ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (:Πράξ. 2,1-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς
ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό (:τὸ πρωὶ τῆς ἡμέρας τῆς
Πεντηκοστῆς -καθὼς ὁλοκληρωνόταν ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα
τῆς παραμονῆς της- ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ μιὰ καρδιὰ ἦταν συναγμένοι στὸ ἴδιο μέρος)» [Πράξεις 2,1].
Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Πεντηκοστή; Ὅταν τὸ δρεπάνι ἔπρεπε
νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν συγκομιδὴ ἀπό το θερισμό· ὅταν ἔπρεπε νὰ συναθροίζει
τοὺς καρπούς. Εἶδες τὸν τύπο; Βλέπε πάλι τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ἔπρεπε νὰ
ἐπιβάλλει τὸ δρεπάνι τοῦ λόγου, ὅταν τοὺς καρποὺς ἔπρεπε νὰ συλλέγει, τότε τὸ
Πνεῦμα σὰν δρεπάνι κοφτερό, πετᾷ πάνω σὲ αὐτούς. Διότι ἄκουσε τὸν
Χριστὸ ποὺ λέει· «οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ
θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς
χώρας, ὅτι λευκαὶ εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη (:Δὲν λέτε ἐσεῖς ὅτι
τέσσερις μῆνες μένουν ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Στὴν πνευματικὴ ὅμως σπορὰ
εἶναι δυνατὸν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ καρποφορήσει καὶ σὲ χρονικὸ διάστημα πολὺ πιὸ
σύντομο. Καὶ γιὰ νὰ πειστεῖτε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω, σηκῶστε τὰ
μάτια σας καὶ κοιτᾶξτε τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Σαμαρειτῶν ποὺ ἔρχονται. Μοιάζουν οἱ
ψυχές τους μὲ χωράφια, στὰ ὁποῖα δὲν πρόφθασε νὰ σπαρεῖ ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας,
κι ὅμως εἶναι λευκὰ καὶ ὥριμες πλέον, ἕτοιμα νὰ θεριστοῦν.
Ἔτσι καὶ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων εἶναι τώρα ὥριμες γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴ σωτηρία)» [Ἰωάννης 4,35] καὶ πάλι τοὺς ἔλεγε: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ (:Τὰ ὥριμα στάχυα γιὰ θερισμὸ εἶναι πολλά, ἀλλὰ οἱ ἐργάτες ποὺ θὰ τὰ θερίσουν εἶναι λίγοι. Πολλοὶ δηλαδὴ εἶναι οἱ καλοδιάθετοι νὰ δεχτοῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ σωθοῦν, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἐργάτες ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν στὸ πνευματικὸ αὐτὸ ἔργο. Παρακαλέστε λοιπὸν τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ κύριος καὶ ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἕτοιμης γιὰ θερισμὸ σπορᾶς, νὰ βγάλει καὶ νὰ στείλει ἐργάτες στὸ θερισμό του)» [Λουκᾶς 10,2]. Ὥστε αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ χρησιμοποίησε τὸ δρεπάνι· διότι Αὐτὸς ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ τίς προσφορὲς τῶν πρώτων καρπῶν, ἀφοῦ προσέλαβε τὸ ἀνθρώπινο ἔνδυμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦτο καλεῖ θερισμό.
«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι (:καὶ ὅταν ἔφτασε)», λέει, «τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς (: ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς)», δηλαδὴ ὄχι πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς, ὅπως θὰ
μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ. Διότι ἔπρεπε νὰ γίνουν πάλι αὐτὰ κατὰ τὴν διάρκεια
ἑορτῆς, γιὰ νὰ δοῦν αὐτὰ καὶ αὐτοί, ποὺ ἦταν παρόντες κατὰ τὴν Σταύρωση τοῦ
Χριστοῦ. «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας (: καὶ ξαφνικά,
χωρὶς νὰ τὸ περιμένει κανείς, ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μιὰ βοὴ σὰν φύσημα σφοδροῦ
ἀνέμου, ποὺ κινεῖται μὲ ὁρμὴ καὶ βιαιότητα)». Γιατί ἔγινε αὐτὸ χωρὶς
αἰσθητὰ σημεῖα; Διότι μολονότι ἔγινε καὶ αὐτό, ἔλεγαν ὅτι «γλεύκους
μεμεστωμένοι εἰσί (:εἶναι τελείως μεθυσμένοι μὲ γλυκὸ καὶ
δυνατὸ κρασί, καὶ δὲν ξέρουν τί λένε)», ἐὰν δὲν γινόταν αὐτό, τί δὲν θὰ
μποροῦσαν νὰ ποῦν; Καὶ ὄχι μόνο ἔγινε ἦχος, ἀλλὰ καὶ «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ». Καὶ
τὸ ξαφνικὸ αὐτοῦ διήγειρε αὐτούς. «Καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ
ἦσαν καθήμενοι (:Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου
κάθονταν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ μαθητές)». Ἀναφέρει μεγάλη ὁρμὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Πρόσεχε
ὅτι ὅλους τους συγκέντρωσε ἐκεῖ, ὥστε καὶ οἱ παρόντες νὰ πιστέψουν καὶ αὐτοὶ
ἄξιοι νὰ ἀναδειχθοῦν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ
προσθέτοντας καὶ τὸ πιὸ τρομερὸ ἀπὸ αὐτό: «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς
διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός (:καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους
νὰ διαμοιράζονται σὲ αὐτοὺς γλῶσσες σὰν τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς)», λέει.
Καλῶς ἀναφέρει παντοῦ τὸ «ὡσεὶ (: σάν)», γιὰ
νὰ μὴν νομίσεις τίποτα αἰσθητὸ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός (:σὰν
τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς)», λέει, «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας (:σὰν
φύσημα δυνατοῦ ἀνέμου)». Ἄρα δὲν ἦταν ἁπλῶς ἄνεμος διασκορπιζόμενος
στὸν ἀέρα.
Διότι
ὅταν ἔπρεπε στὸν Ἰωάννη νὰ γνωριστεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σὰν περιστέρι ἦρθε
ἐπάνω στὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ: «καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος
εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν (:καὶ
ὅταν ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, εἶδε νὰ
σχίζονται οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι καὶ νὰ
ἔρχεται ἐπάνω Του)» [Μᾶρκ.1,10]· ἐπίσης: «καὶ καταβῆναι τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ
γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα (:καὶ
κατέβηκε ἐπάνω Του το Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἐμφανίστηκε μὲ ἐξωτερικὸ
σχῆμα καὶ μορφὴ περιστεριοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι πραγματικὸ περιστέρι. Καὶ
ἦλθε μιὰ φωνὴ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό, ἡ ὁποία ἔλεγε: Ἐσὺ εἶσαι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπημένος
σὲ Ἐσένα εὐαρεστήθηκα, διότι Ἐσὺ καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπολύτως ἀναμάρτητος ἔκανες
πάντοτε τὸ ἀρεστὸ ἐνώπιόν μου)» [Λουκ.3,21-22]. «Καὶ ἐμαρτύρησεν
Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ
ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν (:Ὁ Ἰωάννης μάλιστα ἔδωσε καὶ τὴν ἑξῆς
μαρτυρία: "Ἔχω δεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει σὰν περιστέρι ἀπ᾿ τὸν
οὐρανὸ καὶ νὰ μένει πάνω του μόνιμα καὶ διαρκῶς, καὶ ὄχι ὅπως στοὺς προφῆτες,
οἱ ὁποῖοι δέχονταν ἐκτάκτως τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος καὶ γιὰ εἰδικὸ σκοπό")»
[Ἰωάννης 1,32]. Τώρα λοιπὸν ποὺ ἔπρεπε ὁλόκληρο πλῆθος νὰ ἐπιστραφεῖ,
ἔκανε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἐμφάνιση Του σὰν φλόγες φωτιᾶς.
«ἐκάθισέ
τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν (:καὶ
στὸν καθένα ἀπ᾿ αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία πύρινη γλῶσσα)»· δηλαδὴ παρέμεινε, ἀναπαύθηκε. Διότι τὸ «ἐκάθισε» φανερώνει ὅτι ἑδραιώθηκε σταθερὰ πάνω τους καὶ
παρέμεινε μόνιμα. Τί λοιπόν; Ἦρθε ἄραγε μόνο στοὺς δώδεκα καὶ ὄχι στοὺς ἄλλους;
Καθόλου· ἀλλὰ ἦρθε καὶ στοὺς ἑκατὸν εἴκοσι. Διότι δὲν παρουσίαζε ὁ
ἀπόστολος Πέτρος λίγες στιγμὲς ἀργότερα ἁπλῶς τὴν μαρτυρία τοῦ προφήτη Ἰωὴλ
λέγοντας: «καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ
ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ
θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν
ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται (:Στὴν τελευταία χρονικὴ περίοδο, ποὺ
θὰ ἀρχίσει ὅταν ἔλθει ὁ Μεσσίας, λέει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβεῖ αὐτό: "Θὰ
ἐκχύσω τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός μου καὶ θὰ τὰ διαμοιράσω σὲ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἔτσι θὰ προφητεύσουν οἱ γιοί σας καὶ οἱ κόρες σας, καὶ
οἱ νέοι σας θὰ δοῦν ὑπερφυσικὲς ὀπτασίες, καὶ οἱ γέροντες θὰ δοῦν στὸν ὕπνο
τους θεϊκὰ ἀποκαλυπτικὰ ὄνειρα")» [Πράξεις 2,17]· πρβλ. Ἰωὴλ
3,1: «Καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν
σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ
πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις
ὄψονται (:μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλθει μία ἐποχή, λέγει ὁ Κύριος,
κατὰ τὴν ὁποία θὰ χύσω πλούσιες τίς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός μου
σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοί σας καὶ οἱ θυγατέρες σας. Οἱ
γεροντότεροι ἀπὸ ἐσᾶς θὰ δοῦν καὶ θὰ λάβουν ἀποκαλύψεις μέσῳ ἐνύπνιων ὁραμάτων,
ἐνῶ οἱ νεότεροι στὴν ἡλικία θὰ δοῦν σὲ πλήρη ἐγρήγορση ἀποκαλυπτικὰ ὁράματα)».
Καὶ πρόσεξε: γιὰ νὰ μὴν ἐκπλήξει μόνο ἀλλὰ καὶ
γιὰ νὰ χορηγήσει πλήρως τὴν χάρη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμφανίστηκε «ἐν
Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί»· διότι προσθέτει: «καὶ ἐπλήσθησαν
ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα
ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι (:ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν
ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα
τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ
οὐράνια λόγια καὶ διδασκαλίες ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες)» [Πράξ.2,4]. Δὲν
λαμβάνουν ἄλλο σημεῖο, ἀλλὰ αὐτὸ πρῶτα· διότι ἦταν ἀνάγκη καὶ δὲν παρίστατο
ἀνάγκη ἄλλου σημείου.
«Ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν (:καὶ στὸν καθένα ἀπ᾿
αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία πύρινη γλῶσσα)», λέγει. Βέβαια κάθισε καὶ πάνω στὸν μὴ ἐκλεγέντα
Ἰοῦστο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καθόλου δὲν λυπᾷται ἐπειδὴ δὲν ἐξελέγῃ ὅπως ὁ
Ματθίας. «Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου (:καὶ
ὅλοι τους τότε πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγιο)», λέγει. Δὲν ἔλαβαν
ἁπλῶς τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ ἀπὸ αὐτήν. «Καὶ
ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι
(:καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς
ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ
διδασκαλίες ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες)». Δὲν θὰ ἔλεγε «ἅπαντες (:ὅλοι)», ἐνῶ
ἦταν ἐκεῖ καὶ οἱ ἀπόστολοι, ἐὰν δὲν μετεῖχαν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἄλλωστε,
ἀφοῦ παραπάνω εἶπε σὲ αὐτοὺς κατ᾿ ἰδίαν καὶ ὀνομαστικά, τώρα δὲν θὰ τοὺς
συνένωνε στὸ ἴδιο πρᾶγμα. Διότι ἐὰν ὅπου ἦταν δυνατὸ νὰ πεῖ
ὅτι ἦταν παρόντες, μνημονεύει ἰδιαίτερα τοὺς ἀποστόλους, πολὺ περισσότερο ἐδῶ.
Πρόσεχε σὲ παρακαλῶ ὅτι ὅταν ἦταν προσηλωμένοι μὲ μιὰ ψυχὴ στὴν δέηση,
ὅταν ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίζεται. Καὶ
ὑπενθύμισε σὲ αὐτοὺς καὶ μιὰ ἄλλη Του ὄψη λέγοντας, «σὰν φλόγες φωτιᾶς». Διότι σὰν φωτιὰ φάνηκε καὶ στὴν βάτο.
«καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι (:ὅπως τὸ Πνεῦμα τοὺς ἐνέπνεε
καὶ τοὺς ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ καὶ οὐράνια λόγια καὶ
διδασκαλίες ὑψηλὲς καὶ θεόπνευστες)»· διότι τὰ λεγόμενά τους ἦταν ἀποφθέγματα σαφῆ,
καθαρά, σύντομα καὶ περιεκτικά.
«Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι,
ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν (:Στὴν Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν τότε Ἰουδαῖοι ἀπ᾿ ὅλα τὰ
μέρη τοῦ κόσμου καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ βρίσκονται
κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ μόνιμα, ἦταν εὐλαβεῖς
καὶ σέβονταν τὸν Θεό)». Ἡ διαμονή τους στὴν Ἱερουσαλὴμ ἦταν ἔργο εὐλάβειας.
Πῶς; Διότι ἐνῶ κατάγονταν ἀπὸ τόσα ἔθνη, καὶ
ἀφοῦ ἄφησαν καὶ πατρίδες καὶ οἰκίες καὶ συγγενεῖς, κατοικοῦσαν ἐκεῖ· διότι λέει: «Ἦταν στὴν
Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἄνδρες εὐλαβεῖς, ἀπὸ κάθε ἔθνος κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό».
«Γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος
καὶ συνεχύθῃ, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν (:ὅταν λοιπὸν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου,
συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ ὅλοι κυριεύτηκαν ἀπὸ σύγχυση καὶ
κατάπληξη)». Ἐπειδὴ τὸ
γεγονὸς συνέβηκε σὲ οἰκία, δικαιολογημένα ὅσοι ἦταν ἔξω προσέτρεξαν μέσα γιὰ νὰ
δοῦν τί εἶχε γίνει. «Συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ
συνεχύθῃ». Τί σημαίνει «συνεχύθῃ τὸ πλῆθος»; Ταράχτηκε, θαύμασε. Ἔπειτα
δηλώνοντας ὅτι θαύμαζαν, προσθέτει «ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ
ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν (:διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουγε
τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ μιλοῦν στὴ δική τους γλῶσσα)».
«Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς
ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοὶ εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; (:Ἔμεναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ θαυμασμὸ ἔλεγαν ὁ ἕνας
στὸν ἄλλο: "Μά, ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι;")». Καὶ ἔβλεπαν κατευθεῖαν πρὸς
τοὺς ἀποστόλους. «Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν
ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται,
καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ
τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ
Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ
Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; (:Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς τοὺς ἀκοῦμε ὁ
καθένας μας νὰ μιλοῦν στὴ δική μας μητρικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία μάθαμε καὶ μιλοῦμε
ἀπὸ τότε ποὺ γεννηθήκαμε; Ὅσοι εἴμαστε Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμίτες, καὶ ὅσοι
κατοικοῦμε στὴ Μεσοποταμία καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴν Καππαδοκία, στὸν Πόντο,
καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Φρυγία καὶ στὴν Παμφυλία, στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ μέρη τῆς
Λιβύης ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Κυρήνη, καὶ οἱ Ρωμαῖοι ποὺ διαμένουμε ἐδῶ, τόσο
αὐτοὶ ποὺ λόγῳ τῆς καταγωγῆς μας εἴμαστε Ἰουδαῖοι, ὅσο καὶ οἱ ἐθνικοὶ ποὺ
προσελκυστήκαμε στὴν ἰουδαϊκὴ πίστη καὶ γίναμε προσήλυτοι, καθὼς καὶ ὅσοι
καταγόμαστε ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ καταγόμαστε ἀπὸ τὰ
διάφορα αὐτὰ μέρη, πῶς συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε αὐτοὺς νὰ μιλοῦν καὶ νὰ διακηρύττουν
στὶς γλῶσσες μας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; Καὶ ἔμειναν ὅλοι
ἐκστατικοὶ καὶ γεμᾶτοι ἀπορία ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: "Τί νὰ σημαίνει
ἄραγε τὸ ἔκτακτο αὐτὸ γεγονὸς καὶ ποιά ἐξήγηση μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει
κανείς;")». Βλέπεις αὐτοὺς ποὺ τρέχουν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴν δύση ἀπὸ εὐλάβεια
γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Ἱερουσαλήμ; «Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ
διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες· τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι; (:Καὶ ἔμειναν ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ γεμᾶτοι ἀπορία
ἔλεγαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: "Τί νὰ σημαίνει ἄραγε τὸ ἔκτακτο αὐτὸ γεγονὸς καὶ
ποιά ἐξήγηση μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει κανείς;" )».
«Ἓτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί (:Ἄλλοι ὅμως χλεύαζαν καὶ ἔλεγαν ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι τελείως μεθυσμένοι μὲ γλυκὸ καὶ δυνατὸ κρασὶ καὶ δὲν ξέρουν τί λένε)». Πῶ, πῶ ἀνοησία! Πῶ, πῶ μέγεθος κακίας! Παρότι δὲν ἦταν ὁ καιρὸς αὐτὸς κατὰ τὸν ὁποῖο λαμβάνει χώρα ὁ τρυγητὸς στὰ ἀμπέλια· διότι ἦταν Πεντηκοστή. Καὶ τὸ χειρότερο καὶ φοβερότερο εἶναι τὸ ὅτι ἐνῶ ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι, ὅτι εἶναι προσήλυτοι, ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν σταύρωσαν ἴσως, ἐκεῖνοι μετὰ ἀπὸ τόσα γεγονότα, λένε: «ἔχουν πιεῖ πολὺ μοῦστο».
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ἀπὸ ἀρχῆς τὰ λεχθέντα· «ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον (:γέμισε ὅλο τὸ σπίτι)», λέει. Ἡ
πνοὴ ἔγινε ὅπως ἡ κολυμπήθρα τοῦ ὕδατος. Αὐτὴ ἦταν ἀπόδειξη τῆς ἀφθονίας καὶ
τῆς σφοδρότητας. Πουθενὰ δὲν ἔχει γίνει παρόμοιο στοὺς προφῆτες, ἀλλὰ
τότε μὲν κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔγινε σὲ ἐκείνους, στοὺς προφῆτες ὅμως
διαφορετικά. Διότι στὸν Ἰεζεκιὴλ γίνεται κεφάλαιο βιβλίου, καὶ
τρώει ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ κηρύττει: «καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ
χεὶρ ἐκτεταμένη πρός με, καὶ ἐν αὐτῇ κεφαλὶς βιβλίου· καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν
ἐνώπιόν μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν, καὶ
ἐγέγραπτο ἐπ᾿ αὐτὴν θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς
δεδομένης εἰς σέ. καὶ ἔφαγον αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι
γλυκάζον (:καὶ εἶδα καὶ ἰδού, ἕνα χέρι ἁπλωμένο πρὸς ἐμένα, ποὺ
κρατοῦσε μία μεμβράνη, τμῆμα ἑνὸς βιβλίου. Ξεδίπλωσε αὐτὴν ἐνώπιόν μου καὶ εἶδα
ὅτι ἦταν γραμμένη ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ᾿ ἔξω. Τὸ περιεχόμενο τῆς μεμβράνης ἦσαν
θρῆνοι, θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ ταλανισμοί. Καὶ μοῦ εἶπε: "υἱὲ ἀνθρώπου, θὰ
φᾷς αὐτὸ καὶ ἡ καρδιά σου καὶ ἡ διάνοιά σου, τὸ ἐσωτερικό σου ὅλο, θὰ χορτάσει
καὶ θὰ γεμίσει μὲ τὴν μεμβράνη αὐτήν, ποὺ ἐγώ σοῦ δίνω". Πράγματι ἔφαγα
αὐτὴν καί, καθὼς ἔτρωγα, αἰσθάνθηκα στὸ στόμα μου γλυκύτητα σὰν μέλι)» [Ἰεζ. 3,3].
Ἄλλοτε πάλι σὲ κάποια ἄλλη χρονικὴ στιγμὴ τὸ χέρι τοῦ
Θεοῦ ἀγγίζει τὴν γλῶσσα καὶ ἄλλου προφήτη, τοῦ Ἰερεμία: «καὶ ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρὸς μὲ καὶ
ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου
εἰς τὸ στόμα σου (:Ὁ Κύριος ἅπλωσε τότε τὴν χεῖρα
Του πρὸς ἐμένα, ἄγγιξε τὸ στόμα μου καὶ μοῦ εἶπε: " Ἰδοὺ ἐγὼ ἔχω δώσει στὸ
στόμα σου τοὺς λόγους μου")» [Ἰερ.1,9]. Ἐδῶ
ὅμως κατέρχεται αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνεται
φανερὸ ὅτι εἶναι ὁμότιμο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.
Καὶ
πάλι σὲ ἄλλο σημεῖο ἀλλιῶς: «θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί (:Τὸ
περιεχόμενο τῆς μεμβράνης ἦσαν θρῆνοι, θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ ταλανισμοί)»
[Ἰεζ. 2,9-10]. Σὲ ἐκείνους βέβαια δικαιολογημένα δίνεται σὲ μορφὴ βιβλίου· διότι
χρειάζονταν ἀκόμα σὲ αὐτοὺς παραδείγματα. Πρὸς ἕνα ἔθνος μόνο ἐκεῖνοι οἱ προφῆτες εἶχαν νὰ ἀπευθύνονται
καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους τους· αὐτοὶ ὅμως πλέον πρὸς ὅλη τὴν
οἰκουμένη, καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ ποτὲ δὲν γνώρισαν. Καὶ ὁ Ἐλισσαῖος μὲ τὴ μηλωτή (:τὸ ἐξωτερικὸ ἔνδυμα) τοῦ Ἠλία λαμβάνει τὴν χάρη: «καὶ ὕψωσε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν
Ἑλισαιέ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἑλισαιὲ καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ Ἰορδάνου· καὶ
ἔλαβε τὴν μηλωτὴν Ἠλιού, ἣ ἔπεσεν ἐπάνωθεν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ καὶ οὐ
διέστῃ· καὶ εἶπε· ποῦ ὁ Θεὸς Ἠλιοὺ ἀφφώ; καὶ ἐπάταξε τὰ ὕδατα, καὶ διεῤῥάγησαν
ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβῃ Ἑλισαιέ (:Ὁ Ἐλισαῖος σήκωσε ἀπὸ κάτω τὴ
μηλωτὴ τοῦ Ἠλία, ἡ ὁποία ἔπεσε ἀπὸ ἐπάνω ψηλὰ καὶ ἐπέστρεφε ἔχοντας τὴ μηλωτή.
Στάθηκε στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη. Πῆρε τὴ μηλωτὴ τοῦ Ἠλία, ἡ ὁποία ἔπεσε σὲ αὐτόν,
χτύπησε τὸ ὕδωρ, ἀλλὰ ἐκεῖνο δὲν διαιρέθηκε, ὅπως προηγουμένως. Ὁ Ἐλισσαῖος
εἶπε τότε: "Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία, ποῦ εἶναι;" Κατόπιν ὅμως
χτύπησε πάλι τὰ νερὰ καὶ ἐκεῖνα χωρίστηκαν στὰ δύο, ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὁ
Ἐλισαῖος διέβῃ τὸν Ἰορδάνη ποταμό)» [Δ' Βασ. 2,13-14].
Ἄλλος πάλι κατὰ τὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
λαμβάνει τὴ θεία χάρη μὲ ἔλαιο, καὶ πιὸ συγκεκριμένα ὁ Δαβίδ: «καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν
αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ (:καὶ ὁ Σαμουὴλ πῆρε τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ἔλαιο καὶ ἀπὸ
ὅλους τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, αὐτὸν ἔχρισε ὡς βασιλιᾶ. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶ ἔπειτα Πνεῦμα Κυρίου
πλημμύρισε τὸν Δαυὶδ καὶ τὸν καθοδηγοῦσε. Κατόπιν αὐτῶν ὁ Σαμουὴλ
σηκώθηκε καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Ἀρμαθαίμ)» [Α' Βασ. 16,13]. Ὁ Μωυσῆς καλεῖται μὲ ἄλλον
τρόπο, μὲ τὴν φωτιὰ τῆς βάτου: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν
πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ
κατεκαίετο (:ἐκεῖ φανερώθηκε πρὸς αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου μὲ μορφὴ
φλόγας πυρός, ἡ ὁποία ἐξερχόταν ἀπὸ τὴν βάτο. Παραδόξως ἡ βάτος ἐκείνη φλεγόταν
ἀλλὰ δὲν κατακαιγόταν)» [Ἔξοδ. 3,2]. Ἐδῶ ὅμως ὄχι κατὰ τὸν ἴδιο
τρόπο, ἀλλὰ ἐδῶ ἡ ἴδια ἡ φωτιὰ κάθισε ἐπάνω τους.
Καὶ
γιατί δὲν φάνηκε φωτιὰ νὰ γεμίζει τὴν οἰκία; Διότι θὰ ἐκπλήσσονταν. Ἀλλὰ
φανερώνει ὅτι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο. Διότι μὴν προσέχεις τὸ λεγόμενο «καὶ εἶδαν
μὲ τὰ μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σὲ αὐτοὺς γλῶσσες», ἀλλὰ τὴ φράση «σὰν
τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς». Τέτοια φωτιὰ μπορεῖ νὰ ἀνάψει ἄπειρη ξυλεία. Καὶ καλὰ εἶπε «διαμεριζόμεναι (:νὰ διαμοιράζονται)». Διότι προέρχονταν ἀπὸ μιὰ ρίζα, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι εἶναι
ἐνέργεια, ἡ ὁποία ἀπεστάλῃ ἀπὸ τὸν Παράκλητο. Καὶ κοίταξε καὶ ἐκείνους ὅτι ἀποδείχτηκαν ἄξιοι καὶ τότε καταξιώθηκαν τὸ Πνεῦμα· ὅπως δηλαδὴ καὶ ὁ Δαυίδ· διότι
ὅπως φερόταν στὰ ποίμνια, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο φέρθηκε καὶ μετὰ τὴν νίκη καὶ τὸν
θρίαμβο, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ καθαρὴ πίστη
αὐτοῦ.
Κοίταξε πάλι τὸν Μωυσῆ καὶ αὐτὸς νὰ καταφρονεῖ τὰ
βασίλεια: «καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν
Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω
τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου; (:Ἀπάντησε ὁ Μωυσῆς στὸν Θεό:
"Ποιός εἶμαι ἐγώ, Κύριε, ὥστε νὰ μεταβῶ πρὸς τὸν Φαραώ, τὸν βασιλιᾶ τῆς
Αἰγύπτου καὶ νὰ βγάλω τοὺς Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο;")» [Ἔξοδ. 3,11] καὶ ὕστερα ἀπὸ
σαράντα ἔτη νὰ ἀναλαμβάνει τὴν καθοδήγηση τοῦ λαοῦ. Δὲς ἐπίσης τὸν Σαμουὴλ νὰ
ἀνατρέφεται μέσα στὸν ναὸ «καὶ ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ πρὶν
ἐπισκευασθῆναι, καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ, οὗ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ (:ἦταν ἡ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐπτάφωτη λυχνία ἔκαιγε
ἀκόμη, ἐνῶ ὁ Σαμουὴλ κοιμόταν σὲ κάποιο ἄκρο τοῦ ναοῦ, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε
ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ)» [Α' Βασ. 3,3]· δὲς ἀκόμη τὸν Ἐλισσαῖο νὰ τὰ ἀφήνει ὅλα: «καὶ κατέλιπεν Ἑλισαιὲ τὰς βόας καὶ κατέδραμεν
ὀπίσω Ἠλιοὺ καὶ εἶπε· καταφιλήσω τὸν πατέρα μου καὶ ἀκολουθήσω ὀπίσω σου· καὶ
εἶπεν Ἠλιού· ἀνάστρεφε, ὅτι πεποίηκά σοί. καὶ ἀνεβόησεν Ἠλιού, καὶ εἶπεν·
οἴμοι, Κύριε, ὁ μάρτυς τῆς χήρας, μέθ᾿ ἧς ἐγὼ κατοικῶ μέτ᾿ αὐτῆς, σὺ κεκάκωκας
τοῦ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτῆς (:καὶ ὁ Ἐλισαῖος ἀμέσως
ἐγκατέλειψε τὰ βόδια του καὶ ἔτρεξε πίσω ἀπὸ τὸν Ἠλία καὶ τοῦ εἶπε·
"ἐπίτρεψέ μου νὰ μεταβῶ, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ καταφιλήσω τὸν πατέρα
μου καὶ ἔπειτα θὰ σὲ ἀκολουθήσω". Καὶ ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: "πήγαινε καὶ
γύρισε πάλι, διότι σὲ ἔχω καταστήσει προφήτη".)» [Γ' Βασ. 19,20]· πρόσεξε ἐπίσης ἀντίστοιχα καὶ τὸν Ἰεζεκιήλ .
Καὶ ὅτι ἔτσι συνέβαινε, εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὰ
μετέπειτα· διότι καὶ αὐτοὶ ἐγκατέλειψαν ὅλα τὰ
δικά τους. γι᾿ αὐτὸ λαμβάνουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τότε, ὅταν ἀπέδειξαν τὴν δική τους
ἀρετή. Ἔμαθαν καὶ
τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπαθαν· ἔμαθαν ὅτι δὲν κατόρθωσαν
αὐτὰ τυχαῖα. Ἔτσι καὶ ὁ Σαοὺλ ἀφοῦ προηγουμένως ἐπιβεβαιώθηκε ὅτι εἶναι ἀγαθός,
ἔλαβε κατόπιν τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ
ἔτσι, ὅπως δηλαδὴ οἱ μαθητὲς ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κανένας, οὔτε ὁ
μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὁ Μωυσῆς δὲν ἔλαβε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· διότι
ἐκεῖνος ὅταν ἔπρεπε ἄλλοι νὰ λάβουν τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐλαττωνόταν
αὐτός.
Ἐδῶ
ὅμως δὲν συνέβαινε ἔτσι, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὴν φωτιά, ὅσους
λύχνους καὶ ἂν ἀνάψει κάποιος δὲν ἐλαττώνει καθόλου τὴν φωτιά, ἔτσι καὶ μὲ τοὺς
ἀποστόλους συνέβαινε τότε. Διότι καὶ μὲ τὴν φωτιά, ὄχι μόνο τὴν
ἀφθονία τῆς χάριτος φανέρωνε, ἀλλὰ ὁ καθένας λάμβανε ὁλόκληρη πηγὴ Πνεύματος·
ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ
ἔχουν πηγὴ ὕδατος ποὺ θὰ ἀναβλύζει σὲ ζωὴ αἰώνια: «ὃς δι᾿ ἂν πίῃ
ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω
αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον (:Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ θὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ διψάσει ποτὲ στὸν
αἰώνα˙ ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω θὰ μεταβληθεῖ μέσα του σὲ πηγὴ νεροῦ ποὺ
δὲν θὰ στερεύει, ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζει καὶ θὰ ἀναπηδᾷ καὶ θὰ τρέχει πάντοτε γιὰ νὰ
τοῦ μεταγγίζει ζωὴ αἰώνια)» [Ἰω. 4,14].
Καὶ
πολὺ λογικά. Διότι δὲν ἀπῆλθαν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συζητήσουν
μὲ τὸν Φαραώ, ὅπως θὰ ἔκανε ὁ Μωυσῆς, ἀλλὰ ἀπῆλθαν γιὰ νὰ παλέψουν μὲ τὸν ἴδιο
τὸν διάβολο. Καὶ μάλιστα τὸ πλέον θαυμαστό, ὅτι ὅταν ἀποστέλλονταν,
δὲν ἔφεραν ἀντίρρηση, οὔτε εἶπαν ὅτι ἔχουν ἀδύνατη φωνὴ καὶ ὅτι εἶναι
βραδύγλωσσοι. Διότι ὁ Μωυσῆς σὲ αὐτὸ ἐκπαίδευσε αὐτούς. Δὲν
εἶπαν ὅτι εἶναι νεώτεροι. Διότι ὁ Ἰερεμίας σωφρόνισε αὐτοὺς «καὶ
εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγὼ εἰμι (:Καὶ
ἐγὼ εἶπα τότε: "Ὦ Δέσποτα καὶ Κύριε, δὲν εἶμαι ἱκανὸς γιὰ τὸ ἔργο αὐτό,
διότι ἰδού, δὲν γνωρίζω νὰ ὁμιλῶ· εἶμαι ἄλλωστε καὶ μικρὸς κατὰ τὴν
ἡλικία")» [Ἰερ. 1,6].
Ἄν
καὶ ἄκουσαν πολλὰ φοβερά, καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ ἐκείνους ὅτι θὰ
ἀναλάμβαναν, ὅμως φοβοῦνταν νὰ ἔχουν ἀντιρρήσεις. Ἀπὸ αὐτὸ
εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ἄγγελοι φωτὸς ἦταν, καὶ τῶν ἄνω πραγμάτων ὑπηρέτες.
Καὶ σὲ ἐκείνους μὲν κανένας ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲν φαίνεται, διότι ἐπιδιώκουν ἀκόμα
τὰ γήινα· στοὺς μαθητὲς ὅμως, ἐπειδὴ ἀνῆλθε ἄνθρωπος ἄνω [:ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐννοεῖ ἐδῶ τὴν μὲ ἀνθρώπινο ἀλλὰ καὶ θεωμένο ταυτόχρονα σῶμα Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ], καὶ τὸ Πνεῦμα ἐκ τῶν ἄνω φέρεται, «ὥσπερ
φερομένης πνοῆς βιαίας (:μιὰ βοὴ σὰν φύσημα σφοδροῦ ἀνέμου)».
Μὲ αὐτὸ φανερώνεται ὅτι τίποτα δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντισταθεῖ σὲ αὐτούς,
ἀλλὰ ὅπως τὸ χῶμα διασκορπίζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι καὶ αὐτοὶ θὰ διασκορπίσουν
τοὺς ἀντίθετους.
«Καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι». Τὸ σπίτι ἦταν σύμβολο τοῦ κόσμου. «Καὶ κάθισε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς καὶ
συγκεντρώθηκε τὸ πλῆθος καὶ ἦταν ὅλοι κατάπληκτοι». Βλέπεις τὴν εὐλάβεια αὐτῶν
καὶ πὼς δὲν ἀποφαίνονται ἀμέσως, ἀλλὰ βρίσκονται σὲ ἀπορία; Καὶ ἐκεῖνοι οἱ
ἀγνώμονες ἀποφαίνονται λέγοντας ὅτι «ἔχουν πιεῖ πολὺ μοῦστο». Ἐπειδὴ
ἐπιτρεπόταν σὲ αὐτοὺς νὰ ἐμφανίζονται στὸν ναὸ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τρεῖς φορὲς
τὸν χρόνο, γι᾿ αὐτὸ κατοικοῦσαν ἐκεῖ ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη.
Πρόσεχε
ἀπὸ ἐδῶ τὸν συγγραφέα ὅτι δὲν τοὺς κολακεύει. Διότι δὲν εἶπε ὅτι ἀπεφάνθησαν,
ἀλλὰ τί; «Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτὴ συγκεντρώθηκε τὸ πλῆθος καὶ ἦταν ὅλοι
κατάπληκτοι». Δικαιολογημένα. Διότι νόμιζαν ὅτι ἡ ὑπόθεση θὰ τελείωνε
γι᾿ αὐτοὺς μὲ τὸ τίμημα ποὺ ἐπιχειρήθηκε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐξάλλου καὶ ἡ θλίψη τῆς συνείδησης συγκλόνισε τίς ψυχές τους,
ἐνῶ ἡ σφαγὴ βρισκόταν ἀκόμα στὰ χέρια τους καὶ τὰ πάντα φόβιζαν αὐτούς.
«Δὲν ἦταν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι;».
Καλὰ εἶπε ἔτσι· διότι ὁμολογοῦνταν ὅτι ἦταν Γαλιλαῖοι. Ἔτσι τρόμαζε αὐτοὺς ὁ
ἦχος, διότι καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς οἰκουμένης, ἀφίχθηκε ἐδῶ. Αὐτὸ ἐνδυνάμωνε τοὺς ἴδιους τοὺς ἀποστόλους,
διότι δὲν γνώριζαν νὰ μιλοῦν ποτὲ πρὶν Παρθικά, ἀλλὰ μάθαιναν τότε ἀπὸ ἐκείνους
νὰ μιλοῦν. Καὶ μνημονεύει ἐχθρικὰ σὲ αὐτοὺς ἔθνη, Κρῆτες,
Ἄραβες, Αἰγύπτιους, Πέρσες, φανερώνοντας ὅτι θὰ ὑπερισχύσουν σὲ ὅλους
αὐτούς.
Καὶ
ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν στὴν αἰχμαλωσία, ἦταν ἑπόμενο νὰ παρευρίσκονται μαζὶ μὲ
αὐτοὺς πολλοὶ ἀπὸ διάφορα ἔθνη κατὰ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἢ ὅτι καὶ πρὸς τὰ ἔθνη ἤδη
εἶχαν διασπαρεῖ οἱ δογματικὲς διδασκαλίες. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ καὶ ἀπὸ τὰ ἔθνη
παραβρίσκονται ἐκεῖ, ὅπως τοὺς μνημόνευσε προηγουμένως. Ἀπὸ παντοῦ
λοιπὸν εἶναι ἀναντίρρητη ἡ μαρτυρία ἀπὸ πολῖτες, ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀπὸ τοὺς
προσήλυτους. «Ἀκοῦμε νὰ ὁμιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες γιὰ τὰ
μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ». Διότι δὲν μιλοῦσαν ἁπλῶς, ἀλλὰ ἔλεγαν μερικὰ
ἀξιοθαύμαστα. Δικαιολογημένα λοιπὸν ἀποροῦσαν. Διότι ποτὲ δὲν συνέβηκε κάτι παρόμοιο. Πρόσεχε τὴν εὐγνωμοσύνη τῶν
ἀνθρώπων.
«Καὶ ἐκπλήσσονταν ὅλοι καὶ ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν·
«τί ἄραγε νὰ σημαίνει αὐτό; ἄλλοι εἰρωνεύονταν καὶ ἔλεγαν ὅτι ἔχουν πιεῖ πολὺ
μοῦστο». Πῶ, πῶ ἀναισχυντία! Ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ εἰρωνεύονταν. Καὶ τί τὸ θαυμαστό; Ἀφοῦ βέβαια καὶ τὸν ἴδιο τὸν
Κύριο, ὅταν ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες ἔλεγαν ὅτι ἔχει δαιμόνια [Ἰω.8,48: «ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον
ἔχεις; (: Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔλεγχο
ποὺ τοὺς ἔκανε, Τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι: "Ἀφοῦ τόσο περιφρονητικὰ
ἐκφράζεσαι γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες, καλὰ δὲν λέμε ἐμεῖς ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ
ὅτι ἔχεις δαιμόνιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐμπνέεσαι τὴν τρελὴ αὐτὴ ἰδέα ποὺ ἔχεις γιὰ
τὸν ἑαυτό σου;")»]. Διότι ὅπου ὑπάρχει ἀναισχυντία, ἕνα
μόνο ζητεῖ, νὰ πεῖ ὁτιδήποτε· ὄχι γιὰ νὰ πεῖ κάποιο πρᾶγμα λογικό, ἀλλὰ ἁπλῶς
νὰ πεῖ ὁτιδήποτε. «Ἔχουν πιεῖ πολὺ μοῦστο». Βεβαιότατα· διότι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν σὲ τόσους κινδύνους καὶ
γιὰ τὰ ἔσχατα ἔτρεμαν καὶ βρίσκονταν σὲ τόση λύπη, τέτοια τολμοῦν νὰ λένε. Καὶ πρόσεχε· ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀπίθανο καὶ ἐπειδὴ παραλογίζονταν μὲ ὅσα ἄκουγαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ ἑρμηνεύσουν
ἐπειδὴ εἶχαν κακὴ προαίρεση, καὶ ἔδειχναν ὅτι τάχα μέθυσαν,
τὸ καθετὶ ποὺ λένε, μὲ τὴν ποιότητα τὸ χρωματίζουν καὶ λένε: «ἔχουν πιεῖ
πολὺ μοῦστο».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ὁμιλία Δ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος
15, σελίδες 120-133 .
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων,
Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 76, σελ. 74-81 (ἤ: 34-37
του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0byzqkrkg4yklwtdfd0hhb3hlofk/view
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων
«Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ
ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων
«Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ
Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ
νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση
τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
•
Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν
κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη,
Ἀθήνα 2016
•
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient
greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia
Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh
Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
____________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»