Ἀνδρέας Θεοδώρου
Ὠδὴ Δ΄. Ὁ Εἱρμὸς
«Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τή ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα, Χριστέ, τή δυνάμει σου».
Αὐτός πού κάθεται στήν Τριαδικὴ δόξα τῆς θεότητος, ἦλθε μέσα σὲ κούφη (ἐλαφριά) νεφέλη, ὁ Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, ὁ ὁποῖος μὲ τή δύναμη τῆς ἀκήρατης παλάμης του ἔσωσε (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) αὐτούς πού κραυγάζουν δόξα, Χριστέ, στήν θεία σου δύναμη.
Ἡ δόξα πού ἀποῤῥέει ἀπὸ τή Θεία οὐσία εἶναι κοινὴ καὶ εἰς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κάθε Θεία ὑπόσταση εἶναι σὲ ἴσο μέτρο φορέας ὁλόκληρης τῆς Θείας δόξας, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες δύο ὑποστάσεις τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατὴρ δοξάζεται ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ἡ ὅποια μείωση τῆς Θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση καὶ τοῦ τριαδικοῦ τῶν προσώπων ἀξιώματος, ὑποβάθμιση καὶ κατάργηση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἰσοτιμίας στήν Τριάδα.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στή γῆ χωρὶς νά χάσει τίποτε ἀπὸ τὸ τριαδικὸ του ἀξίωμα. Ἦλθε ντυμένος ὁλόκληρη τή δόξα του, ἂν καὶ αὐτὴ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ παραπέτασμα τῆς σάρκας, τὴν ὁποίαν αὐτοβούλως προσέλαβε. Αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶχε ἡ κένωση τοῦ Λόγου στό πεδίο τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως: ἀπόκρυψη τῆς τριαδικῆς δόξας καὶ παράλληλα ἀμφίεση τῆς ταπεινώσεως τῆς φτωχῆς καὶ ἐπίκηρης ζωῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ θεοδύναμο πλέγμα ἀνυψώνεται ἡ ταπείνωση τῆς γῆς, ἐγκεντρίζεται στήν ἄφθινη δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ φτωχὸς ἄνθρωπος γίνεται ὁμόθεος, ἐξυψώνεται καὶ λαμπρύνεται ἡ κτίση, ἀνακεφαλαιώνεται ἡ πλάση ὁλόκληρη.
Ὁ Χριστός, ὁ ἔνδοξος Λόγος τοῦ Πατρός, ἦλθε στή γῆ ἐπιβαίνων
στήν κούφη (ἐλαφριά) νεφέλη τῆς Παρθένου. Τὸ ὄχημά του ἦταν ἡ ταπεινὴ Κόρη τῆς Ναζαρέτ, τὴν Ὁποία δέν βάρυνε κανένα στοιχεῖο τῆς φθορᾶς. Μὲ αὐτὴν ἔκαμε τὴν εἴσοδό του στόν κόσμο ὁ ἄϋλος καὶ ἀναφὴς Θεός, ὁ πληρῶν καὶ συνέχων “παλάμῃ” τὰ σύμπαντα. Καὶ ἦλθε μὲν κατὰ τὰ φαινόμενα ὡς ἕνας ταπεινὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος, ντυμένος τή στέρηση καὶ τὴν κακοπάθεια τοῦ ἀνθρωπίνου πλάσματος· ὅμως παράλληλα ἦταν καὶ ὁ κραταιὸς δυνάστης καὶ Κύριος, ὁ Ὁποῖος μὲ τή ζωαρχικὴ παλάμη του συνέτριψε τὰ κλεῖθρα τῆς φθορᾶς, χαρίζοντας στόν ἄνθρωπο, ποὺ ἀναγνωρίζει καὶ ἀνυμνεῖ τὴν ἄπειρη δόξα του, λύτρωση ἀψευδῆ, σώζοντάς τον ἀπὸ τὸ θανατερὸ τῆς ἁμαρτίας ἀγκάλιασμα.Τροπάρια
«Ἐν φωναῖς ᾀσμάτων πίστει, σοὶ βοῶμεν Πανύμνητε· Χαῖρε πῖον ὄρος, καὶ τετυρωμένον ἐν Πνεύματι· χαῖρε λυχνία καὶ στάμνε, Μάννα φέρουσα, τὸ γλυκαῖνον τὰ τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια».
Μὲ ἄσματα δυνατά πού βγαίνουν ἀπὸ τὴν πιστεύουσα καρδιά μας, σοῦ φωνάζουμε Πανύμνητε· χαῖρε σύ πού εἶσαι ὄρος εὔφορο, τὸ ὁποῖον τυρώθηκε στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· χαῖρε σύ, ποὺ εἶσαι ἡ ἑπτάφωτη λυχνία καὶ ἡ στάμνα πού φέρει μέσα της τὸ Μάννα τῆς ζωῆς, ἡ γεύση τοῦ ὁποίου γλυκαίνει τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τῶν εὐσεβῶν, ποὺ πιστεύουν στή δόξα σου.
Μὲ ἄσματα πολλά πού διαδονοῦν τοὺς θαλάμους τῆς ψυχῆς τους, ὅσοι ἀποδέχονται τὸ θεομητορικὸ θαῦμα, ὅσοι πιστεύουν στό ἀπερινόητο θεανδρικὸ μυστήριο, ἐκσποῦν σὲ ἀνύμνηση τῆς Θεοτόκου. Τὴν προσφωνοῦν σὰν «ὄρος πῖον καὶ τετυρωμένον ἐν Πνεύματι». Σὰν βουνό, τὸ ὁποῖον ἐπίανε ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως τὸ φυσικὸ γάλα μετὰ ἀπὸ κατάλληλη διεργασία πήζει καὶ γίνεται τυρί, ἔτσι καὶ στό θαῦμα τῆς Παρθένου, ἡ ὑπόσταση τῆς περίσεμνης Κόρης, ἀφοῦ δέχτηκε τὸ γάλα τῆς Θεότητος μέσα της μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σὲ τυρὶ χάριτος καὶ χαρᾶς, ποὺ τρέφει καὶ πιαίνει ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τὸ γεύονται.
Τὴν προσφωνοῦν ἐπίσης σὰν λυχνία, σὰν τὴν ἑπτάφωτη χρυσῆ ἐκείνη πού βρισκόταν στή Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, καὶ σὰν στάμνα πού φέρει μέσα της τὸ Μάννα τῆς ζωῆς. Ὅπως δηλαδὴ στήν παλαιὰ ἐποχὴ οἱ Ἰσραηλίτες κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ διατηροῦσαν σὲ εἰδικὴ στάμνα πού λεγόταν «μανναδόχος», μέρος ἀπὸ τὸ Μάννα μὲ τὸ ὁποῖον ἔτρεφε ὁ Θεὸς τὸ λαὸ κατὰ τὴν περιπλάνησή του στήν ἔρημο, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος παρομοιάζεται μὲ στάμνα πού φέρει μέσα της τὸ Μάννα τοῦ Θεοῦ, τὸν προαιώνιον τοῦ Πατρὸς Λόγο, ὁ Ὁποῖος ἦλθε καὶ κρατήθηκε στό ἀπαστράπτον δοχεῖο τῆς Παρθένου. Καὶ ὅπως oἱ Ἰσραηλίτες δέχονταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ παλαιὸ Μάννα πού ἦταν τροφὴ πολὺ εὐχάριστη καὶ γευστική, ὥστε νά ἀποροῦν καὶ νά δοξάζουν τὸν Θεό, ἔτσι καὶ ὁ νέος τῆς χάριτος Λαός, οἱ Ἰσραηλίτες τῆς Νέας Διαθήκης γευόμενοι τὸ νέο Μάννα τῆς ζωῆς, τὸν ἄρτο πού κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ γεωργήθηκε στή μήτρα τῆς Ἀπειρογάμου, αἰσθάνονται γλυκύτητα στά πνευματικὰ τους αἰσθητήρια, δοξάζουν τὸ ἄπειρο θαῦμα τῆς ζωῆς, ἐκπλησσόμενοι διὰ τὴν ὑψίστη καὶ μεγάλη δωρεά!
*
«Ἱλαστήριον τοῦ κόσμου, χαῖρε, ἄχραντε Δέσποινα· χαῖρε κλῖμαξ γῆθεν, πάντας ἀνυψώσασα χάριτι· χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως ἡ μετάγουσα, ἐκ θανάτου πάντας πρὸς ζωὴν τοὺς ὑμνοῦντάς σε».
Χαῖρε, ἄχραντε Δέσποινα, ποὺ εἶσαι τὸ ἱλαστήριο τοῦ κόσμου· χαῖρε κλίμακα πού μὲ τή χάρη σου ἀνύψωσες ὅλους ἀπὸ τή γῆ στόν οὐρανό· χαῖρε ἡ γέφυρα πού πραγματικὰ μετάγεις ἀπὸ τὸ θάνατο στή ζωὴ ὅλους πού μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια σὲ ἀνυμνοῦν.
Καὶ πάλιν ἐδῶ ἡ ἰδέα τοῦ διὰ τῆς Θεοτόκου ἐξιλασμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἰδέες αὐτὲς εἶναι φυσικὸ νά συνωθοῦνται στόν κάλαμο τοῦ ποιητή καὶ νά ἐπιζητοῦν τὴν ἔκφρασή τους. Ἡ Θεοτόκος εἶναι πραγματικά, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐξιλαστήριον τοῦ κόσμου. Ὁ Υἱὸς της ἐξιλέωσε τὸν ἅγιο Θεὸ διὰ τὰ πολλὰ τοῦ κόσμου παραπτώματα, διὰ τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὶς ἐνοχὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ πέτυχε μὲ τὸ λυτρωτικὸ ἔργο του, τὸ σεπτὸ πάθος καὶ τὸ θάνατό του, ἀνοίξας τὸ δρόμο πού ὁδηγεῖ πίσω στόν Θεό.
Στή συνέχεια ὁ ποιητὴς παρομοιάζει τὴν Παρθένο μὲ κλίμακα καὶ γέφυρα. Ὅπως ἡ κλίμακα ἐκείνη πού εἶδε στόν ὕπνο του ὁ Ἰακώβ, τὸ ἕνα της σκέλος εἶχε στή γῆ καὶ τὸ ἄλλο στόν οὐρανό, ἑνώνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ δύο μέρη, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν ἄγγελοι, ὑμνολογώντας τὸν Θεό, ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, σὰν ἄλλη νοητὴ κλίμακα, ἀνυψώνει μὲ τή χάρη της ἀπὸ τή γῆ καὶ μεταφέρει στόν οὐρανὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὅμοια ἡ περίσεμνη Κόρη εἶναι ἡ νοητὴ γέφυρα πού ἁπλώθηκε στήν ἄβυσσο πού ἄνοιξε ἡ ἀποξένωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔστρωσε τὸ χάσμα, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι νά μεταφερθοῦν ἀπὸ τή σκοτεινή χώρα τοῦ θανάτου, ποὺ δημιούργησε τὸ ἀλόγιστο πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ, στή φωτεινὴ χώρα τῆς ζωῆς. στήν ὁλόφωτη χώρα τοῦ Θεοῦ θὰ περαιωθοῦν φυσικὰ ὅλοι ἐκεῖνοι πού ὑμνολογοῦν τή Μητέρα τῆς ζωῆς. Τή γεφύρωση, βέβαια, αὐτή πέτυχε ὁ Χριστὸς στό θεανδρικὸ του Πρόσωπο, ὁ Ὁποῖος ἅπλωσε τὶς παλάμες στό σταυρὸ καὶ «ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα», δηλαδὴ Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, τοὺς ὁποίους ἀποξένωσε ἡ ἀποστασία τοῦ Γενάρχη. Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνῆλθαν ἡ θεότητα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα σὲ μία ἀσύγχυτη καὶ ἀδιάσπαστη ἕνωση, καταργήθηκε τὸ φράγμα τῆς ἐχθρότητας καὶ ὁ ἄνθρωπος, παιδὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό, γύρισε πίσω στόν Πατέρα, ποὺ τὸν δέχτηκε μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη στό πατρικὸ σπίτι του.
*
«Οὐρανῶν ὑψηλότερα, χαῖρε γῆς τὸ θεμέλιον, ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε, ἀκόπως βαστάσασα· χαῖρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα, ἐξ αἱμάτων σου τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων».
Σύ πού εἶσαι ὑψηλότερη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, χαῖρε Ἄχραντε, ποὺ στή γαστέρα σου βάσταξες χωρὶς κόπον αὐτόν πού εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ κόσμου. Χαῖρε, κογχύλη πού μὲ τὸ αἷμα σου ἔβαψες τή θεία πορφύρᾳ, ποὺ φόρεσε ὁ βασιλεὺς τῶν δυνάμεων.
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Παρθένου εἶναι ἀσύγκριτο. Ἡ δόξα της ὑπερβάλλουσα. εἶναι ἡ ἄνασσα τῶν οὐρανῶν, ἡ βασίλισσα ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Ὁ λόγος τοῦ ἄφθιτου αὐτοῦ μεγαλείου, τῆς μεγάλης αὐτῆς καὶ ἀξεπέραστης δόξας, εἶναι τὸ θεομητορικὸ θαῦμα της. Ὁ ὑμνωδὸς τή χαιρετίζει ὡς οἰκοδομή, στήν ὁποία χωρὶς κόπο κατατέθηκε καὶ χώρεσε τὸ θεμέλιο τοῦ κόσμου, ὁ ποιητὴς τοῦ παντός. Ὁ Λόγος «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», στόν Ὁποῖον ὑπάρχουν οἱ “λόγοι” ὅλοι τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος, ἦλθε καὶ χώρεσε μέσα σὲ μιὰ μικρὴ μήτρα, σ’ ἕνα χωρίο ταπεινὸ καὶ ὁλοκάθαρο. Καὶ ἦταν φυσικὸ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ τριαδικὴ αἴγλη καὶ λαμπρότητα πού ἦταν ἀΐδιο καὶ ἀναφαίρετο κτῆμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, νά μεταφερθεῖ καὶ νά χωρέσει στήν εὐλογημένη Μητέρα, τὴν ὁποίαν αὐτόματα ἀνέδειξε κέντρο φωτοβόλο τῆς μακαρίας καὶ ἄφθιτης τριαδικῆς δόξας. Τὸ θαῦμα δέν εἶναι μικρό, ἀλλὰ παμμέγιστο, παρ’ ὅλον ὅτι μὲ τὰ φτωχικὰ μέτρα τῆς ἐπίκηρης φύσεώς μας ἀδυνατοῦμε νά τὸ συλλάβουμε καὶ νά τὸ κατανοήσουμε. Τὸ δεχόμαστε ἁπλὰ μὲ πίστη καὶ τὸ προσκυνᾶμε μὲ ἱερὴ φρικίαση καὶ εὐλάβεια.
Τὴν χαιρετίζει ἐπίσης σὰν κογχύλη πού μὲ τὸ χρῶμα της -τὰ ἁγνὰ της παρθενικὰ αἵματα- ἔβαψε τὴν πορφύρα, τὸ βασιλικὸ φόρεμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ φόρεσε φανείς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ βασιλικὴ αὐτὴ ἀμφίεση ἦταν ἡ θεοϋπόστατη ἀνθρωπίνη φύση πού κυοφορήθηκε μέσα της μὲ τή δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ φύση ἡ ὁποία, μὲ τή σειρά της, ἔμελλε νά βάψει μὲ τὰ αἵματά της τὸ ζωοποιὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά τὸ καταστήσει φοβερὸ στούς δαίμονες, συντριπτικὸ τῶν ἀντιθέων δυνάμεων τῆς ἀποστασίας τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Στό αἷμα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὑφαίνεται ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἁγνὸ αἷμα τῆς Παρθένου, ὡς δυνατότητα καταβολῆς τῆς φύσεως, καὶ τὸ ἄσπιλο αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέλαβε, ὡς δυνατότητα τοῦ μυστηρίου τῆς λυτρώσεως, ἀποτελοῦν τὰ δύο ναὶ τῆς ἄπειρης εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ πεσμένου του πλάσματος. Ὦ θεοχώρητο καὶ ἄχραντο μυστήριο! Ποία γλῶσσα ἀνθρωπίνη μπορεῖ, Παρθένε, νά ἀνυμνήσει τὰ μεγαλεῖα σου, νά πλέξει τὸ ἐγκώμιό σου πού ἀγγίζει καὶ ὑπερβαίνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀναλύεται στόν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου;
*
«Νομοθέτην ἡ τεκοῦσα, ἀληθῶς, χαῖρε Δέσποινα, τὸν τάς ἀνομίας, πάντων δωρεὰν ἐξαλείφοντα· ἀκατανόητον βάθος, ὕψος ἄῤῥητον, ἀπειρόγαμε, δι’ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν».
Χαῖρε Δέσποινα, σύ πού ἐγέννησες ἀληθῶς τὸν Νομοθέτην Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐξαλείφει χωρὶς κανένα ἀντάλλαγμα τίς ἀνομίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων· ὑμνοῦμεν σέ, ἀπειρόγαμε, ποὺ εἶσαι βάθος ἀκατανόητο καὶ ὕψος ἀνέκφραστο καί πού ἔγινες ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας θεώσεως.
Ἡ παραβάση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ μᾶς κατέστησε ὅλους ἐνόχους ἐνώπιον τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης του. Μᾶς κατέστησε παραβάτες τοῦ νόμου του, ὑπευθύνους τιμωρίας καὶ κυρώσεων. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινὸς καὶ ἀκριβοδίκαιος νομοθέτης. Ὁ νόμος του ἐκφράζει τὸ ἅγιο θέλημά του, τή θεία του ἐνέργεια, ποὺ ῥυθμίζει, διέπει, κυβερνᾶ καὶ συνέχει τὰ ὄντα πάντα καὶ ἰδιαίτερα τὶς λογικὲς φύσεις. Σ’ αὐτὲς συγκαταλέγεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πλάστηκε νοερὸς καὶ ἐλεύθερος καὶ στή λογικὴ του συνείδηση ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς δὲ τῆς ζωῆς του εἶναι νά θέλει καὶ νά τελεῖ ἀβίαστα τὸ θέλημα τοῦ Πλάστῃ του, ποὺ παίρνει τή μορφή νόμων πού πρέπει αὐτὸς μὲ ἀγάπη καὶ μὲ εὐλάβεια ν’ ἀκολουθεῖ. Ἂν δέν κάνει αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἂν ἀντίθετα καταπατεῖ ἀναιδῶς τή θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματα τοῦ πλαστουργοῦ του, καθίσταται ἔνοχος ἀπέναντι στό θεῖο Νομοθέτη καὶ φυσικὰ ὑπόλογος καὶ τιμωρίας ἄξιος. Δέν ὑπάρχει ἄλλη διαφυγή. Ὅσοι ἀνόμως ἥμαρτον ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι τὸ ἀλφαβητάρι τῆς ἠθικῆς τῶν ἀνθρώπων ζωῆς. Ὁ Θεὸς ὅμως δέν ἀντιμέτρησε τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του μὲ τή φύσῃ καὶ τὴν ἔκταση τῶν ἁμαρτημάτων τῶν ἀνθρώπων. Γνωρίζοντας τὴν ἀσθένεια τοῦ πλάσματος καὶ ὅτι οἱ πολλὲς παραβάσεις του, ἂν μετριοῦνταν κατὰ λόγο δικαιοσύνης, θὰ τὸ ἀφάνιζαν, ἦλθε ὁ Ἴδιος καὶ σήκωσε τὸ προσωπικὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἔσχισε τὸ χρεοφειλέσιο πού ὑπέγραψε ἡ Εὔα στήν Ἐδέμ, καὶ ἔδωσε δωρεὰν ἄφεση σὲ ὅλα τὰ πλάσματά του, ποὺ τὰ βάρυνε τόση κακοπραγία καὶ ἀθλιότητα. Τιμωρήθηκε αὐτὸς γιά ἐκεῖνα, γιά νά ζήσουν ἐλεύθερα πιὰ στό φωτεινὸ χῶρο τῆς μεγάλης του θυσίας.
Αὐτὸ φυσικὰ συνιστᾶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού δέν μπορεῖ νά μετρηθεῖ καὶ νά ἐκτιμηθεῖ μὲ τὰ κοινὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Συνιστᾶ μυστήριο βαθὺ καὶ ὑψηλό πού δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ μὲ λόγια ἀνθρώπινα, μυστήριο ἀνεξιχνίαστο καὶ ἀνερμήνευτο. Πίσω δὲ στό μυστήριο αὐτὸ βρίσκεται ἡ περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στήν ἀνθρωπότητα τὸν ἄφθαρτο Τόκο της, ὡς δωρεὰν τοῦ ἀπύθμενου κλέους καὶ τῆς ἄφθαρτης δόξας της. Ἔτσι ἡ Μάννα πού ἀγάπησε τὸν Υἱὸν της, ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου καὶ τὰ παιδιὰ Ἐκείνου πού γέννησε στή μήτρα τῆς χάριτός του, προστατεύοντάς τα μὲ τή δαψίλεια τῶν εὐλογιῶν τοῦ θεομητορικοῦ της θαύματος. Ἡ ἀπειρόγαμος, τέλος, Μητέρα τοῦ Θεοῦ δέν συνήργησε ἁπλὰ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἔγινε συνάμα αἰτία θεώσεως τῶν ἀνθρώπων. Στό θαῦμα τῆς Παρθένου οἱ πιστοί, συνενούμενοι στενὰ καὶ ζυμωνόμενοι μὲ τὴν ἄφθαρτη χάρη, γίνονται καὶ αὐτοὶ ζύμη θεότητος, ἐνέργεια Θεία καὶ φῶς καὶ ἀϊδιότητα ζωῆς στόν ἄφθαρτον αἰῶνα τοῦ Θεοῦ!
*
«Σὲ τὴν πλέξασαν τῷ κόσμῳ, ἀχειρόπλοκον στέφανον, ἀνυμνολογοῦμεν χαῖρε σοὶ Παρθένε κραυγάζοντες, τὸ φυλακτήριον πάντων, καὶ χαράκωμα, καὶ κραταίωμα καὶ ἱερὸν καταφύγιον».
Ἀνυμνολογοῦμεν σὲ πού ἔπλεξες γιά τὸν κόσμο στεφάνι πού δέν τὸ ἔφτιαξαν χέρια ἀνθρώπινα. Σοῦ ἀπευθύνουμε τὸ χαῖρε, Παρθένε, ποὺ εἶσαι τὸ φυλακτήριο ὅλων, τὸ χαράκωμα καὶ τὸ κραταίωμα καὶ τὸ ἱερὸ (τῶν ἀνθρώπων) καταφύγιο.
Ὁ ποιητὴς ἐπανέρχεται καὶ πάλιν στήν ἰδέα τοῦ παρθενικοῦ Τόκου τῆς Μαρίας. Τὸν παρομοιάζει μὲ στεφάνι πού δέν ἔπλεξαν χέρια ἀνθρώπινα, ἀλλ’ ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ἡ Παναγία ἐστεφάνωσε τὸν κόσμο, γιά νά τὸν στολίζει, νά τὸν ὀμορφαίνει καὶ νά μυρίζει τή ζωή του μὲ τὰ λουλούδια τῆς χάριτος καὶ τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δόξα τοῦ κόσμου. Ἀπὸ Αὐτὸν προῆλθε καὶ σ’ Αὐτὸν καταλήγει ἡ πλάση ὁλόκληρη. Εἶναι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς κτίσεως. Ἔξω ἀπὸ Αὐτὸν ὁ κόσμος δέν ἔχει νόημα καὶ σκοπό. Εἶναι μία μᾶζα σκοτεινή, ἄμορφη καὶ ἀδιάγνωστη. Ἀπὸ τότε πού ἄλλαξε στήν Ἐδὲμ ἡ ἀρχέγονη θεομορφία του, κατέστη σκοτεινὸς καὶ ἀγνώριστος. Ἄλλαξε τὸ στεφάνι τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πυκνὸ στεφάνι τοῦ θανάτου, τὰ λουλούδια τῆς ἀρχέγονης χάριτος μὲ τὰ πικρὰ ἀγκάθια τῆς φθορᾶς, τὴν πρώτη του ὀμορφιὰ μὲ τὴν ἀσχήμια τοῦ διαβόλου. Ἡ Μαρία ὅμως κατέβασε ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κόσμου τὸ παλαιὸ στεφάνι τῆς παρακοῆς, ποὺ ἔπλεξε γιά τὸν κόσμο ἡ προμήτωρ Εὔα στήν Ἐδέμ, καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ τὸ νέο στεφάνι τῆς χάριτος καὶ τῆς χαρᾶς, τὸ ὁποῖον ἔπλεξε μὲ τή δική της χάρη καὶ ὑπακοὴ στή φωταύγεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ἀΐδιο βλαστὸ τοῦ Θεοῦ Πατρός, συνταιριασμένο μὲ τὰ ἄνθη τοῦ νέου κήπου τῆς Ἐδέμ, ποὺ τόσο ὄμορφα βλάστησαν στή θεοχώρητη καὶ θεοϋπόστατη μήτρα της.
Μὲ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα οἱ πιστοί, θαῤῥοῦντες στίς μεγάλες χάρες τῆς Ὑπερευλογημένης, ἐξωτερικεύουν τὰ αἰσθήματα χαρᾶς πού πλημμυρίζουν τὴν καρδιά τους, κραυγάζοντες πρὸς τὴν Θεοτόκο. Χαῖρε Παναγία μας, ποὺ εἶσαι τὸ φυλακτήριο τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ φυλάσσεις τοὺς πιστοὺς ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ κακό, κυρίως ἀπὸ τὶς ἀσταμάτητες ἐπιβουλὲς τοῦ νοητοῦ δράκοντα· εἶσαι τὸ χαράκωμα, μπροστὰ στό ὁποῖο ξεσπᾶ καὶ διαλύεται ἡ κακουργία τῶν πνευμάτων τῆς ἀκαθαρσίας, ποὺ μὲ λύσσα πολεμοῦν τή χαρά καὶ τὴν εὐτυχία τῶν τέκνων σου· εἶσαι τὸ κραταίωμα, ἡ ἐνίσχυση ὅσων παλαίουν κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀνομίας· εἶσαι τέλος τὸ καταφύγιο, τὸ ὑπήνεμο λιμάνι ὅπου καταφεύγουν οἱ πιστοί, ποὺ ἀνελέητα δέρνονται ἀπὸ τὰ μανιασμένα κύματα, τὶς θύελλες καὶ τοὺς ἄγριους ἀνέμους τῆς ταραγμένης ἐπίγειας ζωῆς.
Ἀπό τό βιβλίο:Ἑρμηνεία Ἀκαθίστου Ὕμνου, Συγχρόνη Θεολογία (20ος-21ος αἰ.)
Πηγὴ ἐδῶ.