Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Εἶχα τὴν χαρὰ νὰ διαβάσω τὴν ἐργασία τοῦ θεολόγου
Βασιλείου Τουλουμτσῆ μὲ τίτλο: «Τὸ Εκκλησιολογικό πλαίσιο και οι προϋποθέσεις
αποδοχής των αιρετικών σύμφωνα με τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η
πίστη ως θεμέλιο ενότητος της Εκκλησίας» (Αθήνα 2022). Στὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκτὸς
ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι χωρὶς τὴν ὀρθὴ πίστη ἑνότητα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κρυστάλλινη διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία σχετικὰ μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν ἀντιμετώπισή τους καὶ τὴν θαυμάσια ἀνάλυση τῶν σχετικῶν μὲ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεολογικῶν
θεμάτων, διαπίστωσα καὶ πολλὰ σημεῖα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀποτείχιση ὡς συνεχῆ
ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ στὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀποτείχιση
θέματα π.χ. Οἰκονομία καὶ Ἀκρίβεια.
Τὶς διαπιστώσεις μου αὐτὲς παρουσιάζω ἀμέσως παρακάτω
παραθέτοντας καὶ τὰ σχετικὰ χωρία ἀπὸ τὸ βιβλίο (με μπλέ), ὥστε κάποιος καὶ
δυνατότητα σύγκρισης νὰ ἔχει καὶ ἂν τυχὸν βρεῖ κάποιο λάθος μου νὰ μὲ
διορθώσει:
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δείχνει, ὅτι κανεὶς πραγματικὰ
εὐσεβὴς ἱερέας καὶ ἀρχιερέας δὲν ἀποφάσισε νὰ συμφωνήσει ἢ συμβιβάστηκε μὲ τὴν
αἵρεση ἔστω καὶ κατ’ οἰκονομία καὶ δὲν ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του ἢ συμφώνησε διὰ
σιωπῆς σὲ κάποιο αἱρετικὸ κείμενο (βλ. π.χ. Κολυμπάρι, Π.Σ.Ε.). Ἀντιθέτως ὅλοι διέκοψαν
κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐδῶ τοὺς Εἰκονομάχους (πρέπει
νὰ τονισθεῖ: πρὶν τὴν συνοδική τους καταδίκη) καὶ ἔφθασαν μέχρι τὸ σημεῖο νὰ
παραιτηθοῦν τῆς ἀρχιερωσύνης τους, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς σημερινοὺς ποὺ κάνουν τὰ
πάντα γιὰ μὴν χάσουν τὸν θρόνο τους.
Πρέπει μάλιστα νὰ τονισθεῖ, ὅτι ἕνα πατριαρχεῖο ποὺ
κοινωνοῦσε μὲ αἱρετικούς (καὶ πάλι, πρὶν τὴν καταδίκη τους) δὲν θεωρεῖτο
εὐσεβές. Ἀντιθέτως αὐτὸ τὸ πατριαρχεῖο (καθὼς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς), ποὺ διέκοπτε
τὴν κοινωνία καὶ προωθοῦσε τὴν σύγκλιση συνόδου πρὸς καταδίκη της, θεωρεῖτο
ὀρθόδοξο.
Ὁ χρονογράφος Θεοφάνης… σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά: «ὁ δὲ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ (σσ. πατριάρχης Γερμανός) δοῦλος μηδ’ ὅλως πεισθεὶς τῇ μυσαρᾷ κακοδοξίᾳ αὐτοῦ (σσ. τοῦ Αὐτοκράτορα), τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομήσας ἀπετάξατο τὴν ἀρχιερωσύνην ἐπιδοὺς τὸ ὠμοφόριον καὶ εἰπὼν μετὰ πολλοὺς διδασκαλικοὺς λόγους: “ἐὰν ἐγώ εἰμι Ἰωνᾶς, βάλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν. Χωρὶς γὰρ οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατόν μοι, ὦ βασιλεῦ“ καὶ ἀπελθὼν… εἰς τὸν γονικὸν οἶκον ἡσύχασεν“… Τα λοιπά πατριαρχεία τάχθηκαν αμέσως κατά του νεοφανούς εικονομαχικού διατάγματος, καταδικάζοντας την εικονομαχία και διακόπτοντας την εκκλησιαστική κοινωνία με το πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (σελ. 27).
Όταν ο άγιος Ταράσιος εξελέγη και χειροτονήθηκε
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, το πατριαρχείο της πρεσβυτέρας Ρώμης
είχε ήδη διακόψει την ευχαριστιακή κοινωνία με το πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως ένεκα της αίρεσης της εικονομαχίας… Στην απαντητική
επιστολή που στέλνει ο πάπας Αδριανός αφού του εκφράσει την χαρά του… για
το κοινό της πίστεως που επιβεβαιώθηκε από το περιεχόμενο της
επιστολής, του γνωστοποιεί παράλληλα ότι «ἡ καρδία ἡμῶν ἐλυπεῖτο περὶ τῆς
ἀναρμόστου παλαιᾶς ἐξ ἡμῶν διαστάσεως» αναφερόμενος ασφαλώς στην
ευχαριστιακή διάσταση και ακοινωνησία… Δηλώνει την συμπαράστασή του προς
τη σύγκλιση Οικουμενικής Συνόδου (σελ. 223)…
Αν ο Ταράσιος ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
εμφανιστεί όχι ως ομολογών την ορθόδοξη πίστη, αλλά ως συνεχιστής της
εικονομαχικής αίρεσης, τότε δεν μπορεί να δεχθεί την χειροτονία του και
επομένως να βρίσκονται σε εκκλησιαστική κοινωνία, εφόσον κανονικός
επίσκοπος είναι ο «κοινωνικός» επίσκοπος κατά τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή ο
έχων κοινή «πίστη» (σελ. 259)…
Ο Ιωάννης όμως ακολούθησε τη συμβουλή του πολιτικού
διοικητή της Καισαρείας της Παλαιστίνης, ο οποίος τον προέτρεψε: «εὶ θέλεις
καλῶς πράξαι καὶ τῆς ἐπισκοπῆς μὴ στερηθῆναι, μηδεὶς σὲ πείση Σευῆρον εἰς
κοινωνίαν δέξασθαι» (σελ. 311).
Ἡ Ἀποτείχιση δὲν εἶναι προϊὸν ὑπερορθοδόξου στάσεως
καὶ φρονήματος. Ἀντιθέτως γίνεται ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Σκοπὸς
τῆς διακοπῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση καὶ διὰ μέσου της τῆς
ἀποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα εἶναι πρωτίστως ὄχι ἡ τιμωρία
τους, ἀλλὰ ἡ δημιουργία δυνατότητας νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν, ἂν ἀπὸ σφάλμα
προσχώρησαν στὴν αἵρεση. Ἐπίσης σκοπὸς τῆς Ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ σωτηρία τῶν
πιστῶν διὰ τῆς ἀπομονώσεως καὶ μετὰ διὰ τοῦ θερισμοῦ τῶν ἀμετανόητων αἱρετικῶν/ζιζανίων
ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ μίας Συνόδου. Ἑνότητα καὶ εἰρήνη μπορεῖ νὰ
ὑπάρξει, μόνο μὲ βάση τὴν πατερικὴ διδασκαλία καὶ μόνο ἀφοῦ πρώτα οἱ
συμμετέχοντες στὴν αἵρεση μετανοήσουν εἰλικρινά. Μέχρι τότε ὄχι. Ὡς δὲ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ἀναγνωρίζεται μόνο ὁ "κοινωνικός" Ἐπίσκοπος δηλ. ὁ ἐπίσκοπος ποὺ δὲν κοινωνεῖ μὲ τὴμ αἵρεση καὶ μὲ τὸν ὁποῖον κοινωνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι. Δὲν ὑπῆρχε τότε ἐπίσκοπος ποὺ νὰ κοινωνοῦσε μὲ τοὺς Εἰκονομάχους καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ τὸν θεωροῦσαν εὐσεβῆ. Τὸ ἐπιχείρημα
αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν σχισματικῶν ποὺ ἔχει δυστυχῶς πιὰ γίνει
συνήθεια στὴν Ὀρθοδοξία χωρὶς ὅμως ἔστω κάποια μετάνοια τους. Μὲ τὴν μετάνοιά
τους ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν ἦταν ὅλοι αἱρετικοὶ ἀλλὰ πολλοὶ παρασύρθηκαν ἢ
ἐξεπατήθηκαν. Γίνεται ἑπομένως εὔλογα κατανοητό, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ μίας ἀτέρμονης
οἰκονομίας οὔτε τοὺς αἱρετικοὺς φέρει στὴν μετάνοια, οὔτε τὸ ποίμνιο
προστατεύει, ἀφοῦ αὐτὸ συνεχίζει νὰ κοινωνεῖ μαζί τους.
Το παραπάνω γεγονός και ο τρόπος διαίρεσης της
ενότητας της Εκκλησίας απεδείχθη ολοφάνερα κατά την διάρκεια των συζητήσεων
στις συνοδικές πράξεις της Εν Νικαία Συνόδου και της χρησιμοποίησης των
διαφόρων πατερικών χρήσεων. Αυτό που προέκυψε κατά ειλικρινή
ομολογία των μετανοημένων εικονομάχων επισκόπων, ήταν ότι στην σύνοδο
της Ιέρειας προσήχθησαν και αναγνώσθησαν… πλαστές επιστολές είτε κολοβωμένες
πατερικές επιστολές είτε παρερμηνευμένα ευαγγελικά και αποστολικά χωρία, είτε
κείμενα που αποκόπηκαν από την καθολικότητα και την γενικότερη συνάφεια (σσ. ὅπως πράττουν οἱ Οἰκουμενιστὲς δείχνοντας
ξεκάθαρα ὅτι εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ἀπατεῶνες) (σελ.
66)…
Η εκκλησιαστική ειρήνη ασφαλώς και δεν αναφέρεται σε
μία ειρήνη που βασίζεται στην όποια συμβιβαστική συμφωνία, αλλά αποτελεί
συνέπεια της ταυτογνωμίας επί της πίστεως, διότι αυτή δεν ενεργεί
συμφιλιωτικά, αλλά θεραπευτικά (σελ. 248).
Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑξῆς: Δὲν εἶναι
αὐτόματα ὀρθόδοξος, ὅποιος μιλάει ὀρθόδοξα καὶ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, ἀλλὰ αὐτὸς
ποὺ πράττει ὀρθόδοξα, δηλ. σὲ καιροὺς αἱρέσεως, αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὴν
κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς καὶ δὲν τοὺς μνημονεύει. Ὁ Ἱεράρχης δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ συμφιλιώνει ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ θεραπεύει. Ἔτσι ἀπομονώνει τὰ σεσηπότα μέλη τοῦ ποιμνίου του (αὐτοὺς δηλ. ποὺ κηρύττουν καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀποδέχονται τὴν αἵρεση) μέχρι αὐτὰ εἴτε νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν εἴτε νὰ ἀποκοποῦν συνοδικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀπομόνωση αὐτὴ γίνεται διὰ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ σκοπὸ ἔχει ὄχι μόνο τὰ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ τὴν προστασία τῶν ὑγιῶν μελῶν ἀπὸ τὴν μόλυνση ποὺ προκαλεῖ ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία. Ὅποιος νομίζει ὅτι δὲν θὰ μολυνθεῖ κοινωνώντας μὲ αἱρετικούς πλανᾶται πλάνη οἰκτρὰν θεωρώντας τὸν ἑαυτόν του δυνατότερον τῶν παλαιοτέρων Χριστιανῶν. Φυσικὰ δικαιολογεῖται μία
κάποια σύντομη χρονικὰ οἰκονομία, ἀλλὰ μία μακρὰ ὄχι, διότι ἀμέσως μετὰ ἀποδεικνύεται
περίτρανα, ὅτι εὐσεβὴς καὶ ταυτόχρονα κοινωνὸς μὲ τὴν αἵρεση δὲν γίνεται.
Ἡ σύνοδος… αναφερόμενη στους εικονομάχους σημειώνει: «ρήμασι
μὲν σχηματίζονται τὴν εὐσέβειαν, περὶ δὲν τὸν νοῦν κακουργοῦσι. καὶ
τοῖς χείλεσι ταύτην (την Παράδοση) τιμῶσι, τῇ δὲ καρδίᾳ πόῤῥω
ἀπέχουσιν ἀπ’ αὐτῆς, μὴ προσιέμενοι
δέχεσθαι τὴν ἐν παντὶ τῷ παρελθόντι χρόνῳ ὑπὸ τοσούτων ἁγίων
κεκρατηκυῖαν παράδοσιν» (σελ. 70)… Αξίζει να σημειωθεί ότι για τον Μ. Βασίλειο
ο όρος «κανονικός» ταυτίζεται νοηματικά με τον όρο «κοινωνικός, που σημαίνει
ότι τίθεται στην βάση της κοινής πίστης:… «εἰ γὰρ ὡς ὀρθοδόξοις κοινωνοῦσι,
τίνος ἕνεκεν ὡς αἱρετικοῖς ἐπέρχονται; Εἰ δὲ αἱρετικοὺς ὑπειλήφασι, πῶς τὴν κοινωνίαν αὐτῶν οὐκ ἐκτρέπονται;» (σελ. 71, υποσημ. 140).
Ὅποιος (ἀρχι)ἱερέας εἶναι ἀσταθὴς καὶ συμβιβάζεται μὲ
τὰ κακῶς κείμενα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ κρατήσει τὴν θέση του, καταδικάζεται ἀπὸ
τοὺς πατέρες. Τώρα γιατὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ ὄχι μόνο δὲν καταδικάζουν
τέτοιους (ἀρχι)ἱερεῖς, ἀλλὰ τοὺς ἔχουν καὶ ὡς παράδειγμα, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο
παρὰ ἀπόδειξη τῆς καταπτώσεώς μας. Πρέπει δυστυχῶς πάλι νὰ τονιστεῖ: Ἡ ἀστάθεια
τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν εἶναι αὐτὴ ποὺ διχάζει τὸ ποίμνιο καὶ ὄχι ἡ
στάση αὐτῶν ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ὀρθοτομήσουν. Ἄρα πῶς δικαιολογεῖται μία κατ’
οἰκονομία κοινωνία μαζί τους, ποὺ μᾶς καθιστᾶ αὐτόματα συνυπεύθυνους τῆς
συγχύσεως καὶ τῆς διαιρέσεως τοῦ ποιμνίου;
Ο Μ. Βασίλειος καταδικάζει την αστάθεια στην πίστη, που χαρακτήριζε κάποιους «καιροσκόπους»
επισκόπους των οποίων η μόνιμη έγνοια ήταν απλώς να ταυτίζονται με τις
επικρατέστερες εκκλησιαστικές τάσεις, άσχετα αν αυτές εξέφραζαν ερμηνευτικά
προβλήματα έως και αιρετικές θέσεις με σκοπό ασφαλώς την παραμονή τους στους
επισκοπικούς θρόνους. Καταδικάζει την αστάθεια διότι δημιουργεί κλίμα
αφερεγγυότητας, καθώς οδηγεί το εκκλησιαστικό σώμα στην διαίρεση και
απειλεί την εκκλησιαστική ενότητα (σελ. 281)…
Η αδιάφορη και ασυνεπής στάση των
επισκόπων έναντι της Εκκλησίας, δεν αποτελεί μία ουδέτερη και άνευ συνεπειών
κατάσταση. Αποτελεί μία ολόπλευρα αρνητική στάση, η οποία εν τέλει
ευθύνεται ως πρωταρχική αιτία της αλλοτρίωσής τους από το φρόνημα και την
εκκλησιαστική ζωή της Εκκλησίας (σελ. 318).
Καὶ ὅμως. Παρόλα τὰ παραπάνω συμπεράσματα, παρόλες τὶς
τόσες ἐκκλησιαστικὲς καὶ πατερικὲς πηγὲς ποὺ ἀποδεικνύουν ἀκράδαντα ὅτι, ὅταν
ὑπάρχει αἵρεση, δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐμεῖς κλείνουμε
τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ μάτια μας καὶ ἀσχολούμεστε μὲ ἄλλα θέματα (ταυτότητες κλπ.), ἐφευρίσκουμε οἰκονομίες, δικαιολογίες, προφάσεις
καὶ συνεχίζουμε τὴν ζωή μας ὡς μηδὲν γενόμενο. Εἴθε τὸ θαυμάσιο αὐτὸ βιβλίο καὶ
τὰ συμπεράσματα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ αὐτὸ νὰ γίνει ἀφετηρία ἀλλαγῆς στάσης τῶν
Χριστιανῶν.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου