Ἀθηνᾶ Χατζῆ γεννήθηκε στά Γιάννενα ἀπό εὐλαβεῖς καί εὐπόρους γονεῖς τό ἔτος 1895. Παντρεύτηκε ἀλλά μετά ἀπό δυό χρόνια πέθανε ὁ σύζυγός της. Ἔκτοτε ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀφιερωμένη ζωή.
Κατά τήν περίοδο τοῦ δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου ἡ Ἀθηνᾶ Χατζῆ ἐπέδειξε ποικίλη δράση καί μεγάλη προσφορά. Βοήθησε μέ σπάνια αὐτοθυσία στό Νοσοκομεῖο Χατζηκώστα τῶν Ἰωαννίνων. Φρόντιζε τούς τραυματίες στρατιῶτες μας πού τούς ἔφερναν ἀπό τό μέτωπο. Δέν ὠλιγόρησε ποτέ. «Καί τή νύχτα νά μέ εἰδοποιῆτε», ἔλεγε, «νά βοηθήσουμε τούς στρατιῶτες μας, τούς ἥρωές μας. Ἀξίζει κάθε θυσία γιά τήν Πατρίδα». Τήν ἀπεκάλεσαν «Μάννα τοῦ στρατιώτη» καί τῆς ἀπένειμαν τιμητική πλακέτα, ἡ ὁποία ὑπάρχει στό μοναστήρι τῆς Φανερωμένης στήν Σαλαμῖνα. Ἀκόμη καί Ἰταλούς καί Γερμανούς στρατιῶτες φρόντισε. Κάποιοι ἦταν βαρειά τραυματισμένοι καί ἀπό τίς περιποιήσεις της γλύτωσαν ἀπό ἀναπηρίες ἢ καί ἀπό θάνατο.
Κάποιοι Γερμανοί ὅμως, ἐπειδή φανερά ὑπεστήριζε ὅτι ἄδικα ἐκηρύχθη αὐτός ὁ πόλεμος κατά τῆς Ἑλλάδος, ἀπεφάσισαν νά τήν συλλάβουν. Τήν παρακολούθησαν καί ἔστειλαν κάποια ἡμέρα ἀπόσπασμα στό σπίτι της γιά τήν σύλληψή της. Ὅταν κτύπησαν τήν πόρτα της, ἡ Ἀθηνᾶ Χατζῆ βγῆκε καί τούς ρώτησε τί θέλουν; Ὁ ἐπί κεφαλῆς ἄλλαξε χρῶμα σάν τήν εἶδε. Ἀναγνώρισε στό πρόσωπό της τή νοσοκόμα πού τόν περιποιεῖτο στό “Χατζηκώστα” ὅταν αὐτός ἦταν βαρειά τραυματισμένος. Καθόταν καί τίς νύχτες κοντά του προσφέροντάς του μέγιστες περιποιήσεις καί ἔτσι σώθηκε ἀπό βέβαιο θάνατο. Ὄχι μόνο δέν τήν συνέλαβε ἀλλά ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τήν εὐεργέτιδά του τήν πῆρε παράμερα, τῆς ἀνέφερε τήν ἐντολή τῆς συλλήψεώς της καί τῆς ὑπέδειξε νά κρυφθῆ γιά λίγες μέρες.
Κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930 μαζί μέ ἄλλες εὐσεβεῖς κυρίες τῶν Ἰωαννίνων δημιούργησαν σύλλογο μέ τό ὄνομα «Παντάνασσα», στόν ὁποῖον διετέλεσε πρόεδρος μέχρι τό 1975 πού ἔγινε μοναχή. Ὁ σύλλογος εἶχε στόχους φιλανθρωπικούς. Βοηθοῦσαν πτωχές οἰκογένειες, πάντρευαν πτωχά κορίτσια, διέθεταν χρήματα καί σπούδαζαν πτωχά παιδιά πού εἶχαν ζῆλο γιά μάθηση. Δέν παρέλειπαν νά βοηθοῦν στό κτίσιμο καί ἐξωραϊσμό ναῶν.
Ἡ Ἀθηνᾶ Χατζῆ ἔδειξε ὑπερβολικό ζῆλο καί ἐργαζόταν χωρίς νά κουράζεται ἐπί πολλές ὧρες, γιά νά ἔχη ἐπιτυχῆ ἀποτελέσματα ὁ σύλλογος. Ἄλλωστε δέν ἦταν δεσμευμένη μέ ἄλλες ὑποχρεώσεις. Διέθεσε δέ γιά τούς σκοπούς τῆς «Παντάνασσας» μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας της.
Εἶχε μεγάλο ζῆλο γιά τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν θεία Λειτουργία. Ἔλεγε συχνά: «Πόση δύναμη παίρνω, ψυχή μου, (ἔτσι ἀποκαλοῦσε τόν συνομιλητή της) ἀπό τήν θεία Μετάληψη! Ὅταν σκέπτωμαι ὅτι σέ λίγες ἡμέρες θά κοινωνήσω, αὐτό μέ βοηθάει νά προσέχω, ὥστε νά μήν ἁμαρτάνω. Τί μεγάλο δῶρο τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ ἡ θεία Μεταλαβή!».
Τό ἔτος 1975 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν ἡ Ἀθηνᾶ ἔγινε μοναχή στό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Φανερωμένης στήν Σαλαμῖνα, μέ τό ὄνομα Ἄννα. Ἐκοιμήθη τό ἔτος 1987 σέ ἡλικία 92 ἐτῶν καί ἄφησε παράδειγμα μοναχῆς ἐνάρετης μέ ὁσιακά τέλη ζωῆς.
Τήν Ἀθηνᾶ Χατζῆ ἐγνώρισε καί ὁ γέροντας Παΐσιος ὅταν μόναζε στό Στόμιο. Τόν ὡδήγησε ὁ Θεός στό σπίτι της στά Γιάννενα χωρίς νά τήν γνωρίζη, γιά νά τήν διδάξη τήν μοναχική ζωή. Διηγεῖτο πολλά ἐπαινετικά καί ἀξιοθαύμαστα γι᾽ αὐτήν. Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.