΚΕΦΑΛ. ΚΗ΄:

«Πῶς δὲ ἀριθμοῦνται αἱ τρεῖς ἡμέραι; Ἕκτῃ ὥρᾳ τῆς Παρασκευῆς ἐσταυρώθη· ἀπὸ ταύτης ἕως ἐννάτης, σκότος· τοῦτο νύκτα μοι νόησον. Πάλιν ἀπὸ τῆς ἐννάτης, φῶς, τοῦτο ἡμέρα· ἰδοὺ ἡμερονύκτιον. Πάλιν ἡ νὺξ τῆς Παρασκευῆς καὶ τοῦ Σαββάτου ἡ ἡμέρα, δεύτερον ἡμερονύκτιον· ἡ νὺξ πάλιν τοῦ Σαββάτου καὶ ὁ τῆς Κυριακῆς ὄρθρος, κατὰ τὸν Ματθαῖον, λέγοντα· «Τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων» (Ματθ. 28,1) ἀπὸ γὰρ τοῦ ὄρθρου καὶ ἡ ἡμέρα ὅλη ἀριθμεῖται· ἰδοὺ τρίτον ἡμερονύκτιον. Καὶ ἄλλως δὲ δύνασαι ἀριθμῆσαι τὰς τρεῖς ἡμέρας· Τῇ Παρασκευῇ παρέδωκε τὸ πνεῦμα, μία αὕτη ἡμέρα· τῷ Σαββάτῳ ἦν ἐν τῷ τάφῳ, δευτέρα αὕτη ἡμέρα· τῇ δὲ νυκτὶ τῆς Κυριακῆς ἀνέστη, ἀπὸ μέρους οὖν ἀριθμεῖται καὶ ἡ Κυριακὴ εἰς ἄλλην ἡμέραν· ὥστε ἰδοὺ τρεῖς ἡμέραι».

[28] Αὐτόθι.

[29] ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΑΤΑ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ (+1857).

ΠΗΓΗ: https://books.google.com/books?id=i68CAAAAcAAJ&pg=PA324

[30] PL 25, 1131BD – S. HIERONYMI – COMMENTARIUM IN JONAM LIBER. CAP II.:

«(Cap. II. – Vers. 2.) «Et erat Jonas in ventre ceti tribus diebus et tribus noctibus.»

Hujus loci mysterium in Evangelio Dominus exponit (Matth. XII), et superfluum est, vel id ipsum, vel aliud dicere, quam exposuit ipse, qui passus est. IHoc solum quaerimus, quomodo tres dies, et tres noctes fuereit [Al. fecerit] in corde terrae. Quidam παρασκευὴν, quando sole fugiente ab hora sexta usque ad horam nonam, nox successit diei, in duos dies et nocted dividunt, et apponentes sabbatum, tres dies et tres noctes aestimant supputandas : nos vero συνεκδοχικῶς totu intelligamus a parte: ut ex eo quod ἦν παρασκευῇ mortuus est, unam diem supputemus et noctem, et sabbati alteram: tertiam vero noctem, quae diei Dominicae mancipatur, referamus ad exordium diei alterius: nam et in Genesi nox non praecedentis diei est (Genes. I), sed sequentis, id est, principium futuri, non finis praeteriti. Hoc ut intelligi possit, dicam simplicius. Finge aliquem hora nona egressum esse de mansione, et alterius diei hora tertia ad mansionem alteram pervenisse: si dixero bidui eum fecisse iter, non statim reprehendar mendacii, quia ille qui ambulavit, non omnes horas utriusque diei, sed quamdam partem itinere consumpserit. Certe mihi haec videtur interpretatio. Si quis autem istam non receperit, et meliori sensu potest loci hujus exponere sacramentum, illius magis swquenda est sententia.»

[31] PL 34, 1199 – S. AUGUSTINI – DE CONSENSU EVANGELISTARUM, LIBER TERTIUS:

«CAPUT XXIV. – De his quae circa tempus resurrectionis Domini facta sunt, quemadmodum omnes non inter se dissentiant.

66. Nam et ipsum triduum, quo Dominus mortuus est et resurrexit, nisi isto loquendi modo, quo a parte totum dici solet, recte intelligi non potest. Ipse quippe ait, «Sicut enim Jonas fuit in ventre ceti tribus diebus et tribus noctibus; sic erit Filius hominis in corde terrae tribus diebus et tribus noctibus» (Matth. XII, 40).

Computantur autem tempora, sive ex quo tradidit spiritum, sive ex quo sepultus est, et non occurrit ad liquidum; nisi medium diem, hoc est sabbatum totum diem accipiamus, id est cum sua nocte, illos autem qui eum in medio posuerunt, id est parasceven et primam sabbati, quem diem dominicum dicimus, a parte totum intelligamus.

Restat ergo ut illo Scripturarum usitatissimo loquendi modo, quo a parte totum intelligitur, inveniamus extremum diem tempus parasceves, quo crucifixus et sepultus est Dominus, et ex ipsa extrema parte totum diem cum sua nocte, qui jam peractus fuerat, accipiamus: medium vero, id est sabbati diem, non a parte, sed integre totum: tertium rursus a parte sua prima, id est a nocte totum cum suo diurno tempore; ac sic erit triduum: quemadmodum illi octo dies post quos ascendit in montem, quorum medios integros attendentes Matthaeus et Marcus dixerunt, «Post sex dies»; quod Lucas dixit, «Post octo dies».»

[32] Γαλ. 1,8: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω».

[33] Β΄ Θεσ. 2,15: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν».

[34] Α΄ Κορ. 5,13: «καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν».

[35] Ματθ. 15,14: «ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται».

[36] Α΄ Κορ. 11,2: «Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε».

[37] Κανὼν Ζ΄ τῶν Ἁγίων καὶ Πανσέπτων Ἀποστόλων:

«Εἴ τις Ἐπίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος, τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω».

[38] Κανὼν Α΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου Συνεκλήθη ἐν Ἀντιοχείᾳ τῆς Συρίας (341 μ.Χ.):

«Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα· τοῦτον ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ἅγιος Κανὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν».

[39] Α΄ Κορ. 5,7: «καὶ γὰρ τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός».

[40] PG 27, 1380A – Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας (+373), Ἐξηγητικά εἰς τὸ Κατὰ Μαθαῖον:

«Ὡς καὶ οἱ παραβάται τοῦ Πάσχα διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ Πάσχα τὸν Χριστὸν ἀτιμάζουσιν, οὗ ἐστι τὸ Πάσχα».

[41] Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (+1779) ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ» τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου Καντιώτου (+28-8-2010):

«57. Οἱ κληρικοί θὰ γίνουν οἱ χειρότεροι καὶ οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων». ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/patrokosmas/profhteiai.htm

 Πηγὴ ἐδῶ.