(† 4 Σεπτεμβρίου)
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης Τον αποκαλεί Θεόπτη, επειδή αξιώθηκε να δη τον Θεό, είδε τα οπίσθια του Θεού και όχι το πρόσωπό Του, δηλαδή είχε μεθέξει των ακτίστων ενεργειών του Θεού και όχι της ακτίστου ουσίας Του.
Οι άγιοι μετέχουν όχι της ακτίστου ουσίας του Θεού, αλλά των ακτίστων ενεργειών Του. Κάτι παρόμοιο θα λέγαμε ότι συμβαίνει και με τα κτιστά πράγματα, όπως π. χ. με τον ήλιο. Μετέχουμε καθημερινά των ενεργειών του, όπως είναι το φως η θερμότητα κ.λ.π., όχι όμως και της ουσίας του, γιατί αυτό είναι αδύνατον...
“Ο μέγας Μωϋσής, επειδή γινόταν ολοένα μεγαλύτερος, δεν σταματούσε πουθενά το ανέβασμά του, ούτε έβαζε κάποιο όριο στην φορά του προς τα άνω. Αλλά μια και πάτησε την σκάλα όπου στηριζόταν ο Θεός, όπως λέει ο Ιακώβ, ανέβαινε πάντοτε στο πιο πάνω σκαλί και ποτέ δεν έπαυε να υψώνεται, επειδή έβρισκε πάντοτε το ψηλότερο σκαλί από εκείνο όπου είχε σταθεί. ..Μετοικεί και ζη στην έρημο, που δεν την τάραζε η ανθρώπινη ζωή.
… Βλέπει την λάμψη του φωτός, κάνει ανάλαφρο το ανέβασμά του προς το φως με την αφαίρεση των υποδημάτων του…. Να θεωρήσομε ως μόνο φοβερό το να εκπέσομε από την φιλία του Θεού και να κρίνομε ως μόνο ακριβό και ποθητό για μας το να γίνομε φίλοι του Θεού, πράγμα που είναι, σύμφωνα με τον λόγο μου, η τελειότητα της ζωής”. (Ε.Π.Ε., Γρηγ. Νύσσης, τόμος 9, Δύο λόγοι “Στο βίο του Μωϋσή”).
Όταν ο Μωυσής έμπαινε στη Σκηνή, μια στήλη νεφέλης κατέβαινε και στεκόταν στην πόρτα. Και ο Θεός συνομιλούσε με το Μωυσή.Ο Κύριος μιλούσε με το Μωυσή πρόσωπο με πρόσωπο, όπως συζητάει κανείς με το φίλο του.
Ο Προφήτης Μωϋσής αποτελεί πρότυπο πίστεως, “πίστει Μωσής μέγας εγένετο”, ελεύθερης υπακοής, πύρινης προσευχής, δικαιοσύνης και ανιδιοτελούς αγάπης. Ήταν και παραμένει πρότυπο αληθινού ηγέτη και οδηγού από την αιγυπτιακή δουλεία των παθών στην όντως ζωή, στην πραγματική ελευθερία, την ελευθερία “τών τέκνων του Θεού”.
Στη συνέχεια ο Μωυσής ζήτησε από τον Κύριο να συμπορευθεί μαζί τους και να του φανερώσει τη δόξα Του. Και ο Κύριος του απάντησε: «Θα πραγματοποιήσω την επιθυμία σου, θα συμπορευθώ μαζί σας και θα περάσω με όλη τη μεγαλοπρέπειά μου μπροστά σου και θα πω το “όνομα” μου μπροστά σου: “Κύριος”. Δε θα μπορέσεις όμως, να δεις το πρόσωπό μου, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να με δει και να μείνει ζωντανός. Όταν θα διαβαίνω μέσα στη δόξα της παρουσίας μου, θα σε σκεπάσω με το χέρι μου ώσπου να περάσω. Μετά θα πάρω το χέρι μου και θα δεις τα νώτα μου, το πρόσωπο μου όμως δεν θα το δεις» (Έξοδος 33,12-23).
Μετά ο Κύριος είπε στο Μωυσή να πάρει δύο πέτρινες πλάκες σαν τις προηγούμενες και το πρωί να είναι έτοιμος για ν’ ανεβεί στο όρος Σινά.
Ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά, όπως τον είχε διατάξει ο Κύριος. Κατόπιν πέρασε από μπροστά του με όλη του τη δόξα, όπως του υποσχέθηκε, χωρίς φυσικά να δει το πρόσωπο του Κυρίου. Ο Μωυσής έπεσε στη γη και προσκύνησε (Έξοδος 34,1-9. Δευτερονόμιο 10,1-4).
Ο Μωυσής έμεινε εκεί μαζί με τον Κύριο σαράντα μερόνυχτα. Σ’ αυτό το διάστημα δεν έφαγε ψωμί και δεν ήπιε νερό (Έξοδος 34,10-28. Δευτερονόμιο 10,10-22).
Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το όρος Σινά και οι δυο πλάκες του Νόμου ήταν στα χέρια του, δεν ήξερε ότι το πρόσωπό του είχε γίνει λαμπερό όση ώρα μιλούσε με το Θεό, και ακτινοβολούσε. Ο Ααρών και όλος ο λαός κοίταξαν το Μωυσή, και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε, γι’ αυτό φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν. Ο Μωυσής όμως τους κάλεσε, και τότε ο Ααρών και όλοι οι άρχοντες της κοινότητας πήγαν κοντά του και τους μίλησε. Ύστερα πλησίασαν κι οι υπόλοιποι Ισραηλίτες, κι ο Μωυσής τους ανακοίνωσε όλες τις εντολές που του είχε δώσει ο Κύριος στο όρος Σινά.
Όταν ο Μωυσής τελείωσε τη συνομιλία του μαζί τους σκέπασε το πρόσωπο του μ’ ένα κάλυμμα. Κάθε φορά που ο Μωυσής ερχόταν ενώπιον του Κυρίου για να μιλήσει μαζί του, έβγαζε το κάλυμμα, ως την ώρα που έβγαινε από τη Σκηνή και ανακοίνωνε στο λαό τις εντολές που του είχαν δοθεί. Τότε οι Ισραηλίτες έβλεπαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε.