Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία
Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.
Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».
Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.
Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.
Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.
Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.
Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.
Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.
Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα – τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες – καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο.
Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.
Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.
Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος».
Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.
Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.
Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της.
Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.
Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.
Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τὸ τῆς ἐρήμου τραχὺ καθηγίασας· διό σου τὴν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.
Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπάδα τὴν πολύφωτον
Καὶ ἐγκρατείας τὴν εἰκόνα τὴν θεόγραφον,
Τὴν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τὴν Ὁσίαν.
Ἐν ἐρήμῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε
Καὶ τὸν τρώσαντα αὐτὴν πρῴην κατῄσχυνε·
Ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς
Ὁ Μακάριος μακαριστὸς ἐν βίῳ,
Μακαρίως νῦν γῇ ἐνοικεῖ Μακάρων.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμος Χριστόφορος, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του καὶ τὴν ἀνατροφή του ἀνέλαβε ἕνας εὐλαβὴς θεῖος του, ὁ ὁποῖος φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἀνατροφὴ καὶ ἐκπαίδευσή του. Ἐπειδὴ εἶχε κλίση πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὴν ἐπιλεγόμενη Πελεκητή, στὰ Τρίγλεια τῆς Προύσσας. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ μετονομάσθηκε σὲ Μακάριο.
Ὁ νέος μοναχὸς ἄρχισε νὰ ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἡ κατὰ Θεὸν προκοπή του τὸν ἀνέδειξε σὲ ἡγούμενο τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔγινε πνευματικὸς πατέρας γιὰ ὅλους, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτὸν γιὰ νά τὸν συμβουλευθοῦν, νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ νὰ θεραπευθοῦν στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἄμειψε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἔφθασε μέχρι τὸν Πατριάρχη Ταράσιο (784 – 806 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν πατρίκιο Παῦλο, ποὺ εἶχε θεραπευθεῖ παλαιότερα ἀπὸ τὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ κάνει καλὰ καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πατρικίου ὅπως καὶ τὸν ἴδιο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος μετεκάλεσε τὸν Ὅσιο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τῶν εἰκονομάχων στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος, ἐπειδὴ ἦταν ὑπερασπιστὴς τῆς πατρώας εὐσέβειας, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα. Τὸν ἐλευθέρωσε ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), διάδοχος τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος ὅμως καθὼς δὲν κατάφερε νὰ μεταβάλει τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τοῦ Ὁσίου ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο Ἀφουσία, στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Μακάριος, μέσα σὲ κακουχίες καὶ στερήσεις, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 820 μ.Χ.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς Πελεκητῆς ἀνέδειξαν ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Σέργιο τὸν Ἔγκλειστο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν.
Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, τὸν ζῆλον μιμούμενος, καὶ Βαπτιστοῦ τὰ ἤθη, καὶ λόγον τὸν ἔνθεον, Πάτερ Μακάριε, ἀσεβοῦντας ἤλεγχες βασιλεῖς, καὶ τῇ εὐσεβείᾳ, ἐστήριζες τοὺς πιστούς, διὸ θλίψεσιν ἐξετασθείς, πρὸς Θεὸν ἐνδόξως μεταβέβηκας.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μακαρίου σήμερον, τὴν πανσεβάσμιον μνήμην, ἑορτάζει χαίρουσα, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τούτου γάρ, πολλοῖς ἀγῶσι καὶ ἐξορίαις, βλέπεται, πεποικιλμένη σεπταῖς Εἰκόσι, διὰ τοῦτο ἀνακράζει· χαίροις θεόφρον, τῆς εὐσεβείας κρηπίς.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἐξεπλάγη ὁ δεινός, Λέων τὴν ἔνστασιν τὴν σήν, καὶ ἐμβρόντητος ταῖς σαῖς, γέγονε θείαις διδαχαῖς, πῶς ὁ τὸ σῶμα, σχεδὸν νεκρὸν περιφέρων, ὡς λέων πεποιθώς, πρὸς τὰς βασάνους χωρεῖ, καὶ γλῶσσαν ἀκαλλῇ, ἔχων σοφίζεται, ἐν γνώσει παρὰ ῥήτορας, καὶ τὰ τοῦ νόμου διέξεισι, Μαρτύρων κλέος, εὖχος Δικαίων, ὄντως πέλεις Μακάριε.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, τὸν πλάνης καθαιρέτην, τὸν πρόμαχον τῆς πίστεως, καὶ στύλον τῆς Ἐκκλησίας, Μακάριον τὸν ἀοίδιμον Ὁμολογητήν, εὐφημῆσαι προθέμενος, γλῶσσάν τε καὶ διάνοιαν, ἐκ Θεοῦ δοθῆναί μοι ἐξαιτῶ, ἐμοῦ γὰρ τὰ χείλη, κωλύει ἡ ἁμαρτία, καὶ πλέκειν ὕμνους οὐκ ἐᾷ, τοῖς τοῦ Κυρίου θεράπουσιν, εἴπερ βδελυκτός, ὁ ἐξ ἁμαρτωλῶν ἔπαινος, ἀλλὰ σὺ
Πάτερ, πρὸς Θεὸν μεσίτης μοι φάνηθι, ἵνα μου τὸ στόμα, καὶ τὴν καρδίαν ἁγιάσω, μετὰ πίστεως διηγούμενος, τὰ σὰ ὑπερφυῆ κατορθώματα, δι’ ἃ σοὶ κραυγάζει ἡ Ἐκκλησία· χαίροις θεόφρον, τῆς εὐσεβείας κρηπίς.
Οἱ Ἅγιοι Βασιλείδης καὶ Γερόντιος οἱ Μάρτυρες
Σὺν Βασιλείδῃ Γερόντιος ἐκ ξίφους,
Γερῶν μετέσχε παμβασιλέως Λόγου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλείδης καὶ Γερόντιος τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γεροντίου σωζόταν στὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἄχαζ ὁ Δίκαιος
Ἄχαζ Θεοῦ πέφυκεν ἑστὼς πλησίον,
Ἄχαζ, ὃς εἶπεν· οὐ Θεόν μου πειράσω.
Ὁ Ὅσιος Ἄχαζ ὁ Δίκαιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάντερος ἢ Πάνταινος, Παρθένιος καὶ Σατουρνίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάντερος ἢ Πάνταινος, Παρθένιος καὶ Σατουρνίνος, μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως ἀναγράφεται στὸ Ἱερωνυμικὸ Μαρτυρολόγιο.
Ὁ Ἅγιος Πολύνικος ὁ Μάρτυρας
Η μνήμη του Αγίου Πολυνίκη αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον η Αγιασματάριον», έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1956, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη του.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμῆς καὶ Θεοδώρα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἑρμῆς καὶ Θεοδώρα κατάγονταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο τὸ ἔτος 132 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀβραάμιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ζοῦσε στὴν Ρωσία. Ἀρχικὰ ἦταν Μουσουλμάνος, ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων πρὸς τοὺς φτωχούς. Στὴν πόλη Βολγάρα, στὶς κατώτερες ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, ὁ Ἅγιος Ἀβραάμιος ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1229, τεμάχισαν τὸν Ἅγιο καὶ ἔπειτα ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή του. Οἱ Ρώσοι Χριστιανοί, ποὺ ζοῦσαν στὴν πόλη, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε στὶς 6 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1230 ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Γεώργιο († 4 Φεβρουαρίου), ὁ ὁποῖος τὰ ἐναπέθεσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς μονῆς Κνυατζινίν.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργὸς γεννήθηκε τὸ ἔτος 1316 στὴν πόλη Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, μία μικρὴ πόλη τοποθετημένη στὴν συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Ὄκα, στὸ πριγκιπάτο τῆς Σουζδαλίας. Ἦταν τὰ χρόνια τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν πολέμων ἀνάμεσα στοὺς Ρώσους πρίγκιπες. Ἡ Ρωσία ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ πολέμους, πυρκαγιὲς καὶ ὀλέθρους. Ἐνῷ οἱ εἰδωλολάτρες λεηλατοῦσαν πόλεις καὶ μονὲς καὶ σκότωναν τοὺς φιλήσυχους κατοίκους ἢ τοὺς σκλάβωναν, οἱ Χριστιανοὶ πρίγκιπες, ἀντὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τοὺς ὑπηκόους τους ἀπὸ τοὺς καταπιεστές, σήκωναν ὁ ἕνας ἐναντίων τοῦ ἄλλου τὸ ἀδελφοκτόνο χέρι, καλώντας συχνὰ σὲ συνδρομὴ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὥστε νὰ μπορέσουν μὲ τὴν βοήθεια τῶν Ταταρομογγολικῶν δυνάμεων νὰ προσθέσουν στὴν κυριαρχία τους νέα ἐδάφη ποὺ τὰ ἅρπαζαν ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς πρίγκιπες. Οἱ νέοι ἀσκητὲς στὴν δύσκολη ἐκείνη περίοδο συνεισέφεραν μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ συμπαραστέκονταν στὴν πνευματικὴ στέρηση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν δίψα του γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν παιδική του ἡλικία, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἐφημέριου τοῦ χωριοῦ του, ἄρχισε νὰ μαθαίνει νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διαβάζει τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Τὰ παιχνίδια δὲν τὸν ἐνδιέφεραν.
Τὸ δεύτερο σχολεῖο τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου ἦταν ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου, ὅπου συχνὰ πήγαινε. Ἀποσυρόταν σὲ μία σκοτεινὴ πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μὴν ἀπασχολεῖται μὲ ἀνούσιες συζητήσεις καὶ συγκεντρωνόταν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου, τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Καταλάβαινε βαθύτατα τὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι παιδὶ ὡς πρὸς τὴν ἁγνότητα καὶ ἄνδρας ὡς πρὸς τὴν λογική. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν περιέβαλαν ἄκουγε διηγήσεις γιὰ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ μιμούμενοι τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ἀποσύρονταν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολυτέλειες, γίνονταν ἐρημῖτες καὶ ζοῦσαν σὲ ἡσυχία καὶ μετάνοια. Στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ὡρίμασε ἡ ἀπόφαση νὰ ἀφιερώσει τελείως τὴν ζωή του στὸν Θεό. Ἀναζήτησε, λοιπόν, ἕναν πνευματικὸ καθοδηγητὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειώσεως.
Τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του ἀνέλαβε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Νιζνέγκοροντ καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας († 26 Ἰουνίου καὶ 15 Ὀκτωβρίου). Πῶς ὅμως ὁ Εὐθύμιος συνδέθηκε μὲ τὸν ἅγιο γέροντά του;
Περὶ τὸ ἔτος 1330 ἔφθασε στὸ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος. Αὐτὸς ἔσκαψε μία σπηλιὰ σὲ μία ἀπόκρημνη ὄχθη τοῦ Βόλγα καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν ἀσκητικὸ βίο. Οἱ φῆμες σχετικὰ μὲ τὴν ἀσκητική του ζωὴ σύντομα διαδόθηκαν στὰ περίχωρα καὶ ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἀπευθύνεται σὲ αὐτόν, ζητώντας του νά τοὺς συμβουλέψει καὶ νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτούς. Ἔτσι δημιουργήθηκε μία ὁμάδα μαθητῶν καὶ δίπλα στὴν ἀρχικὴ σπηλιὰ κτίσθηκε ἕνα μοναστήρι καὶ μία Ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Εὐθύμιος εἶχε ἀκούσει πολλὲς φορὲς νὰ ὁμιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἀσκητή. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἀποφάσισε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι γιὰ νά τὸν συναντήσει. Ἀφοῦ τελικὰ ἔφθασε, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα ἀσκητῆ, βρέχοντάς τα μὲ δάκρυα, ἀλλὰ δὲν κατόρθωνε νὰ ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ ἡ καρδιά του ἐπιθυμοῦσε. Ὁ Στάρετς τοῦ εἶπε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν ρώτησε: «Γιατί, παιδί μου, ἦλθες σὲ ἐμένα τὸν ἄθλιο καὶ εὐτελή;». Ὁ νέος τότε ἀπάντησε: «Πάτερ, πάρε μὲ στὸ ἅγιο καὶ ἐκλεκτό σου ποίμνιο. Ἐπιθυμῶ, ὦ μακάριε καὶ ἅγιε ἄνθρωπε, ὁ Θεός, μὲ τὴν μεσολάβησή σου, νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ ζήσω τὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ νὰ εἶμαι προσανατολισμένος ἀπὸ σένα στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας».
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔμεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ νέου καὶ τοῦ ἔδωσε κουράγιο, δοξάζοντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀρνηθεῖ τὶς πολυτέλειες τοῦ κόσμου καὶ νὰ ἀναλάβει στοὺς ὤμους του τὸ θεῖο ζυγό.
Ἀφοῦ ἄφησε τὸν νέο νὰ μπεῖ στὸ κελί του, εἶχε μαζί του μία πνευματικὴ συζήτηση μὲ σκοπὸ νὰ ἐξετάσει τὶς πραγματικὲς προθέσεις του καὶ ἀφοῦ πείσθηκε γιὰ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ χαρακτῆρος τοῦ νεαροῦ Εὐθυμίου, τὸν ἔκειρε λίγο ἀργότερα μοναχό, δίνοντάς του τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ Εὐθυμίου πλημμύρισε ἀπὸ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀπηύθυνε στὸν Κύριο δοξαστικὴ ἱκεσία: «Σὲ εὐλογῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ, γιὰ τὴ σωτηρία μου, ἐπειδὴ ἔκρινες ἐμένα, τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ εὐτελή, ἄξιο νὰ λάβει τὴν πολυπόθητη σωτηρία».
Ὁ Εὐθύμιος ἀφιερώθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ στὴ νηστεία, θέλοντας νὰ δαμάσει τὶς ἐπιθυμίες του. Τὴν ἡμέρα ἐκτελοῦσε μὲ ὑπακοὴ καὶ ζῆλο τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν οἱ πατέρες τῆς μονῆς. Τὴ νύχτα ἀποσυρόταν σὲ μία σπηλιὰ μόνος καὶ προσευχόταν φλογερὰ πρὸς τὸν Κύριο, δίχως σχεδὸν νὰ κοιμᾶται ποτέ. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴν τήρηση τῆς νηστείας καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὴν εὐλογία νὰ τρώει κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Στάρετς, περιορίζοντας τὸν ὑπερβολικὸ ζῆλο τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ, δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία καὶ τὸν ἐπιτίμησε νὰ τρώγει κάθε ἡμέρα μαζὶ μὲ τὴν μοναχικὴ κοινότητα.
Ὁ Εὐθύμιος ὑπάκουσε, ἀλλὰ ἔτρωγε μόνο γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Καμιὰ φορὰ ἔκανε ὅτι ἔτρωγε, γιὰ νὰ μὴν προκαλεῖ τὴν προσοχὴ τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν ὑπερβολική του ἀσιτία. Ἔπινε μόνο νερὸ καὶ μονάχα ὅταν ἡ δίψα γινόταν ἀνυπόφορη. Κοιμόταν στὴν γῆ καὶ ὁ ὕπνος του διακοπτόταν ἀπὸ ὁλονύκτιες προσευχές. Θεωρώντας τα ὅλα αὐτὰ ἀκόμα ἀνεπαρκή, κουβαλοῦσε πάνω του σιδερένιες ἁλυσίδες. Οἱ ἀδελφοί του τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του καὶ ὁ ἀσκητικός του βίος προκαλοῦσε τὸν γενικὸ θαυμασμό. Μὲ τὴν συναίνεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐργαζόταν στὴν κουζίνα, στὴν προετοιμασία τοῦ ἄρτου, κουβαλοῦσε τὸ νερὸ καὶ ἔκοβε ξύλα. Ἀντέχοντας τὴν θερμότητα τοῦ πύρινου φούρνου ὁ Ὅσιος ἔλεγε: «Ἄντεξε αὐτὴ τὴ φωτιά, Εὐθύμιε, γιὰ νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ ἀντέξεις τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως».
Ὁ μεγάλος του ἀσκητικὸς ἀγῶνας τοῦ χάρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μεγάλο δῶρο τῶν δακρύων. Ἔτσι πέρασε πολλὰ ἔτη στὴν ἐργασία καὶ τὴν ἄσκηση, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ἀλλάξει τόπο ἀσκήσεως.
Οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν μεγάλη ἐπιρροὴ καὶ δύναμη καὶ ἡ πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ – ἕδρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα – ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροή τους. Σιγὰ σιγὰ ὅμως, οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Βλαντιμὶρ ἔπρεπε νὰ ὑποταχθοῦν στὴ Μόσχα καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ νὰ θέτουν τὶς στρατιωτικές τους δυνάμεις στὴν διάθεση τῶν Μοσχοβιτῶν πριγκίπων. Παρόλα αὐτὰ οἱ πρίγκιπες τῆς Σουζδαλίας δὲν παρέδωσαν τὴν αὐτονομία τους δίχως νὰ ἀγωνισθοῦν. Ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος Βασίλεβιτς κυριολεκτικὰ μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν Μόσχα, στὸ Νίζνϊυ, ἀλλὰ στὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Βασίλειος Ντιμιτρίεβιτς, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ χάνη Τοχτάμυ, κατέλαβε τὴν πόλη, βάζοντας ἔτσι τέλος στὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ, ποὺ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὑπήχθησαν στὴ Μόσχα.
Ὁ τελευταῖος πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας, Μπόρις, τὸ ἔτος 1351 ἀποφάσισε νὰ ἱδρύσει στὴν γενέτειρά του ἕνα μοναστήρι καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐπιθυμοῦσε νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως, Ἁγίου Διονυσίου. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ὁ πρίγκιπας ζήτησε νὰ τοῦ ἀποστείλουν ἕνα μοναχὸ γιὰ νὰ ἐπιτηρεῖ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ πρίγκιπας ἐπέστρεψε στὴ Σουζδαλία, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει.
Στὸ μεταξύ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπέλεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς μαθητές του ὄχι μόνο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔστελνε στὴ Σουζδαλία, ἀλλὰ καὶ ἄλλους μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς στείλει σὲ ἄλλα μέρη, ὥστε νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαὸ καὶ νὰ διαδοθεῖ ὁ μοναχισμός. Ἀφοῦ κλήθηκε ἡ ἀδελφότητα, ὁ Ἅγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ ζηλωτὲς καὶ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς βορειοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ποὺ ἦταν τὴν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τριάντα ἕξι ἐτῶν, ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νά πάει στὴ Σουζδαλία, στὸν πρίγκιπα Μπόρις, ἀλλὰ ἐξέφρασε καὶ τὴν ἀμφιβολία του γιὰ τὸ ἂν εἶχε τὴν δύναμη νὰ φέρει εἰς πέρας ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶπε: «Μὴν πέφτεις στὴν ἀνυπακοή, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ὑπάκουος στὸν Χριστό. Πήγαινε ἔχοντας τὸν Θεὸ στὴν ὁδό σου, ζῆσε ἤρεμος καὶ μὴ στενοχωρεῖσαι. Ἂν καὶ θὰ εἴμαστε χωρισμένοι σωματικά, θὰ εἴμαστε ἑνωμένοι πνευματικὰ μὲ τὴν προσευχή».
Ἔτσι ὁ Στάρετς Διονύσιος ἔδωσε κουράγιο στὸν μαθητή του καὶ γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ χάριζε τὸ προνόμιο τῆς διορατικότητας. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἶχε αὐτὸ τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τώρα βλέποντας τὸ τί θὰ συνέβαινε στὴν ἱστορία τοῦ πριγκιπάτου τῆς Σουζδαλίας καὶ τοῦ Νίζνϊυ – Νοβγκοροντ, δακρύζοντας εἶπε στὸν Εὐθύμιο: «Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τῆς αὐξανόμενης ἀνυπακοῆς στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἡ πόλη μας θὰ ἀφανισθεῖ, οἱ ἅγιες Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μοναστήρια θὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς ἄπιστους».
Ἡ φοβερὴ πρόβλεψη ἔγινε πραγματικότητα καὶ τὸ πριγκιπάτο τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους τὸ ἔτος 1375, πυρπολήθηκε δύο φορές, τὸ 1377 καὶ τὸ 1378, ἐνῷ τὸ 1445 ἡ Σουζδαλία ἔγινε πεδίο μάχης ἀνάμεσα στὸν μεγάλο πρίγκιπα Βασίλειο Βασίλεβιτς καὶ τὶς Ταταρικὲς δυνάμεις. Οἱ Ρώσοι ἡττήθηκαν καὶ ὁ πρίγκιπας φυλακίσθηκε. Οἱ δὲ Τάταροι λαφυραγώγησαν τὴν μονὴ τῆς Ἀναλήψεως.
Τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ὁ Ἅγιος Διονύσιος προειδοποίησε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο γιὰ μία συνάντηση ποὺ θὰ εἶχε στὴ Σουζδαλία: «Ὅταν θὰ ἔχεις φθάσει στὴν Σουζδαλία καὶ στὴ λαμπρὴ Ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, ἐκεῖ θὰ συναντήσεις τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως». Ἔτσι ἀνάπαυσε τὸν μαθητή του, λέγοντάς του ὅτι θὰ τύγχανε ἀπὸ τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν Ἐπίσκοπο εὐνοϊκῆς ὑποδοχῆς, προστασίας καὶ ὑποστηρίξεως.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδῖου του πρὸς τὴ Σουζδαλία ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος βρῆκε ἕνα μέρος, σὲ ἀπόσταση 5 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη Γκοροχόμπεβο, μὲ μία λίμνη περιβαλλόμενη ἀπὸ ἕνα πυκνὸ δάσος, ποὺ τοῦ ἄρεσε πολύ. Ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ χτίσει ἐκεῖ ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Μέγα Βασίλειο καὶ ὅτι ἔπρεπε, στὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ ἱδρύσει ἕνα μοναστήρι.
Φθάνοντας στὴ Σουζδαλία εἰσῆλθε, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Διονύσιος, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δανιήλ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν δέχθηκε ἐγκάρδια, τὸν ὁδήγησε στὴν κατοικία του καὶ συζήτησε πολὺ μαζί του. Σύντομα καὶ ὁ πρίγκιπας Μπόρις Κωνσταντίνοβιτς θέλησε νὰ τὸν συναντήσει. Ἔτσι, λοιπόν, ἐπισκέφθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο καὶ τοῦ ἐξέθεσε τὰ σχέδιά του, προτείνοντάς τον στὸν Ἐπίσκοπο ὡς μελλοντικὸ ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐνέκρινε τὸ σχέδιο τοῦ πρίγκιπα καὶ ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Ὁ πρίγκιπας σηκώθηκε, εὐχαρίστησε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ πρότεινε νὰ πᾶνε ἀμέσως καὶ οἱ τρεῖς νὰ ἐπιλέξουν τὸ σημεῖο γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ. Ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Καμένκα, ἐντόπισαν ἕνα ὑψίπεδο καὶ ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ θεμελιώσουν τὸ ναὸ καὶ τὴ μονή. Λίγο καιρὸ ἀργότερα τοποθέτησαν μὲ κάθε ἐπισημότητα τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ ναοῦ, ποὺ ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀμέσως ἄρχισε τὴν ἐργασία γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸ μέρος τῆς ἀναπαύσεώς του. Ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τρεῖς πέτρες καὶ κατασκεύασε ἀπὸ αὐτὲς ἐπάνω στὴ βορεινὴ θύρα τῶν τειχῶν, ἕνα τάφο, ὅπου ἀργότερα τοποθετήθηκε τὸ ἱερὸ λείψανό του.
Ἡ κατασκευὴ τοῦ ναοῦ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔτος 1352 καὶ ἦταν τόσο περίλαμπρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων. Ὁ πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εἰκονογραφικὰ τὸ ναὸ μὲ δικά του ἔξοδα. Ὁ ναὸς ἐγκαινιάσθηκε ἐπίσημα, ἀλλὰ ἡ κατασκευή του ἦταν μονάχα ἡ ἀρχὴ τοῦ καθήκοντος ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Πράγματι, ἀπέμενε νὰ κατασκευασθοῦν τὰ κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, ἡ τραπεζαρία, διάφορα ἄλλα προσκτίσματα, καθὼς καὶ τὰ τείχη ποὺ θὰ ξεχώριζαν τὴ μονὴ ἀπὸ τὸν λοιπὸ κόσμο. Μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ τώρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τῆς μονῆς, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο πρῶτα διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς.
Ὁ πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε μὲ γενναιοδωρία στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς, δωρίζοντας χρυσὸ καὶ ἀσῆμι γιὰ τὸ ἐπιχρύσωμα τῶν τρούλων τοῦ ναοῦ καὶ ἄλλα ὑλικά. Ὁ Ὅσιος φρόντιζε γιὰ τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἔργο μὲ τὴν ἐργασία, τὴν ἄσκηση, τὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Θεία Λειτουργία, ἐνῷ ὁ εὐσεβὴς πρίγκιπας Μπόρις προσευχόταν μὲ θέρμη, εἶδε ἕνα ὅραμα. Ἀνάμεσα στοὺς παριστάμενους εἶδε ξαφνικὰ ἕναν ἄγνωστο, ποὺ ἐξέπεμπε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ἄμφια ἔλαμπαν ἐκτυφλωτικά. Ὁ πρίγκιπας ἔκπληκτος , στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Εὐθύμιο αὐτὸ τὸ παράξενο ὅραμα καὶ τοῦ ζήτησε κάποια ἐξήγηση. Ὁ Ὅσιος ἀπάντησε: «Ἂν ὁ Κύριος θέλησε νὰ σοῦ τὰ ἀποκαλύψει, σίγουρα δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ κρατήσω κρυφό. Αὐτὸς ποὺ εἶδες ἦταν Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο, δίχως νὰ εἶμαι ἄξιος καὶ μὲ τὴν θεία φιλευσπλαχνία, λειτουργοῦσα, ὄχι μόνο σήμερα, ἀλλὰ πάντοτε. Ἀλλὰ νὰ μὴν διηγηθεῖς ὅσο ζεῖς σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὸ ὅραμά σου».
Ἀπὸ ταπείνωση ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ μάθει ὁ κόσμος γιὰ τὶς ἀρετές του. Μία φορά, ὅταν ρωτήθηκε ποιὰ εἶναι ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές, ἀπάντησε: «Αὐτὴ ποὺ ἀσκεῖται κρυφά».
Τὸ ἔργο στὸ μοναστήρι προχωροῦσε ἀκατάπαυστα. Κτίσθηκε ἕνας πέτρινος ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, στὸν ὁποῖο προστέθηκε μία τραπεζαρία καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὸ ἀρτοποιεῖο. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μοναστικῆς κοινότητας πλήθαιναν συνεχῶς καὶ στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος, ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε περὶ τοὺς τριακόσιους μοναχούς. Ὑπῆρχε ἄμεση ἀνάγκη νὰ χτισθοῦν νέα κελιά. Ὅλα τακτοποιήθηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἕνας τρίτος ναὸς ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπων Μύρων τῆς Λυκίας καὶ κατασκευάσθηκε ἀναρρωτήριο γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς προσκυνητές. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἔσκαψε τὸ πηγάδι τῆς μονῆς, ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ὁποίου ἀντλοῦσε νερὸ ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα. Ὡς καλὸς ποιμένας, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε μὲ διάκριση, καθοδηγοῦσε μὲ σοφία καὶ μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, καλλιεργοῦσε στὴ μονὴ τὸ φρόνημα τῆς ὑπακοῆς καὶ ἐνίσχυε τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Τὸ ἔτος 1364 ἔπρεπε νὰ ἱδρύσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, πάντα στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Μπόρις, Ἀνδρέας, μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο προτοῦ πεθάνει ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ οἰκοδομήσει ἕνα καινούργιο μοναστήρι, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ἕνα τάμα ποὺ εἶχε κάνει στὸν Θεό. Ὁ πρίγκιπας φθάνοντας στὴ Σουζδαλία ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπικαλέσθηκε τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Ὁ πρίγκιπας διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὸν Ἅγιο πῶς μὲ θαυματουργὸ τρόπο εἶχε διασωθεῖ ἀπὸ μία καταιγίδα, ποὺ τὸν εἶχε σταματήσει στὸ ποτάμι καὶ γιὰ τὸ τάμα ποὺ εἶχε κάνει γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό. «Δῶσε μου ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι σου», εἶπε ὁ πρίγκιπας. Ὁ Ὅσιος ἀμέσως συμφώνησε καὶ εὐθὺς διάλεξε μία τοποθεσία στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Καμέλκα, μπροστὰ ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου μὲ ἐπισημότητα τοποθετήθηκε ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος Θεοτόκου. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε τὸ μοναστήρι, ὁ Ἐπίσκοπος ὅρισε ὡς ἡγουμένη μία ἀνεψιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς Σουζδαλίας.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι, ποὺ μόλις εἶχε ἐγκαινιασθεῖ, γιὰ νὰ συζητήσει μὲ τὴν ἀδελφότητα, μίλησε προφητικὰ γιὰ τὴ μελλοντικὴ δόξα τῆς μονῆς τῆς Προστάτιδος. Πράγματι, σὲ αὐτὸ θὰ κατέληγαν πολλὲς χῆρες μεγάλων πριγκίπων καὶ Μοσχοβιτῶν τσάρων, ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐνδυθοῦν τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα.
Ὅσο αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, ὁ Ὅσιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ἦταν πρὸς τοὺς ἄλλους. Τὸ μοναστήρι του, τοποθετημένο στὰ περίχωρα μία μεγάλης πόλεως, ποὺ ἦταν σταυροδρόμι πολλῶν ὁδῶν, ἦταν ἀνοικτὸ γιὰ ὅλους. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἀρνιόταν ποτὲ νὰ βοηθήσει ὅποιον τοῦ τὸ ζητοῦσε. Ὁ ξένος εὕρισκε κοντά του καταφύγιο, ὁ φτωχὸς ἐλεημοσύνη, ὁ πεινασμένος τροφή. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ γενναιοδωρία του σὲ ὁρισμένους φαινόταν ὑπερβολικὴ καὶ ἔτσι ἀναγκαζόταν νὰ ἐλεεῖ στὰ κρυφά, γιὰ νὰ μὴν διεγείρει παράπονα ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν ὁδηγήσει σὲ πειρασμούς. Ἐξαγόρασε τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ ἀποπληρώσουν τοὺς ὀφειλέτες τους καὶ συχνὰ χάριζε τὰ χρέη ποὺ ἄλλοι ὄφειλαν στὴ μονή. Ἐξέθετε τοὺς ἄδικους καὶ διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας ἀπὸ καταχρήσεις ὅλους ὅσοι εἶχαν ἄδικα καταδικασθεῖ καὶ παρακαλοῦσε νὰ συμπεριφέρονται στοὺς ἀληθινοὺς ἐγκληματίες μὲ ἐπιείκεια καὶ φιλευσπλαχνία. Κάθε ἁμαρτωλὸς ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν σωτηρία, εὕρισκε σὲ αὐτὸν τὸν ὁδηγὸ τῆς μετάνοιας. Μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ δίωκε τὰ δαιμόνια.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος του εἶναι πλέον κοντά, κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς καὶ εὐλόγησε τὸν καθένα ξεχωριστά. Τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὅλους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀσπάσθηκε πατρικὰ καὶ ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Στὴν συνέχεια κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παράδωσε τὴν ψυχή του στὸν Ἅγιο Θεό.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1404, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν. Οἱ μοναχοὶ ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανό του κάτω ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ μνῆμα ποὺ κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ναοῦ, ὁ Ὅσιος εἶχε κτίσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Μετὰ τὴν κοίμησή του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος συνέχισε νὰ προστατεύει τὸ μοναστήρι, ὅπως μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα πλησίον τοῦ τάφου του. Στὶς 4 Ἰουλίου 1507, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀνακατασκευῆς τοῦ ναοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ὁ Κανονάρχης
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχου. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὴν ὑπακοή του.
Ὁ Ὅσιος Γερόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Φιλόσοφος ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Σκιαβτέλι) ἔζησε μεταξὺ τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε Θεολογία, φιλοσοφία καὶ ἱστορία στὴν ἀκαδημία τοῦ Γελατᾶ (βόρεια Γεωργία). Ἔπειτα ἔγινε μοναχὸς καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια ἀσκήτεψε στὸ περίφημο μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια (νότια Γεωργία), σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελί. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, συνεχῶς ἀφιερωμένος σὲ θεολογικὲς ἀναζητήσεις διὰ τῆς προσευχῆς καὶ ἐντρύφησε στὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ ἀπὸ συνεχεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του κατόρθωσε νὰ φθάσει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως καὶ δέχθηκε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, τὸ ὁποῖο φανερώθηκε στὴν ποιητική του δημιουργικότητα.
Στὸ μοναστῆρι τοῦ Μπάρτζια, κατὰ τὰ ἔτη 1210 – 1214, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε μία ἀξιοσημείωτη ὠδή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Δοῦλος Χριστοῦ», στὴν ὁποία σκιαγραφεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ εἶναι πιστὸς στοὺς Κανόνες τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ μοναχὸς αὐτοαποκαλεῖται συχνὰ περιπλανώμενος καὶ δοῦλος Χριστοῦ. Μεγάλο μέρος τῆς ὠδῆς ἀφιερώνεται στὸν Γεωργιανὸ αὐτοκράτορα Ἅγιο Δαβὶδ Γ’, τὸν Ἀποκαταστάτη († 26 Ἰανουαρίου) καὶ στὴν Γεωργιανὴ αὐτοκράτειρα Ταμάρα τὴ Μεγάλη († 1 Μαΐου καὶ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων).
Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς ὠδῆς «Δοῦλος Χριστοῦ», εἶναι εἰδικὰ ἐμφανὴς σὲ ἐκείνους τοὺς στίχους, ὅπου ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει προσευχὲς στὸ Ὄνομα τῆς Ὑπεραγίας Τριάδος γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὴ Θεία Παντοδυναμία καὶ τὴ Θεία Πρόνοια, ποὺ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Μιλώντας γιὰ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γράφει, σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σχετικὰ μὲ τὶς Θεῖες καὶ Ἐκκλησιαστικὲς Ἱεραρχίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος γεννήθηκε στὴν Γεωργία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασίλισσας Ταμάρα (1184 – 1213). Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἔγινε μοναχός. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὴν πνευματική του προσπάθεια καὶ τὴ σαλότητά του καὶ τοῦ χάρισε τὸ προορατικὸ χάρισμα.
Μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Φιλόσοφο, ἀκολούθησε τὴν βασίλισσα Ταμάρα στὴ μάχη ἐναντίων τοῦ σουλτάνου Ρούκν – ἔντ – Δὶν στὸ Μπασιάνη, τὸ ἔτος 1203.
Ὁ Γεωργιανὸς στρατός, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν βασιλέα Δαβὶδ Σοσλάν, ἔφθασε στὸ μοναστήρι τοῦ Μπάρτζια, ὅπου οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, προσευχήθηκαν γιὰ τὴν νίκη τῶν Χριστιανῶν. Κατόπιν, οἱ Γεωργιανὲς δυνάμεις μεταφέρθηκαν στὸ Μπασιάνι, ὅπου βρισκόταν ὁ σουλτάνος μὲ τὸν στρατό του, ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν 400.000 στρατιῶτες. Ἡ βασίλισσα, στὴν συνοδεία τῆς ὁποίας ἦταν καὶ οἱ Ὅσιοι, κατέλυσε κοντὰ στὸ χωριὸ Κόζρχε καὶ ἐκεῖ σταμάτησε, ἐνῷ ἡ προσευχή της ἦταν ἀδιάλειπτη.
Μία ἡμέρα, ἐνῷ οἱ Ὅσιοι Εὐλόγιος καὶ Ἰωάννης ἦταν μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα, ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοίταξε ψηλά, μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν θέση του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ φωνάζοντας: «Ἰδοὺ ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου!» καὶ ἀνηφόρισε πρὸς τὴν κορυφὴ ἐνὸς λόφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ποὺ εἶχε παραμείνει μὲ τὴν βασίλισσα, εἶπε: «Ὁ σαλὸς εἶχε ἕνα ὅραμα καὶ νομίζω ὅτι ἦταν καλό». Φέρνοντας ἐκ τῶν ὑστέρων στὴ μνήμη αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα, προκύπτει ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ οἱ Γεωργιανοὶ πολεμιστὲς εἶχαν κατατροπώσει τὸν στρατὸ τοῦ σουλτάνου, ποὺ ἦταν δέκα φορὲς μεγαλύτερος.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος γεννήθηκε στὶς 5 Ἰουλίου 1845 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1913.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μακάριος μαρτύρησε στὴν Ρωσία τὸ ἔτος 1944.
Άγιος Μιχαήλ ο νεομάρτυς, ο Ρώσος
Ο Άγιος Μιχαήλ ήταν ένας Ρώσος δια Χριστόν σαλός νεομάρτυρας.
Πηγή: Εδώ.